Η Εκκλησία στον δημόσιο χώρο
Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία ως κοινότητα αντλεί την ταυτότητά της από την ερχόμενη Βασιλεία.
Πρόκειται για μια πρόταση που αναδεικνύει δύο εξέχοντα γνωρίσματα της προσωπικής και συλ-
λογικής εκκλησιαστικής υπάρξεως. Σύμφωνα με ένα αρχαίο λατινικό ρητό «ένας χριστιανός ση-
μαίνει κανένας χριστιανός». Το ρητό αυτό επιθυμεί να υποδηλώσει τον κοινωνιακό-σωματειακό
χαρακτήρα της χριστιανικής πίστης, η οποία στέκεται στον αντίποδα κάθε ατομοκεντρικής, εγωι-
στικής και συχνά ψυχοπαθολογικής ιδιωτικοποίησης της θρησκευτικότητας. Η Εκκλησία αποτελεί
έναν οργανισμό που θεμελιώνεται στο μοντέλο της κενωτικής και θυσιαστικής ζωής του Ιδρυτή
και Κυρίου της Ιησού Χριστού και αποτελεί Εκκλησία στον βαθμό που συγκροτείται ως κοινότητα
προσώπων στο κοινό ευχαριστιακό δείπνο, όπου υπερβαίνονται κάθε είδους αποκλεισμοί που
βασίζονται σε φυλετικά, κοινωνικά κ.ά. κριτήρια. Επομένως η Εκκλησία όχι μόνο δεν μπορεί να
αντιτίθεται στον δημόσιο χώρο, φοβούμενη τάχατες την ισότιμη αναμέτρηση με τις όποιες άλλες
κοσμοθεωρίες, αλλά αντίθετα σε ορισμένο βαθμό λειτουργεί στον πυρήνα της με τη λογική του
δημοσίου χώρου, καθώς κάθε μέλος της διαθέτει παρρησία απέναντι στους ισότιμους αδελφούς
του αλλά και έναντι του Θεού και το μοναδικό κριτήριο για την ύπαρξή της είναι η αμοιβαιότητα,
η αγάπη, η συγχωρητικότητα και η ελευθερία μεταξύ τους».
Ιγνάτιος, Μητροπολίτης Δημητριάδος, Θρησκευτικότητα και θρησκευτικά σύμβολα στον δημόσιο χώρο, Εισήγηση στο Συνέδριο "Εκκλησία και Αριστερά", Θεσσαλονίκη, 22-23/1/2013
[78]
Θρησκεία και Πολιτική
«Κάθε θρησκεία λοιπόν στην προσπάθειά της να υπηρετήσει τις αξίες που κηρύττει μπορεί να εκ-
φράζεται και πολιτικά, αν και όχι αναγκαίως μέσω πολιτικού σχήματος. Η πολιτική όμως σε καμία
περίπτωση δεν επιτρέπεται να αγνοεί την ύπαρξη και τη δυναμική της θρησκείας, ούτε ασφαλώς
και να την υποτάσσει».
Κονιδάρης, Ι., «Θρησκεία και πολιτική». Εφημερίδα το Βήμα, 01/02/1998
Θρησκείες και Διεθνής Πολιτική
«Η ρήση του σπουδαίου Ελβετού καθολικού ιερέα, θεολόγου και συγγραφέα Hans Küng, βασικού
εκφραστή του πώς η οικουμενική θεολογία μπορεί να μετασχηματιστεί σε θεολογία των θρησκει-
ών, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη μεταξύ των εθνών χωρίς ειρήνη μεταξύ των θρησκειών και
ότι συνακόλουθα δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών χωρίς το διάλογο μετα-
ξύ των θρησκειών, δεν σηματοδοτεί μόνο τις βαθύτερες οντολογικές εντάσεις της σχέσης πολι-
τικής και θρησκείας, αλλά προτάσσει πια ευθαρσώς τη σημασία του διαθρησκειακού διαλόγου
(interreligious dialogue) στην ήπια παγίωση της διεθνούς ασφάλειας και ειρήνης, χωρίς δηλαδή
ηγεμονικούς πολέμους, με άξονα ένα κοινό παγκόσμιο ήθος.
Ο διαθρησκειακός διάλογος ως εργαλείο της διεθνούς πολιτικής αναδεικνύει αν μη τι άλλο τη
σημασία της θρησκευτικής διπλωματίας (religious diplomacy) στις διεθνείς σχέσεις, ή το ρόλο που
μπορεί να παίξει η ίδια η θρησκευτική κοινότητα όχι ως πηγή έντασης και σύγκρουσης, όπως στην
περίπτωση του ακραίου και ριζοσπαστικού θρησκευτικού φονταμενταλισμού, αλλά ως πηγή συ-
νεργασίας, ειρήνης και ασφάλειας σε παγκόσμια κλίμακα, ικανοποιώντας έτσι τη βασική συνθήκη
μετατροπής της οικουμενικής θεολογίας σε θεολογία των θρησκειών. Αυτό συνεπάγεται εξ ορι-
σμού τη γενναία αναθεώρηση της σχέσης θρησκείας και διεθνούς πολιτικής και την ενίσχυση σε
διακρατικό και διεθνικό επίπεδο των ήδη υπαρχουσών θεσμικών καναλιών επικοινωνίας ανάμεσα
τουλάχιστον στις παγκόσμιες θρησκείες».
Μακρής, Σ., Θρησκεία και Διεθνής Πολιτική [Κεφάλαιο Συγγράμματος]. Στο Βασιλειάδης, Ν., Μπουτσιούκη,
Σ., Πολιτιστική διπλωματία, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα, 2015, σελ. 179-180.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας