α) Ο Θεός* είναι απρόσιτος στην ουσία του και μεθεκτός στις ενέργειές του1 Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι άγνωστος στην ουσία του και γνωστός με τις ενέργειές του προς τον κόσμο. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε την αυθύπαρκτη ουσία του Θεού, η οποία είναι απρόσιτη και αμέθεκτη. Το μυστήριο της ύπαρξης και της ουσίας του Θεού παραμένει απρόσιτο και ακατάληπτο και η γνώση του είναι αδύνατη. Ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της ουσίας του Θεού, η οποία είναι άκτιστη, άπειρη, τέλεια και γνωστή μόνο στον ίδιο το Θεό: «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν δύναται» (Α΄ Τιμ. 6, 16) και «τά τοῦ Θεοῦ οὐδείς οἶδεν εἰ μή τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 2, 11). Είναι δυνατό να χωρέσει μέσα σ’ ένα ποτήρι ολόκληρος ωκεανός; Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει επιγραμματικά: «Ἄπειρον τό θεῖον καί ἀκατάληπτον καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία» (Έκδοσις ορθοδόξου πίστεως 1, 4)
2. Ενέργειες είναι οι θεϊκές δυνάμεις που εκδηλώνονται στις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο και τον κόσμο. Είναι μεν άκτιστες, όπως η ουσία Του, αλλά διαχέονται μέσα στη δημιουργία. Όλα τα όντα μετέ χουν στην ουσιοποιό ενέργειά Του (δημιουργική ενέργεια, που δίνει την ύπαρξη στα όντα), ενώ τα λογικά όντα (άγγελοι - άνθρωποι) μετέ χουν και στη λογοποιό ενέργειά Του (ενέργεια που προικίζει τα όντα με λογική). Υπάρχουν συγκεκριμένες ενέργειες του Τριαδικού Θεού που φανερώνουν την παρουσία Του μέσα στην ιστορία του κόσμου και της ανθρωπότητας και την αγάπη Του προς τη δημιουργία Του, καθώς επιγραμματικά τονίζει ο Απ. Παύλος: «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν» (Αλλά δεν άφησε αφανέρωτο τον εαυτό του∙ γιατί τότε εκδηλωνόταν ευεργετώντας) (Πρ. 14, 17).
Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μπορούμε να γνωρίσουμε «τα περί τον Θεόν». Όταν ο άνθρωπος θέλει και επιθυμεί, μπορεί να αποκτήσει μερική γνώση του Θεού. Αυτή επιτυγχά νεται εν μέρει με τη φυσική αποκάλυψη και στην πληρότητά της με την υπερφυσική αποκάλυψη «ἐν Χριστῷ». Στην Αγ. Γραφή τονίζεται σχετικά: «ἐκ γάρ μεγέθους καί καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσι ουργός αὐτῶν θεωρεῖται» (Σοφ. Σολ. 13, 5). Αυτό επιβεβαιώνει και ο Απ. Παύλος: «Διότι τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γάρ Θεός αὐτοῖς ἐφανέρωσε∙ τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης» (Κι αυτό γίνεται γιατί ό,τι μπορούσαν να γνωρίζουν για το Θεό τούς ήταν γνωστό, αφού ο Θεός τούς το φανέρωσε. Δηλαδή, παρότι είναι αόρατες και η αιώνια δύναμη του Θεού και η θεϊκή Του ιδιότητα, μπορούσαν να τη δουν μέσα στη δημιουργία, από τότε που έγινε ο κόσμος. Γι’ αυτό και δεν έχουν καμιά δικαιολογία) (Ρωμ. 1, 19-20). Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός ανακεφαλαιώνει περιληπτικά: «καί αὐτή τε ἡ κτίσις καί ἡ ταύτης συνοχή καί κυβέρνησις τό μεγαλεῖον τῆς θείας ἀποκαλύπτει φύσεως». (Έκδοσις ορθοδόξου Πίστεως). Όσα λοιπόν είναι απαραίτητα για την προσέγγιση και τη μερική γνώ ση του Θεού τα έθεσε στη διάθεσή μας η άπειρη αγάπη Του. Πολλά όμως που μας είναι άγνωστα προς το παρόν θα μας αποκαλυφθούν στη μέλλουσα ζωή. Την αλήθεια αυτή διατυπώνει παραστατικά ο Απ. Παύ λος: «Βλέπομεν γάρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρός πρόσωπον» (Αλήθεια, τώρα βλέπουμε τα πράγματα θαμπά, σαν μέσα από μεταλλικό καθρέπτη· τότε όμως πρόσωπο με πρόσωπο θα δούμε το Θεό) (Α΄ Κορ. 13, 12).
Η ουσία λοιπόν του Θεού είναι απρόσιτη και ακατάληπτη, αλλά οι ενέργειές Του είναι μεθεκτές (μπορεί ο άνθρωπος να μετάσχει σ’ αυτές) με βάση το λογικό και με προϋπόθεση την πίστη. Η αγιότητα και η θέωση είναι ο ανώτατος βαθμός μέθεξης στις ενέργειες του Θεού.
β) Ο Θεός είναι ένας και Τριαδικός Η πίστη αυτή αποτελεί το ιδιαίτερο γνώρισμα του Χριστιανισμού, όσον αφορά στην περί του Θεού διδασκαλία. Το επίκεντρο της χριστιανικής διδασκαλίας και πίστης για το Θεό συνοψίζεται στη φράση: «ο ένας ως προς την ουσία ή φύση Θεός είναι Τριαδικός ως προς τις υποστάσεις ή πρόσωπα» (Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα). Το μυστήριο του Τριαδικού Θεού είναι ασύλληπτο από την ανθρώπινη σκέψη. Επομένως, είναι αδύνατο να το διερευνήσουμε λογικά. Η μία και ενιαία φύση του Τριαδικού Θεού είναι άναρχη, αιώνια, άπειρη, άκτιστη και ακατάληπτη. Κάθε πρόσωπο του Τριαδικού Θεού είναι φορέας της θείας ουσίας και συγχρόνως είναι όλος ο Θεός. Η θεία ουσία «κατοικεί», υπάρχει «ασυγχύτως, ατρέπτως και αδιαιρέτως» ολόκληρη στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Οι σχέσεις μεταξύ τους είναι σχέσεις ουσιαστικής αγάπης και «ομοουσιότητας», που εκφράζονται με τον όρο «αλληλοπεριχώρηση». Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας δεν είναι τρεις θεότητες, ούτε νοούνται ως τρόποι εμφάνισης και παρουσίας του ενός Θεού μέσα στην ιστορία και στη ζωή της Εκκλησίας. Αυτές και άλλες παρόμοιες αιρετικές αντιλήψεις καταδικάστηκαν από οικουμενικές συνόδους. Η πίστη στον τριαδικό Θεό διδάσκεται σαφώς στην Αγ. Γραφή.
Ενδεικτικά ανα φέρουμε τις ακόλουθες μαρτυρίες:
Α) στην Π. Διαθήκη: α) στη δημιουργία του ανθρώπου η χρήση του πληθυντικού αριθμού: «ποιήσωμεν άνθρωπον» (Γέν. 1, 27), β) στον πύργο της Βαβέλ επίσης η χρήση πλη θυντικού: «δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλῶσσαν» (Γέν. 11, 7), γ) η φιλοξενία των τριών αγγέλων από τον Αβραάμ (Γέν. 18, 1-8),
Β) Στην Κ. Διαθήκη: α) τριαδική θεοφάνεια κατά τη βάπτιση του Χριστού (Ματθ. 3, 13-17)· β) «ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν» (Ιωάν. 10, 30) «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα…ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί» (Ιωάν. 14, 9-11)· γ) «ὅταν δέ ἔλθη ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται…» (Ιωάν. 15, 26)· δ) «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…» (Ματθ. 28, 19). Χαρακτηριστικός είναι ο χαιρετισμός του Απ. Παύλου: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετά πάντων ὑμῶν…» (Β΄ Κορ. 13, 13).
Στην παράδοση της Εκκλησίας μας το τριαδικό δόγμα συγκεφαλαιώνεται στο Σύμβολο της Πίστεως και αναλυτικά παρουσιάζεται στα συγ γράμματα των Πατέρων και στη θεία Λατρεία. Από τη θ. Λατρεία εν δεικτικά αναφέρουμε το «Δόξα Πατρί καί Υἱῷ καί ἁγίῳ Πνεύματι…»· το «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύ ματος…». Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας έχουν τα προσωπικά τους ιδιώματα. Ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός «γεννάται» προαιώνια από τον Πατέρα, και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται προαιώνια από τον Πατέρα. Ο ομοούσιος Τριαδικός Θεός ενεργεί και εκδηλώνεται προς τον κόσμο ενιαία και αδιαίρετα. Κατά το Μ. Αθανάσιο: «Ὁ Πατήρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα» (Επιστ. Προς Σεραπίωνα Α, 28).
γ) Γνωστός, «ψηλαφητός» στην Ιστορία
Αρχικά αναφέρουμε την «εκ του μηδενός» δημιουργία του κόσμου, η οποία σχετίζεται με την ελευθερία και την αγάπη του Θεού και ταυτίζεται με την έναρξη της ιστορίας. Ακόμη μπορούμε να επισημάνουμε την έμμεση παρουσία του Θεού στην ιστορία της ανθρωπότητας δια μέσου των αγίων μορφών της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Σε μερικά μάλιστα γεγονότα διαπιστώνεται η άμεση επικοινωνία Θεού και ανθρώπου (π.χ. Μωυσής, Απ. Παύλος κ.ά.). Στα παραπάνω θα μπορούσαμε να προσθέσουμε την έμμεση αλλά ενεργό και σωτήρια παρουσία του Θεού στη ζωή των ανθρώπων, που πραγματοποιείται με τη θαυματουργική παρουσία των αγίων της Εκκλησίας μας. Η σπουδαιότερη όμως και εμφανέστερη παρουσία του Θεού στην ιστορία του κόσμου και του ανθρώπου είναι η ενανθρώπηση του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας
δ) «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (1 Ιωάν. 4, 16)
Η αγάπη είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα του χριστιανικού Θεού. Η ιδιότητα αυτή άρχισε να εκδηλώνεται από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου, της οποίας κίνητρα ήταν η αγάπη και η ελευθερία Του. Η πρόνοια του Θεού εκδηλώνεται ως συντήρηση και κυβέρνηση του κόσμου για την ύπαρξη και κατεύθυνσή του προς την επιτυχία του σκοπού του· φανερώνεται στο ενδιαφέρον και την αγάπη του Θεού προς τον κόσμο και τον άνθρωπο. Και η θαυματουργική Του δράση είχε ως κίνητρο την αγάπη προς τον πάσχοντα άνθρωπο. Η παραβολή του ασώτου υιού τονίζει την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και μάλιστα προς τον αμαρτωλό. Μεγαλύτερη απόδειξη της μεγάλης αγάπης του Θεού αποτελεί το γεγονός της ενανθρώπησης του Υιού και Λόγου του Θεού: «οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώ νιον» (Ιωάν. 3, 16). Αποκορύφωση της αγάπης αυτής είναι η σταυρική θυσία του Χριστού. Ο Απ. Παύλος τονίζει σχετικά: «Ὁ δέ Θεός πλού σιος ὤν ἐν ἐλέει, διά τήν πολλήν ἀγάπην αὐτοῦ ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καί ὄντας ἡμᾶς νεκρούς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (Εφεσ. 2, 4-5)
1. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία ο Θεός είναι ον προσωπικό και απόλυτο. Ως προ σωπικό ον έχει τέλειο και άπειρο Νου, γι’ αυτό είναι α) παντογνώστης (γνωρίζει τα πάντα αμέσως, αχρόνως και τελείως) και β) πάνσοφος (χρησιμοποιεί τα άριστα μέσα για άριστους σκοπούς) και βούληση, δηλαδή το αυτεξούσιο στον υπέρτατο βαθμό. Είναι άγιος, δίκαιος, ο Θεός είναι αγάπη. Ως απόλυτο ον είναι α) αιώνιος, δηλαδή δεν περιο ρίζεται από το χρόνο, αλλά πληροί πάντα χρόνο χωρίς χρονική διαδοχή (παρελθόν, παρόν, μέλλον), γι’ αυτό ονομάζεται άχρονος, αναίτιος, αναλλοίωτος, ατελεύτητος κτλ., β) πανταχού παρών, δηλαδή δεν περιορίζεται από το χώρο, γι’ αυτό είναι άχωρος και αχώρητος, γ) παντοδύναμος, δηλαδή δύναται τα πάντα και όσα θέλει, γι’ αυτό ονομά ζεται και Παντοκράτωρ.
2. Τον ηλιακό δίσκο δεν μπορούμε να τον δούμε κατάματα, αλλά τις ακτίνες του ήλιου τις αισθανόμαστε, γιατί απολαμβάνουμε τις ζωογόνες ενέργειές του. Ένα βουνό δεν μπο ρούμε να το αγκαλιάσουμε, αλλά μπορούμε να το αγγίξουμε. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ποταμό, τον οποίο δεν μπορούμε να ρουφήξουμε, αλλά μπορούμε να δροσιστούμε παίρνοντας λίγο νερό με τις παλάμες.
Χριστιανισμός και Θρησκεύματα σελ. 38-43
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας