Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Η «πάλη» του Θεού με τον «πονηρό» Ιακώβ: Η εκλογή πραγματοποιείται μέσα από εκπλήξεις!

Η ευλογία αρχίζει με … μία απάτη: 

Ο Ιακώβ λαμβάνει την Ευλογία (Γέν. 27, 18-30) «Ο Ιακώβ πήγε στον πατέρα του και του είπε: «Πατέρα μου!» Εκείνος του απάντησε: «Ορίστε! Ποιος είσαι γιε μου;» Ο Ιακώβ τού αποκρίθηκε: «Είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκός σου. […] Σήκω, λοιπόν, και κάτσε να φας απ’ το κυνήγι μου για να με ευλογήσεις». […] Ο Ιακώβ πλησίασε τον πατέρα του κι εκείνος τον ψηλάφισε και είπε: «Η φωνή είναι του Ιακώβ αλλά τα χέρια του Ησαύ». Και δεν τον αναγνώρισε, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του Ησαύ. Και τον ευλόγησε. Μετά όμως ξαναρώτησε: «Εσύ είσαι γιε μου, Ησαύ;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Εγώ είμαι». […] Ο Ιακώβ πλησίασε και τον φίλησε. Ο Ισαάκ μύρισε τότε τη μυρωδιά από τα ρούχα του, και τον ευλόγησε». Ο Ισαάκ παντρεύτηκε τη Ρεβέκκα και εκείνη γέννησε δίδυμα: τον Ησαύ και τον Ιακώβ. Ο τελευταίος γεννήθηκε πιάνοντας τη φτέρνα του αδελφού του. Ο πρωτότοκος, ο μελλοντικός αρχηγός της οικογένειας, κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, κάποια μέρα από τη λαιμαργία του, για ένα πιάτο φακές, χάρισε στον αδελφό του όλα τα προνόμιά του. Ο Ιακώβ με το παραπάνω τρικ της Ρεβέκκας πήρε πλούσια την ευλογία του τυφλού πατέρα του. Όποιος απατά, όμως, απατάται. 

Έλαβε την ευλογία, αλλά δεν είναι «αλώβητος»: Ο Λάβαν ξεγελά τον Ιακώβ (Γέν. 29, 4-30) Ο Ιακώβ κίνησε προς τις χώρες της Ανατολής. […]9 Ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιακώβ μαζί τους, φτάνει η Ραχήλ με τα πρόβατα του πατέρα της του Λά βαν […].16 Ο Λάβαν είχε δύο κόρες. Το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία και της μικρότερης Ραχήλ.17 Τα μάτια της Λείας ήταν άτονα, ενώ η Ραχήλ είχε ωραία κορμοστασιά και όμορφο πρόσωπο.18 Ο Ιακώβ αγαπούσε τη Ραχήλ. Απάντησε λοιπόν: «θα σου  δουλέψω εφτά χρόνια για τη Ραχήλ, τη μικρότερη κόρη σου». […]20 Έτσι ο Ιακώβ δούλεψε για τη Ραχήλ εφτά χρόνια· του φάνηκαν όμως σαν λίγες μέρες, γιατί την αγαπούσε.21 Μετά είπε στο Λάβαν: «Ο χρόνος της δουλειάς μου συμπληρώθηκε· δώσ’ μου τη γυναίκα μου να μείνω μαζί της».22 Τότε ο Λάβαν προσκάλε σε όλους τους ανθρώπους του τόπου και οργάνωσε συμπόσιο.23 Όταν όμως νύχτωσε, πήρε την κόρη του την Λεία και την έφερε στον Ιακώβ […]. 

 Μια πορεία προς την αυτογνωσία και τη θεογνωσία: Η πάλη του Ιακώβ με τον Θεό (Γέν. 32, 23-32) «Ο Ιακώβ σηκώθηκε και πήρε τις δυο γυναίκες του, τις δυο δούλες του και τους έντεκα γιους του και τους πέρασε από τον χείμαρρο του Ιαβόκ αντίπερα. Μαζί μ’ αυτούς πέρασε από το χείμαρρο και όλα τα υπάρχοντά του. Εκείνος έμεινε πίσω μόνος. Τότε πάλεψε κάποιος μαζί του ως την αυγή. Όταν είδε ότι δεν μπορούσε να νικήσει τον Ιακώβ, τον χτύπησε καθώς πάλευαν στην κλείδωση του μηρού του και εξαρθρώθηκε ο γοφός του. Τότε ο άνθρωπος του είπε: “Άφησέ με! Ξημέρωσε”. Αλλά ο Ιακώβ απάντησε: “Δε θα σε αφήσω αν δεν με ευλογήσεις”. Εκείνος τον ρώτησε: “Ποιο είναι το όνομά σου;” Και απάντησε: “Ιακώβ”. “Το όνομά σου” του λέει, “δε θα είναι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ, γιατί αγωνίστηκες με τον Θεό και τους ανθρώπους και νίκησες”. Ο Ιακώβ τον ρώτησε: “πες μου το όνομά σου”. Κι εκείνος είπε: “Τι ζητάς το όνομά μου;” Και τον ευλόγησε εκεί. Τότε ο Ιακώβ είπε: “Είδα τον Θεό κατά πρόσωπο κι ακόμα ζω!” Κι ονόμασε τον τόπο εκείνο Φανουήλ. Ο ήλιος έβγαινε όταν ο Ιακώβ περνούσε τη Φανουήλ, και κούτσαινε στην κλείδωση του μηρού».

 Ο Ιακώβ ένοιωσε πλούσια την ευλογία του Θεού στην ξενιτειά. Αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα. Πρέπει να περάσει από τη μία όχθη ενός ποταμού στην άλλη και τρέμει την αντίδρα ση του μεγάλου αδελφού που είχε απατήσει. Αποχωρίζεται όλα τα «πλούτη» και μένει μόνος. Όλη τη νύχτα παλεύει με τον Θεό μέχρι ν’ ανατείλει ο ήλιος. Για πρώτη φορά ομολογεί το όνομά του: Ιακώβ (= αυτός που απατά). Το καινούργιο όνομα είναι Ισραήλ (= αυτός που μάχεται με τον Θεό). Περνά απέναντι και διαπιστώνει ότι εκείνος που θεωρούσε επικίνδυνο, έχει «αλλάξει» όπως κι εκείνος. Τρέχει να τον αγκαλιάσει. Στο πρόσωπο του «ανταγωνιστή» μεγάλου αδελφού, ο «Ισραήλ» βλέπει το πρόσωπο του Θεού με τον οποίο «συμφιλιώθηκε» λίγο πριν στο ποτάμι!

H απόρριψη και η αποκατάσταση του Ιωσήφ (Γέν. 37, 2-11. 23-36 επιλογή) Ο Ιακώβ κατοικούσε στη Χαναάν, εκεί όπου είχε μείνει και ο πατέρας του ως ξένος. Ο Ισραήλ περισσότερο απ’ όλα τα παιδιά του αγαπούσε τον Ιωσήφ, γιατί τον είχε αποκτήσει στα γηρατειά του. Γι’ αυτό και του έκανε έναν πολύχρωμο χιτώνα. Όταν είδαν οι αδερφοί του ότι ο πατέρας του τον αγαπούσε περισσότερο από όλους τους, άρχισαν να τον μισούν. […] Κάποτε ο Ιωσήφ είδε ένα όνειρο […] «Ο ήλιος και το φεγγάρι και έντεκα αστέρια με προσκυνούσαν».  Το όνειρο αυτό, εκτός από τους αδερφούς του, το διηγήθηκε και στον πατέρα του. Εκείνος τον μάλωσε και του είπε: «Τι σημαίνει αυτό το όνειρο που είδες; Μήπως τάχα θα έρθουμε εγώ, η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου να πέσουμε στη γη και να σε προσκυνήσουμε;» «Τ’ αδέρφια του λοιπόν τον φθόνησαν, ενώ ο πατέρας του συγκρατούσε στη μνήμη του αυτά τα όνειρα. […] Μια μέρα, τα αδέρφια του Ιωσήφ είχαν πάει να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατέρα τους στη Συχέμ. Τότε είπε ο Ισραήλ στον Ιωσήφ: «Τ’ αδέρφια σου βόσκουν τα πρόβα τα στη Συχέμ. Έλα να σε στείλω σ’ αυτούς». […] Μόλις εκείνοι τον είδαν από μακριά και πριν ακόμα τους πλησιάσει, κατέστρωσαν σχέδιο να τον σκοτώσουν. «Να, έρχεται αυτός που βλέπει τα όνειρα», είπαν μεταξύ τους. «Μπρος, λοιπόν, να τον σκοτώσου με και να τον ρίξουμε σ’ ένα ξεροπήγαδο. Μετά θα πούμε ότι τον κατασπάραξε ένα άγριο θηρίο. Και να δούμε τότε τι θ’ απογίνουν τα όνειρα του!» […]. Τότε είπε ο Ιούδας στους αδερφούς του: «Τι θα κερδίσουμε να σκοτώσουμε τον αδερφό μας και να αποκρύψουμε το θάνατο του; Ας τον πουλήσουμε σ’ εκείνους τους Ισμαηλίτες κι ας μη βάλουμε χέρι πάνω του, γιατί είναι αδερφός μας και αίμα μας». Και τον άκουσαν οι αδερφοί του […]. Μετά από δύο χρόνια, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο: Στεκόταν, λέει, κοντά στον ποταμό Νείλο, και είδε ν’ ανεβαίνουν από το ποτάμι εφτά αγελάδες εύρωστες και παχιές, κι έβοσκαν στο χορτάρι. Ύστερα απ’ αυτές, ανέβηκαν από το Νείλο άλλες εφτά αγελάδες άσχημες και καχεκτικές και  στάθηκαν κοντά στις πρώτες, πλάι στις ό χθες του ποταμού. Οι εφτά άσχημες και καχεκτικές αγελάδες έφαγαν τις άλλες εφτά, τις ομορφόκορμες και παχιές […]. Τότε ο Φαραώ έστειλε και κάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν γρήγορα από τη φυλακή, έκοψε τα μαλλιά του, άλλαξε ρούχα και παρουσιάστηκε στο Φαραώ. Ο Φαραώ του είπε: «Είδα ένα όνειρο, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου το εξηγήσει. Άκουσα να λένε για σένα ότι εξηγείς ένα όνειρο όταν το ακούσεις». Ο Ιωσήφ του απάντησε: «Όχι εγώ. ο Θεός μπορεί να απαντήσει ευνοϊκά στο Φαραώ» […]. Και στον Ιωσήφ είπε: «Αφού ο Θεός σε έκανε να τα ξέρεις όλα αυτά, δεν υπάρχει κανένας άλλος τόσο συνετός και σοφός, όπως εσύ. Εσύ θα προΐστασαι στο ανάκτορο μου και όλος ο λαός μου θα υπακούει στις διαταγές σου. Μόνον ως προς το θρόνο θα είμαι ανώτερος σου! 

 Αντί κακού, αγαθόν: Ο Ιωσήφ συγχωρεί και συμφιλιώνεται με τα αδέλφια του (Γέν. 45,1-28 επιλογή) «Ο Ιωσήφ δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί μπροστά σ’ όλους εκείνους που τον περιστοίχιζαν και φώναξε: “Να φύγουν όλοι από μπροστά μου!” Έτσι ήταν μόνος με τ’ αδέρφια του όταν τους φανερώθηκε. […] “Πλησιάστε με, λοιπόν!” τους είπε ο Ιωσήφ. Εκείνοι τον πλησίασαν, και τους είπε: «Εγώ είμαι ο Ιωσήφ ο αδερφός σας, που τον πουλήσατε στην Αίγυπτο. Αλλά τώρα μη λυπάστε και μην έχετε τύψεις που με πουλήσατε, γιατί ο Θεός με έστειλε εδώ πριν από σας για να σας σώσω τη ζωή. […] Δε με στείλατε, λοιπόν, εσείς εδώ, αλλά ο Θεός. Με έκανε σύμβουλο του Φαραώ, υπεύθυνο στο ανάκτορό του, και κυβερνήτη όλης της Αιγύπτου. Τώρα βιαστείτε να πάτε πίσω στον πατέρα μου και του πείτε ότι ο γιος του ο Ιωσήφ λέει: “ο Θεός με έκανε κύριο όλης της Αιγύπτου. Έλα σ’ εμένα, μην αργείς”». 

 Ο 11ος γιος του Ιακώβ από βοσκός έγινε «κορυφαίος» στην «πυραμίδα» του παλατιού του Φαραώ. Πώς; Βλέπει οράματα σημαδιακά. Και ενώ οι γονείς του τον υπεραγαπούν, οι υπόλοιποι τον φθονούν. Τελικά δεν τον σκοτώνουν αλλά τον πουλάνε σε καραβάνι Ισμαηλιτών. Ο Θεός για πολύ καιρό δεν φαίνεται να επεμβαίνει «ωσάν από μηχανής» αλλά λειτουργεί «κρυφά». Και στην Αίγυπτο πετάχτηκε στη «φυλακή», επειδή δεν είπε ΝΑΙ στις προκλήσεις μιας απόλαυσης της στιγμής. Τελικά, όμως, έγινε ο «Υπουργός» των οικονομικών της Υπερδύναμης, αφού βρήκε τη «λύση» στο όραμα με τις αγελάδες. Όταν ήλθαν τα δύσκολα χρόνια της Κρίσης άνοιξε τις αποθήκες. Τα αδέλφια του πεινασμένα, χωρίς να το γνωρίζουν βέβαια, φθάνουν και τον προσκυνούν. Ο Ιωσήφ τους περνά από τεστ για να δει αν έχουν αλλάξει χαρακτήρα. Στο τέλος όταν ο Ιωσήφ κατάλαβε ότι αγαπάνε πραγματικά, τους αποκαλύφθηκε και τους αγκάλιασε με συγκίνηση. Ο γέροντας Ιακώβ με την οικογένειά του, 75 συνολικά άτομα, έφθασε κι αυτός στην Αίγυπτο. 

Τοποθετήστε τις εικόνες από την ιστορία του Ιακώβ και των γιών του στη σωστή σειρά, και γράψτε στη συνέχεια μία μικρή περίληψη της ιστορίας τους με δικά σας λόγια.


 






Πηγή: 

Σωτήριος Δεσπότης, Νικόλαος Παύλου, Αθανάσιος Στογιαννίδης, Α´ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Θέματα από την Αγία Γραφή, σελ: 49-56


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...