Η Εκκλησία οργανώνεται
Η εξάπλωση της Εκκλησίας έξω από τον ιουδαϊκό κόσμο την έφερε μπροστά σε νέα προβλήματα στην οργάνωση και τη διδασκαλία. Έτσι ανακάλυψε και νέους τρόπους να διασώζει την αλήθεια του Ευαγγελίου στη διδασκαλία, τη λατρεία και τη ζωή. Χωρίς ένα γεωγραφικό κέντρο, όπως ήταν κάποτε ο Ναός των Ιεροσολύμων, ούτε αυστηρή κεντρική οργάνωση, μέσα από τις κοινές μαρτυρίες των αποστόλων και των συνεργατών τους και την προφορική παράδοση που μετέφερε το σύνολο της κοινότητας, το χριστιανικό Ευαγγέλιο έφτιαξε με αξιοθαύμαστη ενότητα τον Κανόνα της πίστεως.* Ο τρόπος να επιλύονται τα προβλήματα ήταν κατεξοχήν οι σύνοδοι, με οδηγό και πρότυπο την Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων. Γενικότερα είχε σημασία η επικοινωνία των Εκκλησιών με τη φροντίδα και την καθοδήγηση όσων έφεραν την αποστολική αυθεντία και όσων είχαν τοποθετηθεί συνεργάτες και αντικαταστάτες τους στην τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, στο κήρυγμα, ή στο βάπτισμα. Η επικοινωνία γινόταν με επισκέψεις και με γράμματα. Οι συνεργάτες και αντικαταστάτες ή διάδοχοι των αποστόλων, αλλού ονομάζονταν προφήτες, αλλού πρεσβύτεροι και τελικά ονομάσθηκαν επίσκοποι. Περιστοιχίζονταν από πρεσβυτέρους στη θεία Ευχαριστία, στο πλαίσιο της ο ποίας γινόταν και η διδασκαλία, η επίλυση διαφορών μεταξύ πιστών, διόρθωση σφαλμάτων, ανάγνωση επιστολών και εγκυκλίων* κλπ. Ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα στις χριστιανικές κοινότητες εμφανίζονται διακριτά ο επίσκοπος, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι, όπως σήμερα. Οι επίσκοποι είναι διάδοχοι των αποστόλων συνολικά, δηλαδή του αποστολικού κηρύγματος.
Αργότερα θα τονισθεί και η προσωπική διαδοχή του καθενός με τον προκάτοχό του στη συγκεκριμένη επισκοπή, ανάλογα με τους επισκοπικούς καταλόγους που συνέτασσε κάθε πόλη. Από τον 2ο αιώνα έχουμε συνόδους επισκόπων, που συναντώνται για να αντιμετωπίσουν αιρέσεις, να χειροτονήσουν νέους επισκόπους ή να δικάσουν σε ανώτερο βαθμό, για λόγους αμεροληψίας, αιτήματα και παράπονα κληρικών ή λαϊκών μέσα στις επισκοπές τους. Οι επίσκοποι στις συνόδους λειτουργούσαν όχι ως εκλεγμένοι αντιπρόσωποι (όπως οι βουλευτές σήμερα), αλλά ως «στόματα της εκκλησίας» και εκφραστές της εμπειρίας της πίστεως και της ζωής στον Χριστό της τοπικής τους κοινότητας. Σχεδόν πάντοτε, όμως, άκουγαν και συζητούσαν μαζί τους και λαϊκοί (όπως ο θεολόγος Ωριγένης τον 3ο αιώνα), κληρικοί που δεν ήταν επίσκοποι (όπως ο διάκονος τότε, Μέγας Αθανάσιος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο) και αργότερα μοναχοί. Πολύ γρήγορα, επίσκοποι των σημαντικότερων πόλεων στην αποστολική αυθεντία, αλλά και στη διοίκηση (Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Θεσσαλονίκη, Έφεσος, κλπ.) συγκαλούσαν μόνιμα τους επισκόπους της περιοχής τους και αυτό το σύστημα λειτουργίας ονομάσθηκε μητροπολιτικό.
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, και το πρότυπο της συνοδικότητας
Χρησιμοποιώντας την εμπειρία των συνόδων ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συγκάλεσε το 325 όλους τους επισκόπους της αυτοκρατορίας στη Νίκαια της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία για να αποφασίσουν κυρίως για τη θεολογική θεμελίωση της καταδίκης του πρεσβυτέρου Αρείου από την Αλεξάνδρεια. Ο Άρειος δίδασκε ότι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος δεν ήταν Θεός, όπως ο Πατέρας, αλλά κτίσμα του Πατέρα σημαντικότερο από τα άλλα, που δημιουργήθηκε πριν από την υπόλοιπη κτίση. Η άποψη αυτή καταδικάστηκε. Η σύνοδος αποφάσισε τελεσίδικα και για τον τρόπο του εορτασμού του Πάσχα, ώστε να διαφοροποιήσει οριστικά τη θεολογική σημασία που είχε το Πάσχα από εκείνη που είχε στον Ιουδαϊσμό. Η εντύπωση που άφησε η Σύνοδος ήταν καθοριστική για την πίστη και για τη λειτουργία της Εκκλησίας. Κατέδειξε ότι με την κοινή και ελεύθερη αναζήτηση της αλήθειας στο σύνολο της Εκκλησίας ενεργοποιείται η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και οριοθετείται με τρόπο ασφαλή για τη σωτηρία η διδασκαλία της. Γι’ αυτό και ο αυτόπτης μάρτυρας Ευσέβιος Καισαρείας την παρομοιάζει με νέα Πεντηκοστή. Αυτή η παρομοίωση υπάρχει μέχρι σήμερα στην εικονογραφία που απεικονίζει με όμοιο τρόπο και την Πεντηκοστή και την Σύνοδο της Νικαίας. Στα μετέπειτα χρόνια η Σύνοδος της Νικαίας θα χαρακτηριστεί Οικουμενική και θα αποτελέσει το πρότυπο για επόμενες που θα ονομασθούν επίσης Οικουμενικές. Όμως, η αποδοχή των αποφάσεών της θα κρατούσε καιρό. Η διδασκαλία ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι «ομοούσιος» με τον Πατέρα διασφάλιζε ότι ο Χριστός ήταν πλήρης Θεός – και άρα η σωτηρία του ανθρώπου θα ήταν διασφαλισμένη. Πολλοί, όμως, φοβόνταν ότι τέτοιες συζητήσεις μετέτρεπαν το απλό Ευαγγέλιο σε φιλοσοφία που θόλωνε την πίστη στον ένα Θεό. Η μακρά και επίπονη θεολογική συζήτηση, με τη συμβολή των μεγάλων θεολόγων Μεγάλου Αθανασίου, Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου και άλλων, έπεισε τελικά και για την αναγκαιότητα της θεολογικής λύσης ώστε να εκ φράζεται η παραδεδομένη αλήθεια πως ο Θεός δεν είναι απλά Ένας, αλλά «Τριάς εν Μονάδι». Παράλληλα, το αποτέλεσμα της Συνόδου θα διατυπωθεί σ’ ένα σύντομο κείμενο, ένα Σύμβολο πίστεως που θα χρησιμεύει ως βάση θεολογικής συζήτησης για το μέλλον. Τέτοια κείμενα, που αργότερα ονομάσθηκαν Όροι ή Τόμοι, είναι τα κείμενα που ξεκαθαρίζουν τη διδασκαλία της Εκκλησίας για κρίσιμα θέματα πίστης, και αρχικά χρησίμευαν σαν μικρή έκθεση της βασικής χριστιανικής διδασκαλίας για όσους έρχονταν να βαπτισθούν. Την εποχή αυτή, με τον απαραίτητο εμπλουτισμό έγιναν θεμέλιο της εκκλησιαστικής διδασκαλίας. Η διαδικασία συγγραφής τους περιείχε μεγάλη, έντονη αλλά και υψηλού επιπέδου θεολογική συζήτηση και χρήση της λογικής και της φιλοσοφίας εκείνης της εποχής. Σκοπός δεν ήταν να «κατασκευασθεί», αλλά να αποκαλυφθεί και να βεβαιωθεί η κοινή εμπειρία της αλήθειας, όπως αυτή περί του Τριαδικού Θεού.
Η κοινωνική διακονία της Εκκλησίας και η καταπολέμηση της φτώχειας Η Εκκλησία όμως δεν προοδεύει μόνο στην οργάνωση και τη διατύπωση της διδασκαλίας, αλλά και ως πρακτική εφαρμογή και ζωή του Ευαγγελίου. Έτσι, η κεντρική εντολή της αγάπης προς τον πλησίον και της εν Χριστώ ζωής μέσα από την διακονία βρίσκει ένα μεγάλο πεδίο εφαρμογής στην κοινωνία της Ύστερης Αρχαιότητας,* που μαστιζόταν από μεγάλες ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ελεύθερων και δούλων ή ανδρών και γυναικών. Καθώς οι πόλεις μαστίζονταν από περιβαλλοντικές και δημογραφικές κρίσεις (ξηρασίες, επιδημίες) αλλά και διαφθορά και ανομία, πολλές εξεγέρσεις με διάφορες αφορμές προκαλούσαν στρατιωτικές επεμβάσεις. Θρησκευτικές διαμάχες ξεσπούσαν κυρίως στη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο – ακόμα και με συμμετοχή Χριστιανών! Όμως, η αλληλοβοήθεια μεταξύ χριστιανικών κοινοτήτων, τα οργανωμένα φιλανθρωπικά ιδρύματα που για πρώτη φορά δημιούργησαν χριστιανοί επίσκοποι στη Μικρά Ασία με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πολυδύναμο ίδρυμα του Μεγάλου Βασιλείου, τη Βασιλειάδα, αλλά και άλλα στην Κωνσταντινούπολη, έφεραν μια καινούρια εποχή σε ολόκληρο τον κόσμο. Η καταγγελία της κοινωνικής αδικίας από περίφημους Πατέρες, όπως τους Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Ιωάννη Χρυσόστομο παρακίνησε πολλούς πλουσίους να βοηθήσουν αποφασιστικά με εκούσια προσφορά, αλλά ώθησε και μακροπρόθεσμα σε αλλαγές στη νομοθεσία προς όφελος των γυναικών, των δούλων, των δουλοπαροίκων.* Ταυτόχρονα, στο καινοτόμο έργο της Εκκλησίας συμμετείχαν ενεργά και γυναίκες, με ποικίλα καθήκοντα και αρμοδιότητες (χήρες, διακόνισσες), όπως η περίφημη διακόνισσα Ολυμπιάδα, ηγετική μορφή στην Κωνσταντινούπολη και δεξί χέρι του Χρυσοστόμου.
Ζώντας την πίστη με έναν τρόπο ιδιαίτερο: Ο μοναχισμός και η σημασία του
Την ίδια εποχή χριστιανοί πηγαίνουν να ζήσουν στην έρημο την αναμονή αλλά και την πρόγευση της Βασιλείας του Θεού. Θεωρούσαν τον χώρο της ερήμου αυτόν όπου ο Θεός αποκαλύπτεται σύμφωνα με τη Βίβλο (όπως στον Μωυσή) και όπου το κακό και ο κίνδυνος παραμονεύουν, αλλά νικώνται τελικά από τον Θεό. Μεγάλες προσωπικότητες (Μέγας Αντώνιος, Αμούν της Νιτρίας, Μακάριος Αιγύπτιος) στην Αίγυπτο τον 4ο αιώνα συγκροτούν μικρές ομάδες με αγαμία, ακτημοσύνη και προσευχή, ενώ μια εξίσου σημαντική προσωπικότητα στην Άνω (Νότια) Αίγυπτο, ο Παχώμιος οργανώνει μια μεγαλύτερη ομάδα με καθημερινή οργανωμένη προσφορά αγάπης και διακονίας με προσευχή, άσκηση, κοινά γεύματα και κατήχηση. Ο Μέγας Βασίλειος στη Μικρά Ασία ακλουθεί το παράδειγμά του και γεννιέται ο κοινοβιακός μοναχισμός. Παρόμοιες προσπάθειες σημειώνονται στην Παλαιστίνη (Λαύρες με τους άγιο Ευθύμιο και Σάββα) αλλά και στη Συρία, στην Ιταλία και Γαλατία (άγιος Κασσιανός). Ο μοναχισμός συμπληρώνει την παρέμβαση του χριστιανισμού στην κοινωνία δείχνοντας τη δράση του Χριστού στην ιστορία (όπως περιγράφει ο Μέγας Αθανάσιος τον Μέγα Αντώνιο) και μαθαίνοντας τον χριστιανό να μη ζει εξωτερικά το Ευαγγέλιο αλλά να κοιτάζει μέσα του και να διακρίνει τα κίνητρα των πράξεών του, όπως φαίνεται στην ασκητική γραμματεία που δημιουργείται.
Κείμενα-Εικόνες-Δραστηριότητες
Παρατηρήστε και συγκρίνετε τις δύο εικόνες, της Πεντηκοστής και της Α΄ Οικουμενικής συνόδου.. Σημειώστε τα κοινά σημεία στο τετράδιό σας και συζητήστε τα με τους συμμαθητές σας σε ομάδες.Οι Σύνοδοι δεν τιμωρούν μόνο αλλά και ενώνουν, παραμερίζοντας τις παρεξηγήσεις με διάλογο Ένα σχίσμα το οποίο πρακτικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που προκύπτει από τον αφορισμό, ο οποίος επιβάλλεται συνήθως μερικές φορές εκούσια και σε πολλές περιπτώσεις αμοιβαία, μπορεί να είναι συνέπεια μιας συνοδικής πράξης. Αλλά η συνοδική πράξη δεν εξαντλείται με αυτό. Έργο της είναι επίσης να προλαμβάνει και να θεραπεύει ένα σχίσμα. Η συνοδική δραστηριότη τα είναι ένα προπαρασκευαστικό στάδιο προς την ευχαριστιακή κοινωνία. […] Στον «Τόμο προς Αντιοχείς» της Συνόδου της Αλεξανδρείας που συνήλθε το έτος 362 υπό την ηγεσία του αγίου Αθανασίου, διαθέτουμε ένα παράδειγμα μακρών συζητήσεων για τη διασάφηση όρων και τον παραμερισμό παρεξηγήσεων, ένα διάλογο ο οποίος σκόπευε στη θεραπεία ενός σχίσματος μέσω θεολογικών συ ζητήσεων με πνεύμα καλής θέλησης και επιθυμίας για ειρήνη. Η σύνοδος, όπως διαβάζουμε στον Τόμο, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να βάλει αυτές τις δύο μερίδες μαζί και να τις αφήσει να συζητήσουν τις διαφορές τους. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, Έργα, Α΄, Εκκλησιολογικά μελετήματα (Αθήνα: Δόμος, 2016), 672-673.
Πώς έβλεπε ο Μέγας Αθανάσιος τη μοναχική ζωή Μπορούσες λοιπόν να βλέπεις στα όρη τα μοναστήρια σαν καταυλισμούς γεμάτους θεϊκές χορωδίες, που έψαλλαν, μελετούσαν, νήστευαν, προσεύχονταν, και χαίρονταν για την ελπίδα των μελλοντικών πραγμάτων. Τους έβλεπες να εργάζονται για να κάνουν ελεημοσύνες και να έχουν αγάπη και ομοφωνία μεταξύ τους. Και μπορούσε στ’ αλήθεια να δει κανείς μια χώρα αυτόνομη θεοσέβειας και δικαιοσύνης. Δεν υπήρχε εκεί κανείς που να αδικεί ή να αδικείται, ούτε το κυνήγι του φοροεισπράκτορα, αλλά πλήθος ασκητών με ένα φρόνημα όλων στραμμένο στην αρετή. Μ. Αθανασίου, Βίος Μ. Αντωνίου 2, Αθανασίου του Μεγάλου, Έργα 11, εισ.-μτφρ.-σχόλια, Π. Κουτλεμάνη, Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς [ΕΠΕ 26] (Θεσσαλονίκη 1976), 94 (απόδοση στη νέα Ελληνική, συγγραφέων)
Το κοινωνικό κράτος και η αλληλεγγύη στους Πατέρες και σήμερα
Οι ημέρες μας σημαδεύονται οδυνηρά από μια υποχώρηση της διαθέσεως του κοινωνικού σώματος για πρόνοια και αντίληψη υπέρ των ασθενεστέρων. Το περίφημο κοινωνικό κράτος προνοίας φθίνει αργά, αλλά δυστυχώς σταθερά. […] Του λείπουν οι ασφαλείς πνευματικές προϋποθέσεις και τα ηθικά κίνητρα που βλέπουν τους ανθρώπους σαν αδελφούς, αφού είναι τέκνα του ίδιου Θεού πατέρα. Πνεύμα κοινωνικής αναλγησίας περιφέρεται στην ατμόσφαιρα και η «νέα» φιλοσοφία συμπυκνώνεται στο δόγμα «ζήσε εσύ και άφησε τους άλλους να πεθάνουν». Φαίνεται ότι στο άμεσο μέλλον της κοινωνίας των δύο τρίτων δεν θα υπάρχει θέση για τους φτωχούς, τους αρρώστους, τους ανήμπορους. Σ’ ένα τέτοιο κλίμα κάθε γνήσια αναφορά στη φιλανθρωπία, στην επιτακτική ανάγκη για αγάπη και μέριμνα προς τον πάσχοντα άνθρωπο, αποκτά διαστάσεις ιεραποστολικές. Μια τέτοια αναφορά αποτελεί απόπειρα επανευαγγελισμού και αναβαπτισμού μιας εκ βαρβαρισμένης ανθρωπότητας στα νάματα της ίδιας της ανθρωπιάς που αρχίζει να χάνεται. Ο άνθρωπος καθίσταται ανυπεράπιστος μέσα στον υλικό κόσμο κυρίως την ώρα της ασθένειας, όταν είναι αντιμέτωπος με τον πόνο και τον θάνατο. Γι’ αυτόν τον λόγο μια εξαίρετη πράξη φιλανθρωπίας είναι η συμπαράσταση σ’ αυτόν τον πάσχοντα και χειμαζόμενο άνθρωπο. Το νοσοκομείο υπήρξε ιστορικά ο χώρος όπου η φιλάνθρωπη αυτή διάθεση εκφράστηκε έμπρακτα. Η πατερική άποψη για την ίδια την Εκκλησία είναι ότι αυτή συνιστά «νοσοκομείο», στο οποίο η ασθενούσα από την αμαρτία ανθρώπινη φύση θεραπεύεται και ανορθώνεται. Μέσα από την παράδοσή μας γνωρίσαμε ότι τα πρώτα νοσοκομεία με την κυριολεκτική του όρου έννοια υπήρξαν καρπός του χριστιανικού φιλανθρώπου φρονήματος στα όρια της «καθ’ ημάς Ανατολής». Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος (τότε μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας), Πρόλογος στο Timothy Miller, Η γέννησις του Νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μτφρ. Ν. Κελέρμε νος (Αθήνα: Βήτα Medical Arts και Ι.Μ. Θηβών και Λεβαδείας, 1998), xiiv.
Τα Βυζαντινά Νοσοκομεία
Τα βυζαντινά νοσοκομεία έχουν καταταγεί μετά από τους οίκους της Εκκλησίας ως τα δια κριτικά σημεία της αληθινής χριστιανικής πόλεως. Οπότε τα νοσοκομεία προσείλκυσαν σχεδόν κάθε συνιστώσα της κοινωνίας της Ανατολικής αυτοκρατορίας για οικονομική και πνευματική ενίσχυση – την αυτοκρατορική κυβέρνηση, τους επισκόπους, τον μοναχισμό, την αριστοκρατία, και την ίδια την ιατρική συντεχνία. Στην πραγματικότητα κατέλαβαν έναν χώρο στον βυζαντινό κόσμο παρόμοιο εκείνου των νοσοκομείων της κοινωνίας του 20ού αιώνος. […] Οι βυζαντινοί ξενώνες μοιάζουν στα σύγχρονα νοσοκομεία πολύ περισσότερο από κάθε ίδρυμα της ειδωλολατρικής αρχαιότητας ή από κάθε οίκο ευσπλαχνίας της λατινικής Δύσεως κατά τον Μεσαίωνα. Timothy Miller, ό.π., 271.
Το νόημα της μοναχικής ζωής για τον Παχώμιο
Ο Παχώμιος έγινε Χριστιανός όταν τον επισκέφτηκαν χριστιανοί στις κακουχίες που είχε στο στρατό και έταξε στο Θεό να τους μιμηθεί, αν ελευθερωνόταν. Αργότερα, όταν ξεκίνησε να ασκείται και δούλευαν κόβοντας σπαρτά με άλλους συνασκητές του ήταν στενοχωρημένος και βαρύθυμος γιατί ήθελε να μάθει ποιό είναι το πραγματικό θέλημα του Θεού. Τη νύχτα ενώ προσευχόταν… …εμφανίσθηκε ένας φωτεινός άνθρωπος, που τον ρώτησε: Θέλεις πραγματικά να μάθεις το θέλημα του Θεού; Εκείνος απάντησε «ναι». Του είπε τότε: «το θέλημα του Θεού είναι να διακονείς τους ανθρώπους και να τους συμφιλιώσεις μ’ Εκείνον». Ο Παχώμιος απάντησε σχεδόν αγανακτισμένα «εγώ αναζητώ το θέλημα του Θεού κι εσύ λες να υπηρετώ τους ανθρώπους!». Ο φωτεινός άνδρας απάντησε τρεις φορές «Το θέλημα του Θεού είναι να υπηρετείς τους ανθρώπους για να τους προσκαλέσεις σ’ Εκείνον». Μετά απ’ αυτό χάθηκε. Τότε ο Παχώμιος θυμήθηκε τη συμφωνία που είχε κάνει με τον Θεό τη μέρα που του έφεραν βοήθεια όταν ήταν φυλακισμένος με τους συντρόφους του. Είχε τότε υποσχεθεί ότι αν απαλλαγεί από τις κακουχίες του θα υπηρετούσε τους ανθρώπους στο όνομα του Θεού. Ικανοποιήθηκε γιατί αυτό που ήρθε τότε στην καρδιά του ήταν έμπνευση του Πνεύματος του Κυρίου, αφού αυτό συμφωνούσε τώρα μ’ αυτό που του είπε ο φωτεινός απεσταλμένος. Κοπτικός (Σαϊδικός) Βίος Παχωμίου 6, αγγλ. μτφρ. A. Veilleux, Pachomian Koinonia, τ. Α΄ (Καλα μαζού, Μίσιγκαν: Cistercian Publications, 1980), 427-428.
Δόκιμος σε μοναστήρι
Ζωγραφίστε το περίγραμμα ενός ανθρώπου στον πίνακα. Διαβάστε τα παρακάτω αποσπάσματα, που αποτυπώνουν τον προβληματισμό ανθρώπων που επιλέγουν να μονάσουν. Μπαίνοντας για λίγο στη θέση τους και προσπαθώντας να κατανοήσουν την ψυχολογία τους γράψτε σε ένα post it
«Θέλω να γίνω μοναχός γιατί…»
«Στο μοναστήρι μου κάνει εντύπωση ότι...» ή
«Αισθάνομαι και σκέφτομαι ότι…»
και κολλήστε τα στο περίγραμμα του ανθρώπου στον πίνακα
Πώς ο Μέγας Αντώνιος έγινε μοναχός
[Ο Αντώνιος] μετά τον θάνατο των γονέων του έμεινε μόνος του με μια πολύ μικρότερη αδελφή του. Ήταν τότε δεκαοκτώ με είκοσι χρονών και φρόντιζε ο ίδιος το σπίτι και την αδελφή του. Δεν είχαν περάσει όμως ούτε έξι μήνες από τον θάνατο των γονέων του και πηγαίνοντας κατά τη συνήθειά του στην εκκλησία συλλογιζόταν καθώς περπατούσε πώς οι Απόστολοι εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν τον Σωτήρα, και πώς οι χριστιανοί στις Πράξεις πουλούσαν τα υπάρχοντά τους και τα άφηναν στα πόδια των αποστόλων για να τα μοιράσουν εκείνοι στους φτωχούς και ποια και πόση αμοιβή τους περίμενε στους ουρανούς. Ενώ λοιπόν σκεπτόταν αυτά, μπήκε στην Εκκλησία και συνέπεσε εκείνη τη στιγμή να διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Άκουσε τότε τον Κύριο να λέει στον πλούσιο: «εάν θέλεις να είσαι τέλειος πήγαινε και πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και έλα ακολούθησέ με και θα έχεις θησαυρούς στους ουρανούς». Ο Αντώνιος, σαν να είχε από τον Θεό το χάρισμα της μνήμης των αγίων και σαν να διαβάσθηκε γι’ αυτόν και μόνο το ευαγγελικό ανάγνωσμα, βγήκε αμέσως από την εκκλησία και μοίρασε τα προγονικά του κτήματα […] στους συγχωριανούς του […] και όση κινητή περιουσία είχε την πούλησε όλη και τα χρήματα τα έδωσε στους φτωχούς. Μ. Αθανασίου, Βίος Μ. Αντωνίου 2, Αθανασίου του Μεγάλου, Έργα 11, εισ.-μτφρ.-σχόλια, Π. Κουτλεμάνη, Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς [ΕΠΕ 26] (Θεσσαλονίκη 1976), 19-21 (γλωσσική προσαρμογή).
Ο νεαρός Άμμωνας
Αφού έκλεισα τα δεκαεπτά μου χρόνια και έγινα χριστιανός, άκουσα στην εκκλησία τον μακάριο πάπα Αθανάσιο να διηγείται για τον τρόπο ζωής των μοναχών και των παρθένων και να μιλάει με θαυμασμό για την ελπίδα που έχει ταχθεί γι’ αυτούς στους ουρανούς. Ακούγοντας λοιπόν όσα έλεγε, αγάπησα την ευλογημένη ζωή τους και την επέλεξα για τον εαυτό μου. Και αφού έλαβα το λουτρό της παλιγγενεσίας (βάπτισμα), συνάντησα τυχαία στην πόλη κάποιο θηβαίο μοναχό και έχοντας την πρόθεση να τον ακολουθήσω, ανακοίνωσα τα σχέδιά μου και πήρα για τούτο τη γνώμη του μακαριστού Παύλου, του πρεσβυτέρου στην εκκλησία του Πιερίου. Αυτός, διαπιστώνοντας ότι ο μοναχός ήταν αιρετικός, με έστειλε στον άγιο Θεόδωρο στη Θηβαΐδα μαζί με τον Θεόφιλο και τον Κόπρη, άνδρες αφιερωμένους στον Θεό, που τους είχε στείλει ο Θεόδωρος με γράμματα προς τον μακάριο πάπα Αθανάσιο. Όταν φτάσαμε στο μοναστήρι της Βαυ, στον Άνω Διοσπολίτη νομό, ο δούλος του Θεού Θεόδωρος που ζούσε εκεί μου έκανε την τιμή να με συναντήσει στην πύλη. Είπε τα αρμόζοντα στην περίσταση, μου ζήτησε ν’ αλλάξω ρούχα και με οδήγησε στο μοναστήρι. Ο Θεόδωρος τότε κάθησε κάτω από έναν φοίνικα και οι άλλοι μοναχοί τον ακολούθησαν. Βλέποντας ότι με ξένιζε η τάξη τους και ότι είχα κοκκινίσει από αμηχανία, με έβαλε να καθήσω κοντά του. Οσίου Άμμωνος Επιστολή, σε Εύη Βουλγαράκη και Χριστίνα Τούτουνα (επιμ.), Η ζωή στο πρώτο κοινόβιο μοναστήρι (Αθήνα: Αρμός, 1991), 31-33.
Πηγή:
Δημήτριος Ν. Μόσχος, Ευαγγελία Βουλγαράκη, Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατέρες και Θεολόγοι της Εκκλησίας, ΤΕΥΧΟΣ Α΄, ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ´ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, σελ:27-34





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας