Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Ο Πολιτισμός της Αρχαίας Ινδίας


        Οι γνώσεις μας για τον πολιτισμό της Κοιλάδας του Ινδού βασίζονται κυρίως στα αρχαιολογικά ευρήματα των πόλεων Χαράπα (2300-1700 π.Χ.) και Μοχέντζο Ντάρο που  περιελάμβαναν οικήματα θρησκευτικού, τελετουργικού και διοικητικού χαρακτήρα. Σε ορισμένους οικισμούς διακρίνεται το σχέδιο της πόλης με ίχνη κανονικού δικτύου σταυρωτών δρόμων. Στο Μοχέντζο Ντάρο όλα τα κτίσματα ήταν φτιαγμένα από πλίνθους καθορισμένου σχήματος. Πολλοί δρόμοι είχαν αγωγούς σκεπασμένους με πλίνθους και μικρά ανοίγματα για επιθεώρηση. Κάθε κατοικία διέθετε λουτρό. Η πόλη ήταν μεγάλο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο με εργαστήρια αγγειοπλαστικής, βαφής, μεταλλοτεχνίας και επεξεργασίας οστράκων. Η ανακάλυψη σφραγίδων της Μεσοποταμίας στο Μοχέντζο Ντάρο φανερώνει την επικοινωνία ανάμεσα στις περιοχές της κοιλάδας του Ινδού,  του Περσικού κόλπου και της Μεσοποταμίας. Ο πολιτισμός της Κοιλάδας του Ινδού κατέρρευσε μεταξύ του 1800 και του 1700 π.Χ. Ως πιθανές αιτίες κατάρρευσης θεωρούνται οι κλιματικές και γεωμορφολογικές αλλαγές, αλλά και οι επιδρομές ξένων λαών.

 Οι αιώνες που μεσολάβησαν από την εισβολή των  Αρίων, ιδρυτών του μεταγενέστερου ινδικού πολιτισμού, έως την εγκαθίδρυση των πρώτων κέντρων πολιτικής εξουσίας στα βορειανατολικά της Ινδίας κατά μήκος του ποταμού Γάγγη (από το 1600 έως το 600 π.Χ.), άφησαν πίσω τους ελάχιστα αρχαιολογικά ευρήματα. Οι μοναδικές διαθέσιμες πηγές εξαντλούνται στα τέσσερα ιερά κείμενα, τις Βέδες, και στα έπη Μαχαμπαράτα και Ραμαγιάνα, που συντάχθηκαν ανάμεσα στον 4ο αιώνα π.Χ. και τον 4ο αιώνα μ.Χ. Μολονότι τα κείμενα αυτά περιέχουν κάποιες αναφορές σχετικές με τις μετακινήσεις, τα ήθη και τα έθιμα των Αρίων, η περιγραφή των γεγονότων περιβάλλεται από τον πέπλο του θρύλου και εμπεριέχει έμμεσες  μόνο αναφορές για τους αυτόχθονες πληθυσμούς που υποτάχθηκαν. Οι Άριοι εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Ινδία, η κοινωνία τους ήταν ιεραρχικά δομημένη σε τέσσερις κάστες. Στην υψηλότερη βαθμίδα βρίσκονταν οι ιερείς, η κάστα των Βραχμάνων, ακολουθούσαν οι Ξατρίγια, οι αριστοκράτες πολεμιστές και στη συνέχεια οι Βαΐσια, οι έμποροι και επαγγελματίες. Τελευταία ήταν η κάστα των Σούντρα, που υπηρετούσε τις άλλες τρεις κάστες.
 Κατά τη διάρκεια του 7ου και του 6ου αιώνα π.Χ. δημιουργήθηκαν τα δεκαέξι μεγάλα βασίλεια και διαμορφώθηκε ένα σύστημα διακυβέρνησης με κεντρική μορφή τον βασιλιά. Το πιο σημαντικό βασίλειο της εποχής αυτής ήταν η Μαγκάντα. Την ίδια εποχή (6ο π.Χ. αιώνα) γεννήθηκαν ο Βούδας και ο Μαχαβίρα, ο τελευταίος φωτισμένος δάσκαλος του Τζαϊνισμού.
Τρείς περίπου αιώνες αργότερα το 326 π.Χ ο Μέγας Αλέξανδρος εισέβαλε στην Ινδία για να διεκδικήσει τα εδάφη της 20ής Σατραπείας της Περσικής Αυτοκρατορίας. Από την εποχή του Δαρείου του Α΄ της Περσίας (521-485 π.Χ.) οι περιοχές της Γκαντάρα (Καμπούλ, Πεσαβάρ και οι κτήσεις τους) του Παντζάμπ, και του Σιντ συγκροτούσαν την 20ή σατραπεία και την ανατολικότερη επαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας. Για την 20ή Σατραπεία κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες και η περιέργεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε εξαφθεί από τις διηγήσεις του Ηρόδοτου στα Ιστορικά.

 Η Αυτοκρατορία των Μαουρύα

 Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος το 325 π.Χ. βάδισε προς τον Ινδό ποταμό, o Τσαντραγκούπτα Μαουρύα,  ο οποίος κατέλαβε τον θρόνο του βασιλείου Μαγκάντα, ήταν ακόμη μικρός και πολέμησε μαζί του. Αργότερα με τη βοήθεια του  Σανάκια,  ο οποίος είναι γνωστός ως ο Μακιαβέλι της Ινδίας, εδραίωσε τη θέση του στο βασίλειο της Μαγκάντα, σύναψε συμμαχία με τον διάδοχο του Αλεξάνδρου Σέλευκο Νικάτωρα και έλαβε στο παλάτι του ως νύφη την κόρη του τελευταίου Ελένη.  Η αυτοκρατορία των Μαουρύα αποτέλεσε και το πρώτο μεγάλο κεντρικό κράτος στην Ινδία. Ο Τσαντραγκούπτα ασπάσθηκε την θρησκεία του Τζαϊνισμού. Ο εγγονός του, Ασόκα (272-232 π.Χ.), κυβέρνησε με επιτυχία για 38 περίπου χρόνια την αυτοκρατορία, η οποία εκτεινόταν από τον Ινδό ως την Βεγγάλη και από τα Ιμαλάια ως τα Βίντια όρη. Στην προσπάθειά του να ενοποιήσει το βασίλειό του θέσπισε ένα ηθικό κώδικα τον οποίο προώθησε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία με μια σειρά από διατάγματα χαραγμένα σε πέτρινες στήλες και επιφάνειες βράχων.  Ο Ασόκα ασπάσθηκε τον Βουδισμό και τον διέδωσε πέρα από τα σύνορα της Ινδίας. Μετά την κατακτητική πολιτική του, την Ντιγκβιζάγια, ακολούθησε την πολιτική της Δικαιοσύνης, την Νταμαβιζάγια. Τα πολιτικά και διοικητικά διατάγματα και  οι κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς κατά τα έτη της βασιλείας του χαρακτηρίζονται από ένα πνεύμα δικαιοσύνης, φιλανθρωπίας και  οικουμενικής αγάπης.  
       Μετά τον θάνατο του Ασόκα, το 233 π.Χ., η αυτοκρατορία συρρικνώθηκε σταδιακά μέχρι τον θάνατο του τελευταίου βασιλιά των Μαουρύα, Μπιχαντράβα, το 185 π.Χ. από τον διοικητή των στρατευμάτων του, Πουσιαμίτρα, ο οποίος ίδρυσε την Δυναστεία των Σούγκα. Η Δυναστεία αυτή διήρκεσε 112 χρόνια. Οι Σούγκα ανήκαν σε βραχμανική κάστα και προώθησαν τις ινδουιστικές παραδόσεις όπως τις θυσίες των ζώων, τον χορό και τη μουσική. Η επόμενη Δυναστεία των Κάνβα διήρκεσε 45 χρόνια. 
       Κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα π.Χ. καταφθάνουν στις βόρειες και βορειοδυτικές περιοχές Έλληνες και Πάρθοι εισβολείς από τις σατραπείες των Σελευκιδών, της Βακτριανής και της Παρθικής. Ο Έλληνας Μένανδρος, είναι ο μόνος δυτικός  που αναφέρεται στην ινδική λογοτεχνία εκείνης της περιόδου, ενώ η ειρηνική βασιλεία του εδραίωσε ένα εκτεταμένο εμπορικό δίκτυο.
      Ο Κανίσκα, της αυτοκρατορίας των Κουσάνα οι οποίοι ήταν τουρκομογγολικής καταγωγής,  υποστήριξε τόσο την ελληνική σχολή τεχνών,  Γκαντάρα, όσο και την Ινδική σχολή,  Μαθούρα. 

       Η Αυτοκρατορία των Γκούπτα

     Με τον Τσαντραγκούπτα Α΄, το 320 μ.Χ., αρχίζει η εποχή των Γκούπτα. Η εποχή αυτή θεωρείται η χρυσή εποχή του ινδικού πολιτισμού. Η διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας βασιζόταν στις αρχές του ρατζαμαντάλα (βασιλικός κύκλος). Ο βασιλικός κύκλος είχε ως κέντρο μία περιοχή, η οποία βρισκόταν κάτω από την άμεση διοίκηση του βασιλιά. Η κεντρική αυτή περιοχή περιβαλλόταν από ένα δακτύλιο υποτελών βασιλείων. Πέρα από τα εδάφη των υποτελών βασιλείων εκτείνονταν άλλα ανεξάρτητα βασίλεια,  με τα οποία οι Γκούπτα είχαν διπλωματικές σχέσεις. Ο διάδοχος του Τσαντραγκούπτα, ο Σαμουντραγκούπτα, ξεπέρασε τα παραδοσιακά όρια του ρατζαμαντάλα κι έδωσε στο βασίλειό του την αίγλη μιας  αυτοκρατορίας.

       Ο ινδικός Μεσαίωνας

    Από τον 7ο αιώνα μ.Χ. δημιουργήθηκαν πολλά τοπικά βασίλεια που προκάλεσαν πολιτική αστάθεια. Η δυναστεία Γκουρτζάρα-Πρατιχάρα ήταν μία από τις σπουδαιότερες στη Βόρεια Ινδία, αλλά η παρακμή της άνοιξε το δρόμο στην εισβολή των Μουσουλμάνων το 1193 στο Δελχί. Μία από τις πλέον ισχυρές δυναστείες της Νότιας Ινδίας ήταν οι Τσόλα, η επιρροή των οποίων έφθανε ως τη Νοτιοανατολική Ασία και την Ινδοκίνα μέχρι το 1311 μ.Χ., που πραγματοποιήθηκε η εισβολή των Μουσουλμάνων.
  
      Βιβλιογραφία:
Μαρίλια Αλμπανέζε, Αρχαία Ινδία: Από τη γένεση ως τον 13ο αιώνα μ.Χ., Καρακώτσογλου, Αθήνα,
Γιάννης Φίκας, Τέχνη και πολιτισμός του αρχαίου κόσμου, Καρακώτσογλου, Αθήνα, 2005. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...