Στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης διαβάζουμε πως όταν ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ, τον ρώτησε ο Θεός πού βρίσκεται ο αδελφός του. Οργισμένος ακόμη εκείνος, απάντησε: «Δεν ξέρω. Μήπως είμαι εγώ φύλακας του αδερφού μου;» Στη γεμάτη μίσος και αδιαφορία ερώτηση αυτή, έρχεται να απαντήσει μια από τις πιο σπουδαίες παραβολές του Ευαγγελίου, που πρόκειται να ακούσουμε στο αυριανό ανάγνωσμα (Λουκ. 10, 25-37). Είναι η γνωστή στα πέρατα της οικουμένης «παραβολή του Καλού Σαμαρείτη», η οποία απαντά καταφατικά στον Κάιν: Ναι, ο άνθρωπος είναι φύλακας του αδελφού του, οφείλει να αγαπά και να προσέχει τον πλησίον του, με όλη τη δύναμη της καρδιάς του.
Τα περιστατικά της παραβολής είναι λίγο πολύ γνωστά: Ένας νομικός θέλει να «πειράξει» τον Ιησού, τον ρωτά πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή. Ο Διδάσκαλος του λέει πως αυτό θα γίνει με τη διπλή εντολή της αγάπης: αγαπώντας το Θεό και τον πλησίον σου. Και όταν τον ξαναρωτά ο «σοφός» νομικός, ποιος ακριβώς είναι ο πλησίον, ο Κύριος διηγείται αυτή την ξεχωριστή παραβολή.
Πήγαινε, λέει, ένας άνθρωπος στην Ιεριχώ και στο δρόμο έπεσε στα χέρια ληστών, που τον λήστεψαν και στη συνέχεια τον άφησαν μισοπεθαμένο. Από το σημείο που βρισκόταν, πέρασαν κατόπιν ένας ιερέας και ένας λευΐτης, χωρίς όμως να σταματήσουν. Πέρασε όμως και ένας αλλόδοξος, ένας Σαμαρείτης, που σταμάτησε για να φροντίσει και να περιποιηθεί το δυστυχή άγνωστό του άνθρωπο. Τον φόρτωσε μετά στο ζώο του, τον πήγε σε ένα πανδοχείο και πλήρωσε τον ξενοδόχο, για να μεριμνήσει εκείνος για την αποκατάσταση της υγείας του πληγωμένου οδοιπόρου.
Μέσα από τη διήγηση αυτήν δίνεται η απάντηση στις παγίδες που προσπαθούσε να στήσει ο έξυπνος άνθρωπος του νόμου στον Κύριο. Και, μάλιστα, όχι μόνο απάντηση, αλλά και κάτι παραπάνω: δεν του είπε μόνο ποιος είναι ο πλησίον, αλλά και ποιοςγίνεται πλησίον για μας. Ο διπλανός μας δεν καθορίζεται θεωρητικά, αλλά προκύπτει μέσα από την πράξη. Τα έργα μας δείχνουν ποιοι είμαστε, αν αγαπάμε το Θεό και τους συνανθρώπους μας και πόσα πράγματα από την καθημερινότητά μας – και κυρίως από το χρόνο μας – είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε για χάρη τους.
Ο Σαμαρείτης, όπως π.χ. βλέπουμε, σταμάτησε – σταμάτησε από την πορεία του, τον προορισμό του, τις δουλειές του, για να ενδιαφερθεί όσο το δυνατόν περισσότερο για τον ανήμπορο συνάνθρωπό του. Βγαίνει από το πρόγραμμά του, ξοδεύει τα χρήματά του, για να περιποιηθεί έναν άνθρωπο που όχι μόνο δεν έχει τύχει να ξαναδεί ποτέ του, αλλά και ανήκει σε ένα αντίπαλο και «μισητό» έθνος. Αυτό το προσωπικό κόστος είναι που χαρακτηρίζει την αληθινή αγάπη.
Η επιλογή ενός αλλόφυλου και αλλόπιστου, ο οποίος πράττει το καλό, είναι ένα σημείο της παραβολής που δεν θα πρέπει να μας διαφύγει. Το να βοηθάς κάποιον δικό σου ή κάποιον από τον οποίον ελπίζεις να ανταμειφθείς, είναι κάτι σημαντικό αλλά έχει οπωσδήποτε σχετική αξία. Το να προσφέρεις όμως σε κάποιον, τον οποίο παραδοσιακά αντιπαθείς και έχεις διδαχθεί να αποφεύγεις, είναι κάτι ξεχωριστό, που κάνει τη φιλανθρωπία ακόμη πιο πολύτιμη.
Η αληθινή αγάπη είναι πέρα από ανθρώπινες διαιρέσεις και αντιπαλότητες. Νικά το μίσος και την εμπάθεια. Υπερβαίνει τις προσωπικές πικρίες και απλώνεται σε όλη την ανθρωπότητα, χωρίς σκοπιμότητες και υστεροβουλίες. Αυτό μας δίδαξε ο Κύριος και αυτό οφείλουμε να πράττουμε: να μεριμνάμε, να φροντίζουμε και να «φυλάσσουμε» τους αδελφούς μας.
Τα περιστατικά της παραβολής είναι λίγο πολύ γνωστά: Ένας νομικός θέλει να «πειράξει» τον Ιησού, τον ρωτά πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή. Ο Διδάσκαλος του λέει πως αυτό θα γίνει με τη διπλή εντολή της αγάπης: αγαπώντας το Θεό και τον πλησίον σου. Και όταν τον ξαναρωτά ο «σοφός» νομικός, ποιος ακριβώς είναι ο πλησίον, ο Κύριος διηγείται αυτή την ξεχωριστή παραβολή.
Πήγαινε, λέει, ένας άνθρωπος στην Ιεριχώ και στο δρόμο έπεσε στα χέρια ληστών, που τον λήστεψαν και στη συνέχεια τον άφησαν μισοπεθαμένο. Από το σημείο που βρισκόταν, πέρασαν κατόπιν ένας ιερέας και ένας λευΐτης, χωρίς όμως να σταματήσουν. Πέρασε όμως και ένας αλλόδοξος, ένας Σαμαρείτης, που σταμάτησε για να φροντίσει και να περιποιηθεί το δυστυχή άγνωστό του άνθρωπο. Τον φόρτωσε μετά στο ζώο του, τον πήγε σε ένα πανδοχείο και πλήρωσε τον ξενοδόχο, για να μεριμνήσει εκείνος για την αποκατάσταση της υγείας του πληγωμένου οδοιπόρου.
Μέσα από τη διήγηση αυτήν δίνεται η απάντηση στις παγίδες που προσπαθούσε να στήσει ο έξυπνος άνθρωπος του νόμου στον Κύριο. Και, μάλιστα, όχι μόνο απάντηση, αλλά και κάτι παραπάνω: δεν του είπε μόνο ποιος είναι ο πλησίον, αλλά και ποιοςγίνεται πλησίον για μας. Ο διπλανός μας δεν καθορίζεται θεωρητικά, αλλά προκύπτει μέσα από την πράξη. Τα έργα μας δείχνουν ποιοι είμαστε, αν αγαπάμε το Θεό και τους συνανθρώπους μας και πόσα πράγματα από την καθημερινότητά μας – και κυρίως από το χρόνο μας – είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε για χάρη τους.
Ο Σαμαρείτης, όπως π.χ. βλέπουμε, σταμάτησε – σταμάτησε από την πορεία του, τον προορισμό του, τις δουλειές του, για να ενδιαφερθεί όσο το δυνατόν περισσότερο για τον ανήμπορο συνάνθρωπό του. Βγαίνει από το πρόγραμμά του, ξοδεύει τα χρήματά του, για να περιποιηθεί έναν άνθρωπο που όχι μόνο δεν έχει τύχει να ξαναδεί ποτέ του, αλλά και ανήκει σε ένα αντίπαλο και «μισητό» έθνος. Αυτό το προσωπικό κόστος είναι που χαρακτηρίζει την αληθινή αγάπη.
Η επιλογή ενός αλλόφυλου και αλλόπιστου, ο οποίος πράττει το καλό, είναι ένα σημείο της παραβολής που δεν θα πρέπει να μας διαφύγει. Το να βοηθάς κάποιον δικό σου ή κάποιον από τον οποίον ελπίζεις να ανταμειφθείς, είναι κάτι σημαντικό αλλά έχει οπωσδήποτε σχετική αξία. Το να προσφέρεις όμως σε κάποιον, τον οποίο παραδοσιακά αντιπαθείς και έχεις διδαχθεί να αποφεύγεις, είναι κάτι ξεχωριστό, που κάνει τη φιλανθρωπία ακόμη πιο πολύτιμη.
Η αληθινή αγάπη είναι πέρα από ανθρώπινες διαιρέσεις και αντιπαλότητες. Νικά το μίσος και την εμπάθεια. Υπερβαίνει τις προσωπικές πικρίες και απλώνεται σε όλη την ανθρωπότητα, χωρίς σκοπιμότητες και υστεροβουλίες. Αυτό μας δίδαξε ο Κύριος και αυτό οφείλουμε να πράττουμε: να μεριμνάμε, να φροντίζουμε και να «φυλάσσουμε» τους αδελφούς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.