Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Η σημασία του προσώπου του Χριστού σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο (Χριστολογικές Αιρέσεις)

Οι νέες μορφές που πήρε η ζωή της Εκκλησίας τον 4ο αιώνα με την καλύτερη οργάνωση, τις επαρχιακές και Οικουμενικές Συνόδους, την ανάπτυξη του μοναχισμού αλλά και τη μαζική είσοδο πολλών εθνικών ή Ιουδαίων έ φε ραν εξελίξεις στη διοίκηση της εκκλησιαστικής ζωής και τη θεολογική αναζήτηση. Κάποτε τα νέα μέλη της Εκκλησίας έφεραν μαζί και τις παλιές τους αντιλήψεις για τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, και δεν έλειπαν οι αιρέσεις, ιδίως οι λεγόμενες Γνωστικές.* Μετά το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313) η αυτοκρατορική εξουσία και τα κέντρα της (Ρώμη, Κωνσταντινούπολη) επιθυμούν να αναμειγνύονται στη ζωή της Εκκλησίας.

 Η ανάδυση της Κωνσταντινούπολης και η δημιουργία των πατριαρχικών θρόνων 

Σε μεγάλο διοικητικό και θεολογικό κέντρο εξελίχθηκε την περίοδο εκείνη η Αλεξάνδρεια, γιατί διέθετε την αποστολική παράδοση, πολιτική υπεροχή, αλλά και λαμπρό θεολογικό έργο μεγάλων ποιμένων. Σύντομα απέκτησε τον πρώτο ρόλο στη χειροτονία των άλλων επισκόπων στις περιοχές της Αιγύπτου και της Λιβύης. Επίσης η Ρώμη, και μαζί της και η νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη, ασκούσαν κι αυτές μια ανώτερη αυθεντία από τους άλλους μεγάλους επισκοπικούς θρόνους Ανατολής και Δύσης, όπως η Έφεσος, η Καισάρεια, η Κόρινθος, τα Μεδιόλανα, κλπ. Αυτό αφορούσε ιδίως κρίσεις και χειροτονίες και συνέβαινε για πολιτικούς λόγους καθώς και εξαιτίας της αποστολικής αυθεντίας. Παράλληλα αναπτύσσονταν νέες θεολογικές αναζητήσεις γύρω από το πρόσωπο του Χριστού. Χρειαζόταν λοιπόν ένα σταθερό σύστημα επίλυσης προβλημάτων που να εγγυάται και  να φανερώνει την ουσία της Εκκλησίας, στην ενότητα, τη διδασκαλία και τον τρόπο ζωής. Έτσι, οι τρεις μεγάλοι θρόνοι και σχεδόν αμέσως και η μεγάλη μητρόπολη της Μέσης Ανατολής, η Αντιόχεια, απέκτησαν μόνιμη ηγετική θέση σε υπερμητροπολιτικές συνόδους. Λίγο αργότερα προ στέθηκαν τι μη τικά και τα Ιεροσόλυμα, ως η «μήτηρ των Εκκλησιών». Οι πέντε πρωτοκορυφαίοι θρόνοι σχημάτισαν μόνιμο διοικητικό σχήμα, τη λεγόμενη «Πενταρχία των Πατριαρχών», που απετέλεσε εικόνα της ενότητας της Εκκλησίας από τη βάση ως την κορυφή της

Οι μεγάλες σχολές της Αντιόχειας και της Αλεξανδρείας: η απαραίτητη πολυμορφία

  Μέσα από τη συνάντηση του χριστιανικού Ευαγγελίου με τον κόσμο και τον τρόπο που στοχαζόταν, αναπτύχθηκε μια ποικιλία στον τρόπο που η Εκκλησία ερμήνευε το έργο και την ταυτότητα του Ιησού Χριστού. Οι παλιές μορφές και όροι («υιός του ανθρώπου», «μεγάλης βουλής άγγελος», «εικών του Θεού του αοράτου») από την ιουδαϊκή κυρίως σκέψη δεν επαρκούσαν, ενώ οι γνωστικοί* μύθοι περί Ιησού Χριστού ως άχρονου πλάσματος είχαν καταδικαστεί. Τώρα, η συνάντηση του Ευαγγελίου με την τελευταία αναγεννημένη μορφή της ελληνικής σκέψης (αριστοτελισμός, στωικισμός, νεοπλατωνισμός) συνέχιζε τη συζήτηση της προηγούμενης εποχής με νέο τρόπο. Μια ομάδα  επισκόπων στη Συρία, η λεγόμενη «Αντιοχειανή Σχολή», ακολουθούσε την ιστορικογραμματική μέθοδο ερμηνείας των κειμένων, που προσέφερε πολλά και επικράτησε ιστορικά. Όμως ο κύριος εκφραστής της, Θεόδωρος επίσκοπος Μοψουεστίας, τονίζοντας την ανθρωπότητα του Ιησού Χριστού θεωρούσε ότι εξελίχθηκε ηθικά και ο Υιός του Θεού «κατοίκησε» μέσα του και έτσι έγινε ομοούσιος με τον Πατέρα. Αυτή η χριστολογία παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα. Αντίθετα, στην Αίγυπτο δινόταν (ειδικά μετά τον Μέγα Αθανάσιο) σταθερή έμφαση στο ότι ο Υιός του Θεού ήταν πάντοτε ένας και ο αυτός Ιησούς Χριστός με πλήρη ανθρώπινη φύση: ήταν η «Αλεξανδρινή Σχολή». Και οι δύο σχολές μέσα από τη διδασκαλία τους για τον Ιησού Χριστό πρόβαλλαν και την άποψή τους για το πώς μπορούσε να σωθεί ο άνθρωπος: οι Αντιοχειανοί με τη μίμηση του Χριστού στον αγώνα για τελείωση, οι Αλεξανδρινοί με την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.

 Από την ποικιλία στη σύγκρουση 

 Η ποικιλία αυτή μετατράπηκε σε σύγκρουση, όταν ένας εκπρόσωπος της Αντιοχειανής Σχολής, ο Νεστόριος, έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και διακήρυξε ότι η Παρθένος Μαρία δεν έπρεπε να αποκαλείται με το προσωνύμιο «Θεοτόκος», αφού ο Χριστός δεν ήταν από την αρχή Θεός. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση πολλών πιστών εκεί, αλλά και του επιφανούς εκπροσώπου της Αλεξανδρινής θεολογίας, πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυρίλλου. Ο Κύριλλος επικοινώνησε γρήγορα με τον πάπα της Ρώμης Καιλεστίνο και λίγο αργότερα το 431 έγινε Σύνοδος στην Έφεσο (η Γ΄ Οικουμενική). Εκεί  οι εκπρόσωποι της Ρώμης και της Αλεξανδρείας ήταν περισσότεροι και ο Νεστόριος καταδικάσθηκε. Όμως, η συζήτηση μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και συνεχίσθηκε με την παρέμβαση της εξουσίας, μέχρι που οι δύο αντίπαλοι συμφώνησαν το 433 σε ένα κείμενο (Όρος των Διαλλαγών).

Αυτό επιβεβαίωνε τη διδασκαλία της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ότι ο Χριστός ήταν ένας και η Παναγία ήταν Θεοτόκος, αλλά δεν ταπείνωνε τους Αντιοχειανούς. Επικράτησε η πρόνοια για την ενότητα της Εκκλησίας, όπως υπέδειξε ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (βλ. σχετική επιστολή). Όμως, κάποιοι οπαδοί θεωρούσαν πως έπρεπε να αφορισθούν όλοι οι Αντιοχειανοί. Ένας απ’ αυτούς, ο μοναχός Ευτυχής στην Κωνσταντινούπολη, κήρυξε ότι ο Χριστός με τη γέννησή του είχε μόνο μία φύση, τη θεϊκή, υποτιμώντας την ανθρώπινη. Αυτή η διδασκαλία ονομάσθηκε αργότερα Μονοφυσιτισμός. Ο Ευτυχής τιμωρήθηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό το 448, αλλά έκανε έφεση (έκκλητο). Έτσι συγκλήθηκε νέα, ευρύτερη σύνοδος στην Έφεσο το 449 για να κρίνει οριστικά. Ο νέος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Διόσκορος πήρε την προεδρία της Συνόδου, δικαίωσε τον Ευτυχή, καταδίκα σε τον Φλαβιανό και υποβίβασε την Κωνσταντινούπολη. Στη σύνοδο όμως αυτή έγιναν έκτροπα και οι αποφάσεις αυτές πάρθηκαν με βία: μοναχοί, οπαδοί του Μονοφυσιτισμού, χτυπούσαν τους αντιπάλους τους. Έτσι, η Σύνοδος ονομάσθηκε «Ληστρική» και ο μέχρι τότε σύμμαχος της Αλεξάνδρειας πάπας Ρώμης διαχώρισε τη θέση του. Την ίδια εποχή που ο ελληνορωμαϊκός κόσμος στη Δύση κατέρρεε από τα χτυπήματα των Ούννων και των γερμανικών λαών, συγκλήθηκε νέα σύνοδος το 451 στη Χαλκηδόνα για την αίρεση του Μονοφυσιτισμού. Ήταν η Δ΄ Οικουμενική, η οποία αποφάσισε με βάση την Αγία Γραφή, τα υπάρχοντα Σύμβολα της Πίστεως, την απόφαση (Όρο) της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου κι ένα κείμενο του πάπα Ρώμης Λέοντος Α΄ (τόμος Λέοντος) και ξεκαθάρισε ότι στον Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις (θεία και ανθρώπινη) ενωμένες στο πρόσωπο του ενός Υιού και Λόγου του Θεού. Ο όρος της Συνόδου λέει ότι είναι ενωμένες «ασυγχύτως και αδιαιρέτως, ατρέπτως και αχωρίστως».

Ο Πατριάρχης Διόσκορος δεν πήγε στη Σύνοδο και καταδικάσθηκε για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Η καταδίκη αυτή δεν άρεσε στους επισκόπους της Αιγύπτου, οι οποίοι αντέδρασαν, ενώ και πολλοί άλλοι επίσκοποι στη Μέση Ανατολή και μοναχοί θεώρησαν ότι η Σύνοδος επαναφέρει τον καταδικασμένο Νεστοριανισμό. Μολονότι η Σύνοδος της Χαλκηδόνας εκτός από την κλασική διατύπωση του χριστολογικού δόγματος, όρισε με τους κανόνες της όλο το σύστημα της Πενταρχίας, την οργάνωση της μοναχικής ζωής και πολλά άλλα, την ίδια στιγμή αποκηρύχθηκε από ένα μεγάλο τμήμα χριστιανικών πληθυσμών στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, που ονομάσθηκαν «Προχαλκηδόνειοι» και σήμερα «Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες».

  Ο διάλογος, η ενότητα και η εξουσία Οι αυτοκράτορες όλη αυτή την εποχή και μετά προσπάθησαν να φτιάξουν μια τεχνητή ενότητα στην Εκκλησία με διάφορα διατάγματα που απαγόρευαν την περαιτέρω θεολογική συζήτηση, επιβάλλοντας πότε τη μια σύνοδο πότε την άλλη με στόχο μια τεχνητή ειρήνευση. Αυτό οδήγησε στο αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς η Ρώμη διέκοψε την κοινωνία με την Ανατολή, τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Αλεξανδρείας ακολούθησαν φιλομονοφυσιτική πολιτική και μέσα στην Αλεξάνδρεια δημιουργήθηκαν πολλά κόμματα. Αντίθετα, όσο ακόμα γίνονταν συζητήσεις μέσα στην Εκκλησία (με τελευταία την περίοδο του Ιουστινιανού, 527-565), έγινε μια μεγάλη προσπάθεια να ξεκαθαρίσουν πολλά θεολογικά ζητήματα με βάση την κοινή γλώσσα της εποχής, δηλαδή με τη χρήση της αριστοτελικής λογικής, αλλά και των κοινών θεμελίων της χριστιανικής πίστης: την Αγία Γραφή, το τριαδικό δόγμα, τη σκέψη των Πατέρων του 4ου αιώνα και τη λειτουργική ζωή. Η διάλυση του ενιαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου από τους γερμανικούς λαούς στη Δύση, η απομάκρυνση των νεστοριανών χριστιανών μέσα στο περσικό κράτος και τελικά η αραβική κατάκτηση, οδήγησε όλους τους χριστιανούς της Ανατολής μέχρι σήμερα σε απομόνωση. Ο διάλογος για τη χριστολογική διδασκαλία άρχισε με τις Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες (των Προχαλκηδονίων) ξανά τον 20ό αιώνα, λαμβάνοντας υπόψη και την ποικιλία των γλωσσών που φέρουν διαφορετικό νόημα στη χρήση των λέξεων. Εδώ επιβεβαιώνεται ότι όταν η Εκκλησία διαλέγεται ελεύθερα έχει πιο πολλές πιθανότητες να επιτύχει την ενότητά της εν αληθεία, απ’ ό,τι όταν εκτελεί υποχρεωτικά διαταγές από κάθε λογής εξουσία. 

Κείμενα 

Ο Χριστός δεν είναι θεωθείς άνθρωπος, είναι ο σαρκωθείς Θεός «Όταν ο άνθρωπος απέτυχε να γίνει Θεός, ο Θεός έγινε άνθρωπος για να με τιμήσει», γράφει ο Γρηγόριος [Θεολόγος]. «Ο Θεός ήταν ασύνθετος εξαρχής. Ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση και ύστερα σταυρώθηκε από τα χέρια των σταυρωτών Του. Αυτή είναι η διδασκαλία μας για τον Θεό, που έγινε ένα μαζί μας». Ο Χριστός είναι σαρκωθείς Θεός, όχι θεωθείς άνθρωπος.[…] Ο Γρηγόριος δίνει πολλή προσοχή στα πάθη και τον θάνατο του Θεού, αφού με αυτό ομολογεί την ενότητα των φύσεων στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου. Γι’ αυτό επίσης τονίζει το όνομα «Θεοτόκος». «Εκείνος που δεν αναγνωρίζει ότι η Μαρία είναι η Θεοτόκος αποξενώνεται από τον Θεό». Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η θέωση είναι δυνατή για μας μόνο μεσω της ανθρώπινης φύσεως του Λόγου και της ομοουσιότητάς της με μας. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του Τετάρτου Αιώνα, μτφρ. Π. Πάλλης (Θεσσαλονίκη: Πουρ να ράς,1991), 206-208.

 Το νόημα του Σταυρού του Χριστού Ο σταυρός [του Χριστού] προφητικά δείχνει προς την εσχατολογική, την τελική μοίρα του κόσμου. Γι’ αυτόν το λόγο, συνδέουμε το σημείο του σταυρού με την Αγία Τριάδα και με τη Βασιλεία του Θεού. Αυτός είναι ο λόγος που στην Ορθόδοξη Λειτουργία ο σταυρός αποτυπώνεται στο πρόσφορο που χρησιμοποιείται για την Ευχαριστία. π. Δημήτριος Στανιλοάε, Η Νίκη του Σταυρού, μτφρ. Λάμπρος Ψωμάς (Αθήνα: Μαΐστρος, 2010), 45.

  Η σημασία των χριστολογικών προσεγγίσεων Η Αντιοχειανή θεολογική παράδοση τόνιζε το ιστορικό, το συγκεκριμένο. Στο εξηγητικό τους έργο στην Αγία Γραφή αυτοί [οι Αντιοχειανοί θεολόγοι] επικέντρωναν την προσοχή τους πάνω στο ιστορικό και κατά γράμμα πλαίσιο και, γενικά προσπαθούσαν να αποφύγουν υπερβολικές αλληγορικές ερμηνείες. Στη Χριστολογική τους σκέψη τόνιζαν την πλήρη ανθρωπότητα του Χριστού χωρίς να αρνούνται ότι ο Χριστός ήταν ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα. Απεχθάνονταν κάθε τάση που μπορούσε να καταβροχθίσει την ανθρωπότητα του Χριστού μέσα στη Θεότητά του. Θεολογικά τόνιζαν το διαχωρισμό των δύο φύσεων, της θείας φύσεως και της ανθρώπινης φύσεως. Ο κίνδυνος για την Αντιόχεια ήταν ότι αυτοί μπορούσαν να υπερτονίσουν το διαχωρισμό των δύο φύσεων και να υπονομεύσουν την ενότητα του Χριστού. Οι Αλεξανδρινοί θεολόγοι τόνιζαν τη Θεότητα του Χριστού. Η αφετηρία τους ήταν ο Αιώνιος Θεός που έγινε ο άνθρωπος. Η ανθρώπινη φύση, ενωμένη με τη Θεία Φύση του Θείου Λόγου μπορούσε να θεωθεί. Ο κίνδυνος για την Αλεξάνδρεια ήταν ότι αυτοί μπορούσαν να υπερτονίσουν τη Θεότητα και να υπονομεύσουν την ανθρώπινη φύση του Χριστού. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου Αιώνα, μτφρ. Π. Κ. Πάλλης, (Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1992), 388-389

Πενταρχία και συνοδικότητα Η εύκολα εξηγούμενη προτίμηση της Πολιτείας να επιλύει τα κατά καιρούς δημιουργούμε να προ βλήματα με απ’ ευθείας συνεννοήσεις με τις πέντε διοικητικές κεφαλές της Εκκλησίας και όχι με την υπέρτατη αυθεντία στην Εκκλησία, δηλαδή την Οικουμενική Σύνοδο, έδειχνε σαφώς ότι η Πολιτεία θα δεχόταν με χαρά να υποκατασταθεί αυτή η υπέρτατη αυθεντία στην Εκκλησία με την ανώτατη διοικητική αρχή της. Η υποκατάσταση αυτή όμως δεν είχε στήριγμα στους κανόνες, γι’ αυτό και οδήγησε σε σθεναρή αντίδραση του Γιατί να προτιμάει η Πολιτεία να συνομιλεί με σώματος των επισκόπων. Οι πέντε πατριάρχες δεν μπορούσαν να καθορίζουν το περιεχόμενο της πίστεως της Εκκλησίας, αλλά να το εκφράζουν, γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα εκκλησιαστικά ζητήματα που αναφέρονταν στην πίστη ερήμην του σώματος των επισκόπων [...]. Ο κανονικός θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών δεν θα μπορούσε στο εξής να νοηθεί ερήμην του σώματος των επισκόπων που υπάγονταν στους Πατριάρχες, γι’ αυτό και οι πέντε πατριάρχες δεν θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την Οικουμενική Σύνοδο. Βλάσιος Φειδάς, Ο Θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, τόμ. Β΄ Ιστορικοκανονικά Προβλήματα περί την Λειτουργίαν του Θεσμού (451553) (Αθήναι 1977), 255. 

Ο «Μαραθώνιος» της Εκκλησίας 

Σε πολλές περιπτώσεις η Εκκλησία υπέστη δοκιμασίες τόσο από τον κοσμικό παράγοντα όσο και από τους ίδιους τους χριστιανούς. Η πιο σοβαρή περίπτωση δοκιμασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ο «μαραθώνιος» της Εκκλησίας μέχρι να ολοκληρωθεί η ορθή πρόταση του δόγματος. Η σοβαρότητα του προβλήματος φαίνεται από το γεγονός ότι χρειάστηκαν αιώνες γι’ αυτή την υπόθεση και ότι εκδηλώθηκαν τέτοιας εντάσεως αντιπαραθέσεις, που πολλές φορές οδήγησαν σε βιαιοπραγίες αδιανόητες και ανεπίτρεπτες. Την πιο χαρακτηριστική περίπτωση, σε σχέση με τις παραπάνω βιαιοπραγίες έζησε η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας τον 4ο αιώνα και ιδιαίτερα στο διάστημα που την ποίμανε ο Μέγας  Αθανάσιος. Υπενθυμίζουμε ότι ο Μέγας Αθανάσιος στα χρόνια της ιεραρχίας του εξορίστηκε από την επισκοπή του τέσσερις φορές και άλλες τόσες επέστρεψε! Η κοσμική εξουσία στην υπόθεση αυτή έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο. Ηλίας Βουλγαράκης, Καθημερινές Ιστορίες Αγίων και Αμαρτωλών στο Βυζάντιο, Β΄ έκδοση (Αθήνα: Μαΐστρος, 2002), 46-47.

Πατριαρχική Διαμεσολάβηση και Παρέμβαση 

 Επιστολή Κυρίλλου Αλεξανδρείας προς τον Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία του ζητάει να μην επιτρέψει τον αναθεματισμό του Θεοδώρου Μοψουεστίας, παρά τις λάθος διδασκαλίες του, με σκοπό την ειρήνη στην Εκκλησία. Μόλις πρόσφατα οι ανά την οικουμένη Εκκλησίες του Θεού απέβαλαν τις κενές περιεχομένου διδασκαλίες του Νεστορίου, χάρη στον πολύ ιδρώτα της οσιότητός σου και της αγίας συνόδου που συγκαλέστηκε στην Έφεσο. Κάποιοι εκεί κατά την Ανατολή δυσφορούν πολύ με όλα αυτά, και όχι μόνο λαϊκοί αλλά και από όσους έχουν ταχθεί προς ιερουργία. Όμως οι Εκκλησίες διαλαλούν και κηρύττουν τον έναν Χριστό και αναθεμάτισαν τις ασεβείς περιττολογίες του Νεστορίου. Τώρα όμως λένε κάποιοι να καταλάβουν τη μεγάλη πόλη της Αντιόχειας και να ζητήσουν από τους βασιλείς να αναθεματιστούν τα βιβλία του Θεοδώρου Μοψουεστίας αλλά και αυτός ο ίδιος ο άνδρας. Η αγία όμως Σύνοδος καταδίκασε όσους φρονούσαν τη διδασκαλία του Νεστορίου αλλά με πνεύμα οικονομίας δεν μνημόνευσε πρόσωπα, ούτε επέβαλε στον Θεόδωρο ονομαστική καταδίκη. Και επειδή έχει ήδη αποδημήσει προς τον Θεό, αρκεί όπως νομίζω όσοι δέχονται τη σωστή διδασκαλία να μη λαμβάνουν υπόψη τους ό,τι άτοπο έχει γράψει όταν θα διαβάζουν τα βιβλία του. Μπορούμε λοιπόν να εξηγήσουμε και σε εκείνους που δημιουργούν προβλήματα την οικονομία του πράγματος και να τους πείσουμε να επιλέξουν καλύτερα να ηρεμήσουν παρά να γίνουν αιτία σκανδαλισμού στις εκκλησίες. Κύριλλος Αλεξανδρείας, Επιστολή 72, Προς Πρόκλον, Patrologia Graeca 77, 343-344 [Διασκευή].  

Πηγή: Δημήτριος Ν. Μόσχος, Ευαγγελία Βουλγαράκη, Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατέρες  και Θεολόγοι της Εκκλησίας,  ΤΕΥΧΟΣ Α΄,  ΘΕΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ  Γ´  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, σελ 35-41

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...