Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

«Να έχεις ή να είσαι;»

Οι δύο τρόποι  

Υπάρχουν δύο τρόποι ύπαρξης του ανθρώπου, αντίθετοι μεταξύ τους: Αφενός ο τρόπος ύπαρξης που βασίζεται στο «να έχεις», και αφετέρου ο τρόπος ύπαρξης που βασίζεται στο «να είσαι». Κατά τον πρώτο τρόπο, ο άνθρωπος νιώθει ότι το νόημα και η αξία του θεμελιώνονται στο να αποκτά και να κατέχει διάφορα αγαθά. Νιώθει ότι με αυτά καταξιώνεται. Σ’ αυτή την περίπτωση, αυτό που μετρά αποφασιστικά είναι ο πλούτος και η κοινωνική ισχύς. Αντίθετα, κατά τον δεύτερο τρόπο ύπαρξης, η ζωή του ανθρώπου θεμελιώνεται στην ποιότητα της ίδιας του της ύπαρξης, στο «τι είδους» άνθρωπος είναι ο ίδιος. Σ΄ αυτή την περίπτωση μετρά η εσωτερική καλλιέργεια και η πνευματική συγκρότηση του ανθρώπου. 

Ειδωλολατρία στην πράξη

Είναι χαρακτηριστικό ότι την πλεονεξία ο απόστολος Παύλος δεν την χαρακτηρίζει ηθικό παράπτωμα, αλλά «ειδωλολατρία». Ο όρος είναι θρησκειολογικός! Πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος που είναι πλεονέκτης (και άρα διψά για ολοένα και περισσότερη απόκτηση, ολοένα για περισσότερη ιδιοκτησία), αντλεί νόημα για την ύπαρξη και τη ζωή του από το χρήμα - ακόμα κι αν ο ίδιος δηλώνει ότι είναι πιστός Χριστιανός και εκκλησιάζεται. Στην πραγματικότητα, θεό του (δηλαδή πηγή νοήματος) έχει καταστήσει την απόκτηση και το χρήμα, κι έτσι έχει αντικαταστήσει στην πράξη τον αληθινό Θεό. Ο Χριστός είχε διευκρινίσει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο κάποιος πλούσιος να μπει στη Βασιλεία των ουρανών. «Παιδιά μου, είναι πολύ δύσκολο να μπουν στη βασιλεία του Θεού όσοι έχουν στηρίξει τις ελπίδες τους στα χρήματα. Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα από τη βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού»

Επίσης, ο Χριστός χαρακτήρισε ανόητο («άφρονα») έναν τύπο ανθρώπου τον οποίο οι σημερινές κοινωνίες θεωρούν ως κατεξοχήν μυαλωμένο (σώφρονα). Μας έδωσε την παραβολή του «άφρονα πλουσίου», σύμφωνα με την οποία κάποια χρονιά ένας πλούσιος γαιοκτήμονας είχε ακόμη μεγαλύτερη σοδειά. Όλη του η σκέψη (κι όλη του η ύπαρξη) λοιπόν αγκιστρώθηκε στο πώς θα την αποθηκεύσει, ώστε στα επόμενα χρόνια να ζει με απολαύσεις. Όμως ο ίδιος ο Θεός τού μίλησε και του είπε: «Ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες, σε ποιον θα ανήκουν»; Στην παραβολή αυτή ο πλούσιος δεν εμφανίζεται να πράττει κάτι κακό. Απλώς αποθησαυρίζει την ιδιοκτησία του, κάτι που οι κοινωνίες το θεωρούν εντελώς νόμιμο και ηθικό, και μάλιστα και απαραίτητο, ώστε να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη, να γίνουν επενδύσεις κλπ. Όμως, κατά το Ευαγγέλιο, ο πλούσιος ήταν βυθισμένος σε τεράστιο πρόβλημα, διότι όλη η ύπαρξή του βασιζόταν στην αφθονία των αγαθών. Και γι’ αυτό είχε αποκτήσει μια ψευδαίσθηση αθανασίας· θεωρούσε δεδομένο ότι θα ζούσε, και μάλιστα ευτυχισμένα, ακριβώς διότι περιεχόμενο της ψυχής του είχε γίνει η ιδιοκτησία. Παράλληλα, ο άφρων πλούσιος ούτε καν διατυπώνει κάποια σκέψη για άλλους ανθρώπους, οι οποίοι στερούνται τα υλικά αγαθά, ή με την εργασία των οποίων απέκτησε ο ίδιος τα αγαθά. Στη ζωή του προφανώς υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι, όμως δεν γίνεται καμιά κουβέντα γι’ αυτούς, απλούστατα διότι δεν «μετρούσαν» στη ζωή του· το νόημα της ύπαρξής του ο πλούσιος το αντλούσε από την κατοχή αγαθών. Έτσι, ο Χριστός έκλεισε την παραβολή με τα εξής λόγια: «Αυτά, λοιπόν, παθαίνει όποιος μα ζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ό,τι θέλει ο Θεός». 

Σημερινές ειδωλολατρίες  

Είδαμε στην παραπάνω παραβολή ότι ο πλούσιος δεν σκόπευε να κρατήσει τα αγαθά του κλεισμένα σε αποθήκες και σε χρηματοκιβώτια. Αντίθετα, σκόπευε να ξοδεύει πλουσιοπάροχα, ώστε ο ίδιος να ζει με απόλαυση. Σήμερα είναι εξαιρετικά εξαπλωμένος στον λεγόμενο «αναπτυγμένο» κόσμο ο καταναλωτισμός, δηλαδή η τάση να αντλεί κάποιος χαρά και νόημα ύπαρξης από την ασταμάτητη αγορά διαφόρων προϊόντων. O υπερκαταναλωτής ενδιαφέρεται παθιασμένα για την εικόνα του και βλέπει όλον τον κόσμο ως αντικείμενα που θα διακονήσουν τη δημιουργία μια φανταχτερής παρουσίας του (νομίζοντας π.χ. ότι ο ίδιος παίρνει αξία αν έχει πολλά και ακριβά αυτοκίνητα, πανάκριβο κινητό, τεράστιο αριθμό ακριβών παπουτσιών κλπ.). Έτσι, δημιουργείται μέσα του ένα τεράστιο ψυχικό κενό, διότι λείπουν οι αληθινές ανθρώπινες σχέσεις και υποκαθίστανται από τη λάμψη αντικειμένων. Λάμψη, φυσικά, που ούτε μπορεί να δώσει νόημα ζωής, ούτε μπορεί να διαρκέσει. «Αν είμαι ό,τι έχω, κι αν ό,τι έχω χαθεί, τότε τι είμαι;», είχε διερωτηθεί εύστοχα ο κοινωνικός ψυχολόγος Έριχ Φρομ (1900-1980)

Διαχειριστής και όχι ιδιοκτήτης  

Για τους Πατέρες της Εκκλησίας το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν είναι κυριολεκτικό. Ο άνθρωπος πεθαίνει, ενώ η γη (της οποίας αυτός υποτίθεται ότι είναι κύριος) παραμένει. Ο θεσμός της ιδιοκτησίας, λένε οι Πατέρες, προέκυψε ως αποτέλεσμα της Πτώσης, της εξόδου των ανθρώπων από τον παράδεισο. Ταυτόχρονα, μεταπτωτική θεωρείται και η κοινωνική ανισότητα, η οποία οφείλεται στην αρπακτικότητα κάποιων. Οι πλούσιοι -λέει χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος- μοιάζουν με ανθρώπους που μπαίνουν πρώτοι σε ένα θέατρο και, αντί να καθίσουν σε ένα κάθισμα, πιάνουν όσα μπορούν περισσότερα, και δεν αφήνουν τους υπόλοιπους να καθίσουν καν. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επισημαίνει: «Η φτώχεια και ο πλούτος, αυτό που ονομάζουμε ελευθερία και δουλεία, και τα παρόμοια, ύστερα υπεισήλθαν στο ανθρώπινο γένος, όπως ακριβώς μερικές κοινές αρρώστιες που ήρθαν μαζί με την κακία, όντας επινοήματά της. Δεν ήταν, όμως, […] έτσι από την αρχή. Εσύ να βλέπεις την πρώτη ισότητα και όχι τη μετέπειτα διαίρεση. Όχι το νόμο του ισχυρού, αλλά του Δημιουργού»

 Για τον Χριστιανισμό ο άνθρωπος είναι διαχειριστής των υλικών αγαθών. Και πρέπει να τα διαχειρίζεται έτσι ώστε να διακονείται η ανθρώπινη ζωή, η αξιοπρέπεια και η συνύπαρξη. Ύψιστο κριτήριο, η αγάπη προς τον άλλον Ο απόστολος Παύλος μάς έχει παραδώσει ένα κείμενό του, το οποίο έχει ονομαστεί «ύμνος της αγάπης»: «Αν μπορώ να λαλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων, ακόμα και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη για τους άλλους, τότε οι λόγοι μου ακούγονται σαν ήχος χάλκινης καμπάνας ή σαν κυμβάλου αλαλαγμός. Κι αν έχω της προφητείας το χάρισμα κι όλα κατέχω τα μυστήρια κι όλη τη γνώση, κι αν έχω ακόμα όλη την πίστη, έτσι που να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι ένα τίποτα. Κι αν ακόμα μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα, κι αν παραδώσω στη φωτιά το σώμα μου για να καεί, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτε δε μ’ ωφελεί». Στο κείμενο αυτό ο Παύλος μάς δείχνει ότι και τα πιο υψηλά πνευματικά επιτεύγματα αν πραγματοποιούνται δίχως αγάπη, δεν έχουν καμία αληθινή αξία. Το ίδιο ισχύει και για την αλληλεγγύη προς τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Δεν αρκεί να γίνεται σαν ένα τυπικό ή κοινωνικό καθήκον. Αληθινά εκκλησιαστικό είναι όταν εμπνέεται από την αγάπη προς τον άλλον άνθρωπο, δηλαδή όταν τον άλλον τον δεχόμαστε στη ζωή μας ως ισότιμο, ως εικόνα του Χριστού. «Εἶδες […] τόν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου», δίδασκε ο αββάς Απολλώς της αιγυπτιακής ερήμου.

  Βήματα μάθησης και έκφρασης  

Βήμα Πρώτο: Ας απαντήσουμε όλοι και όλες αυθόρμητα στο ερώτημα: «Τι αξίζει να έχεις;» 

Ας απαντήσουμε και στο ερώτημα: «Τι αξίζει να είσαι;»

 Αφού πούμε τις δικές μας απαντήσεις και ακούσουμε τις απαντήσεις των άλλων, ας τις ξανασκεφτούμε και ας αποφασίσουμε τι δίνει νόημα και αξία στη ζωή μας∙ αυτό «που έχουμε» ή αυτό «που είμαστε»;

Βήμα Δεύτερο: Πόσο αξίζει να έχει ο άνθρωπος στην κατοχή του; 

Όσα χρειάζονται;

 Περισσότερα, για να ζει όσο καλύτερα γίνεται; 

Από την άλλη, ας διαβάσουμε ξεχωριστά τα παρακάτω τρία αποσπάσματα από το ευαγγέλιο του Λουκά. Άλλοι διαβάζουν το απόσπασμα Α, άλλοι το Β, και άλλοι το Γ. 

Αφού απαντήσουμε το ερώτημα: «Τι δεν είναι αποδεκτό από τον Χριστό στη σκέψη και τη ζωή του ανθρώπου, ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο “να έχει” παρά “να είναι”;», ας συζητήσουμε τις απαντήσεις μας και ας σκεφτούμε ποιο είναι το νόημα της ζωής, όταν πρωτεύει το «να είσαι» από το «να έχεις». 

Α. Ο Χριστός είπε: «Να προσέχετε και να φυλάγεστε από κάθε πλεονεξία, γιατί τα πλούτη, όσο περίσσια κι αν είναι, δε δίνουν την αληθινή ζωή στον άνθρωπο». 

Β. «16Τους είπε μάλιστα την εξής παραβολή: «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου τα χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά. 17Τότε εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: “τι να κάνω; Δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου! 18Αλλά να τι θα κάνω”, είπε. “Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τ’ αγαθά μου. 19Μετά θα πω στον εαυτό μου: τώρα έχεις πολλά αγαθά, που ακούν για χρόνια πολλά· ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε”. Τότε του είπε ο Θεός: “ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά, λοιπόν, που ετοίμασες σε ποιον θα ανήκουν;” 21Αυτά, λοιπόν, παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ό,τι θέλει ο Θεός». 

 Γ. «22Γι’ αυτό, λοιπόν, σας λέω: Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε. 23Η ζωή δεν είναι σπουδαιότερη από την τροφή; Και το σώμα δεν είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο; 24Παρατηρήστε τα πουλιά, που δε σπέρνουν ούτε θερίζουν, ούτε συνάγουν αγαθά σε αποθήκες, κι όμως ο ουράνιος Πατέρας τα τρέφει· εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερο απ’ αυτά; 27Κι έπειτα, ποιος από σας μπορεί με το άγχος του να προσθέσει έναν πήχη στο ανάστημά του; 28Και γιατί τόσο άγχος για το ντύσιμό σας; Ας σας διδάξουν τα αγριόκρινα πώς μεγαλώνουν· δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν· 29κι όμως σας βεβαιώνω πως ούτε ο Σολομών σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα από αυτά. 30Αν όμως ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει κι αύριο θα το ρίξουν στη φωτιά, δε θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας, ολιγόπιστοι; 31Μην έχετε, λοιπόν, άγχος και μην αρχίσετε να λετε: “τι θα φάμε;” ή: “τι θα πιούμε;” ή: “τι θα ντυθούμε;” 32γιατι για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό· όμως ο ουράνιος Πατέρας σας ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ’ όλα αυτά. 33Γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικρότηση του θελήματός του, κι όλα αυτά θα ακολουθήσουν».

Βήμα Τρίτο: Ας επιχειρήσουμε να καταγράψουμε τον βαθμό συμφωνίας και διαφωνίας μας για τις πα ρακάτω καταστάσεις:

-Μαθαίνω περισσότερα από την τηλεόραση και το διαδίκτυο, παρά από το σχολείο.

-Γνωρίζω περισσότερες λεπτομέρειες για ένα game ή μία τηλεοπτική σειρά, από όσα γνωρίζω για την πίστη μου.

-Νιώθω απίστευτη χαρά όταν επισκέπτομαι ένα πολυκατάστημα (mall) και περνώ την ώρα μου εκεί.

-Νιώθω χαρά αγοράζοντας έστω κάτι.

-Νιώθω χαρά αγοράζοντας όσα διαφημίζουν/φοράνε/χρησιμοποιούν τα είδωλά μου ή τα πρότυπά μου. 

 Ας αναλογιστούμε αν σήμερα οι άνθρωποι επισκέπτονται περισσότερο τους «ναούς» της κατανάλωσης παρά τους ιερούς ναούς και ας αναρωτηθούμε γιατί. Θα μας βοηθήσει, αν σκεφτούμε πώς προωθεί η διαφήμιση τον καταναλωτισμό μέσω προσώπων, ομάδων και δικτύων, και πόσα θρησκευτικά στοιχεία χρησιμοποιεί (π.χ. «πεποιθήσεις»-σλόγκαν, εμβλήματα, εικόνες, τελετές, παγανιστικά στοιχεία, ταυτότητες, ιερά λόγια, αναγνωριστικά στοιχεία, ιστορίες δημιουργίας, αρχηγούς και ιεραρχία κ.ά.) και αν παρατηρήσουμε το έργο της Lisa Aratow,


«Evolution to consumerism», που βρίσκεται παραπάνω, και τα πρόσωπα σε αυτήν. 

 Αφού μάθουμε γιατί για την Εκκλησία ο άνθρωπος είναι διαχειριστής και όχι ιδιοκτήτης, ας σκεφτούμε τι αλλάζει στον τρόπο διαχείρισης αν έχουμε στο νου μας όσα λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά (της μητέρας σου); Δεν θα επιστρέψεις στη γη και πάλι γυμνός; […]. Γιατί λοιπόν εσύ μεν ζεις πλούσια, ενώ ο άλλος ζει στη φτώχεια; […] Το (παραπανίσιο) ψωμί που κατέχεις εσύ, είναι του πεινασμένου· το ρούχο που φυλάς στις ντουλάπες σου είναι αυτού που κυκλοφορεί γυμνός· τα παπούτσια που σου περισσεύουν και τα αφήνεις να σαπίζουν είναι του ξυπόλητου· τα χρήματα που τα έχεις παραχωμένα, είναι αυτού που τα χρειάζεται. Συνεπώς αδικείς τόσους, όσους θα μπορούσες να τους προσφέρεις αυτά που χρειάζονται»  

Τι θα άλλαζε στον τρόπο που ζούμε, αποκτούμε και καταναλώνουμε, αν κάποιος κάθε μέρα μας θύμιζε: «Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά (της μητέρας σου); Δεν θα επιστρέψεις στη γη και πάλι γυμνός;». Όσα λέγονται στη νεκρώσιμη ακολουθία, θα μας βοηθήσουν να σκεφτούμε σε βάθος το νόημα της ιδιοκτησίας: «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». «Κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον· ἆρα τίς ἐστι, βασιλεὺς ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος ἢ πένης, ἢ δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;». Απόδοση: «Όλα τα ανθρώπινα πράγματα είναι παροδικά και δεν υπάρχουν μετά τον θάνατο, ούτε τα πλούτη παραμένουν, ούτε η δόξα μάς συνοδεύει. Διότι όταν έρχεται ο θάνατος όλα αυτά θα εξαφανιστούν». «Είδα με το νου μου τα μνήματα και είδα τα άσαρκα οστά και είπα. Άρα ποιος είναι (ο νεκρός); βασιλιάς ή στρατιώτης; πλούσιος ή πτωχός; δίκαιος ή αμαρτωλός;». 

 Ο ασκητής Σισώης, στην παρακάτω εικόνα βρέθηκε μπροστά στον τάφο του βασιλιά των Ελλήνων Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ποια αισθήματα φανερώνουν το πρόσωπο και το σώμα του; Τι να σκέφτεται; Ας διαβάσουμε το παρακάτω κείμενο (το οποίο βρίσκεται πάνω στην εικόνα) και ας σκεφτούμε τι θα λέγαμε σε κάποιον άνθρωπο που ζει σήμερα και θεωρεί σημαντικό τον πλούτο και την κοινωνική ισχύ.

«Ὁ μέγας ἐν ἀσκηταῖς Σισώης ἔμπροσθεν τοῦ τάφου τοῦ βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Ἀλεξάνδρου, τοῦ πάλαι λάμψαντος ἐν δόξῃ, φρίττει καί, τό ἄστατον τοῦ καιροῦ καί τῆς δόξης τῆς προσκαίρου λυπηθείς, ἰδού κλαίει. Ὁρῶν σε, τάφε, δειλιῶ σου τήν θέαν καί καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος τό κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων. Πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ! Αἴ! θάνατε! Τίς δύναται φυγεῖν σε;». 

 Απόδοση: «Ο Σισώης, μέγας ανάμεσα σ’ όλους τους ασκητές, αναστατώνεται μπροστά στον τάφο του βασιλιά των Ελλήνων Αλεξάνδρου, ο οποίος παλιά είχε λάμψει ένδοξα. Γεμίζει λύπη καθώς σκέφτεται την αστάθεια του χρόνου και την πρόσκαιρη δόξα, και να, λέει κλαίγοντας: Μόνο που σε βλέπω, τάφε, γεμίζω φόβο Και ρίχνω δάκρυα βγαλμένα από την καρδιά μου. Καθώς φέρνω στον νου μου το χρέος που οφείλουμε όλοι. Πώς είναι δυνατόν να καταλήξω εκεί; Ε, θάνατε! Ποιος μπορεί να σε αποφύγει;». 

Τελικά τι θα απαντούσαμε στο ερώτημα του σημερινού ανθρώπου που εύλογα θα ρωτούσε, μετά από όσα είπαμε και μάθαμε: «γιατί δεν είναι καλό να έχω, να κατέχω, να είμαι ιδιοκτήτης, αφού ο άνθρωπος είναι ο κυρίαρχος της φύσης;». 

 Ας επιχειρήσουμε, άλλοι να είμαστε ο σύγχρονος άνθρωπος που ρωτά (Α), και άλλοι ο Ορθόδοξος θεολόγος που απαντά (Β). Ο διάλογος είναι καλό να διαβαστεί δυνατά, είτε ομαδικά είτε από μία δυάδα, και στο τέλος να συζητήσουμε αν το κείμενο του Κάλλιστου Γουέαρ στο οποίο στηρίζονται οι απαντήσεις του θεολόγου, δίνει όντως απαντήσεις στις απορίες του σύγχρονου ανθρώπου.

 Α: Γιατί δεν είναι καλό να έχω, να κατέχω, να είμαι ιδιοκτήτης, αφού ο άνθρωπος στη σχέση του με τη φύση είναι ο κυρίαρχος; 

Β: «Λόγω των δυσκολιών που προκύπτουν από την έννοια της βασιλείας, οι χριστιανοί οικολόγοι της Δύσεως συχνά προτιμούν να αναφέρονται στη σχέση αυτή ως σχέση οικονομίας προς την κτίση. Η διατύπωση αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι διευκρινίζει πώς η κυριαρχία μας πάνω στον κτιστό κόσμο δεν είναι δικαιωματική και απόλυτη αλλά δοσμένη από το Θεό....» 

Α: Μα πάλι για σχέση οικονομίας μιλάμε. Αν είμαι βασιλιάς και οικονόμος της φύσης, δεν είμαι και κυρίαρχος; 

 Β: «Μιλώντας ωστόσο για οικονομία, αντιμετωπίζουμε ορισμένα προβλήματα. Ο όρος αυτός απηχεί νοήματα που συνδέονται με μια χρηστική ή διαχειριστική αντίληψη περί φύσης, σαν να επρόκειτο για (χρηματιστηριακή) μετοχή που θα πρέπει να επενδυθεί ή να αξιοποιηθεί. Δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να αντικειμενοποιήσουμε ή να αποπροσωποποιήσουμε τον κόσμο γύρω μας. Ας αντιμετωπίσουμε τη φύση ως ένα πρόσωπο απέναντί μας, ένα “εσύ” και όχι ένα απρόσωπο, ουδέτερο “αυτό”. Δεδομένων αυτών των παρανοήσεων  των όρων “βασιλεύς” και “οικονόμος”, ίσως είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσουμε μια τρίτη λέξη... να γίνουμε ιερείς της Κτίσης.» 

Α: Τι σημαίνει να είμαι ιερέας της φύσης; Τι αλλάζει στη σχέση μου με τη φύση; 

Β: «Ιερέας - και στο σημείο αυτό δεν αναφέρομαι στη θεσμική, αλλά στην οντολογική ιεροσύνη - είναι αυτός που παίρνει τον κόσμο στα χέρια του ή στα χέρια της και τον ανταποδίδει, τον αντιπροσφέρει στον Θεό, επαναφέροντας την ευλογία του Θεού πάνω σε ό,τι αυτός ή αυτή προσφέρει...Λειτουργώντας μ’ αυτό τον τρόπο, ως ιερείς της κτίσης, εμείς, τα ανθρώπινα όντα, μεταμορφώνουμε τον κόσμο σε ευχαριστιακή προσφορά.» 

 Βήμα Τέταρτο :Αφού διαβάσουμε τον ύμνο της αγάπης, του Αποστόλου Παύλου, ας διακρίνουμε όλοι και όλες μαζί ποια είναι όλα εκείνα τα «σπουδαία» του χριστιανού που χάνονται, αν δεν έχει αγάπη. 


Όλες τις γλώσσες των ανθρώπων κι αν μιλώ

και των αγγέλων,

μα αν δεν έχω αγάπη,

είμαι ένα χάλκινο δοχείο που θορυβεί

ή ένα κύμβαλο που αλαλάζει.

Κι αν έχω χάρισμα να προφητεύω

και όλα τα μυστήρια να γνωρίζω

κι όλη τη γνώση να κατέχω,

να έχω μέσα μου όλη την πίστη,

που και βουνά ακόμα να μετακινώ,

μα αγάπη αν δεν έχω, είμαι ένα τίποτα!

Και αν μοιράσω στους φτωχούς

όλα μου τα υπάρχοντα,

και στη φωτιά κι αν πέσω ακόμα να καώ,

χωρίς να έχω αγάπη,

κανένα όφελος δεν έχω.

Η αγάπη είναι μακρόθυμη, γλυκιά,

η αγάπη δεν φθονεί και δεν περηφανεύεται,

δεν παραφέρεται και τίποτα άσχημο δεν κάνει,

τίποτα για τον εαυτό της δεν ζητάει,

δεν εξοργίζεται

και το κακό ποτέ δεν βάνει ο νους της,

δεν χαίρεται όταν γίνεται αδικία,

μα χαίρεται μαζί με κείνους

που εφαρμόζουν την αλήθεια.

Πάντα η αγάπη συναινεί,

πάντα πιστεύει,

πάντα ελπίζει,

πάντα υπομένει.

Η αγάπη ουδέποτε ξεπέφτει,

ακόμα κι αν καταργηθούν οι προφητείες,

ακόμα κι αν οι άνθρωποι πάψουνε να μιλούν,

ακόμα κι αν καταργηθεί η γνώση!

….........................................................................

Ό, τι μας απομένει τώρα

είναι η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη.

Μα πιο μεγάλη από όλες είναι η αγάπη!

(Απ. Παύλου, προς Κορινθίους Επιστολή, ΙΓ. 1-9, 13)

Πηγή: Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου, Μάριος Κουκουνάρας Λιάγκης,Θέματα Χριστιανικής Ηθικής και Ποιμαντικής Θεολογίας,ΤΕΥΧΟΣ Α΄ ΘΕΜΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ Γ΄ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ, σελ: 41-50

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...