Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Η «περπατησιά» του ομολογητή και η αίρεση της Αγάπης

Η Εκκλησία είναι μια κοινωνία προσώπων διαφορετικών μεταξύ τους, που το καθένα καταθέτει τα χαρίσματα του στην υπηρεσία των συνανθρώπων του. Υπάρχουν αρκετά μέλη της Εκκλησίας, που φαντάζονται χαρίσματα και ρόλους για τους εαυτούς τους, πιστεύοντας πως η εκκλησιαστική κοινότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την παρουσία και την προσφορά τους. Η Εκκλησία αφήνει αυτά τα «ψεύτικα χαρίσματα» να ανθίσουν, να παρουσιαστούν και να κριθούν στο χρόνο, δίνοντας την δυνατότητα στους εκφραστές τους να συνειδητοποιήσουν τη ρηχότητα των απόψεων και των συμπεριφορών τους. Αυτή η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, φανερώνει τη μεγάλη ελευθερία που δίνει στα μέλη της, να μπορούν ελεύθερα να εκφράσουν την γνώμη τους, χωρίς απαγορεύσεις και αποκλεισμούς, αλλά και την δυνατότητα τα λεγόμενά τους να αναμετρηθούν με το χρόνο και την αλήθεια. Έτσι, παραδείγματος χάριν, μπορεί να υπάρχει ένα μέλος της εκκλησίας που στα κείμενα του να χαρακτηρίζει ως αιρετικούς, τέσσερις Πατριάρχες, τρεις Αρχιεπισκόπους, έναν Πρωτοπρεσβύτερο και δύο Καθηγητές χωρίς δισταγμό, χωρίς αίσθημα ευθύνης, με μεγάλη άνεση ακόμα και όταν χαρακτηρίζει εκκλησιαστικούς ηγέτες, που δεν βρίσκονται στη ζωή και δεν μπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Αυτοί οι εκκλησιαστικοί «χαρισματούχοι» στη στράτα της θεολογικής ζωής, φαντάζονται περπατησιά ομολογητή και θέλουν να τους θυμούνται σαν τον Μάξιμο τον Ομολογητή ή σαν τον Κύριλλο Αλεξανδρείας. Τους φαντάζομαι κλεισμένους στα γραφεία τους με ένα σωρό βιβλία κανόνων, αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων και το «Πηδάλιο», από την μια και από την άλλη ομιλίες και κείμενα από όλους αυτούς που έχουν στοχεύσει με σκοπό να τους στείλουν στην πυρά και την δημόσια διαπόμπευση. Σε μια στοίβα χαρτιά να ψάχνουν λέξη-λέξη, φράση-φράση να βρουν την αίρεση ή να την κατασκευάσουν και να την παρουσιάσουν στη δημοσιότητα, ψηλώνοντας έτσι το μπόι της αυταρέσκειάς τους. Φαντάζομαι ένα τέτοιο μέλος της εκκλησίας μας, να πηγαίνει στο ναό που διακονεί και να διαφημίζει στους χειροκροτητές τη θεολογική του δεινότητα. Τον φαντάζομαι μπροστά από τον καθρέπτη του σπιτιού του να θαυμάζει την κορμοστασιά του και να εκφωνεί τα περισπούδαστα θεολογικά κείμενα του, σκεπτόμενος με καμάρι τον τίτλο, που θα του αποδώσει η σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία, τον τίτλο του νέου ομολογητή.

Από την άλλη είναι η αγάπη και όλοι αυτοί οι αιρετικοί της αγάπης, που πονάνε όταν συμπολίτες τους αυτοκτονούν και δεν κυνηγούν τους κακοδόξους.

Που πονάνε όταν οι άνεργοι γεμίζουν τα συσσίτια και δεν κυνηγούν αξιώματα, καθηγητικές έδρες και τίτλους.

Που δακρύζουν τα μάτια τους όταν πληροφορούνται για ζωές που χάνονται από τις εκτρώσεις και δεν γεννούν ιδέες για να καταστρέψουν τους άλλους.

Που πληγώνονται με τις πληγές της πόρνης, του ζητιάνου, του ναρκομανή, του αλλοδαπού και δεν δημιουργούν πληγές στο σώμα της Εκκλησίας. Έχεις δει νέε ομολογητή, ανθρώπους να ψάχνουν στους κάδους για ένα ξεροκόμματο, μάτια γεμάτα αγωνία από τον πόνο, έκφραση απελπισίας ένα βήμα πριν το κενό ή σε ενδιαφέρουν μόνο τα κλειστά γραφεία συναλλαγών και εξουσίας;

Ανήκω σε εκείνους που υπάρχουν για την αγάπη και έναν τέτοιο θεό υπηρετούν, της αγάπης. Μια αγάπη που δεν γνωρίζει διαχωρισμούς. Μια αγάπη που γνωρίζει ότι ο πολιτισμός μου είναι ο διαφορετικός. Μια αγάπη που αναγνωρίζει ως μόνη βλασφημία κατά του Θεού, την προσβολή του προσώπου του άλλου, του αλλόπιστου, της πόρνης, του ζητιάνου, όλων.

Ανήκω σε εκείνους που υπάρχουν για την αγάπη και είμαι νέε ομολογητή: Το χέρι δίπλα σου, που σηκώνει τα χέρια για προσευχή. Είμαι από την ίδια μήτρα που γέννησε και εσένα. Είμαι το πρεζόνι, που του είπαν πως μαστουρωμένος μπορεί να αντέξει. Είμαι ο μπεκρής, που πιστεύει πως το μπουκάλι είναι λήθη. Είμαι ο ζητιάνος, που παλεύει να κρατηθεί από το τίποτα που έχει για μαξιλάρι. Είμαι το μικρό παιδί, που μπλέκεται στα πόδια σου, ενώ τρέχεις να προλάβεις το μετρό. Είμαι η άδεια σου μέρα από αισθήσεις. Είμαι η νύχτα που ξερνά δηλητήριο. Είμαι το χαμένο σου χαμόγελο.
Είμαι ο φόβος ,για όσες στιγμές πόνεσες. Η οργή,για όσα όνειρα δολοφονηθήκαν από τα αφεντικά σου. Είμαι ο πόνος, που ήρθε να σε βρει την ώρα της μεγάλης σου βεβαιότητας. Είμαι η αμφιβολία, που τυραννάει την σκέψη σου.

Δεν υπάρχουν όρια στην αγάπη.. Δεν χάνεις ποτέ.. Δεν υπάρχει τίποτα να χάσεις από όσα σου ανήκουν όταν αγαπάς. Αγάπα και δώσε μου.. Όχι σαν έμπορος φτηνών και μικρών υποσχέσεων... Αλλά σαν ερημίτης που χαρίζει στο δέντρο την τελευταία του σταγόνα από νερό.. Σαν πατέρας που δίνει το τελευταίο γάλα του παιδιού του στο παιδί του γείτονα που πεινάει.. Σαν πρόσφυγας που συγυρίζει το σπίτι του λίγο πριν του το πάρει ο κατακτητής.. Σαν ασκητής που ανοίγει πληγές στο σώμα του για να φάνε τα κουνούπια.. Σαν τον άστεγο, που μοιράζεται μια μπαγιάτικη φέτα ψωμί με έναν σκύλο που αλυχτάει.. Όχι σαν σύννεφο περαστικό.. Μα σαν βροχή που ποτίζει το ξερό χώμα και γίνεται ένα με την ουσία του.. Όχι σαν φωτιά που απογυμνώνει τον αέρα. Μα σαν φλόγα δυνατή που ζεσταίνει ακόμα και στους λασπότοπους.

Αγάπα, αδερφέ μου. Με το πάθος ενός ερωτευμένου. Με τον έρωτα ενός αγίου. Με την τόλμη μιας αίρεσης, που θέλει να διευρύνει τα όρια της αγάπης γιατί η αγάπη δεν έχει όρια. Και να ξέρεις πως όλοι όσοι υπηρετούν την αγάπη πιστεύουν πως ο Θεός έφτιαξε την αλήθεια με πολλές πόρτες για να δέχεται κάθε πιστό που τις χτυπάει

Κώστας Ζουρδός
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...