Συχνά η «θεότητα» αποδίδεται από τους θρησκειολόγους με τις λέξεις «απολυτότητα» ή «ιερότη-
τα». Τότε το αντικείμενο της θρησκείας γενικά ονομάζεται το «απόλυτο» ή το «ιερό». Όμως, αν και
αόριστα αισθανόμαστε τι θέλουν να πουν αυτές οι λέξεις, είναι αδύνατο να ορίσουμε ακριβώς το
νόημά τους. Έτσι, οι ορισμοί του απόλυτου ή του ιερού περιγράφουν, κατά κανόνα, όχι τι είναι το
ίδιο το απόλυτο ή το ιερό, αλλά τους διάφορους τρόπους με τους οποίους εμείς το αντιλαμβανό-
μαστε, π.χ. ως μια δύναμη, όπως στον ορισμό «ο Θεός είναι μια ανώτερη δύναμη» ή ως κάτι που
υπερβαίνει τον κόσμο και είναι συνεπώς «υπερφυσικό»… Θρησκειολόγοι, όπως ο Ρούντολφ Όττο
(1869-1939), έδειξαν ότι το απόλυτο μπορεί μόνο να βιωθεί και όχι να οριστεί. Στην Καινή Διαθήκη
υπάρχει ένας περιεκτικός ορισμός της θρησκείας, η οποία συγκεφαλαιώνεται στην αγάπη προς
τους πάσχοντες συνανθρώπους μας και στην ενάρετη ζωή.
Δρίτσας, Δ., Μόσχος, Δ., Παπαλεξανδρόπουλος, Στ., Χριστιανισμός και Θρησκεύματα Β΄ Γενικού Λυκείου,
Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής - ΙΤΥΕ «Διόφαντος», Αθήνα, 2011, σελ. 28.
Καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου
Ταξιδεύοντας θα μπορούσες να βρεις και πόλεις χωρίς τείχη, γράμματα, βασιλείς, σπίτια, χρήμα-
τα, που δε χρειάζονται νομίσματα, που τους λείπουν θέατρα και γυμναστήρια. δεν υπάρχει όμως
ούτε έχει υπάρξει κανείς που να είδε κάποια πόλη χωρίς ιερά και θεούς, που δε χρησιμοποιεί
ευχές, όρκους, μαντείες ή θυσίες για καλό σκοπό ή για την αποτροπή των κακών.
Πλούταρχος, Προς Κολώτην Επικούρειον, 1126, D-E.
Η θρησκεία πανανθρώπινο φαινόμενο
Ο άνθρωπος είναι ον θρησκευτικό (homo religiosus). Η θρησκεία ως πανανθρώπινο φαινόμενο
διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην πνευματική ζωή των ανθρώπων, αλλά συγχρόνως επηρεάζει
βαθιά την ουσία και τις εκφάνσεις του πολιτισμού των λαών. Το θρησκευτικό βίωμα χαρακτηρίζε-
ται από το βάθος και την ένταση. Σ' αυτό συμμετέχει όλος ο ψυχισμός του ανθρώπου ως νόηση,
συναίσθημα και βούληση. Επηρεάζει βαθιά την προσωπικότητα του πιστού και τη διαμορφώνει
ανάλογα με το είδος του απολύτου, στο οποίο αναφέρεται. […]
Σύμφωνα με τον θρησκειολόγο Ρούντολφ Όττο «το βίωμα του ιερού, του αγίου» έχει δύο χα-
ρακτηριστικά: «βιώνεται ως μυστήριο φοβερό (mysterium tremendum), το οποίο δημιουργεί το
δέος, την κατάνυξη, την επίγνωση της μηδαμινότητας και της απόστασης ανθρώπου και Θεού.
Βιώνεται όμως και ως μυστήριο σαγηνευτικό (mysterium fascinosum), γεμάτο από αγάπη, γαλήνη
και μακαριότητα. Έτσι, η απόσταση ανθρώπου και Θεού ελαττώνεται και κυριαρχούν συναισθή-
ματα οικειότητας, εμπιστοσύνης και αγάπης, και ψυχοσωματική ισορροπία. Στην πρώτη φάση το
Άγιο απωθεί, ενώ στη δεύτερη έλκει την ψυχή».
Δρίτσας, Δ., Μόσχος, Δ., Παπαλεξανδρόπουλος, Στ., Χριστιανισμός και Θρησκεύματα Β΄ Γενικού Λυκείου,
Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής - ΙΤΥΕ «Διόφαντος», Αθήνα, 2011, σελ. 30
Ιερό και Αγιότητα
«Στο Λεξικό της Βίβλου του πανεπιστημίου της Οξφόρδης συναντάμε τα λήμματα “saint(s)” και
“Holiness” στα οποία αποδίδεται το περιεχόμενο των ελληνικών λέξεων “άγιος” και “αγιότητα”.
Ταυτίζεται επομένως η έννοια της αγιότητας με το ιερό στη βιβλική θεολογία: “Η αγιότητα πα-
ρουσιάζεται ως σύνθετη πραγματικότητα, η οποία αγγίζει το μυστήριο του Θεού, αλλά επίσης τη
λατρεία και την ηθική. Περικλείει τις έννοιες του ιερού και του αγνού, αλλά τις ξεπερνά. Φαίνεται
να επιφυλάσσεται μόνο στον Θεό, απρόσιτη, αποδίδεται όμως συνεχώς στα δημιουργήματα” […].
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά πιο συγκεκριμένα για την κατανόηση των εννοιών της αγιότητας και
του ιερού; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Λεβινάς μάς κατευθύνει να σκεφτούμε την αγιότητα
ως τη σχέση με το πρόσωπο του Θεού και άρα και το πρόσωπο του άλλου ανθρώπου… “Γνωρίζω
τον Θεό σημαίνει ξέρω τι πρέπει να κάνω”. Ο Νόμος Του, η τήρηση των εντολών Του στην πράξη,
οριοθετούν τη σχέση με την Αγιότητα Αυτού και ανοίγουν τον δρόμο για τη σχέση αγάπης με το
άλλο πρόσωπο».
Μανωλόπουλος, Ν., «Το ιερό και η αγιότητα. Σκέψεις με αφορμή τη φιλοσοφία του Λεβινάς», Σύναξη, 2007,
τχ. 103, σελ. 62-67 (επιλογή).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας