Ιερατικά άμφια: Ιστορία, τελετουργική χρήση, συμβολισμοί
Ο Ιερέας εκτός του ναού φορά μαύρη στολή, το ράσο που είναι αρχαιότατο και εμπνέει σοβαρότητα και αξιοπρέπεια. Το καλυμμαύχι είναι το κάλυμμα της κεφαλής και λέγεται έτσι διότι αρχικά έπεφτε προς τα πίσω και κάλυπτε τον αυχένα. Εντός του ναού οι κληρικοί ενδύονται τα άμφιά τους, ανάλογα με τον βαθμό ] ενδύονται οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και τους συμβολισμούς που δινόταν σε αυτά. Σε κάθε περίπτωση από την Παλαιά ακόμη Διαθήκη τονίζεται ότι οι στολές των Ιερέων είναι άγιες (Ιεζεκιήλ 42,14). Με την ένδυσή τους υπογραμμίζεται ότι ο Ιερέας δεν τελεί αφ’ εαυτού τα μυστήρια, αλλά με τη δύναμη του Χριστού και της ιερωσύνης της Εκκλησίας, την οποία κατέχει δια της χειροτονίας εν πνεύματι αγίω, «ἐνδεδυμένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι κάθε άμφιο που ενδύεται ο Ιερέας πρώτα το σταυρώνει, το ασπάζεται και το φοράει λέγοντας κάποιο ψαλμικό στίχο. Τα ιερατικά άμφια είναι εφτά «διὰ τὰς ἑπτὰ ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος» (PG 155,256B)
Τα άμφια του Διακόνου
Ο Διάκονος λειτουργικώς επέχει «ὑπηρέτου τάξιν» (PG 155, 709D). Υπηρετεί δηλαδή τον Επίσκοπο και τον Πρεσβύτερο. Δεν μπορεί να τελέσει καμιά ιερουργία από μόνος του. Λέει βέβαια τα
Ειρηνικά, δίνει τα παραγγέλματα στους πιστούς και αναγιγνώσκει στη Θεία Λειτουργία το Ευαγγέλιο.
Το στιχάριο είναι το πρωταρχικό άμφιο του Διακόνου και κοινό άμφιο όλων των ιερατικών βαθμών. Πρόκειται για ποδήρη (μέχρι τα πόδια) λευκό χιτώνα με ρίζες στην Παλιά Διαθήκη (Έξ. 28,4∙ 29,5.
Αποκ. 1,13). Η ονομασία του, κατά μία έννοια, προέρχεται από το ότι «ἕστηκεν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ψευδ. Σωφρόνιος, PG 873, 3988B). Το διακονικό στιχάριο έχει φαρδιά μανίκια. Ο συμβολισμός γενικότερα του στιχαρίου επηρεάζεται τόσο από το λευκό του χρώμα, όσο και από το λευκό λινό, με το οποίο κατασκευάζεται. Στη βάση αυτή φανερώνει την αίγλη της θεότητας «καὶ τοῦ
ἱερέως τὴν λαμπρὰν πολιτείαν» (Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως,PG 98,393B). Κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης το στιχάριοεξηγείται ως «ἔνδυμα ἀφθαρσίας καὶ ἁγιωσύνης» (PG 155,257D).
Με το νόημα αυτό ταιριάζει και ο στίχος από τον Ησαΐα, που λέει ο λειτουργός όταν ενδύεται το
στιχάριο: «Ἀγαλιάσσεται ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ Κυρίῳ∙ ἐνέδησε γὰρ με ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτῶνα
εὐφροσύνης περιέβαλέ με…» (Ησ. 61,10). Εκτός του λευκού στιχαρίου μαρτυρούνται και στιχάρια
με άλλα χρώματα. Την Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνηθιζόταν το πορφυρό χρώμα (PG 155, 161D).
Το οράριο είναι διακριτικό άμφιο του Διακόνου. Πρόκειται για μακριά λωρίδα υφάσματος, την οποία φορά στον αριστερό του ώμο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το ένα άκρο να κρέμεται μπροστά μέχρι κάτω και το άλλο να κρέμεται προς τα πίσω. Το άμφιο αυτό ως λέξη προέρχεται κατά μια άποψη από το osoris (=στόμα) και χρησίμευε ως μάκτρο για τη μετά τη Θεία Λειτουργία κοινωνία. Κατά άλλη άποψη προέρχεται από το ρήμα orare (=προσεύχεσθαι). Ένα από τα καθήκοντα του Διακόνου είναι να στέκεται σε στάση προσευχής, λέγοντας τα Διακονικά ή τα Πληρωτικά στις Ακολουθίες. Δεν αποκλείεται επίσης το οράριο ως λέξη να σχετίζεται με το ρήμα «ὁράω-ὁρῶ» (=βλέπω, επιτηρώ) ή τη λέξη «ὥρα» (=μέριμνα, φροντίδα). Το εν λόγω άμφιο μαρτυρείται από τον 4ο αιώνα (ΚΒ΄ Κανόνας της συνόδου της Λαοδίκειας) και συμβολίζει τα φτερά των αγγέλων «διὰ τὸ ἄϋλὸν τε καὶ νοερὸν τῆς ἀγγελικῆς τάξεως» (Συμεών Θεσσαλονίκης, PG 155,712B). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι επάνω στο οράριο είναι γραμμένος ο τρισάγιος ύμνος «Ἅγιος, ἅγιος…». Κατά τη Θεία Λειτουργία και συγκεκριμένα την ώρα της Θείας Κοινωνίας ο Διάκονος μετά την είσοδό του στο Ιερό Βήμα ζώνεται το οράριό του για πρακτικούς λόγους, αλλά και σε ένδειξη συστολής «ἐν τῷ μέλλειν μεταλαβεῖν» (PG 155,712B). Μετά το «Πληρωθήτω…» και πριν από το «Ὀρθοί∙ μεταλαβόντες…» ο Διάκονος «χαλᾶ» (=ξεζώνεται) το οράριο και το επαναφέρει στην αρχική του θέση. Κατά την ένδυση του οραρίου ο Διάκονος, σύμφωνα με κάποια Ιερατικά, λέει το «ὅστις θέλει γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος» (Ματθ. 20,26), σύμφωνα δε με κάποια άλλα λέγει τον αγγελικό ύμνο « Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου».
Τα επιμάνικα (μικρά άμφια τραπεζοειδούς σχήματος) καλύπτουν το κάτω μέρος των μανικιών του στιχαρίου. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση «ἐπί» και τη λατινική λέξη «manica» (=χειρίς) ή «manus» (=χέρι). Πιθανώς να σχετίζονται με τα συγκλητικά ή αυτοκρατορικά «λωρία» (=clavi).
Αρχικά και ως τον 12ο αιώνα το φορούσαν μόνο οι Επίσκοποι. Αργότερα το δικαίωμα αυτό έλαβαν και οι Πρεσβύτεροι. Μετά δε την Άλωση, η χρήση τους επεκτάθηκε και στους Διακόνους. Οι Επίσκοποι και οι Πρεσβύτεροι φορούν τα επιμάνικα πάνω από το στιχάριο, ενώ οι Διάκονοι πάνω από το
αντερί, διότι τα μανίκια του στιχαρίου είναι πιο κοντά και δεν φτάνουν μέχρι τον καρπό. Τα επιμάνικα, που είναι κοινό άμφιο όλων των βαθμών ιερωσύνης, εκτός του πρακτικού τους χαρακτήρα συμβολίζουν την παντοδυναμία του Θεού και το ότι ο Χριστός είναι αυτός που με τα ίδια του τα χέρια ιερουργεί τα μυστήρια (PG 155,713CD). Γι’ αυτό και όταν οι Ιερείς ενδύονται τα άμφια αυτά λένε στο δεξιό επιμάνικο: «Ἡ δεξιά σου Κύριε δεδόξασται ἐν ἰσχύει…» και το αριστερό: «Αἱ χεῖρές σου ἐποίησὰν με καὶ ἔπλασάν με» (Ψαλμ. 118.73).
Τα άμφια του Πρεσβυτέρου
Το στιχάριο του Πρεσβυτέρου έχει μικρές διαφορές από αυτό του Διακόνου. Κατά κανόνα είναι
πάντοτε λευκό και τα μανίκια του είναι πιο στενά και πιο μακριά, ώστε να φτάνουν μέχρι τον καρπό.
Το επιτραχήλιο ή περιτραχήλιο, το οποίο αποτελεί εξέλιξη του διακονικού οραρίου. Πρόκειται για λωρίδα υφάσματος, η οποία περιβάλλει τον τράχηλο, κατεβαίνει μπροστά στο στήθος σε διπλή σειρά και καταλήγει με κρόσσια στα πόδια. Είναι γνωστό από τον 6ο αι. και συμβολίζει την «ἄνωθεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ κεφαλῆς δοθεῖσα χάριν» (PG 155,257D, καθώς και την υποταγή του Ιερέα στον Χριστό. Φορώντας το επιτραχήλιο ο Ιερέας λέγει το «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ ἐκχέων τὴν χάριν ἐπὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ, ὡς μύρον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, τὸ καταβαῖνον ἐπὶ πώγωνα, τὸν πώγωνα τοῦ Ἀαρών, τὸ καταβαῖνον ἐπὶ τὴν ὤαν τοῦ ἐνδύματος αὐτοῦ».
Η ζώνη προέρχεται από το μοναχικό σχήμα, ως ένδειξη της πνευματικής ετοιμότητας των μοναχών. Τη φορούσαν επίσης και οι λαϊκοί άρχοντες, για να συγκρατούν τα ενδύματά τους. Ανάλογο πρακτικό χαρακτήρα έχει και κατά τη διαδικασία της ένδυσής της από τον Ιερέα. Φοριέται πάνω από το επιτραχήλιο και δένεται με κορδέλες πίσω ή με πόρπη μπροστά. Ο στίχος «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ περιζωνύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου», που λέγει ο Ιερέας, δείχνει και το νόημα που έχει η ζώνη, καθόσον μαρτυρεί τη δύναμη του Χριστού, το πνεύμα της δικής του διακονίας, αλλά και τη σωφροσύνη, με την οποία πρέπει να διακρίνεται ο Ιερέας (PG 155, 713AB).
Τα επιμανίκια είναι κοινά με αυτά του Διακόνου.
Το φελόνιο (φελώνιο, φαιλόνιο, φενόλιο). Πρόκειται για το εξωτερικό άμφιο του Πρεσβυτέρου, κωνοειδούς σχήματος χωρίς μανίκια, και έχει άνοιγμα στο πάνω μέρος. Φοριέται από το κεφάλι και αποτελεί το εξωτερικό ολόσωμο άμφιο του Ιερέα.
Μέχρι τον 5ο αι. χρησιμοποιούνταν και ως καθημερινό ένδυμα (πανωφόρι) τόσο από κληρικούς όσο και από λαϊκούς. Με την κοσμική του ενδυμασία και έννοια μνημονεύει και ο Απόστολος Παύλος «τὸν φαιλόνην» (Β’ Τιμ. 4,13). Ως λειτουργικό άμφιο είναι γνωστό από την παλαιοχριστιανική εποχή και με συμβολική σημασία από τον 9ο αι. «τὸ δὲ φαινόλιον, ἐμφαίνει τὴν ἀπὸ κοκκίνου πορφύραν, ἥνπερ τῷ Ἰησοῦ ἐμπαίζοντες οἱ ἀσεβεῖς ἐφόρεσαν» (PG 98,393D).
Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης το φελόνιο «τὴν ὑψηλοτέραν καὶ ἄνωθεν χαρηγουμένην τοῦ Πνεύματος φαίνει δύναμίν τε καὶ ἔλλαμψιν» (PG 155,713D). Σύμφωνα δε με το χωρίο, που λέγε-
ται κατά την ένδυση «οἱ ἱερεῖς σου Κύριε ἐνδύσονται δικαιοσύνην καὶ οἱ ὅσιοὶ σου ἀγαλιάσσονται», το φελόνιο αναφέρεται και στη δικαιοσύνη, που πρέπει να διακρίνει τον Ιερέα. Μέχρι την Άλωση το φελόνιο ήταν και το άμφιο τόσο των Πρεσβυτέρων, όσο και των Επισκόπων. Οι τελευταίοι, όπως φαίνεται και στις αγιογραφίες, έφεραν πολυσταύρια φελώνια. Αρχικά τα πολυσταύρια φελόνια ήταν
πατριαρχικό προνόμιο.
Τα άμφια του Επισκόπου
Το στιχάριο είναι όμοιο με αυτό του Πρεσβυτέρου, αλλά διακρίνεται ως προς τον διάκοσμο. Τα στενά μανίκια του απολήγουν σε λωρία, τα οποία, πέρα από τον πρακτικό τους χαρακτήρα, συμβολίζουν τα δεσμά του Κυρίου. Τα παλαιότερα στιχάρια έφεραν, από το ύψος των ώμων ως τον ποδόγυρο, δύο κάθετες ταινίες (ποταμούς) κόκκινες ή λευκές, σύμβολο τόσο του αίματος και του ύδατος που έρρευσαν από το σώμα του Χριστού, όσο και της σοφίας, που δια του κηρύγματος σκορπίζει
γύρω του ο Επίσκοπος (PG 98,393C)Το επιτραχήλιο, η ζώνη και τα επιμανίκια είναι όπως του Πρεσβυτέρου.
Το επιγονάτιο είναι τεμάχιο υφάσματος, ρομβοειδούς σχήματος ή τετραγώνου, το οποίο κρέμεται από τη ζώνη στο δεξιό μηρό, είδος «λεντίου» (=πετσέτας) που εισήχθη κατά μίμηση προφανώς του νιπτήρα του Μυστικού Δείπνου (Ιω. 13,4-5). Σε αυτό εικονίζεται σταυρός ή άγγελος ή ο νιπτήρας ή η παράσταση της Ανάστασης. Ο συμβολισμός του αναφέρεται στη νίκη του Χριστού κατά του θανάτου, καθώς επίσης στη δύναμη και τη σωφροσύνη του ανθρώπου, κατά το λεγόμενο στην ένδυση
«περίζωσον τὴν ρομφαίαν σου ἐπὶ τὸν μηρόν σου δυνατέ…». Το επιγονάτιο είναι άμφιο του Επισκόπου, αλλά το φορούν και όσοι έχουν εκκλησιαστικό αξίωμα (Αρχιμανδρίτης, Πρωτοπρεσβύτερος, Οικονόμος κ.λπ.). Ο σάκκος του Επισκόπου αντικατέστησε το φελόνιο, αρχικά πολυσταύριο, του Πρεσβυτέρου. Έχει πιο κοντά μανίκια από το φελόνιο και φτάνει μέχρι τα γόνατα. Προέρχεται από την ενδυμασία κοσμικών αρχόντων, όπου στην Παλαιστίνη συμβόλιζε το πένθος ή την μετάνοια (Σοφία Σειράχ 25,17∙ Γέν. 37,34) και στην Κωνσταντινούπολη την υποταγή του βυζαντινού αυτοκράτορα στον υπέρτατο βασιλέα των ουρανών. Από τον 12ο αι. αναφέρεται ως επισκοπικό άμφιο, που έχει τον ίδιο συμβολισμό με αυτόν του φελονίου, προβάλλοντας κυρίως το Θείο Πάθος. Αρχικά
το φορούσε μόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης, κατά τις μεγάλες δεσποτικές εορτές. Σταδιακά όμως, και ιδίως μετά τον 15ο αι., επεκτάθηκε σε όλους τους Επισκόπους. Σάκκο κατά το εβραϊκό τελετουργικό φορούσε ο αρχιερέας στη σκηνή του μαρτυρίου και έφερε κωδωνίσκους στον ποδόγυρο, με σκοπό την εκδίωξη των δαιμόνων. Στην εκκλησιαστική παράδοση οι κωδωνίσκοι που υπάρχουν στον σάκκο συμβολίζουν το διδακτικό και κηρυκτικό έργο του Επισκόπου.
Το ωμοφόριο είναι το χαρακτηριστικό άμφιο του Επισκόπου και διακρίνεται σε μεγάλο και μικρό. Είναι γνωστό από τον 5ο αι. και κατασκευάζεται από λευκό μαλλί προβάτου, συνδεόμενο μάλιστα συμβολικά με το απολωλός πρόβατο, το οποίο ο Χριστός έφερε στους ώμους του. Ο Χριστός βάσταξε όλη την ανθρώπινη φύση, την οποία με το μυστήριο της σαρκώσεως προσέλαβε, ένωσε με τον εαυτό του και θέωσε (PG155,716BC). Ο Επίσκοπος, μιμούμενος ακριβώς τον Χριστό, έχει την ευθύνη της σωτηρίας των πιστών. Όταν δε φορά το ωμοφόριο λέγει «ἐπὶ τῶν ὤμων Χριστέ, τὴν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν, ἀναληφθεὶς τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ προσήγαγες».
Το μέγα ωμοφόριο τοποθετείται γύρω από τον λαιμό του Επισκόπου και πάνω στον σάκκο. Το ένα άκρο μάλιστα κρέμεται μπροστά και το άλλο άκρο προς τα πίσω. Το φοράει από την αρχή της Θείας Λειτουργίας, μέχρι και την ανάγνωση του Απόστολου. Το αποθέτει σε ένδειξη ταπείνωσης, όταν πρόκειται να αναγνωσθεί το Ευαγγέλιο μέχρι και το τέλος της Θείας Λειτουργίας. Στο διάστημα αυτό, όπως και στα άλλα ιερά μυστήρια και ιερές ακολουθίες, φοράει το μικρό ωμοφόριο του οποίου τα δύο άκρα πέφτουν μπροστά στο στήθος. Το μικρό ωμοφόριο μαρτυρείται από τον 17ο αι.
Άλλα διακριτικά του αρχιερατικού αξιώματος
Εκτός των ιερών αμφίων του Επισκόπου η παράδοσή μας γνωρίζει και άλλα διακριτικά αυτού του αξιώματος. Πρόκειται για τον σταυρό και το εγκόλπιο, που εικονίζει το Σωτήρα Χριστό ή την Θεοτόκο. Και τα δύο κρέμονται από τον λαιμό και πάνω από το ωμοφόριο.Το εγκόλπιο φέρεται από τον Επίσκοπο και σε επίσημες εκδηλώσεις εκτός του ναού. Κατά μια άποψη το εν λόγω διάσημο ήταν θήκη για την τοποθέτηση του αγίου άρτου - θείας κοινωνίας, την οποία μετέφερε ο Επίσκοπος, προκειμένου να κοινωνεί τους πιστούς.
Η ποιμαντορική ράβδος
(πατερίτσα). Έχει τη ρίζα της στο αρχαίο «δικανίκιον», που κρατούσαν οι δικαστές και κάθε αξιωματούχος σε ένδειξη εξουσίας. Η εξουσία του Επισκόπου είναι πνευματική και η σχετική ράβδος συνδέεται με την διαποίμανση του λαού του Θεού. Ο σταυρός που υπάρχει στην πάνω άκρη εν μέσω δύο όφεων δηλώνει τη νίκη του Χριστού. Τα δύο φίδια παραπέμπουν στο γεγονός της από τον Μωυσή ύψωσης του χάλκινου φιδιού στην έρημο, ως προεικόνιση του σταυρού του Χριστού. Συνδέεται επίσης με τον λόγο του Κυρίου «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων, γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις…» (Ματθ. 10,16).
Η μίτρα έχει τα πρότυπά της στον παλαιό αρχιερέα, ο οποίος έφερε «κίδαριν» (=κάλυμμα) στο κεφάλι αλλά και στα στέμματα των Παλαιολόγων και τα καλύμματα της κεφαλής των Βυζαντινών αρχόντων. Στον εκκλησιαστικό χώρο μίτρα αρχικά έφερε μόνο ο πάπας (10ος αι.) και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας (τιάρα). Στο βυζαντινό τελετουργικό εισήχθη τον 17ο αι. ως σύμβολο της πνευματικής εξουσίας του Επισκόπου. Τη μίτρα ο Αρχιερέας τη φορά μόνο σε ορισμένα σημεία της Θείας Λειτουργίας.
Ο μανδύας, άμφιο πτυχωτό, μακρύ και χωρίς μανίκια, προέρχεται από
(PG 155.260C). Τον μανδύα φέρει ο Αρχιερέας στους ώμους του, όταν χοροστατεί στις διάφορες Ακολουθίες.
Το επιρριπτάριο, μαύρο ύφασμα, φοριέται πάνω από το
καλυμμαύχι. Γι’ αυτό και λέγεται επανωκαλύμμαυχο. Ο Επίσκοπος το φοράει συνήθως, όταν ενδύεται μόνο τον μανδύα ή στις Ακολουθίες, που έχει επιτραχήλιο και ωμοφόριο.
Τα δικηροτρίκηρα έχουν την αρχή τους στην πράξη του αυτοκράτορα με την είσοδό του στο Ιερό Βήμα να προσφέρει θυμίαμα και στη συνέχεια να ευλογεί τον λαό με το τρίκηρο (PG 137,753A).
Κατά άλλη άποψη προέρχεται από το διβάμβουλο, πολυτελή δηλαδή λαμπάδα, σύμβολο της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας.
Με τα δικηροτρίκηρα ο Αρχιερέας ευλογεί τον λαό στη Θεία Λειτουργία και δη στον καιρό του Τρισαγίου, αφού πρώτα σφραγίσει με αυτά το Ευαγγέλιο.
Πηγή: Παναγιώτης Σκαλτσής, Παύλος Σεραφείμ, π. Θεμιστοκλής Χριστοδούλου,Στοιχεία Λειτουργικής και Τελετουργικής ,Α´ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ, σελ: 31-35













Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας