Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Η Εκκλησία ιδρύεται και αρχίζει να ανανεώνει την ανθρώπινη ιστορία

 Όταν ο αναστημένος Ιησούς παρουσιάσθηκε στο σύνολο των μαθητών του (ανδρών και γυναικών), ξεκαθάρισε ότι ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας και Υιός του Ανθρώπου, σύμφωνα με τις ιουδαϊκές προσδοκίες. Μέσα από τη Σταύρωσή Του και την Ανάστασή Του στην Ιερουσαλήμ, δηλαδή σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και τόπο, έφερε τη σωτηρία από τον θάνατο και το κακό όχι μόνο για τον Ισραήλ αλλά για όλη την ανθρωπότητα. Τα γεγονότα αυτά φώτισαν και νοηματοδότησαν και τις διδασκαλίες και τις προγενέστερες πράξεις Του (θαύματα, σημεία της Βασιλείας). Ταυτόχρονα αποτελούσαν και εγγύηση για το ότι θα επανερχόταν με δόξα και δύναμη για να κρίνει τον κόσμο και να εγκαινιάσει έναν καινούργιο, τη Βασιλεία του Θεού. Ανάμεσα, λοιπόν σ’ αυτή την πρώτη παρουσία Του στη γη και τη δεύτερη, την αναμενόμενη, ορίζεται ένα διάστημα (μια ημιευθεία στον χρόνο) που έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά: 

 Α΄. Ο Χριστός βρίσκεται εδώ και δρα μέσα από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, όπως την είχε ο Ίδιος υποσχεθεί. Η πορεία προς τη Βασιλεία, που άρχισε την στιγμή του Ευαγγελισμού με την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», προεκτείνεται με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος που οδηγεί σε μια νέα ζωή. Αυτά όλα, την αρχή της ημιευθείας και νέα αρχή της ιστορίας, τα διακήρυξε ο απόστολος Πέτρος την Πεντηκοστή, τη γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας. 

Β΄. Ο χρόνος που διανύουμε μετά την Πεντηκοστή δεν είναι ένα «νεκρό» διάστημα που απλά περιμένουμε παθητικά να τελειώσει, αλλά όσοι πιστεύουν, οργανώνονται, κηρύττουν το έργο του Ιησού Χριστού με λόγο (διδασκαλία, προφητεία) και πράξεις (θαύματα-σημεία) και δίνουν ένα έμπρακτο παράδειγμα της ζωής στον αναμενόμενο καινούργιο κόσμο με αγάπη προς όλους και τήρηση των εντολών του Ευαγγελίου.

 Γ΄. Η οργάνωση του συνόλου των πιστών αποκτά υπόσταση και ζωή με την ιδιαίτερη κεντρική λειτουργία των Δώδεκα Αποστόλων, στους οποίους ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του «ἐνεφύσησε» το Πνεύμα το Άγιο, και τους απέστειλε όπως Τον είχε αποστείλει ο Πατήρ (Ιω 20,21-22). Έτσι, οι Απόστολοι ξεχωρίζουν ως φορείς ειδικής χάριτος, που χορηγούν και διανέμουν στους υπόλοιπους πιστούς, οι οποίοι ενσωματώνονται στο Σώμα του Χριστού, αρχικά με το Βάπτισμα όπου ενδύονται τον Χριστό, και κατόπιν με τη διαρκή μετοχή τους στη θεία Ευχαριστία. Αυτά τα χαρακτηριστικά μετατρέπουν την πρωταρχική ομάδα μαθητών και μαθητριών γύρω από τον Ιησού στην κοινότητα με το ελληνικό όνομα Εκκλησία.

 Τα πρώτα ανοίγματα της Εκκλησίας στον ελληνορωμαϊκό κόσμο 

 Αρχικά η Εκκλησία ήταν μια ιδιαίτερη ομάδα απλώς μέσα στο ευρύτερο θρησκευτικό πλαίσιο του Ιουδαϊσμού, όμως πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε με διάφορες ευκαιρίες, καταρχάς στα με γάλα ελληνορωμαϊκά κέντρα της Μεσογείου, όπου υπήρχαν Ιουδαίοι. Ήδη στην Ιερουσαλήμ υπήρχαν εκτός από τους ντόπιους Ιουδαίους και «ελληνιστές», που μιλούσαν ελληνικά και ζούσαν ως Ρωμαίοι. Επίσης, το χριστιανικό κήρυγμα προσέλκυσε και μονοθεϊστές εθνικούς που συμπαθούσαν τον Ιουδαϊσμό (οι «σεβόμενοι τον Θεόν»*). Αργότερα, και οι χριστιανοί χρησιμοποίησαν στοιχεία από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, με πρώτο και καλύτερο την ελληνική γλώσσα αλλά και παιδεία, τόσο τη ρητορική όσο και τη στωική φιλοσοφία, που εξηγεί και τη γρήγορη διάδοση του Ευαγγελίου, ιδίως μέσα από την κηρυκτική δράση του Αποστόλου Παύλου, αλλά και στόμα με στόμα, σ’ ολόκληρη την ελληνορωμαϊκή οικουμένη, πέρα και έξω από τις ιουδαϊκές κοινότητες. Οι χριστιανοί επίσης χρησιμοποίησαν τους θεσμούς (ο απόστολος Παύλος ήταν Ρωμαίος πολίτης) ή ακόμα και θρησκευτικά σύμβολα ή τελετουργικά στοιχεία (δίνοντάς τους όμως καινούργιο νόημα) προκειμένου να διατυπώσουν το κήρυγμά τους και να επικοινωνούν μεταξύ τους. 

Η Αποστολική Σύνοδος, οι αποφάσεις της και οι συνέπειές τους 

 Η ένταξη στην Εκκλησία ανθρώπων που δεν ήταν ιουδαϊκής προέλευσης οδήγησε σύντομα σε μια διάσταση απόψεων: όσοι πίστευαν στον Ιησού Χριστό έπρεπε να είναι ή να γίνουν προηγουμένως  Ιουδαίοι; Έπρεπε δηλαδή να κάνουν περιτομή και να τηρήσουν πλήρως τον μωσαϊκό νόμο, ή ήταν περιττό κάτι τέτοιο; Η διαμάχη αυτή ήταν κεντρική όχι μόνο για την ίδια την ταυτότητα της Εκκλησίας αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο θα επιλυόταν, όχι μόνο αυτή αλλά και κάθε επόμενη στο μέλλον. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων (15, 2) οι χριστιανοί στην Αντιόχεια απέστειλαν τον Παύλο, τον Βαρνάβα και μερικούς ακόμα στα Ιεροσόλυμα για να λύσουν το θέμα μαζί με τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους εκεί. Μετά από πολλή συζήτηση ανάμεσα στις διάφορες απόψεις, ο απόστολος Πέτρος διατύπωσε τη γνώμη ότι ο Θεός δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε Ιουδαί ους και εθνικούς διότι τους καθάρισε με την πίστη στις καρδιές τους, οπότε δεν πρέπει να τους επιβάλλονται τα βάρη του μωσαϊκού νόμου. Μίλησε και ο Ιάκωβος, και οι Παύλος και Βαρνάβας και είπαν για τα θαύματα που επιτέλεσε ο Θεός μέσα από την επιστροφή των εθνικών στον Χριστό. Στο τέλος όλοι μαζί (απόστολοι, πρεσβύτεροι και λαός) εξέλεξαν τον Ιούδα-Βαρσαββά Ο Απόστολος Παύλος κηρύττοντας στην Αθήνα. Διά χειρός Σπύρου Καρδαμάκη. Τοιχογραφία στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Φωτογραφικό αρχείο των συγγραφέων. και τον Σίλα, οι οποίοι μαζί με τον Παύλο και τον Βαρνάβα θα μετέφεραν τόσο προφορικά όσο και με γράμμα τις αποφάσεις της Συνόδου στην Αντιόχεια. Οι αποφάσεις αυτές όριζαν ότι οι νέοι χριστιανοί δεν χρειάζονταν την περιτομή και τον υπόλοιπο μωσαϊκό νόμο, με εξαίρεση την αποφυγή των ειδωλόθυτων (δηλαδή κρεάτων από τις θυσίες) και της πορνείας, εμμένοντας στην πίστη στον ένα Θεό και στον νόμο της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων. 

 Ο λαός του Θεού, ένας λαός πολύ ιδιαίτερος 

 Μέσα από τις αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου συγκροτείται πρακτικά ο νέος «λαός του Θεού». Όπως το είπε ο πρεσβύτερος άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, «ο Θεός φρόντισε να φτιάξει από τους εθνικούς έναν λαό δικό Του» (Πρ 15:14). Η ταυτότητά του δεν είναι η κοινή ιστορική παράδοση, η γλώσσα ή η γεωγραφική και φυλετική προέλευση, αλλά η ελεύθερη αποδοχή να ντυθούν τον Χριστό, πιστεύοντας στη θεότητά Του, στη νίκη που κατάφερε κατά του θανάτου και στον σύντομο ερχομό Του με δόξα. Αυτή η αποδοχή δηλώνεται με το βάπτισμα, αλλά δεν σταματά σ’ αυτό, όπως θα συνέβαινε αν ήταν ένα από τα μυστηριακά θρησκεύματα* των εθνικών. Είναι η μετοχή στον όλο επίγειο βίο του Χριστού και αναγνωρίζεται στην καθημερινή ζωή τους, στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, την αγάπη, την προσφορά, και αρχικά μάλιστα την κοινοχρησία των αγαθών. Εκφράζεται εξάλλου και στην τακτική συνάθροιση. Εκεί, στη λειτουργική συνάθροιση, ο Ίδιος ο σταυρωμένος και αναστημένος Χριστός μοιράζεται στους συμμετέχοντες. Είναι ένα καινούργιο, αδιάκοπο πασχάλειο γεύμα, καθώς ο άρτος και ο οίνος μετατρέπονται σε Σώμα και Αίμα Του. Εκεί εξάλλου δηλώνεται η προσδοκία για τον σύντομο ερχομό Του, και ταυτόχρονα η αδελφοσύνη και η ισότητα όλων των πιστών μέσα από ένα κοινό γεύμα. Διαφορετικά από τα μυστηριακά θρησκεύματα* των εθνικών, στην Εκκλησία δεν έχει σημασία μόνο η βάπτιση, μύηση, αλλά η πραγματική μεταμόρφωση της ζωής των πιστών που συντελείται στη συνάθροιση και στην καθημερινότητα. Παράλληλα, η Αποστολική Σύνοδος καθιέρωσε κι έναν τρόπο να λύνονται τα προβλήματα που ανέκυπταν καθώς προχωρούσε το χριστιανικό Ευαγγέλιο μέσα στην κοινωνία. Αυτός ο τρόπος δεν ήταν η ανεξέλεγκτη βούληση ενός κάποιου διαδόχου του Ιησού Χριστού, αλλά η κοινή αναζήτηση μέσα από συνάντηση και διάλογο των φορέων της αποστολικής αυθεντίας μαζί με τον λαό που παρίστατο και εξέλεγε εκπροσώπους, οι οποίοι μετέφεραν τις αποφάσεις στην υπόλοιπη Εκκλησία και μαρτυρούσαν γι’ αυτές υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Αυτό δηλώνει και η αρχική φράση της απόφασης «ἔδοξεν τῷ Ἁγίῳ πνεύματι καὶ ἡμῖν». 

 Η πίστη μεταμορφώνει δημιουργικά τον κόσμο και τους πολιτισμούς 

 Όλα αυτά τα γεγονότα δείχνουν πώς η πίστη στο Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού προσλαμβάνει αλλά μεταμορφώνει ουσιαστικά τα δημιουργήματα του ανθρώπου, που είναι η θρησκεία του (ειδικά ο Ιουδαϊσμός), ο πολιτισμός, η γλώσσα και οι συνήθειές του μέσα από την ελεύθερη απόφαση των πιστών. Έτσι, ο μωσαϊκός νόμος υπερβαίνεται με την έμφαση στην εντολή της αγάπης και τη δικαίωση από τον Χριστό – και όχι με την ατομική τήρηση των διατάξεων. Το βάπτισμα δεν είναι μόνο ένας τελετουργικός συμβολικός καθαρμός. Γίνεται η αρχή μιας νέας ζωής. Γίνεται κοινωνία στα βήματα του Ιησού Χριστού, μακριά από τη φθορά της ανθρώπινης φύσης. Τα στοιχεία του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού γίνονται άφθαρτα μέσα στο φως του Χριστού, το αναστάσιμο. Τώρα πια η λογική αναζήτηση και ο διάλογος, θετικά στοιχεία από μόνα τους, ολοκληρώνονται στο πλαίσιο της συνάντησης και συνάθροισης της κοινότητας και γίνονται τα μέσα για τον φωτισμό από το Άγιο Πνεύμα.

1. Την Μεγάλη Πέμπτη ψέλνουμεστις εκκλησίες: «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου τί ἐποί ησά σοι, ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προ σηλώσατε· οὐκέτι στέγω λοιπόν, καλέσω μου τὰ ἔθνη, κᾀκεῖνα με δοξάσουσι, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι, κᾀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι, ζωὴν τὴν αἰώνιον». 

Ακούστε το και γράψτε 10 λέξεις που σας έρχονται στον νου. Σκεφτείτε με βάση το μάθημα πώς καταγράφεται από τον υμνογράφο, κάποιους αιώνες μετά, η στροφή προς τα έθνη. || Συζητήστε το με τους συμμαθητές σας. Συνδέστε το με το κείμενο που ακολουθεί και ακούστε το ξανά.

 Το κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου κατά την Πεντηκοστή: Ισραηλίτες, ακούστε αυτά που θα σας πω: Ποιος ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος σάς το απέδειξε ο Θεός με τα θαύματα και τα καταπληκτικά έργα που έκανε μέσω αυτού ανάμεσά σας. Αυτά τα ξέρετε εσείς οι ίδιοι πολύ καλά. Κι όμως εσείς τον Ιησού τον θανατώσατε, βάζοντας ανθρώπους που δεν έχουν το νόμο του Θεού να τον καρφώσουν στο σταυρό. Βέβαια, σας παραδόθηκε, γιατί έτσι είχε ορίσει ο Θεός, που το θέλησε και το γνώριζε. Ο Θεός όμως τον ανέστησε, ελευθερώνοντάς τον από τα δεσμά του θανάτου, γιατί ήταν αδύνατο να τον κρατήσει πια ο θάνατος. (Πρ 2, 22-24, απόσπασμα)


 

Από τα γεγονότα της Αποστολικής Συνόδου 

 Όταν έφτασαν στην Ιερουσαλήμ, τους έγινε υποδοχή από τα μέλη της εκκλησίας, από τους αποστόλους και από τους πρεσβυτέρους. Αυτοί τους διηγήθηκαν όσα ο Θεός είχε κάνει μ’ αυτούς, και ότι έδωσε και στους εθνικούς τη δυνατότητα να πιστέψουν. Σηκώθηκαν όμως μερικοί από την παράταξη των Φαρισαίων που είχαν πιστέψει, κι έλεγαν ότι πρέπει τους εθνικούς να τους περιτέμνουν και να απαιτούν να τηρούν το νόμο του Μωυσή. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι για να εξετάσουν το θέμα.Αφού έγινε πολλή συζήτηση, έλαβε το λόγο ο Πέτρος και τους είπε: «Αδερφοί, εσείς ξέρετε καλά ότι ο Θεός από παλιά με διάλεξε από όλους μας εμένα, για ν’ ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα μου το λόγο του ευαγγελίου και να πιστέψουν. Και ο Θεός, που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων, έδωσε σημάδι ότι κι αυτοί μπορούν να σωθούν, χορηγώντας τους το Άγιο Πνεύμα όπως και σ’ εμάς. Δεν έκανε καμιά διάκριση ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς, αλλά καθάρισε με την πίστη τις καρδιές τους. Τώρα, λοιπόν, γιατί προκαλείτε το Θεό, θέλοντας να φορτώσετε στον τράχηλο των χριστιανών ένα βάρος, που ούτε οι πρόγονοί μας ούτε εμείς μπορέσαμε να σηκώσου με; Αντίθετα, πιστεύουμε ότι θα μας σώσει η χάρη του Κυρίου Ιησού, με τον ίδιο τρόπο που θα σώσει κι εκείνους. Όλο το πλήθος σώπασε, και όλοι άκουγαν το Βαρνάβα και τον Παύλο να διηγούνται τα θαύμα τα που έκανε ο Θεός μέσω αυτών στους εθνικούς. Πρ 15, 4-12.

Για τη σημασία της Συνόδου  

Οι ιουδαιοχριστιανοί πίστευαν ότι μέσα στην Εκκλησία συνέχιζαν να έχουν ισχύ οι διατάξεις του μωσαϊκού νόμου και της περιτομής. Yποστήριζαν ότι οι εθνικοί μπορούσαν να γίνονται δεκτοί ως με λη της Εκκλησίας, μόνο αν έκαναν πρώτα περιτομή και τηρούσαν τον μωσαϊκό νόμο. Γι’ αυτούς ο  Χριστιανισμός ήταν μια βελτιωμένη εκδοχή της ιουδαϊκής θρησκείας και όχι μια πανανθρώπινη πίστη θεμελιωμένη στην ελευθερία. Yπήρχε, λοιπόν, κίνδυνος, αν γίνονταν αποδεκτές οι απόψεις τους, να καταντούσε η πίστη μια φυλετική θρησκεία. [Με τις αποφάσεις της Συνόδου] η Εκκλησία, χωρίς να απαρνηθεί τις ιουδαϊκές της καταβολές, χειραφετήθηκε από τους ιουδαϊκούς θεσμούς και άνοιξε ο δρόμος για να γίνει ο Χριστιανισμός μια πανανθρώπινη, οικουμενική πίστη, στη ριγμένη στην ελευθερία και όχι στη δουλική προσήλωση σε τυπικές, νεκρές εντολές. Σ. Καραχάλιας, Μ. Μπράτη, Δ. Πασσάκος, Γ. Φίλιας, Θρησκευτι κά Γ΄ Γυμνασίου, Θέματα από την Ιστορία της Εκκλησίας (Αθήνα: ΥΠΕΠΘ | Π.Ι., ΟΕΔΒ), 29-30. 

Περί Ψυχής (διάλογος) 

 «Τότε απάντησέ μου», είπε εκείνος: «Ποιο είναι αυτό που με την παρουσία του σε ένα σώμα το κάνει να ζει;» | «Η ψυχή», είπε. | «Αυτό συμβαίνει πάντοτε;» | «Βεβαιότατα», απάντησε αυτός. | «Η ψυχή, λοιπόν, οτιδήποτε πάρει στην κατοχή της, με τον ερχομό της πάντοτε θα του δίνει ζωή — έτσι;» | «Με τον ερχομό της πράγματι». | «Υπάρχει κάτι που είναι αντίθετο στη ζωή ή δεν υπάρ χει;» | «Υπάρχει», είπε. | «Ποιο;» | «Ο θάνατος». | «Η ψυχή όμως ποτέ δεν θα δεχθεί το αντίθετο εκείνου που η ίδια διαρκώς επιφέρει, έτσι δεν το συμφωνήσαμε;» | «Σε καμία περίπτωση», είπε ο Κέβης. | «Λοιπόν; Πώς ονομάσαμε πριν από λίγο αυτό που δεν δέχεται τη μορφή του αρτίου;» | «Όχι άρτιο [ανάρτιο, σ.τ. Επιμ.]», απάντησε. | «Και αυτό που δεν δέχεται το δίκαιο και εκείνο που δεν δέχεται τη μουσική;» | «Όχι μουσικό [άμουσο, σ.τ. Επιμ.], το άλλο άδικο», είπε. | «Ωραία — πώς ονομάζουμε και αυτό που δεν δέχεται τον θάνατο;» | «Αθάνατο», είπε. | «Η ψυχή λοιπόν δεν δέ χεται τον θάνατο;» | «Όχι». | «Τότε η ψυχή είναι αθάνατη». | «Αθάνατη». | «Καλά, είπε — να πούμε ότι αυτό αποδείχθηκε; Ή όχι;» | «Λίαν επαρκώς, Σωκράτη». Πλάτωνος Φαίδων 105 c-e, μτφρ. Ιωάννης Πετράκης (Αθήνα: βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014). 

  Το αληθινά καινούργιο 

 Προσπαθούσα μια μέρα να καταλάβω ποιο είναι το αληθινά καινούργιο στοιχείο που πρόσφερε ο Χριστός στην ανθρωπότητα ερχόμενος στον κόσμο. Το μήνυμα της Αγάπης που μας έδωσε είναι βέβαια τεράστιο και ο τρόπος με τον οποίο το έδωσε ασύλληπτος· γιατί η Αγάπη είναι η μοναδική κλείδα λύτρωσης του ανθρώπου. Όμως η Αγάπη δεν ήταν άγνωστη στους Αρχαίους· κι άλλοι πριν απ’ Αυτόν είχαν μιλήσει για την Αγάπη, αν και ίσως δεν είχαν όσο θα έπρεπε τονίσει τη σημασία της. Θεωρώ, λοιπόν, ότι το πραγματικό νέο στοιχείο στην όλη διδασκαλία του Χριστού είναι η Ανάσταση. Για πρώτη φορά συνέβη το γεγονός αυτό σε ιστορικό και όχι μυθολογικό χρόνο. Φοίβος Πιομπίνος, Σπουδή Θανάτου (Αθήνα: Μαΐστρος, 2006), 322.

Πηγή: Δημήτριος Ν. Μόσχος, Ευαγγελία Βουλγαράκη, Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατέρες
και Θεολόγοι της Εκκλησίας, ΤΕΥΧΟΣ Α΄,ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Γ´ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ σελ: 9-17

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...