Ο θάνατος είναι το μόνο βέβαιο γεγονός της ζωής μας και όμως το μόνο που δεν αποδεχόμαστε ποτέ. Από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε τον εαυτό μας, ξέρουμε ότι μια μέρα θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο, κι όμως η ψυχή μας αντιστέκεται, το είναι μας εξεγείρεται, η καρδιά μας αρνείται να το χωρέσει. Ο άνθρωπος μένει αιώνια ασυμφιλίωτος με τον θάνατο, γιατί βαθιά μέσα του γνωρίζει ότι δεν πλάστηκε γι’ αυτόν.
Αν ο θάνατος ήταν φυσικός, τότε θα τον δεχόμασταν χωρίς πόνο. Θα ήταν μια απλή συνέχεια της ζωής, ένα αυτονόητο τέλος. Μα δεν είναι έτσι. Κάθε φορά που ακούμε για τον θάνατο, κάτι μέσα μας ραγίζει. Αποστρεφόμαστε να μιλάμε γι’ αυτόν, τον κρύβουμε στα περιθώρια της ύπαρξης, τον αποσιωπούμε από την καθημερινότητα. Κι όμως, όταν έρθει και χτυπήσει την πόρτα μας, όταν μας στερήσει έναν αγαπημένο, τότε καταλαβαίνουμε τη φοβερή του τραγικότητα. Γιατί δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ότι το μοναδικό, ανεπανάληπτο πρόσωπο που αγαπήσαμε, αυτό το συγκεκριμένο βλέμμα, αυτό το χαμόγελο, αυτή η φωνή, δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά. Η καρδιά μας αντιδρά, η ύπαρξή μας επαναστατεί. Κι αυτή η επανάσταση είναι μαρτυρία: ούτε εμείς, ούτε η κτίση ολόκληρη πλαστήκαμε για τον θάνατο.
Ο θάνατος είναι τραύμα, είναι πληγή, είναι ρήξη. Ο Χριστός διαμαρτύρεται γι’ αυτόν και δεν τον αποδέχεται ως μορφή ένωσης με τον Θεό και την αιωνιότητα.
«Από τη διήγηση του θανάτου του Ιησού στο σταυρό επιβεβαιώνεται αυτή η αντίληψη για το απαράδεκτο του θανάτου και δίνεται και η βαθύτερη εξήγηση του. Η κραυγή «Θεέ μου Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες» (Ματ. 27,46) αποτελεί την πιο βαθιά εξήγηση της έννοιας του θανάτου στη βίβλο. Είναι το χάσμα, ο χωρισμός μεταξύ θεού και ανθρώπου. Έτσι ένιωσε και βίωσε το θάνατο o Χριστός δεν τον έβλεπε σαν ένωση με το θεό ή με την αιωνιότητα, αλλά σαν χωρισμό.»[1]
Κι όμως, όταν έρθει και χτυπήσει την πόρτα μας, όταν μας στερήσει έναν αγαπημένο, τότε καταλαβαίνουμε τη φοβερή του τραγικότητα. Γιατί δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ότι το μοναδικό, ανεπανάληπτο πρόσωπο που αγαπήσαμε, αυτό το συγκεκριμένο βλέμμα, αυτό το χαμόγελο, αυτή η φωνή, δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά. Η καρδιά μας αντιδρά, η ύπαρξή μας επαναστατεί. Κι αυτή η επανάσταση είναι μαρτυρία: ούτε εμείς, ούτε η κτίση ολόκληρη πλαστήκαμε για τον θάνατο.
Κι εδώ φαίνεται η βαθιά διαφορά του Χριστού από τον Σωκράτη. Ο Σωκράτης δέχθηκε την αναγγελία του θανάτου με γαλήνη, σχεδόν με χαρά, θεωρώντας τον φυσικό πέρασμα της ψυχής στο φυσικό της χώρο και τόπο. Ο Χριστός όμως, στη Γεθσημανή, αγωνιά, φοβάται, λυπάται, ιδρώνει «ὡσεὶ θρόμβους αἵματος». Δεν δέχεται τον θάνατο ως φίλο ή λύτρωση, αλλά τον βλέπει ως εχθρό. Για τον Χριστό ο θάνατος είναι κάτι ξένο προς την αρχική δημιουργία και το σχέδιο του Θεού. Δεν είναι δρόμος του Θεού, αλλά η τραγική παραμόρφωση της ζωής. Γι’ αυτό κι ο Απόστολος Παύλος θα τον ονομάσει ξεκάθαρα εχθρό του ανθρώπου: «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄ Κορ. 15,26). Η στάση αυτή δείχνει ότι η χριστιανική πίστη δεν εξιδανικεύει τον θάνατο αλλά τον θεωρεί εχθρό που όμως νικήθηκε από την Ανάσταση. Η πληγή αυτή του θανάτου δεν θεραπεύεται με ηθικολογίες, με εύκολες απαντήσεις ή ωραία λογύδρια. Όποιος ισχυρίζεται ότι έχει έτοιμες απαντήσεις για το μυστήριο του θανάτου ενοχοποιώντας τα ανθρώπινα δάκρυα, το πένθος ή τον πόνο, είναι επικίνδυνος, γιατί σίγουρα δεν έχει γευθεί την εμπειρία του Ζωντανού Θεού. Ο πόνος του θανάτου δεν «ξεπερνιέται» μέσα από νοητικές κατανοήσεις η ψυχικές ψευδοπαρηγοριές. Ο θάνατος είναι απειλή του μηδενός, ρήξη με το φως και τη ζωή. Δεν είναι απλά ένα θέμα ψυχολογικής διαχείρισης αλλά μια υπαρξιακή και οντολογική κραυγή που ζητάει νόημα και διέξοδο φωτός.
Γι’ αυτό και στην ορθόδοξη θεολογία δεν σωζόμαστε από μια σπουδαία ιδέα αλλά από ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που δεν μας λέει κάτι αλλά κάνει κάτι για εμάς. Θυσιάζεται, μας αγαπάει, κι αυτή η απόλυτη μοναδική και δημιουργική Του αγάπη μας σώζει από τον Θάνατο. Από το θάνατο σωζόμαστε γιατί κάποιος μας αγάπησε.
Ο Χριστός δεν εξαφανίζει τον θάνατο, αλλά τον μεταμορφώνει. Δεν τον ξεπερνάει αλλά τον μεταβάλει. Τον μεταποιεί από προορισμό σε πέρασμα ζωής για τον άνθρωπο.
Ο θάνατος δεν παύει να είναι πληγή αλλά ο Χριστός τον μετατρέπει σε πηγή ζωής. Όπως σημειώνει ο Χρήστος Γιανναράς: «Η Ανάσταση είναι χαρά και γιορτή, πανήγυρις πανηγύρεων, επειδή είναι ελπίδα, όχι βεβαιότητα. Και η ελπίδα μεταγγίζει γνώση που ελευθερώνει».[2] Δεν πρόκειται για ψυχολογική παρηγοριά, είναι η βεβαίωση ότι ο θάνατος μεταμορφώθηκε σε πέρασμα, ότι το μηδέν δεν έχει τον τελευταίο λόγο. Η Ανάσταση ανοίγει προοπτική αιώνιας ζωής, φανερώνει ότι το φως δεν δύει και ότι το πρόσωπο δεν εκμηδενίζεται. Η εμπειρία του θανάτου παραμένει τραυματική, ο πόνος δεν εξαφανίζεται. Αλλά μέσα στο σώμα της Εκκλησίας ο θρήνος μετατρέπεται σε προσμονή, το μνήμα γίνεται πύλη, ο θάνατος μεταμορφώνεται σε ανάσταση. Η Ανάσταση του Χριστού είναι το άνοιγμα του ορίζοντα εκεί όπου η απουσία γίνεται παρουσία, εκεί όπου η απελπισία γεννά ελπίδα.
Γι’ αυτό και στην ορθόδοξη θεολογία δεν σωζόμαστε από μια σπουδαία ιδέα αλλά από ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που δεν μας λέει κάτι αλλά κάνει κάτι για εμάς. Θυσιάζεται, μας αγαπάει, κι αυτή η απόλυτη μοναδική και δημιουργική Του αγάπη μας σώζει από τον Θάνατο. Από το θάνατο σωζόμαστε γιατί κάποιος μας αγάπησε.
Η εποχή μας φοβάται τον θάνατο και ταυτόχρονα τον εξορίζει από τη συνείδηση. Σπάνια πια συζητούμε γι’ αυτόν, τον κρύβουμε σε νοσοκομεία, τον αποσιωπούμε από το καθημερινό λεξιλόγιο. Και την ίδια στιγμή ξοδεύουμε αμέτρητη ενέργεια για να κατασκευάσουμε εικόνες που υπόσχονται μια φευγαλέα «αθανασία». Το προφίλ μας στο διαδίκτυο, οι φωτογραφίες, τα ψηφιακά αρχεία λειτουργούν σαν απόπειρες να ξορκίσουμε τον θάνατο. Μα αυτό που διατηρείται είναι μόνο το είδωλο, όχι το πρόσωπο. Και όσο περισσότερο ζούμε μέσα από μάσκες, τόσο περισσότερο πεθαίνουμε ως πρόσωπα.
Ο άνθρωπος δεν αντέχει να πεθαίνει χωρίς νόημα. Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη ελπίδα του Ευαγγελίου: ο Χριστός, με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, αποκάλυψε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά το πέρασμα. Είναι η πύλη προς μια ζωή όπου το πρόσωπο δεν σβήνει, αλλά αναδεικνύεται στην πληρότητά του. Η σχέση με τον Θεό, θεμελιωμένη στην αγάπη, είναι η μόνη πραγματική απάντηση στον φόβο του θανάτου. Όποιος αγαπά αληθινά τον Θεό και τον άνθρωπο, την κτίση και την ζωή, δεν πεθαίνει ποτέ ως πρόσωπο, ακόμη κι όταν το σώμα του φθείρεται, η μνήμη αυτής της σχέσης παραμένει, και αυτή η μνήμη δεν είναι ψυχολογική ανάμνηση αλλά αιώνια παρουσία μέσα στον Φως του προσώπου Του Θεού. Γι’ αυτό ο χριστιανός δεν αρνείται τον πόνο, δεν εξιδανικεύει τον θάνατο, δεν τον παρουσιάζει σαν «φυσικό».
Η σχέση με τον Θεό, θεμελιωμένη στην αγάπη, είναι η μόνη πραγματική απάντηση στον φόβο του θανάτου. Όποιος αγαπά αληθινά τον Θεό και τον άνθρωπο, την κτίση και την ζωή, δεν πεθαίνει ποτέ ως πρόσωπο, ακόμη κι όταν το σώμα του φθείρεται, η μνήμη αυτής της σχέσης παραμένει, και αυτή η μνήμη δεν είναι ψυχολογική ανάμνηση αλλά αιώνια παρουσία μέσα στον Φως του προσώπου Του Θεού.
Τον κοιτά κατάματα, θρηνεί, δακρύζει, όπως ο Χριστός δάκρυσε στον τάφο του Λαζάρου. Αλλά μέσα στα δάκρυα ακούει και την υπόσχεση: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. 11,25). Και αυτή η υπόσχεση μεταμορφώνει τον θάνατο σε πέρασμα, σε αναμονή της αιώνιας σχέσης και κοινωνίας. Ο άνθρωπος θα παραμένει αιώνια ασυμφιλίωτος με τον θάνατο, διότι δεν πλάστηκε γι’ αυτόν αλλά για τον Θεό. Δεν δημιουργήθηκαν τα μάτια μας για να κλείσουν, ούτε οι καρδιές μας για να σβήσουν, ούτε η αγάπη για να αφανιστεί.
Πλαστήκαμε για την αιώνια κοινωνία της αγάπης με τον Θεό, και μόνον εκεί βρίσκει η ύπαρξή μας την αληθινή της ανάπαυση και πληρότητα.
[1] Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα «Ελευθερία και ύπαρξη» σελ .111 εκδόσεις Δόμος
[2] Χρ. Γιανναράς, «Ανάσταση: πανήγυρις πανηγύρεων», voria.gr.
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας