Τελετουργική χρήση και συμβολισμοί ιερών σκευών Αγίας Τραπέζης και Προθέσεως
Για την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και της Προσκομιδής, που προηγείται, απαιτούνται συγκεκριμένα λειτουργικά σκεύη, τα οποία κατασκευάζονται από μέταλλα ή άλλο υλικό και δεν επιτρέπεται η χρήση τους για σκοπό εκτός της Θείας Λατρείας.
Το Άγιο Ποτήριο
Μαρτυρείται στο μυστικό δείπνο «Καὶ λαβών (ο Ιησούς) τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς» (Ματθ. 26,27∙ Μάρκ. 14,23∙ Λουκ. 22,20∙Α’ Κορ. 11,25). Κατά την προετοιμασία της Προσκομιδής ο Ιερέας ρίπτει στο Ποτήριο τον οίνο και το ύδωρ, για να γίνει ο καθαγιασμός της Αγίας Αναφοράς την ώρα της Επίκλησης. Μετά τον μελισμό του αγίου άρτου και κατά την ένωση των Τιμίων Δώρων, ρίπτεται η μερίδα που γράφει ΙΣ, από τον αμνό.
Μετά την Θεία Κοινωνία των λειτουργών ρίπτονται και τα υπόλοιπα μέρη του άρτου καθώς και οι μερίδες. Ιστορικά έχουμε Ποτήρια από γυαλί, ξύλο, χρυσό και ασήμι, άλλοτε απλά και άλλοτε με λαμπρές διακοσμήσεις και επιγραφές ευχαριστιακού περιεχομένου. Το Άγιο Ποτήριο έχει υψηλή συνήθως βάση, δεν καθαγιάζεται με ξεχωριστή ευχή, ούτε πλένεται μετά τη Θεία Κοινωνία.
Ο δίσκος ή δισκάριο
αιώνα (PG 98,397B). Ο σκοπός του δίσκου, άλλοτε με βάση και άλλοτε χωρίς, είναι πρακτικός, να κρατά δηλαδή τον αμνό και τις μερίδες και να εισοδεύεται από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα, κατά τη Μεγάλη Είσοδο. Με την ανάπτυξη των χριστολογικών και θεομητορικών συμβολισμών της Προσκομιδής του 9ου αιώνα ο δίσκος ερμηνεύτηκε και συμβολικά ως η γη, ο κόσμος, ο ουρανός, η νεκρική κλίνη του Κυρίου ή η φάτνη της Βηθλεέμ.
Η λαβίδα
Η λέξη «λαβίς» (=τσιμπίδα) είναι γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη. Ένα από τα Σεραφείμ έλαβε
άνθρακα πυρός από το θυσιαστήριο και τον προσέφερε στον Ησαΐα για την άφεση των αμαρτιών
του και την αρχή της προφητικής του κλίσης (Ησ. 6,6-7). Οι χριστιανοί, μέχρι τον 7ο ή τον 11ο αι., κοινωνούσαν ξεχωριστά τον άρτο με λαβίδα ή «ταῖς τῶν δακτύλων λαβαῖς». Έκτοτε και για πρακτικούς λόγους (κοινωνία νηπίων, ασθενών, βεβήλωση των αγίων από αιρετικούς και δεισιδαίμονες) επικράτησε το κοχλιάριο (=κουταλάκι) που ονομάσθηκε λαβίδα από τον συμβολισμό της Θείας Κοινωνίας ως του θείου άνθρακα, που καταφλέγει την αμαρτία (Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 94,114B). Οι πιστοί πλέον κοινωνούν σώμα και αίμα, και τα δύο είδη μαζί.
Ο αστερίσκος
Μαρτυρείται από τον 11ο αιώνα και επινοήθηκε προκειμένου να συγκρατεί τα καλύμματα, τα οποία δεν πρέπει να έρχονται σε επαφή με τον αμνό και τις μερίδες. Ο Ιερέας, τοποθετώντας τον αστερίσκο επί του δισκαρίου, λέγει «Τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν» (Ψαλμ. 32,6), διότι το δισκάριο, κατά μία ερμηνεία, συμβολίζει τον ουρανό. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης αντί του ως άνω ψαλμικού χωρίου επιλέγει το «καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ἐλθών, ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον» (Ματθ. 2,10). Αυτό απηχεί μεταγενέστερο συμβολισμό του δισκαρίου, ως φάτνης πάνω από την οποία στάθηκε το άστρο της Βηθλεέμ.Η λόγχη
Κατά τη σταύρωση του Κυρίου «εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» (Ιω. 19,34). Αντί, λοιπόν, της λόγχης, που κέντησε τον Χριστό στον
σταυρό «ἐστί καὶ αὐτὴ ἡ λόγχη τῆς Προσκομιδῆς» (Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, PG 98,397C).
Με το μεταλλικό αυτό σκεύος, μαχαίρι σε σχήμα λόγχης, σφραγίζεται και κόβεται ο αμνός από το πρόσφορο. Χαράσσεται επίσης βαθειά η ψίχα του αμνού και κεντάται ο αμνός στο μέρος της
σφραγίδας.
Ο σπόγγος και η μούσα
Πρόκειται για σφουγγάρι σε σφαιρικό σχήμα για τον καθαρισμό του Ποτηρίου και την απορρόφηση της υγρασίας μετά τη Θεία Κοινωνία. Ο σπόγγος παραπέμπει στη σταύρωση του Κυρίου, κατά την οποία ποτίσθηκε με ξύδι όταν είπε το «Διψῶ» (Ματθ. 27,48∙ Μάρκ. 15,16). Από σφουγγάρι πεπλατυσμένο είναι και η μούσα, εκ του ρήματος «μάσσω» (=μαζεύω, σπογγίζω). Με αυτήν ο Ιερέας μεταφέρει τις μερίδες στο Άγιο Ποτήριο, καθαρίζει το δισκάριο και μαζεύει τους μαργαρίτες από το ειλητό.
Ο αέρας ή ο ανώτατος πέπλος
Ο αέρας είναι το πιο μεγάλο από τα καλύμματα, με το οποίο ο Ιερέας καλύπτει τα Τίμια Δώρα στην Πρόθεση, αλλά και μετά την απόθεσή τους στην Αγία Τράπεζα. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ονομάζει τον αέρα και «ἀνώτατο πέπλο» (PG 99,168A). Στο «στῶμεν καλῶς» παλαιότερα και σήμερα την ώρα της απαγγελίας του Συμβόλου της Πίστεως ο Ιερέας ανασείει παρατεταμένα τον αέρα πάνω από τα Τίμια Δώρα. Η πράξη αυτή παραπέμπει στον αρχαίο ριπισμό (=αερισμό) των Δώρων, προκειμένου να απομακρύνονται τα ιπτάμενα έντομα. Ο αέρας στη λειτουργική μας παράδοση ταυτίσθηκε με το καταπέτασμα, που στην Παλαιά Διαθήκη ήταν το κάλυμμα «τῆς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου» ( Έξ. 37,5∙39,19. Αριθ. 4,31). Συμβολίζει ακόμη τον λίθο, με τον οποίο σφραγίσθηκε ο τάφος του Ιησού (Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, PG 98,424B). Κατά ανάλογο τρόπο και ο Ιερέας σκεπάζει με τον αέρα τα άγια. Σε μεταγενέστερα χρόνια και συγκεκριμένα από τον 16ο αιώνα η κίνηση του αέρα ερμηνεύθηκε ως το γεγονός του σεισμού, κατά τη σταύρωση του Κυρίου.
Δισκοκάλυμμα-Ποτηροκάλυμμα
Τα Τίμια Δώρα, αφού ετοιμασθούν στην Προσκομιδή, καλύπτονται με ισομεγέθη καλύμματα, τα
οποία και θυμιάζονται. Έχουν σχήμα σταυρού και χρώμα που ταιριάζει στην εκάστοτε περίοδο του
λειτουργικού έτους. Τα Δώρα καλύπτονται για λόγους πρακτικούς, αλλά και για λόγους ευλάβειας,
αφού συμβολίζουν είτε τα νεκρικά οθόνια του Κυρίου, είτε τα σπάργανα της βρεφικής του ηλικίας.
Ο αέρας, με τον οποίο ήταν τυλιγμένο το Ευαγγέλιο κατά τη λιτάνευση στα απόστιχα του Εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής, εξελίχθηκε στον γνωστό Επιτάφιο με ζωγραφισμένο (κεντημένο) τον νεκρό
Χριστό, για τις ανάγκες της Ακολουθίας του επιτάφιου θρήνου της Μεγάλης Παρασκευής. Στις μέρες μας Επιτάφιος εννοείται και το έπιπλο με κιβώριο κατά μίμηση της Αγίας Τράπεζας ή του κουβουκλίου του Παναγίου Τάφου. Ο Επιτάφιος στολίζεται το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και ερμηνεύθηκε ως τάφος του Κυρίου. Ο τάφος είναι η Αγία Τράπεζα, όπου και εναποτίθεται το ύφασμα Επιτάφιος μετά την νεκρική πομπή το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής και στο τέλος του Όρθρου.
Το ζέον
Πρόκειται για το μεταλλικό σκεύος, στο οποίο θερμαίνεται το νερό, το οποίο και μεταφέρεται για να προστεθεί στο Άγιο Ποτήριο πριν από τη θεία μετάληψη των λειτουργών Ιερέων. Ζέον ονομάζεται και το ίδιο το θερμό νερό, σε ανάμνηση του ύδατος που βγήκε από την πλευρά του Ιησού, μετά τον λογχισμό της. Είναι μια παράδοση του βυζαντινού λειτουργικού τύπου, μαρτυρούμενη από τον 11ο αιώνα. Δεν αποκλείεται να σχετίζεται με τα έθιμα της τράπεζας (ανάμειξη οίνου με ζεστό νερό) ή να εντάχθηκε στη Θεία Λειτουργία για πρακτικούς λόγους (πάγωμα του Ποτηρίου σε ψυχρές περιοχές ή εποχές). Ο συμβολισμός του ζέοντος συνδέεται με το ζωοποιό και άφθαρτο σώμα του Κυρίου, την ζέση του Αγίου Πνεύματος και της χριστιανικής πίστης. Η μετάληψη δε από την θηλή του Ποτηρίου θυμίζει την μετάληψη από την ζωοποιό πλευρά του Κυρίου (Συμεών Θεσσαλονίκης, PG 55,741D).
Ο Τίμιος Σταυρός
Στη λειτουργική μας παράδοση γνωρίζουμε διάφορους τύπους σταυρών, ανάλογα με την πρακτική και λειτουργική τους σημασία:
α)σταυρός αγιασμού, ξύλινος με βάση και αργυρό περίκλειστο πλαίσιο
για την τέλεση των αγιασμών και την λιτάνευση στην Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης και κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
β) Σταυρός ευλογίας χωρίς βάση, μεταλλικός. Τοποθετείται στην Αγία Τράπεζα και με αυτόν δίνονται οι ευλογίες από τον Αρχιερέα.
γ) Σταυρός των λιτανειών. Είναι μεταλλικός και στηρίζεται σε κοντό, για να κρατείται στις λιτανείες. Από την μια πλευρά φέρει τη σταύρωση και από την άλλη την ανάσταση του Κυρίου. Συμβολίζει τη νίκη του Χριστού κατά του θανάτου και η θέση του βρίσκεται πίσω από την Αγία Τράπεζα.
δ)Ο «ἐσταυρωμένος». Πρόκειται για συνδυασμό του σταυρού των «λυπηρῶν» του τέμπλου και του σταυρού των λιτανειών. Η πιο γνωστή λειτουργική του χρήση είναι αυτή της λιτάνευσής του και η τοποθέτησή του στο κέντρο του ναού το βράδυ της Μ. Πέμπτης, μετά το 15ο αντίφωνο «σήμερον κρεμᾶται…» του Όρθρου της Μ. Παρασκευής.
Το αρτοφόριο
Είναι ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος, στο οποίο φυλάσσεται καθ’ όλο το έτος ο άρτος της Μεγάλης Πέμπτης, που οι Ιερείς ξηραίνουν για τις ανάγκες μετάληψης εκτός Θείας Λειτουργίας των ασθενών και των μελλοθανάτων. Συνήθως έχει το σχήμα ναΐσκου. Το βρίσκουμε και σε σχήμα περιστεράς, να κρέμεται μάλιστα από το κιβώριο της Αγίας Τράπεζας. Γι’ αυτό και καλείται περιστέριον ή περιστερά. Φυλασσόταν στο άγιο βήμα σε ειδικό ερμάριο. Στα νεότερα χρόνια, από δυτική επίδραση, το αρτοφόριο τοποθετείται στην Αγία Τράπεζα, σε μέγεθος πολύ μεγαλύτερο μάλιστα του συνήθους. Σε αρτοφόριο μικρό φυλάσσεται και ο άρτος της Προηγιασμένης κατά την περίοδο
της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Τελετουργική χρήση και συμβολισμοί άλλων λειτουργικών σκευών
Κολυμβήθρα
Η κολυμβήθρα είναι λέξη παλαιότατη και σημαίνει τον τόπο για κολύμβηση (Ιω. 5,1-2). Στην εκκλησιαστική – λειτουργική γλώσσα κολυμβήθρα ονομάζεται το σκεύος προς βάπτιση, προς ολόσωμη δηλαδή κατάδυση και ανάδυση του σώματος. Η κολυμβήθρα, μαρμάρινη ή μεταλλική, είναι γνωστή από την περίοδο επικράτησης του νηπιοβαπτισμού (μετά τον 4ο αιώνα), καθόσον αντικατέστησε τα αρχαία βαπτιστήρια, τα οποία ήταν κατάλληλα δομημένα και ρυθμισμένα για την βάπτιση των ενηλίκων. Στα κείμενα των Πατέρων η κολυμβήθρα χαρακτηρίζεται ως «μητέρα τῆς υἱοθεσίας» (Διονύσιος Αρεοπαγίτης, PG 3,396C) και «πνευματική μητέρα» (Συμεών Θεσσαλονίκης,
PG 155,229A). Εικονίζει επίσης τον Ιορδάνη ποταμό, όπου βαπτίσθηκε ο Χριστός καθώς και την
κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου γινόταν η θεραπεία των λουομένων
Λεκάνη του Αγιασμού
Το δοχείο αυτό είναι μεταλλικό, με βάση ή χωρίς βάση, και χρησιμοποιείται για την τέλεση της Ακολουθίας του Αγιασμού. Σύμφωνα με το τυπικό, ο σταυρός αγιασμού εμβαπτίζεται (=βυθίζεται όρθιος), προκειμένου να αγιασθεί το ύδωρ και μέσω αυτού στη συνέχεια οι πιστοί. Για τον αγιασμό του ύδατος αναγιγνώσκεται σχετική καθαγιαστική ευχή.
Το χερνιβόξεστο
Είναι η λεκάνη και υδροχόη, που χρησιμοποιείται για τη νίψη των χειρών των λειτουργών. Χερνιψία προβλέπεται μετά την Προσκομιδή, μετά τη Θεία Κοινωνία και στη Μεγάλη Είσοδο κατά τον χερουβικό ύμνο, όταν λειτουργεί ο Αρχιερέας.
Το μυροδοχείο
Είναι δοχείο αργυρό ή χρυσό στο οποίο φυλάσσεται το άγιο μύρο.Το ευώδες αυτό υλικό κατασκευάζεται – καθαγιάζεται κάθε δέκα χρόνια,την Μεγάλη Πέμπτη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και χρησιμοποιείταιγια την χρίση των νεοφωτίστων κατά το μυστήριο του Χρίσματος, όπου
γίνεται μετάδοση των χαρισμάτων του Παναγίου Πνεύματος με τη φράση «σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Με μύρο χρίεται επίσης και ο ναός κατά την τάξη των εγκαινίων.
Οι δίσκοι
Κατασκευάζονται από μέταλλο, σε διάφορα μεγέθη, για τις ανάγκες της ύψωσης και διανομής του αντιδώρου, αλλά και τη συγκέντρωση της λογίας, των χρημάτων δηλαδή που οι πιστοί προσφέρουν προς το τέλος της Θείας Λειτουργίας, για την άσκηση του φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας.
Τα εξαπτέρυγα
Αποτελούν εξέλιξη των αρχαίων ριπιδίων, με τα οποία οι Διάκονοι ρίπιζαν τα Τίμια Δώρα για την εκδίωξη των εντόμων. Τα αρχαία ριπίδια κατασκευάζονταν από φτερά παγωνιού, ενώ τα εξαπτέρυγα είναι μεταλλικά σε μορφή ακτινωτών δίσκων. Εικονίζουν από τις δύο πλευρές, σε ανάγλυφη μορφή, τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ και τοποθετούνται σε κοντάρια, προκειμένου να προπορεύονται με τον Τίμιο Σταυρό και τις λαμπάδες στις λιτανείες και κατά την Μεγάλη Είσοδο.
Τα λάβαρα
Στην αρχαιότητα κατά τις εκστρατείες και τις μεταναστεύσεις, αλλά και άλλες τελετές, υπήρχε η συνήθεια να ανυψώνονται θρησκευτικά εμβλήματα, στηριγμένα σε κοντάρι ή δόρυ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έμβλημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, με το μονόγραμμα του Χριστού. Συνέχεια αυτών των συνηθειών είναι τα χριστιανικά λάβαρα,είδος σημαιών από χρυσοκέντητο βελούδο ή μουσαμά ή και μέταλλο ακόμη, κατάλληλα για τις εκτός του ναού λιτανείες. Στις λιτανείες του Πάσχα π.χ. χρησιμοποιούνται αυτού του είδους τα λάβαρα, με την εικόνα της Ανάστασης επάνω. Σε άλλες δεσποτικές εορτές και μνήμες αγίων έχουμε λάβαρα με εγχάρακτες, κεντητές ή ζωγραφιστές αμφιπρόσωπες παραστάσεις αγίων εορταζόντων και πολιούχων.
Τα θυμιατήρια
Πρόκειται για τα σκεύη με τα οποία γίνεται η θυμίαση των ιερών εικόνων, ιερών αντικειμένων και του λαού του Θεού. Για την προσφορά θυμιάματος στον Θεό γίνεται λόγος και στην Αγία Γραφή (Μαλαχ. 1,11∙Λουκ.1,9∙Αποκ.5,8 κ.ά.), αλλά το έθος αυτό είναι γνωστό και στην ειδωλολατρική αρχαιότητα. Υπήρχαν μάλιστα τόσο φορητά όσο και ακίνητα θυμιατήρια στην αρχαία Εκκλησία. Σε χρήση έμειναν μόνο τα φορητά, αυτά με τις αλυσίδες και αυτά χωρίς αλυσίδες (τα κατζία) για τη θυμίαση στις Ακολουθίες των Ωρών, στους πολυελέους κ.λπ. Το θυμίαμα αγιάζει τον χώρο, φανερώνει την ευωδία και την χάρη του Παναγίου Πνεύματος, τιμά τις εικόνες και τα πρόσωπα των πιστών και συμβολίζει την προσευχή κατά το «κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου»(Ψαλμ. 140,2).
Έχει σχήμα ναΐσκου, είναι μεταλλικό σκεύος και τίθεται εντός αυτού το θυμίαμα. Ο Διάκονος, κατά τη θυμίαση, το φέρει στον αριστερό του ώμο, προκειμένου, κατά τις λιτανείες και τις μακρές
θυμιάσεις, να παίρνει από εκεί και να τοποθετεί στο θυμιατήριο το θυμίαμα, που κάθε φορά χρειάζεται.
Τα κηροπήγια
Πρόκειται για μεταλλικές βάσεις που χρησιμεύουν για τη στήριξη λαμπάδων. Στην Αγία Τράπεζα π.χ. βρίσκονται δύο λαμπάδες και στην Πρόθεση μία, χάρη φωτισμού, αλλά και ευλάβειας. Κηροπήγια θεωρούνται και τα μανουάλια, που βρίσκονται μπροστά στα προσκυνητάρια ή τις εικόνες προ του τέμπλου, για το άναμμα των κηρίων. Κατά τις Εισόδους, μικρή και μεγάλη, προπορεύονται κηροπήγια, μικρά μανουάλια μιας λαμπάδας, τα λεγόμενα εισοδικά.
Είναι φορητό, πτυσσόμενο αναλόγιο, στο οποίο τοποθετείται το ιερό Ευαγγέλιο, αλλά και ο Απόστολος, κατά την ανάγνωση των σχετικών περικοπών στις διάφορες ακολουθίες. Σε δισκέλιο - αναλόγιο τοποθετούνται για προσκύνηση οι εικόνες, καθώς επίσης και ο δίσκος με τον Τίμιο Σταυρό και τα άνθη, κατά τις εορτές της Σταυροπροσκύνησης και της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού.
Ο αετός
Σε στρογγυλό κομμάτι υφάσματος απεικονίζεται μία πόλη που διαρρέεται από τρεις ποταμούς. Πάνω από την πόλη εικονίζεται αετός με ανοιχτά φτερά. Το ύφασμα αυτό με τον αετό χρησιμοποιείται στη χειροτονία του Επισκόπου. Ο χειροτονούμενος πατά το συγκεκριμένο ύφασμα κατά την στιγμή, που, την ώρα της χειροτονίας του, απαγγέλει το Σύμβολο της Πίστεως και δίνει τη σχετική ομολογία ενώπιον της Ιεράς Συνόδου και της Εκκλησίας. Η πόλη σημαίνει τον Επίσκοπο ή τον νέο Επίσκοπο, οι ποταμοί την κατάρτισή του και ο αετός την χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά και τον ίδιο τον Αρχιερέα, ο οποίος θα πρέπει να έχει στραμμένο το νου του προς τα θεία.
Τα σήμαντρα και οι κώδωνες
Με το κτύπημα αυτών των μεταλλικών αντικειμένων, μικρών ή μεγαλυτέρων, καλούνται οι πιστοί να προσέλθουν στη Θεία Λειτουργία ή σε άλλες Ακολουθίες. Κατά τους πρώτους χρόνους και κυρίως την περίοδο των διωγμών, το λαό καλούσαν οι λεγόμενοι κράκτες. Στη συνέχεια επινοήθηκαν τα σήμαντρα, ξύλινα ή σιδερένια, από τον Άγιο Παχώμιο. Από τον 6ο αιώνα στη Δύση και από τον 9ο στην Ανατολή μαρτυρούνται οι καμπάνες πρωτοεμφανιζόμενες στην Καμπανία της Ιταλίας.
Εκτροπή από την παράδοση-Εκσυγχρονισμός
Κατά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένας δήθεν εκσυγχρονισμός, ουσιαστικά εκτροπή από την παράδοση, και στο θέμα της κατασκευής των ιερών σκευών. Τα ηλεκτρονικά συστήματα, π.χ. στις καμπάνες, είναι κακόηχα, απρόσωπα και αντιπαραδοσιακά, που υπενθυμίζουν κωδωνοκρουσίες συναγερμού. Ακαλαίσθητα πολλές φορές είναι τα σκεύη μανουαλίου, οι δίσκοι του αντιδώρου, οι
σταυροί αγιασμού που κατασκευάζονται από βικελίτη, με άθλια επένδυση. Τα δισκάρια και τα Ποτήρια δεν είναι καθόλου πρακτικά, καθόσον τα πρώτα είναι με μεγάλη βάση τις περισσότερες φορές και τα δεύτερα έχουν μικρότατο κάλυκα. Πέρα από αυτά, είναι διακοσμημένα με σμάλτο, χωρίς καμία αισθητική. Οι λόγχες πολλές φορές δεν κόβουν και οι λαβίδες δυσκολεύουν τη θεία μετάληψη. Προς την εξέλιξη αυτή συνέβαλαν η εκβιομηχάνιση των ιερών σκευών, οι οικονομικοί λόγοι, κυρίως όμως η έλλειψη παραδοσιακών κριτηρίων και η μη μελέτη των παλαιών προτύπων.
Δεν είναι νοητό η λαβίδα να στολίζεται με καλής ή κακής ώρας σμάλτα ή να είναι αβαθής, δηλαδή ακατάλληλη για τη μετάδοση του τιμίου αίματος. Δεν μπορεί η λόγχη να μην είναι μαχαίρι σε σχήμα λόγχης, αλλά ένα άχρηστο μεταλλικό έλασμα. Δεν μπορεί το δισκάριο να κοσμείται με γλυφές ή σμάλτα, που να δυσκολεύουν την πλήρη και ασφαλή απόμαξή του ή να είναι τόσο μικρό, που να μην χωρούν ο άγιος άρτος και οι μερίδες.
Δεν νοείται κολυμβήθρα που να είναι αβαθής, τόσο ώστε να μην επιτρέπει την πλήρη κατάδυση του βαπτιζομένου στο νερό. Δεν μπορεί η λεκάνη του αγιασμού να είναι ομοίως αβαθής, τόσο ώστε να μην εξασφαλίζει την κατάδυση του σταυρού του αγιασμού ορθίου, κατά τη σαφή τυπική διάταξη («ὄρθιον αὐτὸν τὸν σταυρόν κατάγων και ἀνάγων») κατά μίμηση του βαπτίσματος του Κυρίου. Δεν νοείται δίσκος αντιδώρου, που να μην μπορεί να υψωθεί κατά το «Εξαιρέτως...», γιατί συνοδεύεται από μια κακόγουστη υψηλή βάση σαν να ήταν μανουάλιο.
Ιωάννου Μ. Φουντούλη, «Θεία Λατρεία και τέχνη. Σχέσεις Λατρείας και τεχνών στον Ορθόδοξο
Ναό», στο Ορθοδοξία, περίοδος Β’, έτος Γ’, τεύχος Β’, Απρίλιος-Ιούνιος 1996
Πηγή: Παναγιώτης Σκαλτσής, Παύλος Σεραφείμ, π. Θεμιστοκλής Χριστοδούλου,Στοιχεία Λειτουργικής και Τελετουργικής ,Α´ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ, σελ: 23-























Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας