Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

H θεολογική μαρτυρία των Αποστολικών Πατέρων και των Απολογητών

 Η έννοια του όρου Πατήρ υπάρχει και θεμελιώνεται ήδη στην Αγία Γραφή και στα κείμενα της αρχαίας Εκκλησίας. Πατέρες αρχικά ονομάζονταν οι μαθητές των Αποστόλων, σαν τα πνευματικά τους τέκνα, όπως και οι πνευματικοί οδηγοί και διδάσκαλοι των Χριστιανών καθώς και οι κατά τόπους επίσκοποι. Αργότερα, τον 4ο αιώνα, Πατέρες ονομάσθηκαν και οι πιο ονομαστοί ηγέτες του μοναστικού βίου. Ορισμένοι Πατέρες της Εκκλησίας που διακρίθηκαν για την αγιότητα του βίου τους, για τα συγγράμματά τους, για τη διδασκαλία τους και για τη συμβολή τους στην έκφραση και προβολή της ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας και στους αγώνες τους εναντίον των διαφόρων αιρέσεων ονομάσθηκαν από την Εκκλησία Μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι καθώς και Οικουμενικοί Διδάσκαλοι της Εκκλησίας. 

 Αποστολικοί Πατέρες  

 Ως Αποστολικούς Πατέρες χαρακτηρίζουμε και εννοούμε τους Πατέρες εκείνους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς της μεταποστολικής εποχής (1ος – 2ος αι.), μαζί με ορισμένα άλλα ψευδεπίγραφα έργα, και που πράγμα τι ή υποθετικά υπήρξαν μαθητές των Αποστόλων και συνέθεσαν συγγράμματα για την κατά Χριστό οικοδομή και πορεία των πιστών, ακολουθώντας και συνεχίζοντας το κήρυγμα και τη διδασκαλία των Αποστόλων. Κυριότεροι Αποστολικοί Πατέρες θεωρούνται κατά χρονολογική σειρά ο Κλήμης Ρώμης, ο Ιγνάτιος Αντιοχείας (ο Θεοφόρος) και ο Πολύκαρπος Σμύρνης. Η διδασκαλία που έχουν διατυπώσει στα συγγράμματά τους οι Αποστολικοί Πατέρες είναι η πρώτη προσπάθεια έκθεσης της χριστιανικής διδασκαλίας μετά το κήρυγμα των Αποστόλων. 

 Ο Κλήμης Ρώμης, πιθανώς Χριστιανός εξ Ιουδαίων, ήταν επίσκοπος Ρώμης κατά τα έτη 92-101. Έγραψε μία Επιστολή προς Κορινθίους (Α΄ Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους). Υπό το όνομά  του είναι γνωστή και μία Β΄ Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους, η οποία όμως δεν είναι γνήσιο έργο του. Τα θέματα της διδασκαλίας του αναφέρονται στην τήρηση της ειρήνης και της ομόνοιας στη ζωή της Εκκλησίας, στην άσκηση της αγάπης, της σύνεσης, της υπακοής, της μετάνοιας και της ταπεινοφροσύνης. Κάνει επίσης λόγο για την πίστη στην ανάσταση των νεκρών και για τη λειτουργία του πολιτεύματος της Εκκλησίας με τη χρήση των όρων Επίσκοποι ή Πρεσβύτεροι και Διάκονοι.

Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος υπήρξε δεύτερος κατά σειρά επίσκοπος Αντιοχείας κατά τα έτη 70 107. Κατά την Παράδοση γνώριζε και συναναστρεφόταν τους Αποστόλους και ήταν μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Κατά τον διωγμό στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού συνελήφθη, οδηγήθηκε στη Ρώμη και καταδικάσθηκε σε θάνατο με κατασπάραξη από άγρια θηρία μεταξύ των ετών 112-113. Έγραψε 7 Επιστολές: Πρὸς Ἐφεσίους, Πρὸς Μαγνησιεῖς, Πρὸς Τραλλιανοὺς, Πρὸς Φιλαδελφεῖς, Πρὸς Σμυρναίους, Πρὸς Πολύκαρπον Σμύρνης και Πρὸς Ρωμαίους. Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο επισκοπικό αξίωμα και διδάσκει ότι η ενότητα της καθολικής (καθόλου) Εκκλησίας επιτυγχάνεται εν Χριστώ ( Ὅπου ἂν ᾖ Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ καθολικὴ ἐκκλησία) και ότι η τοπική Εκκλησία ενώνεται στο πρόσωπο του επισκόπου. Ο επίσκοπος είναι εἰς τύπον Χριστού. Σύμφωνα με τον Ιγνάτιο όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης εκπληρώθηκαν στο πρό Μαρτύριο Αγίου Ιγνατίου, 17ος αι. Μουσείο Πούσκιν, Μόσχα. σωπο του Ιησού Χριστού. Ο Τριαδικός Θεός δεν είναι αόριστος και άγνωστος, αλλά Θεός ζών και ερχόμενος σε κοινωνία με τον άνθρωπο. Ο καθαγιαζόμενος άρτος στη Θεία Ευχαριστία είναι «σὰρξ Ἰησοῦ Χριστοῦ παθοῦσα» και το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι «φάρμακον ἀθανασίας» και «ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν».

Ο Πολύκαρπος Σμύρνης γεννήθηκε περί το 70 μ.Χ. πιθανότατα στη Σμύρνη, στο στάδιο της οποίας υπέστη μαρτυρικό θάνατο το 167 μ. Χ. επί Μάρκου Αυρηλίου. Κατά την Παράδοση υπήρξε μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη, από τον οποίο και τοποθετήθηκε επίσκοπος Σμύρνης. Έγραψε μία μόνο Επιστολή, Πρὸς Φιλιππησίους, στην οποία κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην πραγματικότητα της σάρκωσης του Κυρίου και επισημαίνει την ανάγκη καταπολέμησης των αιρετικών Δοκητών. Καθοριστική ήταν η συμβολή του στην αποσόβηση του σχίσματος μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης και των Εκκλησιών της Μικράς Ασίας εξ αφορμής του εορτασμού του Πάσχα με την ειρηνευτική του αποστολή που ανέλαβε με τη μετάβασή του στη Ρώμη. 

 Οι Απολογητές -όπως αποκαλείται μία ομάδα εκκλησιαστικών συγγραφέων και θεολόγων- έζησαν και έδρασαν τον 2ο μ.Χ. αιώνα τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Ήταν πρόσωπα με πολύ μεγάλη παιδεία και φιλοσοφική μόρφωση και ανέλαβαν με τα συγγράμματά τους και την  προσωπική τους δράση την υποστήριξη και υπεράσπιση του Χριστιανισμού που διωκόταν. Έγραψαν έργα απολογητικά τόσο προς τους Εθνικούς όσο και προς τους Ιουδαίους εκείνης της εποχής υπέρ της χριστιανικής πί στης, προκειμένου να αποκρούσουν και ανασκευάσουν τις κατηγορίες που απευθύνονταν κατά των Χριστιανών για αθεΐα, ανηθικότητα (οιδιπόδειες μίξεις), καννιβαλισμό (θυέστεια δείπνα), εχθρότητα προς την πολιτεία, ταύτιση με τον Ιουδαϊσμό ή συνέχειά του και αρνητική στάση προς τη φιλοσοφία. Στα συγγράμματά τους οι Απολογητές τονίζουν την αρχαιότητα, την πνευματικότητα, την αθωότητα και αγνότητα του Χριστιανισμού, καθώς και τα στοιχεία της χριστιανικής ηθικής. Προβάλλουν επίσης τη διδασκαλία ότι η χριστιανική πίστη είναι η απόλυτη αλήθεια και η «αληθής φιλοσοφία» και ότι οι επαγγελίες των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης συνιστούν επιβεβαίωση της θεότητας του Ιησού Χριστού. Χρησιμοποιώντας πολλές φορές φιλοσοφική γλώσσα και ορολογία επιδεικνύουν στην πλειονότητά τους επιεική στάση και διαλλακτική και διαλεκτική προσέγγιση προς τη φιλοσοφία. Οι πιο σημαντικοί από τους Απολογητές ήταν ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυρας, ο Αθηναγόρας και ο Θεόφιλος Αντιοχείας. 

Ιουστίνος θεωρείται ο πιο σημαντικός από τους Απολογητές του 2ου αιώνα και από τις πιο μεγάλες μορφές της αρχαίας Εκκλησίας. Γεννημένος το 110 μ.Χ. στη Φλαβία Νεάπο λη (σημερινή Ναμπλούς της Παλαιστίνης) σπούδασε Στωϊκή, Αριστοτελική, Πυθαγόρεια και Πλατωνική φιλοσοφία για να ικανοποιήσει τις φιλοσοφικές και υπαρξιακές του αναζητήσεις. Απογοητευμένος από τη φιλοσοφική αυτή αναζήτηση και μετά από σχετική συζήτηση με κάποιο γέροντα -όπως ο ίδιος αναφέρει-, από τον οποίο διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη, προσχώρησε στον Χριστιανισμό. Αργότερα μετέβη στη Ρώμη και ίδρυσε μία σχολή (χριστιανική, κατηχητική), στην οποία επιδόθηκε κυρίως στη διδασκαλία της χριστιανικής πίστης. Το έτος 165 συνελήφθη στη Ρώμη και υπέστη μαρτυρικό θάνατο με αποκεφαλισμό επί αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου και επάρχου Ιουνίου Ρουστικού. Ο Ιουστίνος συνέγραψε τα εξής γνήσια έργα: α΄. Α΄ Ἀπολογία ὑπὲρ Χριστιανῶν, που απευθύνεται στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή. β΄. Β΄ Ἀπολογία ὑπὲρ Χριστιανῶν, που απευθύνεται στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο. γ΄. Διάλογος πρὸς Τρύφωνα, που περιλαμβάνει θεολογικό διάλογο μεταξύ του Ιουστίνου και του Ιουδαίου Τρύφωνα. Σύμφωνα με τη θεολογική του διδασκαλία ο Θεός είναι άναρχος, υπερβατικός και ανώνυ μος, αλλά είναι και δημιουργός και διακοσμητής όλης της κτιστής φύσης. Ο Λόγος υπάρχει προαιώνια στον Πατέρα και διακρίνεται υποστατικά από αυτόν, είναι δε «μεσίτης» μεταξύ του Θεού και του κόσμου. Θέλοντας να αναδείξει την πραγματικότητα της σάρκωσης του Λόγου τονίζει ότι ο Χριστός είναι «ἄνθρωπος ἐν ἀνθρώποις». Ο Ιουστίνος έγινε γνωστός για τη θε ωρία του περί του Σπερματικού Λόγου. Ερμηνεύοντας την περί Λόγου διδασκαλία των Στωϊκών και του Φίλωνα του Ιουδαίου και διατυπώνοντάς την υπό το φως της θεολογίας του Ευαγγελι στή Ιωάννη υπογραμμίζει ότι ο Θεός Λόγος ως «αυτοαλήθεια», και ενεργώντας ως «Λόγος» και «αλήθεια» και πριν τη σάρκωσή του, αποκαλυπτόταν και αποκαλύπτεται «εν σπέρματι» σε όλους τους ανθρώπους ως «αλήθεια» και ανάλογα βέβαια με τη δεκτικότητά τους της αξιοποίησης των «σπερμάτων» αυτών «του Λόγου», που είναι οι θείες δωρεές και που τους οδηγούν στην αληθινή γνώση περί Θεού. Μέσω του δωρηθέντος αυτού «Σπερματικού Λόγου» οδηγήθηκαν ορισμένοι επιφανείς αρχαίοι φιλόσοφοι και συγγραφείς, με την κατάλληλη και πρέπουσα αξιοποίησή του, στην περί του ενός και μόνου Θεού αντίληψη. Γι’ αυτό και αυτοί «οἱ μετὰ Λόγου βιώσαντες» μπορούν να χαρακτηρίζονται Χριστιανοί, παρότι θεωρήθηκαν άθεοι. 

  Ο Αθηναγόρας ήταν σύγχρονος του Ιουστίνου και χαρακτηριζόταν ως «Ἀθηναῖος φι λόσοφος Χριστιανός». Κάτοχος μεγάλης φιλοσοφικής παιδείας συνέγραψε τα έργα, Πρεσβεία περὶ Χριστιανῶν και Περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν. Στο πρώτο έργο ανασκευάζει ο Αθηναγόρας όλες τις κατηγορίες που στρέφονταν κατά των Χριστιανών. Στο δεύτερο έργο του με τη χρήση φιλοσοφικών συλλογισμών και επιχειρημάτων αποδεικνύει τη δυνατότητα και την αλήθεια, δηλαδή την αναγκαιότητα, της ανάστασης των νεκρών, χωρίς ωστόσο να αναφέρει τίποτε για την Ανάσταση του Κυρίου.

Ο Θεόφιλος Αντιοχείας γεννημένος στην ανατολική Συρία, πιθανότατα σε περιοχή κοντά στον Ευφράτη, από γονείς εθνικούς και με πολύ καλή γνώση της κλασικής γραμματείας, υπήρξε επίσκοπος Αντιοχείας κατά τα έτη 169-177. Συνέγραψε 1 μόνο έργο που έχει τον τίτλο Πρὸς Αὐτόλυκον και αποτελείται από 3 Βιβλία. Είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «Τριάς» για την Τριαδική θεότητα, προκειμένου να προβάλει την ενότητα των τριών θείων προσώπων. Την Τριάδα συνιστούν ο Θεός, ο Λόγος και η Σοφία. Σύμφωνα με τον Θεόφιλο ο Θεός είχε προαιώνια μέσα του τον Λόγο ως «Λόγο ενδιάθετο» και όταν αποφάσισε να προβεί στη δημιουργία, γέννησε τον Λόγο προ των όλων ως «Λόγο προφορικό» μαζί με τη Σοφία του. Έτσι αυτόν τον Λόγο είχε ως «υπουργό» ο Θεός κατά τη δημιουργία των όντων. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο ούτε ως θνητό ούτε ως αθάνατο, αλλά ελεύθερο να επιλέξει με την αυτεξούσια προαίρεσή του μεταξύ της αθανασίας και του θανάτου. 

  Δραστηριότητες δημιουργικής έκφρασης 

 1. Ας χωριστούμε σε 6 ομάδες, με βάση και τα ονόματα των Αποστολικών Πατέρων και Απολογητών που είδαμε σήμερα. Κάθε ομάδα ας προσπαθήσει να βρει στον χάρτη τις πόλεις με τις οποίες συνδέεται κάθε ένα από τα πρόσωπα αυτά, σημειώνοντας αυτές πάνω στον χάρτη. Στη συνέχεια, με βάση όσα κάναμε σήμερα, κάθε ομάδα ας γράψει ένα σύντομο ρεπορτάζ για τη ζωή τού κάθε προσώπου, αναφέροντας κάτι σημαντικό από όσα είπε ή έκανε. Ένας εκπρόσωπος από κάθε ομάδα θα παρουσιάσει στην ολομέλεια της τάξης όσα έγραψε η ομάδα του. 


  2. Διαβάζοντας το παρακάτω κείμενο, να καταγράψετε με ποιο τρόπο προτείνει στους χριστιανούς ο Άγιος Ιγνάτιος να σταθούν απέναντι σε κάποιον που … 

α) έχει απομακρυνθεί από όσα πρεσβεύει η Εκκλησία  β) υπερηφανεύεται για το ποιος είναι:.   γ) θυμώνει και οργίζεται:  δ) βλασφημεί

«Αλλά να προσεύχεσθε αδιάκοπα και για τους άλλους ανθρώπους. Διότι υπάρχει σ’ αυτούς ελπίδα μετανοίας, για να κερδίσουν τον Θεό. Επιτρέψετε λοιπόν σ’ αυτούς να μαθητεύσουν σε εσάς έστω και με τα έργα τους αυτά. 2. Στις οργές τους να είσαστε πράοι, στις καυχησιολογίες τους εσείς να είσαστε ταπεινοί, στις βλασφημίες τους εσείς να αντιτάσσετε τις προσευχές, στην πλάνη τους εσείς να μένετε σταθεροί στην πίστη, στην αγριότητά τους εσείς να είστε ήρεμοι, χωρίς να σπεύδετε να τους μιμηθείτε». «Ας γίνουμε αδελφοί τους με την επιείκεια και να προσπαθούμε να είμαστε μιμητές του Κυρίου -ποιος αδικήθηκε περισσότερο από εκείνον, ποιος στερήθηκε, ποιος προδόθηκε-, για να μη βρεθεί μέσα σας ζιζάνιο του διαβόλου, αλλά να μένετε σαρκικά και πνευματικά ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό με κάθε αγνεία και σωφροσύνη». (Άγιος Ιγνάτιος, Πρὸς Ἐφεσίους, ΕΠΕ, τ. 4, σσ. 83-85) 

3. Ας δούμε την εικόνα του Αγίου Ιγνατίου. Τι παρατηρείτε; Τι σκέψεις μπορείτε να κάνετε για αυτά που παρατηρείτε; Υπάρχει κάτι επιπλέον για το οποίο αναρωτιέστε και θα θέλατε να μάθετε, βλέποντας τη συγκεκριμένη απεικόνιση; Παρατηρώντας, τώρα, τη μορφή του Αγίου Ιγνατίου σε συνδυασμό με τη δεύτερη παράγραφο από το προηγούμενο κείμενο, ποια θα λέγατε ότι είναι εκείνα τα στοιχεία που αναδεικνύουν τον Άγιο Ιγνάτιο ως έναν από τους Αποστολικούς Πατέρες;

4. Ας διαβάσουμε προσεκτικά μια επιστολή, που γράφτηκε τον 2ο αι. μ.Χ. από κάποιον Χριστιανό. 

«Οι Χριστιανοί δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους στην γλώσσα ομιλίας, ούτε στις συνήθειες. Ούτε κατοικούν σε δικές τους ξεχωριστές πόλεις, ούτε χρησιμοποιούν κάποια γλωσσική διάλεκτο διαφορετική, ούτε ζουν με “περίεργο” τρόπο! Δεν έχουν επινοήσει κάποιο “παράξενο” τρόπο ζωής στηριγμένοι στην ανθρώπινη περιέργεια, ούτε και προΐστανται όπως μερικοί μιας ανθρώπινης διδασκαλίας. Κατοικούν σε ελληνικές ή βαρβαρικές πόλεις, όπως συνέπεσε ο καθένας, και διαβιούν με τις τοπικές συνήθειες και τον τρόπο ενδυμασίας και τροφής του κάθε τόπου ενώ συγχρόνως γίνεται φανερή η θαυμαστή και αξιοπρόσεκτη συμπεριφορά τους. Ζουν στην δική τους ο καθένας πατρίδα αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα τα κοινά ως πολίτες και υπομένουν τα πάντα, όμως σαν να ήσαν ξένοι. Η ξενιτειά είναι πατρίδα τους και η πατρίδα τους ξενιτειά. Παντρεύονται όπως όλοι και γεννούν παιδιά αλλά δεν τα σκοτώνουν. Γήινοι άνθρωποι είναι αλλά δεν ζουν με ζωώδη τρόπο. Διαβιούν στην γη αλλά έχουν το πολίτευμα στον ουρανό. Υπακούουν στους κρατικούς νόμους αλλά με τον τρόπο ζωής τους ξεπερνούν τους νόμους. Αγαπούν τους πάντες έστω κι αν διώκονται από όλους. Αγνοούνται και κατακρίνονται από πολλούς, φονεύονται αλλά “ζωοποιούνται”. Γίνονται φτωχοί από πεποίθηση και “πλουτίζουν” τους άλλους. Στερούνται σχεδόν των πάντων αλλά δίνουν σε όλους. Περιφρονούνται από τους ανθρώπους αλλά γίνεται δόξα γι’ αυτούς η περιφρόνηση. Συκοφαντούνται αλλά δικαιώνονται. Χλευάζονται και αυτοί ευλογούν. Υβρίζονται και τιμούν. Ενώ κάνουν το καλό, τιμωρούνται ως κακοί· όταν όμως τιμωρούνται χαίρουν γιατί έτσι αποκτούν την “ἐν Χριστῷ” ζωή. Οι Ιουδαίοι τους πολεμούν ως αλλόφυλους και οι ειδωλολάτρες τους διώκουν, και αυτοί που τους μισούν δεν μπορούν να προσδιορίσουν την αιτία της έχθρας τους. Να το πω απλά: Ό,τι είναι για το σώμα η ψυχή, είναι και για τον κόσμο οι Χριστιανοί. Όπως είναι διάχυτη σ’ όλο το σώμα η ψυχή, με τον ίδιο τρόπο είναι και οι Χριστιανοί στον κόσμο. Κατοικεί στο σώμα η ψυχή αλλά δεν είναι στοιχείο του σώματος· και οι Χριστιανοί κατοικούν στον κόσμο αλλά δεν είναι του κόσμου. […] Ευτυχία δεν είναι να τυραννάς τους συνανθρώπους σου και να θέλεις να έχεις περισσότερα από εκείνους· αυτές είναι καταστάσεις με τις οποίες δεν μιμείσαι τον Θεό αλλά αποξενώνεσαι από την μεγαλειότητα του Θεού. Ευτυχία είναι, να αναλαμβάνεις το φορτίο της ανάγκης του πλησίον σου, να θέλεις να μοιράζεσαι τα δικά σου με αυτούς που έχουν λιγότερα. Αυτός που, όσα έλαβε εκ Θεού, τα μοιράζεται με όσους βρίσκονται σε ανάγκη, γίνεται “Θεός” γι’ αυτούς αφού είναι μιμητής του Θεού». (Απόσπασμα από την Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολήν, μτφρ. π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος. Ανακτήθηκε από: https://www.enoriako.info/index.php/2017-12-03-18-32-08/ 150-2011-05-06-20-40-44)  

Σε ποιους νομίζετε ότι απευθύνεται αυτό το γράμμα και σε τι αναφέρεται;

Αν θα έπρεπε να επιλέξεις δύο σημεία που σου άρεσαν ποια θα ήταν αυτά; Αντάλλαξε αυτά που έγραψες με τον διπλανό σου/τη διπλανή σου. 

  Πώς θα μετασχηματίζατε το παραπάνω κείμενο σε έναν σύντομο θεατρικό διάλογο ή σε στί χους σύγχρονου τραγουδιού ή σε τίτλους εφημερίδων; 

 5. Συνεργαζόμενοι σε ομάδες, να φτιάξετε ένα πόστερ με έμπνευση από τα θέματα που εξετάζονται στο προηγούμενο κείμενο/επιστολή, δίνοντάς του έναν δικό σας τίτλο. Ύστερα θα το παρουσιάσετε στους συμμαθητές σας, απαντώντας στις όποιες ερωτήσεις τους. 

Πηγή: Κωνσταντίνος Λιάκουρας, Αθανάσιος Γλάρος, Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατέρες  και Θεολόγοι της Εκκλησίας, ΤΕΥΧΟΣ B΄, ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Γ´ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, σελ: 7-14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...