Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Δυσλεξία: ένα χάρισμα με άσχημη ονομασία

Δυσλεξία: Ένα χάρισμα με άσχημη ονομασία
Γνωρίζετε ότι ο Αϊνστάιν, ο Τομ Κρούζ, ο ‘Εντισον, ο Τσώρτσιλ, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, η Αγκάθα Κρίστι και ο Λεονάρδο Ντα Βίντσι ήταν δυσλεκτικοί; Αυτοί οι ιδιαίτερα χαρισματικοί άνθρωποι είχαν δυσλεξία! Είναι όντως όλα τα παιδιά με δυσλεξία «χαρισματικά»; Η κυρία Σταθάκου Μαρένια, ειδική παιδαγωγός του κέντρου Ευμάθεια υποστηρίζει ότι « Στα παιδιά με δυσλεξία υπάρχει όλη η γκάμα παιδιών. Υπάρχουν παιδιά με φυσιολογική νοημοσύνη και παιδιά ιδιαίτερα έξυπνα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν ιδιαίτερα χαρισματικά παιδιά με δυσλεξία. Αυτό που συμβαίνει συχνά είναι η πιθανότητα να έχουμε ένα ευφυή πληθυσμό στα άτομα με δυσλεξία. Αλλά η δυσλεξία δεν εξισώνεται με ευφυΐα απαραίτητα»

Ο κύριος Αλεξάνδρου, διευθυντής του κέντρου Προσέγγιση δηλώνει ότι « Η δυσλεξία είναι εγκεφαλική δυσλειτουργία. Οι περιοχές ικανοτήτων καλλιεργούνται περισσότερο. Προσδίδουμε στο παιδί με δυσλεξία ενσυναίσθηση (συναισθηματική κρίση), καλλιτεχνικές ροπές, εφευρετικότητες και ανεπτυγμένη μαθηματική σκέψη. Γι’ αυτό τα χαρακτηρίζουν «χαρισματικά». Απλά είναι οι περιοχές του εγκεφάλου που καλλιεργούν περισσότερο»
Δεν είναι όλοι οι δυσλεκτικοί «χαρισματικοί» αλλά έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους καθιστούν ξεχωριστούς όπως: Εξαιρετική ικανότητα και διαίσθηση στην επίλυση προβλημάτων, δημιουργικότητα, ικανότητα για παράλληλη και πολύπλευρη σκέψη, καινοτομικές ιδέες και σκέψεις.
Ο Εγκέφαλος και η Δυσλεξία

Dr Dirk Bakker, Ph.D, Ομότιμος Καθηγητής, Free University, Amsterdam, Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Μεταπτυχιακής Σχολής Παιδικής Νευροψυχολογίας

Όταν μιλάμε για δυσλεξία, μιλάμε για τη διαδικασία της ανάγνωσης. Η ανάγνωση είναι γνωστική συμπεριφορά και κατά συνέπεια διεκπεραιώνεται από τον εγκέφαλο. Έτσι, όταν μιλάμε για ανάγνωση, θα πρέπει τότε να μιλάμε και για κάτι που σχετίζεται με τον εγκέφαλο.

Αλλά τι είναι αυτό το κάτι;

Δάσκαλος, ο ισόβιος μαθητής …



Άννα Παππά     δασκάλα-συγγραφέας

Ο Seymour Papert το θεμελίωσε δογματικά. “Ο καλός δάσκαλος δεν λειτουργεί ως δάσκαλος αλλά ως μαθητής, που συνεχίζει να μαθαίνει μαζί με τους μαθητές του”.

Ο ολοκληρωμένος δάσκαλος δεν περιορίζεται σε ό,τι πιο νέο υπάρχει γύρω από την εκπαίδευση. Αυτό είναι το όριο της αναζήτησης ενός, μάλλον, άχρωμου δασκάλου.
Ο ολοκληρωμένος δάσκαλος αιωρείται σε μεγαλύτερα ύψη. Από εκεί ατενίζει τους μακρινούς ορίζοντες της παιδείας.
Ο αληθινός δάσκαλος δεν είναι αναμεταδότης των γνώσεων που έλαβε κάποτε από τον δικό του δάσκαλο. Δεν έχει την άποψη ότι ό,τι είχε να μάθει το έμαθε εδώ και πολύ καιρό και τώρα βρίσκεται σ’ αυτή την σχολική αίθουσα για να πει αυτά που έμαθε κάποτε. Δεν μιμείται καν τον δικό του δάσκαλο, όσο σπουδαίος και αν ήταν. Αν, παρά ταύτα, το κάνει τότε αποποιείται την προσωπικότητά του, δεν έχει ταυτότητα και εκπέμπει ξένα μηνύματα σε κλειστούς δέκτες, που είναι οι μαθητές του.

Ο αληθινός δάσκαλος έχει δικό του όραμα.
Δεν είναι στατικός. Βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση και βελτίωση.
Ανανεώνει και εμπλουτίζει τις γνώσεις του όσο ζει.
Τελειοποιεί την προσωπικότητά του αενάως.
Παραμένει φρέσκος και αυθεντικός σαν φρούτο που δεν έχει υποστεί μετάλλαξη.

Δεν υπάρχει για να υπηρετεί τις δικές του ανάγκες, αλλά τις ανάγκες των μαθητών του. Και το πετυχαίνει καλύτερα όσο περισσότερο ταυτίζεται μαζί τους. Όσο παραμένει και αυτός μαθητής. Ένας ισόβιος μαθητής.

Ο δάσκαλος, ως ισόβιος μαθητής μαθαίνει αποκρυπτογραφώντας το νόημα των πραγμάτων. Δεν το κάνει για λογαριασμό του. Το κάνει για τους μαθητές του. Μελετώντας συστηματικά ο ίδιος και αναζητώντας την ουσία, κάποτε θα τη βρει και θα τη μεταγγίσει στους μαθητές του.

Αν ο δάσκαλος μάθει πώς να μαθαίνει, αν συνεχίσει να μαθαίνει, αν δεν αποβάλλει ποτέ την μόνιμη ιδιότητα του μαθητή, θα μάθουν και οι μαθητές του, αυτόματα, πώς να μαθαίνουν. Και θα μαθαίνουν μόνον τα θετικά. Θα αποχτούν καθαρή σκέψη και έτσι θα μπορούν να αντιδρούν και να καθορίζουν τα μελλοντικά γεγονότα.

(απόσπασμα από το βιβλίο της συγγραφέως “Ο αληθινός δάσκαλος” Εκδόσεις Φυλάτος)

Τo μάθημα των θρησκευτικών στο νέο λύκειο

Θεολογικo-παιδαγωγικές προϋποθέσεις και ιστορικό πλαίσιο


γράφει ο Πέτρος Βασιλειάδης, στο Amen.gr

Από την πρώτη μεταπολιτευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης, για την αντιμετώπιση της οποίας κινδυνεύει να διαρραγεί η ενότητα του θεολογικού δυναμικού και της  Εκκλησίας εξαιτίας της άγνοιας ή ελλιπούς γνώσης της Ορθόδοξης κατανόησης της αποστολής της Εκκλησίας, αλλά και των πορισμάτων της σύγχρονης διαχριστιανικής παιδαγωγικής επιστήμης. Με δεδομένη σήμερα τη νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα, η δημόσια θρησκευτική εκπαίδευση στη χώρα μας οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη της την πρόοδο που συντελείται στον χώρο της αυθεντικής χριστιανικής μαρτυρίας, αλλά και τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της θρησκευτικής εκπαίδευσης σε παγκόσμιο διαχριστιανικό επίπεδο. Η δυνατότητα, άλλωστε, της Ορθόδοξης Εκκλησίας να ασκήσει τη φιλάνθρωπη δυναμική της στην κοινωνία «προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία, η μοναδικότητα του ανθρωπίνου προσώπου και η ακεραιότητα της δημιουργίας του Θεού» (σύμφωνα με τα λεγόμενα της Συνόδου των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών κατά την αυγή της 3ης χιλιετίας),[1] έγκειται στο τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία επιλέγει να καταθέσει τη μαρτυρία της, και για την περίπτωση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στον τρόπο που ασκείται το διδακτικό της λειτούργημα και διαρθρώνεται η δημόσια εκπαίδευση.
Στα δύο αυτά σημεία θα επικεντρώσω την ανάλυσή μου, το θεωρητικό δηλαδή επίπεδο, την αυθεντική μαρτυρία της Εκκλησίας (θεολογική διάσταση) και το πρακτικό, τον τρόπο δηλαδή που πρέπει να ασκείται η θρησκευτική εκπαίδευση, σύμφωνα με τις τελευταίες παιδαγωγικές αρχές της θεολογικής και θρησκευτικής εκπαίδευσης, που ισχύουν σε παγκόσμιο οικουμενικό επίπεδο (παιδαγωγική διάσταση). Και τα δύο αυτά σημεία θα προσπαθήσω να τα αναλύσω με βάση την πολυετή εμπειρία μου τόσο ως Ορθόδοξος Επίτροπος της Παγκόσμιας Ιεραποστολής (CWME), όσο και ως Πρόεδρος της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Θεολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (WOCATI), περιγράφοντας στο τέλος και την ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία, στην οποία καλούνται οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί να εφαρμόσουν το νέο πρόγραμμα του λυκείου, το οποίο αρχίζει να διαμορφώνεται στο Υπουργείο Παιδείας.[2]
Α. Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Ως προς την αυθεντική κατανόηση της χριστιανικής μαρτυρίας θα ήθελα κατ’αρχάς  να υπενθυμίσω, ότι οι απαρχές της νεότερης χριστιανικής ιεραποστολής ανάγονται στην περίοδο της βίαιης εξώθησης της θρησκείας στην ιδιωτική σφαίρα.[3] Καθ’ όλη σχεδόν την περίοδο της νεωτερικότητας οι χριστιανοί προσπάθησαν ουσιαστικά να ανασυστήσουν την παλαιά στατική αντίληψη ενός κλειστού χριστιανικού κόσμου, μιας χριστιανικής τάξεως, υποδαυλίζοντας σε πολλές περιπτώσεις την θεσμική αντίθεση Εκκλησίας και κόσμου. Η προσπάθεια αυτή, παρά την πρόσκαιρη επιτυχία των διαφόρων ιεραποστολών, αποδείχτηκε ατελέσφορη για δύο κυρίως λόγους: (α) πρώτα-πρώτα εξαιτίας της πολυδιάσπασης του χριστιανικού κόσμου, που βέβαια προϋπήρχε αλλά συνεχώς διογκωνόταν, και (β) εξαιτίας της απείρως ταχύτερης και επιτυχέστερης επέλασης της εκκοσμίκευσης σε όλο τον ανακαλυφθέντα και στη συνέχεια κατακτηθέντα (αν όχι υποδουλωθέντα) κόσμο.
Σημείο αναφοράς της αποστολής της Εκκλησίας σ’ εκείνη τη φάση ήταν η αντίληψη της χριστιανικής παγκοσμιότητας.[4] Στην κλασική προνεωτερική θεοκρατική της εκδοχή η αντίληψη αυτή οδήγησε στην ιδέα μιας παγκόσμιας εκκλησίας, καθώς επίσης και μιας παγκόσμιας χριστιανικής αυτοκρατορίας: ένας Θεός-ένας αυτοκράτορας-μία εκκλησία- μία αυτοκρατορία. Η ατυχής μάλιστα σύνδεση της χριστιανικής ιεραποστολής με την αποικιοκρατία την οδήγησε στην πεποίθηση ότι το διδακτικό καθήκον των χριστιανών ήταν να μεταφέρουν στην υπόλοιπη ανθρωπότητα τις ευλογίες του δυτικού (δηλ. αστικού) χριστιανικού πολιτισμού. Έδιναν, όμως, έτσι την εντύπωση, ότι τα γνήσια ιεραποστολικά κίνητρα ήταν επικίνδυνα συνδεδεμένα με άκρως αρνητικά πολιτιστικά και κοινωνικά κίνητρα.[5]
Η διάψευση της προσδοκίας εξάλειψης των αρχαίων προ- και μη-χριστιανικών θρησκειών, και συνεπώς και της δυνατότητας εκχριστιανισμού της οικουμένης,[6] οδήγησε τη χριστιανική θεολογία σε μια νέα κατανόηση της μαρτυρίας της Εκκλησίας. Η κοινωνική αλλαγή – με άλλα λόγια τα ιδανικά της νεωτερικότητας – έπαψε σιγά-σιγά να θεωρείται ως ρήξη ή επανάσταση εναντίον της θεϊκής τάξεως, και άρχισε να εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της δράσεως του Θεού.[7] Ο ίδιος ο Θεός άρχισε πλέον να αναγνωρίζεται ως ο δημιουργός της ιστορικής αλλαγής, της προόδου, της εξέλιξης. Στη φάση αυτή το παλαιό «παράδειγμα» της θεοκρατικής παγκοσμιότητας έδωσε τη θέση του σε ένα νέο, εκείνο της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας.[8] 
Σταδιακά, όμως, και κυρίως με την συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας στον διαχριστιανικό διάλογο, έγινε κατανοητό πως η ιεραποστολή δεν είναι υπόθεση των μεμονωμένων χριστιανών (missio christianorum), δεν είναι ούτε υπόθεση μόνον της Εκκλησίας (missio ecclesiae). Το πραγματικό υποκείμενο της ιεραποστολής είναι ο ίδιος ο Θεός (missio Dei),[9]  αντίληψη, όμως, που αρχικά ο δυτικός χριστιανισμός περιόριζε στην αποστολή του Χριστού (missio Christi), με αποτέλεσμα η χριστοκεντρική παγκοσμιότητα και ο υγιής χριστοκεντρισμός να μετατρέπεται με λανθάνοντα τρόπος σε προβληματικό χριστομονισμό.[10]
Σ΄ αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο για το μέλλον της χριστιανικής ιεραποστολής έκανε αισθητή την παρουσία της η Ορθόδοξη θεολογία, σημαντικότερη συμβολή της οποίας υπήρξε η επανανακάλυψη της τριαδικής θεολογίας, και ειδικότερα της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος». «Η δυναμική συνάντηση», ομολογούσε πριν από μια γενεά κορυφαίος θεολόγος της Δύσεως, «με τις ορθόδοξες παραδόσεις στο πεδίο της θεολογίας και της πνευματικότητας, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε τη βαθιά ριζωμένη πνευματολογική λήθη (καρδινάλιος Walter Kasper) στο Δυτικό Χριστιανισμό, τόσο στην Καθολική όσο και στην Προτεσταντική μορφή του».[11]
Με τη συνδρομή της Ορθόδοξης θεολογίας, δηλαδή, έγινε κατανοητό ότι αυτή καθαυτή η υπόσταση της θεότητας είναι πρωταρχικά ζωή κοινωνίας,και ότι η επέμβαση του Θεού στην ιστορία στοχεύει στο να οδηγήσει την ανθρωπότητα, αλλά και ολόκληρη τη δημιουργία, σ’ αυτή την κοινωνία με την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Έτσι, άρχισε να διαδίδεται ευρέως η πάγια θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι «η χριστιανική ιεραποστολή δεν στοχεύει αποκλειστικά στη διάδοση ή στη μεταβίβαση διανοητικών αληθειών, δογμάτων, ηθικών επιταγών κλπ., αλλά στη μεταφορά της ζωής της κοινωνίας που ενυπάρχει στη θεότητα».[12]  Οι συνέπειες αυτής της άκρως αυθεντικής θεολογικής αντίληψης ήταν η εγκατάλειψη της κάθε μορφής «ομολογιακής», και φυσικά «κατηχητικής» θρησκευτικής εκπαίδευσης. Ενώ δηλαδή παγκοσμίως οι Ορθόδοξοι ιδεολογικά επέβαλαν μια περισσότερο περιεκτική και ολιστική κοινή (και όχι προσηλυτιστική) χριστιανική μαρτυρία,[13]ενώ θεολογικά κατοχυρώθηκε η εμπλοκή των χριστιανών στους κοινωνικούς αγώνες και την καταπολέμηση του ρατσισμού (θεολογία της απελευθέρωσης, πρόγραμμα κατά του απαρτχάιντ κλπ), αλλά και την διατήρηση της κτιστής δημιουργίας (οικολογία), ως το sinequanon της αυθεντικής χριστιανικής ιεραποστολής.[14] Παράλληλα υιοθετήθηκαν οι όροι μαρτυρία[15]και δια-θρησκειακός διάλογος, αντί των παλαιότερων εκχριστιανισμός, προσηλυτισμός κλπ. Στην δημόσια εκπαίδευση της χώρας μας δυστυχώς συνεχίζει να επικρατεί το παλαιό μοντέλο ιεραποστολικής ευθύνης. Γι’ αυτό και ο δημόσιος διάλογος περιορίστηκε στην διαλεκτική μεταξύ κατηχητικού και γνωσιολογικού χαρακτήρα του  μαθήματος των Θρησκευτικών, όχι στον τρόπο με τον οποίο ένας/μία θεολόγος εκπαιδευτικός καταθέτει αυθεντικά την μαρτυρία του/της στη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία.
Προσωπικά είμαι υπέρμαχος ενός θρησκευτικού μαθήματος, που ούτε τον κλασσικό κατηχητικό (ή ομολογιακό) χαρακτήρα θα έχει, ούτε απονευρωμένο πνευματικά με αποκλειστικά γνωσιολογική ή πολιτιστική (πόσο μάλλον θρησκειολογική) κατεύθυνση θα καταντήσει, αλλά θα διέπεται από τις διαχρονικές πνευματικές αξίες της Βίβλου, που άλλωστε καλύπτουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, οι οποίες έχουν ρίζες στην Ευρώπη. Είναι αυτονόητο φυσικά ότι στην Ελλάδα οι αξίες αυτές θα διακτινίζονται μέσα από την μακραίωνη παράδοση της Ορθόδοξης πνευματικότητας και τις πολιτιστικές εκφράσεις που αυτή έχει εμπλουτίσει τη χώρα μας. Αλλά ο βιβλικός ή μη χαρακτήρας της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην πατρίδα μας έχει λίγη πλέον σημασία. πολύ πιο σημαντικός είναι ο πνευματικός και υπαρξιακός χαρακτήρας του θρησκευτικού μαθήματος. Θεολογικά πλέον, αλλά και πρακτικά, οι αποδέκτες της θρησκευτικής εκπαίδευσης, είτε είναι Ορθόδοξοι είτε πιστοί των άλλων χριστιανικών δογμάτων και θρησκειών, είτε ακόμη αγνωστικιστές, ακόμη και άθεοι δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως αντικείμενα της χριστιανικής ιεραποστολής, αλλά ως εταίροι στο διάλογο για έναν καλύτερο κόσμο, έναν διάλογο που θα αντιμετωπίζει τα υπαρξιακά προβλήματα και τις αγωνίες των μαθητών, κάτι δηλαδή που θεολογικά ερμηνεύεται ως συμβολή στην εδραίωση, έστω συνεργικά και προληπτικά, της Βασιλείας του Θεού «ως εν ουραγνώ και επί της γης».[16]  Σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται και ο διάλογος με τα άλλα ζωντανά θρησκεύματα, που οδηγεί όχι απλά στην ανεκτικότητα, αλλά στην αγαπητική σχέση και την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των ανθρώπων.
Η περιεκτική αυτή Ορθόδοξη ιεραποστολική αντίληψη και η θεμελίωση της χριστιανικής μαρτυρίας στην δημόσια εκπαίδευση σε ένα άλλο, υψηλότερο πνευματικό και θεολογικό επίπεδο, αποτελεί τη μοναδική αποτελεσματική μαρτυρία ενός θεολόγου εκπαιδευτικού στη σύγχρονη εποχή. Σήμερα η θρησκευτική εκπαίδευση δεν μπορεί να ενεργεί ως βραχίονας παροχημένων θεολογικών αντιλήψεων, ούτε ακόμη να υποκαθιστά ή και να νομιμοποιεί την θεσμική έκφραση της Εκκλησίας, αλλά να αντιμετωπίζει κριτικά τους θεσμούς του κόσμου τούτου και προφητικά να καταγγέλλει τις άδικες δομές του. Κυρίως όμως να απαντά στα υπαρξιακά προβλήματα της σύγχρονης εφηβείας, αλλά και της νεολαίας γενικότερα.
Με την εκ νέου ανακάλυψη της ευχαριστιακής θεολογίας της αρχαίας Εκκλησίας,[17] η θρησκευτική εκπαίδευση οφείλει να βασίζεται στη θεολογία του «οίκου του Θεού», η οποία προβάλλει την έννοια της ετερότητας, της σπουδαιότητας των σχέσεων, της οικειότητας, της ζεστασιάς της οικογένειας, Πατέρας της οποίας είναι ο Θεός που αδιάκοπα επιζητεί με θαλπωρή «επισυναγαγείν τα τέκνα (του) ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας» (Ματθ 23,27=Λουκ 13,34).[18]
Β. Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Από την εποχή του μεσαιωνικού σχολαστικισμού, και ειδικότερα κατά την νεωτερικότητα (Διαφωτισμό), η θεολογία, το περί Θεού ερώτημα, αλλά και η κατανόηση του γενικότερου θρησκευτικού φαινομένου, η κεντρική δηλαδή πτυχή της οποιασδήποτε θρησκευτικής  εκπαίδευσης, δημόσιας/ουδετερόθρησκης ή ομολογιακής, εξετάζονταν σχεδόν αποκλειστικάμε τις μεθόδους της αριστοτελικής λογικής.[19] Η ορθολογική γνώση ήταν, και σε μερικές περιπτώσειςεξακολουθεί να θεωρείται ως η μόνη νόμιμη μορφή της γνώσης. Έτσι, ιδιαίτερα στον χριστιανικό κόσμο, η θρησκευτική εκπαίδευση εξοβελίστηκε σταδιακάαπό το ευχαριστιακό/λειτουργικό της πλαίσιο, δηλαδή την εκκλησιακή υπόσταση της κοινότητας, και το τοπικό/ενοριακό πλαίσιο. Η ορθολογική κατανόηση του Θεού και της ανθρωπότητας νομοτελειακά συνέτειναν στην καθιέρωση μιας γνωσιο-κεντρικά τοποθετημένης, και – ιδιαίτερα στη Δύση – ιεραποστολικά προσανατολισμένης θεολογικής, και γενικότερα θρησκευτικής, εκπαίδευσης. Ακόμη και σήμερατα περισσότερα θεολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα σε ολόκληρο τον κόσμο ανεξαρτήτως δογματικής προέλευσης έχουν διαρθρωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εκπαιδεύουν εκκλησιαστικούς«ηγέτες», όχι το σύνολο τουλαού του Θεού, να εφοδιάζουν ιερείς, ιεραπόστολους, δασκάλους, καθηγητές με τα αναγκαία μέσα για τη διατήρησηκαι διάδοση ορισμένων χριστιανικών δογμάτων ή ηθικών επιταγών, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και την υπεράσπιση παρωχημένων θεσμών, και όχι για τη δημιουργία τοπικών ευχαριστιακών κοινοτήτων, και φυσικά στην περίπτωση της δημόσιας εκπαίδευσης, ανοιχτών κοινωνιών με ηθικά πρότυπα. Έχει χαθεί,  με άλλα λόγια, ο σχεσιακός χαρακτήρας και ηκοινότικαπροσανατολισμένη καιεσχατολογικά οριοθετημένηδιάσταση της θρησκευτικήςεκπαίδευσης.[20]
Η σύγχρονη αντίληψη για την θρησκευτική εκπαίδευση έχει προ πολλού απορρίψει την λεγόμενη «τραπεζική» αντίληψη (bankingconceptforreligiouseducation), όπως την περιέγραψε από το 1971 με γλαφυρότητα ο Paulo Freire στο διάσημο έργο τουΠαιδαγωγική των καταπιεσμένων (PedagogyoftheOppressed),και έχει υιοθετήσει μια μέθοδο που επικεντρώνεται στα υπαρκτά προβλήματα και ερωτήματα (problem-posing concept). Αν οι παραδοσιακές μορφές θρησκευτικής εκπαίδευσης ιστορικά έχουν αποδειχθεί ισχυροί παράγοντες στη διατήρηση του statusquoπου στην εμπειρία των περισσοτέρων οδηγούσαν σε καταπιεστικές και αλλοτριωτικές καταστάσεις, η μεθοδολογία της τελευταίας, διαλογική στη φύση της, αποδείχτηκε αποτελεσματικότερη και απελευθερωτική, αφού επί πλέον ως προς την διαδικασία της τόσο ο παιδαγωγός όσο και ο μαθητής είναι κατ’ ουσίαν εταίροι στην πορεία για την αναζήτηση της αλήθειας και της αντιμετώπισης των υπαρξιακών και λοιπών προβλημάτων των διδασκομένων. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της αναγκαιότητας καθιέρωσης μιας θεολογίας «εκ των κάτω» (theologyfrombelow), παράλληλα με την παραδοσιακή θεολογία εκ των άνω (theologyfromabove). Αν η δεύτερη ξεκινούσε από τις αναλλοίωτες αλήθειες και αναζητούσε τις συνέπειες για τα πραγματικά καθημερινά προβλήματα, οδηγώντας μερικές φορές σε ανεπίτρεπτο δογματισμό χωρίς τις απαραίτητες ηθικές προεκτάσεις, η θεολογία εκ των κάτω αρχίζει από τα σύγχρονα προβλήματα αναζητώντας ερείσματα στην μακραίωνη χριστιανική παράδοση, επαναδιατυπώνοντας μερικές φορές τη χριστιανική θεολογία επί τη βάσει του ευαγγελικού λόγου του Χριστού.[21]
Με βάση τις πιο πάνω διεθνείς και διαχριστιανικές εξελίξεις στο χώρο της χριστιανικής παιδαγωγικής η θρησκευτική εκπαίδευση μόνον τότε μπορεί να διακονήσει και την Εκκλησία, αλλά πολύ περισσότερο την ευρύτερη κοινωνία, αν αποφασίσει τελικά να επικεντρωθεί στα εναγώνια ερωτήματα της νέας γενιάς, αλλά και στα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας.[22] Αν δηλαδή στραφεί στην «ιστορική» πραγματικότητα, χωρίς βέβαια να αγνοεί την ανεκτίμητη πολιτιστική παράδοση και θρησκευτική κληρονομιά του τόπου. Ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση του θρησκευτικού μαθήματος του δημόσιου σχολείου στην λυκειακή εκπαίδευση, στο τελευταίο δηλαδή στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκείνο της μη υποχρεωτικής. Άλλωστε η αυθεντική χριστιανική ενανθρωπησιακή θεολογία, κυρίως στην Ορθόδοξη εκδοχή της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στην ιστορία και τα έσχατα, η επιτυχής δηλαδή σύνδεση του εσχατολογικού οράματος της Εκκλησίας και της τραγικής ιστορικής, κοινωνικής και κοσμικής πραγματικότητας.
Πριν από μερικά χρόνια η Παγκόσμια Συνομοσπονδία Θεολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων παρουσίασε έναν ενδεικτικό κατάλογο ζητημάτων, που έχουν παγκόσμια εμβέλεια, που επηρεάζουν πλέονόλες ανεξαίρετα τις κοινωνίες, και που είναι κεντρικής σημασίας και για την αποστολή της Εκκλησίας: α. η πνευματικότητα και τα ανθρώπιναδικαιώματα, ιδιαίτερα τα δικαιώματα των γυναικών· β. η παγκοσμιοποιημένη πλέον νεοφιλελεύθερη οικονομίαέναντι τηςθείας οικονομίας· γ.η ανάπτυξη του υλισμού και η συνακόλουθη περιθωριοποίηση των θρησκευτικών αξιών· δ. η αδιαλλαξία και η έλλειψη ανεκτικότητας σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες εθνοτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις· ε. η βιο-ηθική, η επιδημία του AIDS κλπ· στ.η ακεραιότητα της δημιουργίας εν όψει της οικολογικής κρίσης· ζ. θέματα που συνδέονταιμε την πληρότητα και το μέλλον της ανθρώπινης ζωής και των ανθρώπινων κοινοτήτων.[23]
Γ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Η ιστορική συγκυρία πραγματοποίησης της νέας αυτής θεολογικής και παιδαγωγικής αντίληψης για τη θρησκευτική εκπαίδευση είναι η σύγχρονη νεωτερική, εκείνη δηλαδή του Διαφωτισμού, στις αξίες και τα ιδεώδη και ιδανικά του οποίου είναι θεμελιωμένη, καλώς ή κακώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία και καθορίζει το γενικό πλαίσιο της εκπαίδευσης των πολιτών της. Η συγκυρία αυτή, ιδίως στην μετα-νεωτερική εκδοχή της, είναι στην ουσία και η κύρια αιτία της έντονης αντιπαράθεσης, η οποία λαμβάνει χώρα σε κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού της δημόσιας θρησκευτικής εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια.
Θα επιχειρήσω να αναλύσω τα αίτια αυτής της αντιπαράθεσης εξετάζοντας τη διαλεκτική σχέση της Εκκλησίας, αλλά και της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία, με τη νεωτερικότητα, την πολυπολιτισμικότητα, την εξέλιξη, και τον εκσυγχρονισμό, θέμα που μέχρι σήμερα δυστυχώς δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής στον ελλαδικό, αλλά και στον ευρύτερο Ορθόδοξο, κόσμο. Κι’ αυτό οφείλεται τόσο στην επιφυλακτικότητα της Εκκλησίας, αλλά και πολλών θεολόγων, να αναγνωρίσουν τα θετικά επιτεύγματα της νεωτερικότητας, όσο και στη μη αποδοχή από τη σύγχρονη διανόηση της ύπαρξης θεσμών της προ-νεωτερικότητας, όπως Εκκλησία, και επομένως και της δυνατότητας να διαδραματίσει και η θρησκευτική εκπαίδευση, ουσιαστικό ρόλο στο δημόσιο σχολείο, χωρίς αναγκαστικά να αλλοτριωθεί ή να αφομοιωθεί από τη νεωτερικότητα.
Αν σήμερα είναι εφικτός – αλλά και κατά την ταπεινή μου γνώμη επιθυμητός – ένας τέτοιος διάλογος, αυτό κατά κύριο λόγο οφείλεται στην αδιαφιλονίκητη μετάβαση της πνευματικής ζωής της οικουμένης στην μετανεωτερικότητα. Στην πρώτη ενότητα παρουσίασα εν συντομία τις νεώτερες επιστημονικές απόψεις για την αυθεντική μαρτυρία της Εκκλησίας, υπογραμμίζοντας την τεράστια συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας και στο χώρο της παγκόσμιας ιεραποστολής, ενώ στη δεύτερη ενότητα ανέλυσα τις νέες παιδαγωγικές αρχές που διέπουν την χριστιανική θεολογική εκπαίδευση και το ρόλο που αυτή καλείται να διαδραματίσει στη σύγχρονη μετανεωτερική πολυπολιτισμική κοινωνία.
Σε διεπιστημονικό επίπεδο γίνεται συνήθως αναφορά στη διαλεκτική αντιπαράθεση και βεβαίως στη διαδοχική μετάβαση από την προνεωτερικότητα (premodernity), στη νεωτερικότητα (modernity), κι από κει στη μετανεωτερικότητα (postmodernity). Πιο συγκεκριμένα, στην εναλλαγή κατά την ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού των σχέσεων θρησκείας και δημόσιας γνώσης (publicknowledge). Η δημόσια γνώση κατά τεκμήριο προάγεται στην κοινωνία με τη δημόσια εκπαίδευση. Γι’ αυτό και η θρησκευτική εκπαίδευση στη δημόσια εκπαίδευση ήταν πάντοτε αμφιλεγόμενη.
Κατά την προνεωτερικότητα (premodernity) οι κοσμολογικές ιστορίες των ιερών κειμένων όλων ανεξαρτήτως των θρησκειών αποτελούσαν τη μοναδική και αποκλειστική βέβαιη δημόσια γνώση, την οποία οι άνθρωποι πίστευαν ότι διέθεταν για την παγκόσμια πραγματικότητα. Mε την εμφάνιση, όμως, του Διαφωτισμού η κοσμική επιστήμη αντικατέστησε τη θρησκεία σε ό,τι αφορά τη βέβαιη δημόσια γνώση, με αποτέλεσμα να εκπέσουν οι ιερές ιστορίες στο επίπεδο της πλέον αβέβαιης γνώσης, και η θρησκεία σε ατομική υπόθεση. Γι’ αυτό μάλιστα και ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του μοντερνισμού ήταν ανέκαθεν ο πλήρης διαχωρισμός κράτους-Εκκλησίας, αλλά και γενικότερα η εξώθηση της θρησκείας στον ιδιωτικό τομέα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο κοσμικός (secular) χαρακτήρας του δημόσιου τομέα, απαλλαγμένος από κάθε θρησκευτική επιρροή. Γι’ αυτό και η θρησκευτική εκπαίδευση στο δημόσιο σχολείο δεν θα παύσει ποτέ να αποτελεί σημείο αντιλεγόμενο στις σύγχρονες κοινωνίες. 
Μετανεωτερικότητα(postmodernity) είναι ένας αρκετά αμφιλεγόμενος όρος, με τον οποίο προσδιορίζεται αφενός μια ιστορική μετάβαση στη νεώτερη ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού και αφετέρου μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδος με συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα. Η μετανεωτερικότητα για ένα μεγάλο αριθμό ερευνητών και διανοουμένων δεν είναι τίποτε άλλο παρά η παραδοχή, ότι η επιστημονική γνώση, η οποία αμφισβήτησε τη βασισμένη στην πίστη παραδοσιακή θρησκευτική γνώση εν ονόματι του καθαρού λόγου και της επιστημονικής κριτικής, σε σημαντικούς τομείς είναι το ίδιο σχετική με την οποιαδήποτε θρησκευτική γνώση. Προσφέρει με άλλα λόγια εξίσου επινοητική και όχι επακριβή και αδιαφιλονίκητη ερμηνεία του κόσμου με εκείνη της προνεωτερικής εποχής.
Σήμερα, στις αρχές της 3ης χιλιετίας, η θεωρία της εκκοσμίκευσης και η εξ αυτής απορρέουσα περιθωριοποίηση της θρησκείας (και κατά συνέπεια και της θρησκευτικής εκπαίδευσης) σε ένα μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας διανόησης είναι τόσο περιορισμένη, όσο δημοφιλής και αυτονόητη εμφανιζόταν τριάντα μόλις χρόνια πριν. Γι’ αυτό και πολλοί θεωρούν ότι είναι θεμιτό ο θεολογικός προβληματισμός να διαδραματίζει κάποιο ρόλο, γιατί όχι και σημαντικό, προς αυτή την κατεύθυνση. Με δεδομένη μάλιστα την επικίνδυνη προέλαση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης(globalization), την αδυναμία της πολιτικής να ελέγξει την αυτόνομη και ανεξέλεγκτη πορεία της οικονομίας, με τη ραγδαία ανάπτυξη της βιολογίας και της ιατρικής τεχνολογίας (κλωνοποίηση), πολλοί θεωρούν κάτι τέτοιο, όχι μόνον θεμιτό, αλλά και επιθυμητό, ίσως και επιβεβλημένο.Θα πρέπει μάλιστα να επιζητείται, τουλάχιστο στο βαθμό που ενθαρρύνονται οι λεγόμενες «κινήσεις πολιτών». Όπως και να έχουν τα πράγματα, αναγνωρίζεται πλέον δειλά-δειλά ότι η θρησκεία αποτελεί εξόχως σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης,ώστε να μην αποκλείεται από τη δημόσια εκπαίδευση, τις δημόσιες κοινωνικές, πολιτιστικές, ακόμη και πολιτικές αντιπαραθέσεις.[24]Αυτό το στρατηγικό πλεονέκτημα κινδυνεύουν να το χάσουν οι θεολόγοι μας εξαιτίας ορισμένων φανατικών αντιδράσεων, που περισσότερο υποκινούνται από το συναίσθημα παρά από τη λογική.
Και αυτό κυρίως οφείλεται σε μια παρωχημένη αντίληψη περί του ρόλου και της αποστολής της Εκκλησίας, εκείνη του «φρουρίου», με στόχο την διατήρηση και υπεράσπιση των κεκτημένων, της επίκτητης (πολιτιστικής,εθνικής κλπ) παράδοσης, και όχι την αυθεντική της «εξόδου», της ιεραποστολικής μαρτυρίας της στο σύγχρονο κόσμο. Η πρώτη ήταν η μέχρι Πάπα Φραγκίσκου επικρατούσα στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία αντίληψη, και εν ημίν μιας μερίδας φονταμενταλιστών. Η δεύτερη, κατά την άποψή μου αυθεντική Ορθόδοξη, μαρτυρούμενη και από πλήθος διορθοδόξων ιεραποστολικών (και οικουμενικών) κειμένων, είναι η επιχειρούμενη τομή στην πρεσβυτέρα Ρώμη με την εγκύκλιο του Πάπα Φραγκίσκου «Η χαρά του Ευαγγελίου» και η αντίληψη που διατρέχει τη Νέα Διακήρυξη περί Ιεραποστολής του ΠΣΕ, στη σύνταξη και διαμόρφωση της οποίας καταλυτική υπήρξε η συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας.[25]
Υποστηρίζοντας όλα τα παραπάνω, θεωρώ επιβεβλημένο να υπογραμμίσω, εκείνο που οι κοινωνιολόγοι της γνώσεως πολύ συχνά μας υπενθυμίζουν, ότι δηλαδή ο μοντερνισμός, ο αντι-μοντερνισμός, ή κατ’ άλλους εναλλακτικός μοντερνισμός, ο μετα-μοντερνισμός, η μετανεωτερικότητα δηλαδή, ακόμη και ο απο-μοντερνισμός, η πλήρης αποδόμηση της νεωτερικότητας, θα πρέπει πάντοτε να εκλαμβάνονται ως ταυτόχρονες, ταυτόσημες και παράλληλες διαδικασίες, ποτέ ως διαδοχικές. Αλλιώς η μετανεωτερικότητα μπορεί εύκολα να καταλήξει σε ένα νέο είδος παραδοσιαρχίας (neo-traditionalism), να οδηγήσει δηλαδή σε τελευταία ανάλυση σε πλήρη άρνηση των επιτευγμάτων και των θετικών αξιών του λεγόμενου «δυτικού πολιτισμού». Κι αυτός οφείλω να ομολογήσω είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος, αφού η πλήρης κυριαρχία ενός αποστεωμένου ορθολογισμού τους δυο τελευταίους αιώνες μερικές  φορές οδηγεί τους πάσης φύσεως νοσταλγούς του παρελθόντος στην αναζήτηση ενός νέου «παραδείγματος», το οποίο όμως πολλές φορές δεν είναι «νέο», αλλά απλή ανακύκλωση παλαιών δοκιμασμένων και απορριφθέντων «παραδειγμάτων», (νέο-ρομαντισμός, νέο-μυστικισμός, νατουραλισμός, κλπ.). Όλοι αυτοί οι νέο-ισμοί έχουν πολλά κοινά σημεία με τις σφοδρότατες αντιδράσεις, προερχόμενες κυρίως στην Ευρώπη από το χώρο της εκκλησίας και της θεολογίας, από τις αρχές του 18ου αι. και εξής ενάντια στη νεωτερική επανάσταση, την οποία τελικά η δυτική κοινωνία μας έχει ουσιαστικά αποδεχτεί και στην πράξη ενστερνιστεί. Οι σπασμωδικές αντιδράσεις θρησκευτικών κύκλων εναντίον όσων συστηματικά επιτίθενται (ζώντας ακόμη στην εποχή των μεγάλων αφηγήσεων [grandnarratives] της νεωτερικότητας ) στο μάθημα των θρησκευτικών (αυτούς που με άλλους συναδέλφους ονομάζω «φονταμενταλιστές της νεωτερικότητας») σ’ αυτήν ακριβώς την ατελέσφορη τακτική εντάσσονται.
Πριν από μερικές δεκαετίες, σημαίνων κοινωνιολόγος της θρησκείας, ο PeterBerger, οριοθετώντας τις σχέσεις της Εκκλησίας με τη πολυπολιτισμικότητα, και της θεολογίας με την επιστημονική γνώση και τη δημόσια εκπαίδευση, διέκρινε δύο κύριες συμπεριφορές: εκείνη της προσαρμογής (accomodation) και εκείνη της αντίστασης (resistance).[26] Έχω προ πολλού υποστηρίξει σε πείσμα τόσο των προοδευτικών όσο και των συντηρητικών, πως και οι δύο συμπεριφορές, τόσο θεολογικά όσο και επιστημονικά, κρίνονται ανεπαρκείς. Η αντίσταση για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Όσο για την προσαρμογή, τα στοιχεία στα οποία η Εκκλησία και η θεολογία της από τη φύση τους αδυνατούν να προσαρμοστούν, αφορούν στις αξίες και τους ακρογωνιαίους λίθους της νεωτερικότητας: (α) την «εκκοσμίκευση» (secularism),(β) την «ατομικότητα» (individualism), και (γ) την εξώθηση της Εκκλησίας στην ιδιωτική σφαίρα.
Με την εκκοσμίκευση εξαντλείται ο ρόλος, η φύση και η αποστολή της Εκκλησίας στη θεσμική της έκφραση, καθίσταται δηλαδή θεσμός του κόσμου τούτου, που μπορεί μεν να είναι αποδεκτός ή και επιθυμητός ακόμη στο κυρίαρχο νεωτερικό παράδειγμα, χάνει όμως τον προφητικό και κυρίως τον εσχατολογικό της χαρακτήρα. H Εκκλησία, αντλώντας το είναι και την ύπαρξή της όχι από αυτό που είναι στο παρόν, ή από αυτό που της δόθηκε στο παρελθόν ως θεσμός, αλλά από αυτό που θα γίνει στα έσχατα, όχι μόνο δεν πρέπει να ενεργεί ως θεσμός του κόσμου τούτου, αλλά να αντιμετωπίζει κριτικά τους θεσμούς του κόσμου και προφητικά να καταγγέλλει τις άδικες δομές του.
Ως προς την ατομοκρατία, τον ιντιβιτζουαλισμό, είναι φανερό ότι η Εκκλησία ως κοινωνία ελευθέρων πιστών, και ασφαλώς όχι ως καταπιεστικός κοινοτισμός που αδιαφορεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα (με βάση τουλάχιστον τη θεμελιακή της διδασκαλία περί απόλυτης ελευθερίας και αυτεξουσίου), είναι ασυμβίβαστη με κάθε είδους αντίληψη, που θέτει ως βάση το μεμονωμένο άτομο και όχι τις σχέσεις του με τον «άλλο», αλλά και τον «όντως Άλλον».
Τέλος, ο περιορισμός της Εκκλησίας στην ιδιωτική σφαίρα αναιρεί την ταυτότητά της, καθώς και την κεφαλαιώδους σημασίας υποχρέωσή της να ευαγγελίζεται στα πέρατα της οικουμένης το χαρμόσυνο μήνυμα του ευαγγελίου. Η χριστιανική θεολογία οφείλει να ανταποκριθεί κριτικά στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, που καταπνίγει τη ζωή και απειλεί τον πλανήτη γη.[27]
Στη σημερινή, λοιπόν, πραγματικότητα η Εκκλησία και οι θεολόγοι της δημόσιας εκπαίδευσης δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν αυτάρεσκα στην ιδιωτική σφαίρα για να καλύψουν υποκριτικά τις ατομικές ανάγκες των πιστών, υποκαθιστώντας το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας. Ούτε η θρησκευτική εκπαίδευση μπορεί να αγνοήσει το χρέος της να αντιπαραθέτει διαρκώς το όραμα μιας άλλης οικουμένης, που είναι έκφραση ζωντανής αλληλεπίδρασης, μιας οικουμένης που θεμελιώνεται στο σύνολο των σχέσεων και όχι των δομών και των κλειστών και περιχαρακωμένωνταυτοτήτων, μιας οικουμένης αυθεντικών σχέσεων κοινωνίας, αντανάκλαση των σχέσεων που ενυπάρχουν στην τριαδική θεότητα. Σ’ αυτό το όραμα όλοι οι άνθρωποι πάσης φυλής και γλώσσας, ο κόσμος των Ορθοδόξων και των ετεροδόξων, των χριστιανών και των πιστών των άλλων θρησκευμάτων, των πιστών και των απίστων, των δικαίων και των αμαρτωλών,είναι δημιουργήματα του ενός Θεού.
Αν, όμως, ούτε η αντίσταση ούτε η προσαρμογή της Εκκλησίας προς τη νεωτερικότητα είναι θεμιτές, υπάρχει η δοκιμασμένη στην ιστορία της Εκκλησίας τρίτη λύση του ιστορικού συμβιβασμού, ή άλλως κοινωνικής ενσωμάτωσης, η παρακαταθήκη δηλαδή των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας. Στην κρίσιμη καμπή της ιστορίας της η Εκκλησία όχι μόνο συμβιβάστηκε με τους «νεωτερικούς» - αν μπορούσε βέβαια κανείς καταχρηστικά να τους ονομάσει έτσι - για τα δεδομένα της εποχής θεσμούς της πολυπολιτισμικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όχι μόνο σεβάστηκε την άλλοτε αποκαλούμενη «πόρνη Βαβυλώνα» (Αποκάλυψη), αλλά τους ενέταξε και στις λειτουργικές της δέλτους. Το μόνο που διατήρησε ανόθευτο ήταν η ταυτότητά της (κι αυτή όχι χωρίς δυσκολίες) και το δικαίωμα της προφητικής κριτικής της στάσης απέναντι στις ιστορικές εξελίξεις.
Η θρησκευτική εκπαίδευση με το μάθημα των θρησκευτικών μπορεί και ασφαλώς πρέπει να υπηρετεί την αποστολή και διακονία της Εκκλησίας, αφού οι φορείς και εκφραστές της, οι θεολόγοι, είναι η προφητική θεολογική της συνείδηση, στην κατεύθυνση όμως που περιγράψαμε πιο πάνω. Θα πρέπει όμως αυτοί να διαλέγονται με συναδέλφους και ιδεολογίες από όλα τα γνωστικά αντικείμενα εντός της σχολικής κοινότητας, με στόχο τη γνήσια κατανόηση του ανθρώπινου προσώπου, υπερασπιζόμενοι με τρόπο διαλεκτικό τις πανανθρώπινες αξίες και παρακολουθώντας κριτικά την αλματώδη εξέλιξη της κοσμικής επιστήμης. Τέλος, οφείλουν να υπηρετούν και την ευρύτερη κοινωνία, αποτελώντας μοχλό καταλλαγής, θεραπείας και μεταμόρφωσης του κόσμου.Δυστυχώς μέχρι σήμερα η θρησκευτική εκπαίδευση αναγκάστηκε να ακολουθήσει τους δύο δρόμους που περιέγραψε ο Berger: ή τη σύγκρουση με τα σύγχρονα νεωτερικά ιδεώδη και τα πολυπολιτισμικά δεδομένα, ή την αναγκαστική συμμόρφωση μ’ αυτά. Είναι καιρός το θεολογικό δυναμικό της χώρας μας, αλλά και η Ορθόδοξη Εκκλησία γενικότερα, να αφουγκραστούν την αυθεντική Ορθόδοξη κατανόηση περί χριστιανικής μαρτυρίας και τις αρχές νεώτερης χριστιανικής παιδαγωγικής, ιδιαίτερα στο χώρο της θρησκευτικής εκπαίδευσης, και να αλλάξουν ριζικά τη στρατηγική τους στο δημόσιο πολυπολιτισμικό σχολείο, ιδίως στο κρίσιμο σημείο της (μη-υποχρεωτικής) λυκειακής εκπαίδευσης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Από το Μήνυμα των Προκαθημένων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βηθλεέμ στις αρχές του 2000.
[2] Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν ήταν η πρόσκληση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων να συμβάλω στη διαμόρφωση της φιλοσοφίας του Μαθήματος των Θρησκευτικών στο νέο λύκειο, κυρίως όμως η διαβεβαίωση στην προς τούτο επιλεγείσα επιτροπή ότι μπορεί να επιτελέσει το δύσκολο έργο της απρόσκοπτα και απροϋπόθετα με βάση την επιστημονική της αυτοσυνειδησία. Το τελευταίο αυτό, κυρίως όμως η αξιοπιστία την οποία εκ πρώτης όψεως ενέπνευσε αναφορικά προς τη θρησκευτική εκπαίδευση ο νέος υπουργός, ήρε και τις τελευταίες επιφυλάξεις μου για την αποδοχή της όντως τιμητικής αυτής πρόσκλησης.
[3] Πρβλ. S. Neill, History of Missions, Baltimore 19917, σελ. 150, 187, 207εξ.πρβλ. επίσης σελ. 223. Ο DavidJ. Bosch στο κλασικό έργο του, Transforming Mission. ParadigmShiftsinTheologyofMission, NewYork 1991, ασχολείται εκτεταμένα στο τελευταίο του κεφάλαιο με το θέμα αυτό.
[4] K. Raiser, Το μέλλον του οικουμενισμού. Αλλαγή παραδείγματος στην οικουμενική κίνηση; EKO 10 Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 79εξ.
[5] Στο ίδιο, σελ. 76. Το σύνθημα, μάλιστα, του Α΄ Παγκόσμιου Ιεραποστολικού συνεδρίου το 1910 στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, ήταν «ευαγγελισμός του κόσμου σ' αυτή κιόλας τη γενιά». Βιβλικό σημείο αναφοράς σ’ αυτή τη φάση ήταν το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη..» (Ματθ 28,19). Βλ. Ion Bria - Π. Βασιλειάδη,Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία. Εγχειρίδιο Ιεραποστολικής, ΕΚΟ 1 Κατερίνη 1989, σελ.119εξ. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι, όταν στις αρχές του 20ου αι. το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβαλε την ανάγκη αποκαταστάσεως της ενότητας του χριστιανικού κόσμου, το σκεπτικό ήταν καθαρά θεολογικό και εκκλησιολογικό, και αυτό στην πορεία του διαλόγου βοήθησε αποφασιστικά στην υπέρβαση του παλαιού «ιεραποστολικού παραδείγματος».
[6] Αυτή ήταν η κρυφή ελπίδα και το βασικό επιχείρημα του Arend Th. van Leeuwen, Christianity in World History: The Meeting of the Faiths of East and West, Λονδίνο 1964. Δυστυχώς, όμως γι’ αυτόν και την παλαιά αυτή αντίληψη περί χριστιανικής ιεραποστολής, και ευτυχώς για τις περιοχές αυτές, η ανάκτηση της πολιτιστικής τους ανεξαρτησίας συνοδεύτηκε μετά το τέλος της αποικιοκρατίας από μια αναζωπύρωση των θρησκευτικών παραδόσεων, που συχνά αποτελούσαν το σύμβολο της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Έτσι, προς λύπη της «επεκτατικής» ιεραποστολής όλα τα ζωντανά θρησκεύματα Ισλαμισμός, Ινδουϊσμός Βουδισμός κλπ. ξαναζωντάνεψαν, και έφτασαν ακόμη στο σημείο να δημιουργήσουν …ιεραποστολές σε ιστορικά χριστιανικές περιοχές. Περισσότερα στο Κ. Raiser, Το μέλλον του οικουμενισμού, σελ. 115εξ.
[7] Στο ίδιο, σελ. 102.
[8] Βλ. το κλασσικό έργο του διατελέσαντος πρώτου Γ. Γ. του ΠΣΕ. W.A.Visser’t Hooft, No Other Name: The Choice between Syncretism and Christian Universalism, SCM London 1963. Και κριτική αυτής της θέσεως στη θαυμάσια μελέτη του K. Raiser, Το μέλλον του οικουμενισμού, σελ. 88εξ.
[9] Βλ. Η. Βουλγαράκη, Ιεραποστολή. Δρόμοι και δομές, Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 33-36. επίσης του ίδιου, «Ιεραποστολή», ΘΗΕ τόμ. VI, στ.763εξ.
[10] Βλ. το έργο του Stanley Samartha, Courage for Dialogue. Ecumenical Issues in Inter-religious Relationships,WCC Geneva 1981. Στο «ιεραποστολικό παράδειγμα» της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας ήταν εμφανής ένας θρησκευτικός και πολιτικός μονισμός, μια αντίληψη, δηλαδή, συγκεντρωτισμού τόσο αναφορικά με την αναζήτηση της ορατής ενότητας, όσο και αναφορικά με τη μαρτυρία της Εκκλησίας στην οικουμένη και πέρα απ’ αυτήν.
[11] Κ. Raiser, Το μέλλον του οικουμενισμού, σελ. 174. Bλ. και L. Newbigin,  Trinitarian Faith and Today’s Mission, Richmond, 1963, J. Moltmann, The Trinity and the Kingdom of God,  London 1981, και L. Boff, Tunbridge Wells 1988.
[12] Βλ. I. Bria-Π. Βασιλειάδη, Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία, σελ. 15. Η ιεραποστολή της Εκκλησίας έχει βέβαια θεμέλιο την αποστολή του Χριστού, η σωστή όμως κατανόηση αυτής της αποστολής απαιτεί σε πρώτη φάση αναφορά στην τριαδική θεολογία. Η αποστολή των αποστόλων από το Χριστό βασίζεται στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Χριστός απεστάλη από τον Πατέρα δια του Αγίου Πνεύματος, κατά το γνωστό ιωάννειο χωρίο: «καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ καγώ πέμπω υμάς…λάβετε πνεύμα άγιον» (Ιω. 20,21-33). Συνέπεια της θεολογικής αυτής προβληματικής υπήρξε και η σταδιακή βιβλική αναφορά, και φυσικά θεολογική θεμελίωση της αναγκαιότητας της χριστιανικής μαρτυρίας, και σε άλλα – εκτός του γνωστού κλασικού ιεραποστολικού (Ματθ 28,19).
[13] Η επίσημη αναγνώριση του τριαδικού δόγματος δεν υπήρξε φυσικά ποτέ πρόβλημα για την οικουμενικά προσανατολισμένη παγκόσμια ιεραποστολή, ειδικά από την εποχή που διευρύνθηκε τριαδολογικά το άρθρο-βάση του ΠΣΕ στη Γ΄ Γενική του Συνέλευση στο Νέο Δελχί (1961). Παρέμενε όμως για πολύ καιρό στο χριστοκεντρικό προσανατολισμό της.
[14] Περισσότερα στην πρόσφατη μελέτη του (Αρχ. Τιράνων) Αναστασίου Γιαννουλάτου, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας Αθήνα 2000, σελ. 169εξ. Βλ. επίσης του ιδίου, Θέσεις των Xριστιανών έναντι των άλλων θρησκειών, Αθήνα 1975.
[15] Βλ. I. Bria (εκδ.), Martyria-Mission, Geneva, 1980. I. Bria, The Sense of Ecumenical Tradition. The Ecumenical Witness and Vision of the Orthodox, Geneva 1991. P. Vassiliadis, Eucharist and Witness. Orthodox Perspecrives on the Unity and Mission of the Church, Geneva 1998. Πρβλ. επίσης J. J. Stamoolis, Eastern Orthodox Mission Theology Today, New York 1986. Πάνω όμως απ’ όλα τις τελευταίες διακηρύξεις περί ιεραποστολής («Ιεραποστολή και Ενότητα» και «Ιεραποστολή ως Καταλλαγή», YouAretheLightoftheWorld, WCCPublications, Geneva 2005, και σε ελληνική μετάφραση στο Π. Βασιλειάδη, Ενότητα και Μαρτυρία, σελ. 332εξ.
[16] «Θρησκευτικός πλουραλισμός και χριστιανική αυτο-κατανόηση», Π. Βασιλειάδη, Ενότητα και Μαρτυρία, σελ. 404εξ. Αυτό, βέβαια, για τους θεολόγους εκπαιδευτικούς δεν σημαίνει εγκατάλειψη της σωτηριολογικής σημασίας του Χριστού, ο οποίος παραμένει «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω 14,6),  αλλά δυναμική επανερμηνεία της χριστολογίας μέσω της πνευματολογίας, αναγνωρίζοντας με άλλα λόγια ότι το Άγιο «Πνεύμα όπου θέλει πνει» (Ιω 3,8) (βλ. [Μητρ. Περγάμου] J. Ζizioulas, Being as Communion, Studies in Personhood and the Church, SVP, Crestwood, New York 1993).
[17] Πρβλ. τη μελέτη μου «Η ευχαριστιακή προοπτική της αποστολής της Εκκλησίας», Σύναξη 61 (1997), σελ. 29-43. Επίσης, Eucharist and Witness.
[18] Περισσότερα στο Κ. Raiser, Το μέλλον του οικουμενισμού, σελ. 191εξ.
[19] Περισσότερα στη μελέτη μου “Theological Education in the Orthodox World,” Handbook of Theological Education in World Christianity. Theological Perspectives-Regional Surveys-Ecumenical Trends, Regnum Studies in Global Christianity, έκδ. D.Werner-D.Esterline-N.Kang-J.Raja, Oxford 2010, σελ. 603-610, και σε ελληνική μετάφραση στον τιμητικό τόμο του συναδέλφου Χρ. Βασιλόπουλου.
[20] Bλ. P.Vassiliadis, “The Importance of the Ecumenical Vision for Theological Education and Ecumenical Formation. Response,” J. Pobee (έκδ.), Towards Viable Theological Education. Ecumenical Imperative, Catalyst of Renewal, WCC Publications: Geneva, σελ. 66-72.
[21]Βλ. P.Vassiliadis, “Ecumenical Theological Education and Orthodox Issues in the 3rd Millennium,” in Ministerial Formation, 90 (July 2000), σελ.15εξ.Επίσης Petros Vassiliadis (έκδ.), Challenging Traditional Theological Education .20 Years of WOCATI, Νεάπολη 2008.
[22] Ο J. Moltmann, TheologyandtheFutureoftheModernWorld,  ΑΤS 1995, μάλιστα υποστηρίζει πως η θεολογική εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι υπόλογη στην όποια θεσμική εκκλησία, αλλά μόνο στην Βασιλεία του Θεού.
[23] P.Vassiliadis, “The Future of Theological Education in Europe,” Oikoumene and Theology: The 1993-95 Erasmus Lectures in Ecumenical Theology, EKO 11, Thessaloniki 1996, σελ. 11εξ
[24] Πρβλ. Walter Capps, “Religion and Politics: FindingNormativeFactorsinCurrentDiscussions”, JacobNeusner (εκδ.), ReligionandthePoliticalOrderσελ.  259-273.
[25] Βλ. περισσότερα στην αποτίμησή μου από Ορθόδοξης θεολογικής σκοπιάς της νέας ιεραποστολικής διακήρυξης στη σύντομη μελέτη μου “ An Orthodox Assessment of the New Mission Statement,” IRM 102, Number 2 (November 2013), σελ. 174-178.
[26] Peter Berger, The Sacred Canopy. Elements of a Socio­logical Theory of Religion, Doubleday, New York 1967, σελ. 155εξ.
[27]Βλ. τη μελέτη μου “BeyondChristianUniversalism: TheChurch’sWitnessinaMulticulturalSociety,” Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής. Τιμητικό αφιέρωμα στον Ομότιμο Καθηγητή Αλέξανδρο Γουσίδη. Ν.σ. Τμήμα Θεολογίας. Τόμ. 9 (1999), σελ.309-320.
- See more at: http://www.amen.gr/article19069#sthash.3EElD49j.dpuf

Η ιστορία, οι θρύλοι και τα εθιμα για την Φανουρόπιτα και τον άγνωστο Άγιο Φανούριο

Κείμενο Σταμάτη Αννα

Κάθε χρόνο στις 27 Αυγούστου οι Εκκλησίες γεμίζουν πίτες φτιαγμένες από τις νοικοκυρές. Είναι οι γνωστές σε όλους μας «Φανουρόπιτες». Πρόκειται για μια μίξη, λαϊκής παράδοσης, πίστης και τοπικών εθίμων που ξεκίνησε στη Ρόδο και επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα.

Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Φανούριο; Λέγεται πως αυτό δεν είναι καν το πραγματικό του όνομα, ενώ οι πληροφορίες που υπάρχουν για τον ίδιο και την ζωή του είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες.

Το μόνο γνωστό, σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση τουλάχιστον, είναι πως η μητέρα του Αγίου ήταν… αμαρτωλή.

ΑΓΙΕ ΦΑΝΟΥΡΙΕ… ΦΑΝΕΡΩΣΕ

Ποιος δεν θυμάται την γιαγιά του να λέει «Άγιε μου Φανούριε… φανέρωσε το» και να τάζει πίτα ή κερί στη χάρη του; Για τους απλούς ανθρώπους ο Άγιος Φανούριος υπήρξε η μορφή που πάντοτε θα βοηθούσε να βρεθούν τα χαμένα. Από γαμπρούς και νύφες μέχρι χαμένα πρόσωπα ή ακόμη και κλειδιά.

Ο καθένας κατά την πίστη και την ανάγκη του ζητάει.

Σε πολλές περιοχές της ελληνικής επαρχίας ακόμη και σήμερα αυτές τις μέρες, ανύπαντρες γυναίκες πηγαίνουν στην Εκκλησία με την φτιαγμένη από τα χέρια της Φανουρόπιτα, με ένα και μόνο αίτημα. Να «φανερωθεί» ο σύζυγος.

Η ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Αν και κανείς δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για το που, πότε και πως έζησε ο Άγιος, εντούτοις η λαϊκή φαντασία έσπευσε να τις δημιουργήσει.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν, η μητέρα του Αγίου ήταν άνθρωπος που δεν βοηθούσε τους άλλους. Ήταν αμαρτωλή.
Σε πολλές περιοχές της χώρας μας, αρκετοί είναι αυτοί που φτιάχνουν την πίτα για «να συγχωρεθεί η μάνα του Αγίου». Αυτό το έθιμο όμως είναι ελάχιστα διαδεδομένο.

ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ

Μέχρι τον 14ο ή 15ο κατ’ άλλους αιώνα, ο Άγιος δεν ήταν γνωστός. Εκείνη την εποχή στη Ρόδο, κατά την διάρκεια εργασιών αναστήλωσης των τειχών της πόλεως, αποκαλύφθηκε πως υπήρχε ένας μισογκρεμισμένος Ναός στον οποίο υπήρχαν πολλές παλαιές εικόνες.

Μια από αυτές, η πιο καλοδιατηρημένη λέει η παράδοση, ήταν ενός Αγίου ο οποίος φορούσε ρωμαϊκά στρατιωτικά ρούχα και κρατούσε ένα κερί κι έναν Σταυρό.

Το όνομα που φαινόταν ήταν «Ο Άγιος Φανώ».

Γύρω από την εικόνα του Αγίου, υπήρχαν 12 παραστάσεις στις οποίες απεικονιζόταν το μαρτύριο του. Έτσι το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως πρόκειται για έναν μάρτυρα ο οποίος πιθανότατα υπήρξε στρατιώτης.

Το όνομα Φανούριος του αποδόθηκε από τον Μητροπολίτη Ρόδου Νείλο, ο οποίος ανακαίνισε το εκκλησάκι που βρέθηκε η εικόνα, αφιερώνοντας το στον νεοφανή Άγιο Φανούριο.

Αυτές είναι και οι μοναδικές πληροφορίες. Από την Ρόδο, στόμα με στόμα, η ιστορία του νέου Αγίου διαδόθηκε πρώτα στα γύρω νησιά και μετέπειτα σε ολόκληρη τη χώρα.

Η ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΑ

Κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς πως και γιατί ξεκίνησε αυτό το έθιμο. Η φανουρόπιτα βέβαια έχει «μπολιαστεί» και με διάφορα στοιχεία της ελληνικής λαογραφίας αφού κάποιοι θέλουν να φτιάχνεται αυστηρά με 7 υλικά και άλλοι με 9. Οι αριθμοί αυτοί έχουν την δική τους σημειολογία η οποία δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την πίστη όσο με την λαϊκή παράδοση.


Μια από τις πιο γνωστές συνταγές για φανουρόπιτα είναι η εξής:
Υλικά
4 φλιτζάνια τσαγιού αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
1 κουταλάκι κανέλλα
1 μπέικιν
1 φλιτζάνι τσαγιού λάδι
1 φλιτζάνι τσαγιού ζάχαρη
1/2 φλιτζάνι τσαγιού νερό
3/4 φλιτζάνι τσαγιού πορτοκαλάδα
ελάχιστη σόδα, ξύσμα λεμονιού-πορτοκαλιού

Εκτέλεση

Κτυπάμε όλα τα υλικά στο μούλτι για λίγα λεπτά και μετά βάζουμε το αλεύρι με τη σόδα και το μπέικιν και ανακατεύουμε καλά.

Ύστερα βάζουμε : 1 φλιτζάνι σταφίδα ξανθή 1 φλιτζάνι χοντρά κομμένα καρύδια και βάζουμε το μίγμα σε βουτυρωμένο ταψί νούμερο 32.
Ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 45΄ λεπτά.
Όταν ψηθεί το αφήνουμε να κρυώσει και κατόπιν πασπαλίζουμε από πάνω με ζάχαρη άχνη.

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

“Ο καθρέφτης μου είσαι εσύ” σχέδιο δράσης αντιμετώπισης κρίσεων στο σχολικό περιβάλλον

Γενικός σκοπός του σχεδίου δράσης είναι η ανάπτυξη συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών. Το πρόγραμμα δίνει έμφαση στις ικανότητες για ποιοτική επικοινωνία, προσωπική υπευθυνότητα, αυτοεπίγνωση και αυτοαποδοχή. Συμπεριλαμβάνονται οι ενότητες επικοινωνία, αυτοαντίληψη, αναγνώριση – έκφραση και χειρισμός συναισθημάτων, στρατηγικές αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων, επίλυση συγκρούσεων.


"O καθρέφτης μου είσαι εσύ" σχέδιο δράσης from Αννα Παππα

Για την εφαρμογή του προγράμματος διαβάστε εδώ

Πηγή/Αναδημοσίευση:http://pappanna.wordpress.com

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Hotel California. Ύμνος στον σατανά ή μια μουσική καταγγελία της απληστίας;

To 1977, κυκλοφόρησε το τραγούδι “Hotel California” του συγκροτήματος Eagles. Είναι ένα από τα πιο γνωστά ροκ κομμάτια στον κόσμο, αλλά όταν βγήκε, είχε προβληματίσει τους ακροατές με τους ασυνήθιστους στίχους του. Υπήρξαν διάφορες εκδοχές για το ποιο είναι το νόημα του τραγουδιού, αλλά η επικρατέστερη ήθελε τους Eagles να έχουν γράψει έναν ύμνο για τον σατανισμό.

Ο Άντον Λαβί.

Η θεωρία ξεκίνησε από μια ομάδα Ευαγγελιστών. Είχαν παρατηρήσει τη μυστηριώδη μορφή στο εξώφυλο του δίσκου. Το συγκρότημα βρίσκεται σε ένα ξενοδοχείο πολυτελείας και ποζάρει στον φακό, ενώ τριγύρω τους γίνεται πάρτι. Σε ένα παράθυρο στο βάθος, μπορεί κανείς να διακρίνει μία σκοτεινή μορφή, που κοιτάζει το συγκρότημα. Είπαν, λοιπόν, ότι η σκοτεινή φιγούρα στο παράθυρο ήταν ο Άντον Λαβί, ο συγγραφέας της “Βίβλου του Σατανά”. Ο Λαβί είχε αγοράσει ένα ξενοδοχείο στο Σαν Φρανσίσκο, για να στεγάσει την Εκκλησία του Σατανά, της οποίας ηγούνταν. Στο τραγούδι ακούγεται ο στίχος “Kill the Beast”, δηλαδή “σκοτώστε το θηρίο”. Θεώρησαν ότι όταν οι Eagles έγραφαν για το θηρίο, εννοούσαν τον Σατανά. Το ξενοδοχείο, απ” το οποίο δεν μπορείς να φυγεις ποτέ, όπως λέει ο στίχος “you can check out anytime you like, but you can never leave”, είναι η εκκλησία των Σατανιστών.

Σύμφωνα με τους δημιουργούς, το τραγούδι δεν έχει καμία σχέση με τον Λαβί και τον σατανισμό.
Οι στίχοι μιλάνε για ένα ταξιδιώτη, που πάει σε ένα ξενοδοχείο πολυτελείας. Αρχικά φαίνεται παραδεισένιο, αλλά αργότερα αποκαλύπτονται οι άσχημες πτυχές του. Δυστυχώς για τον ταξιδιώτη, από αυτό το ξενοδοχείο και κατά συνέπεια από τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής, δεν μπορεί να φύγει ποτέ.
Το τραγούδι είναι μία αλληγορία για τον ηδονισμό, την αυτοκαταστροφή και την απληστία στη μουσική βιομηχανία στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Ο Ντον Χένλεϊ, ο τραγουδιστής του συγκροτήματος, είπε ότι είναι η δική τους ερμηνεία για τη “μεγάλη ζωή” στο Λος Άντζελες και ότι είναι “ένα τραγούδι για το σκοτεινό υπογάστριο του αμερικανικού ονείρου και την υπερβολή στην Αμερική”. Ο Ντον Φέλντερ, ο κιθαρίστας των Eagles, περιέγραψε το 2008, πώς εμπνεύστηκαν το τραγούδι: “Ο Ντον Χένλεϊ και ο Γκλεν (Φρέι) έγραψαν τους περισσότερους απ” τους στίχους.
Όλοι μας φτάσαμε στο Λος Άντζελες νύχτα, οδηγώντας. Κανείς μας δεν ήταν απ” την Καλιφόρνια και αν οδηγήσεις προς το Λ.Α. τη νύχτα… μπορείς να δεις αυτή τη λάμψη, στον ορίζοντα, απ” τα φώτα και οι εικόνες αρχίζουν να παίζουν στο μυαλό σου και όλα τα όνειρα που έχεις κάνει. Και το τραγούδι είναι γι” αυτό το πράγμα.”...

Oι στίχοι

On a dark desert highway, cool wind in my hair

Warm smell of colitas, rising up through the air
Up ahead in the distance, I saw a shimmering light
My head grew heavy and my sight grew dim
I had to stop for the night.
There she stood in the doorway;
I heard the mission bell
And I was thinking to myself
“This could be heaven or this could be Hell”
Then she lit up a candle and she showed me the way
There were voices down the corridor,
I thought I heard them say
Welcome to the Hotel California
Such a lovely place (such a lovely place)
Such a lovely face.
Plenty of room at the Hotel California
Any time of year (any time of year) you can find it here
Her mind is Tiffany-twisted, she got the Mercedes benz
She got a lot of pretty, pretty boys, that she calls friends
How they dance in the courtyard, sweet
summer sweat Some dance to remember, some dance to forget
So I called up the Captain,
“Please bring me my wine”
He said, “we haven’t had that spirit here since nineteen sixty-nine”... And still those voices are calling from far away,

Wake you up in the middle of the night
Just to hear them say»
Welcome to the Hotel California
Such a lovely place (such a lovely place)
Such a lovely face.
They livin” it up at the Hotel California
What a nice surprise (what a nice surprise), bring your alibis
Mirrors on the ceiling,
The pink champagne on ice
And she said, “we are all just prisoners here, of our own device”
And in the master’s chambers,
They gathered for the feast
They stab it with their steely knives,
But they just can’t kill the beast
Last thing I remember, I was
Running for the door
I had to find the passage back to the place I was before
“Relax” said the night man,
“We are programmed to receive.
You can check out any time you like, But you can never leave!

 http://www.mixanitouxronou.gr/
 

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Λοβέρδος – Το μάθημα των θρησκευτικών υπηρετεί μορφωτικούς σκοπούς και θα παραμείνει στα σχολεία

Λοβέρδος: Δεν τίθεται θέμα έξωσης των Θρησκευτικών από τα σχολεία 

Το μάθημα υπηρετεί μορφωτικούς σκοπούς, τονίζει ο υπουργός Παιδείας 
Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ενταγμένο από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους στον κορμό των μαθημάτων του σχολείου, τα δε Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος, όπως και των άλλων μαθημάτων, είναι νόμος του Κράτους και διδάσκονται υποχρεωτικά, τονίζει σε έγγραφό του που διαβίβασε στη Βουλή ο υπουργός Παιδείας, μετά από σχετική ερώτηση. Παράλληλα, ο κ. Λοβέρδος υπογραμμίζει ότι το μάθημα υπηρετεί καθαρά μορφωτικούς σκοπούς και το περιεχόμενό του καλύπτει συγκεκριμένες παιδευτικές ανάγκες και δεν επιδιώκει να αντικαταστήσει την κατήχηση της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί βασική και διακριτή ποιμαντική δραστηριότητά της. Επίσης, το μάθημα βοηθά στην κατανόηση της Ορθόδοξης Παράδοσης και εκφράζει τον θρησκευτικό πολιτισμό στο πλαίσιο ενός διαπολιτισμικού διαλόγου με τον θρησκευτικά “άλλον” και “διαφορετικό”. Παράλληλα, το μάθημα διαλέγεται με τα άλλα μαθήματα στο πλαίσιο της διεπιστημονικής προσέγγισης της σχολικής γνώσης, η οποία αποσκοπεί στην καλλιέργεια ενός γνήσιου ανθρωπισμού. Ο υπουργός Παιδείας επισημαίνει ότι η Πολιτεία εργάζεται για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, για την ωφέλεια του κοινωνικού σώματος, για τη δημιουργική υπέρβαση της κρίσης και την αναζωογόνηση της πατρίδας και δεν τίθεται ζήτημα έξωσης του μαθήματος των Θρησκευτικών από την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Επίσης, ο υπουργός κάνει γνωστό ότι μαθητές που ανήκουν σε άλλο δόγμα ή άλλο θρήσκευμα δε συμμετέχουν στον εκκλησιασμό, εφόσον οι γονείς τους το ζητήσουν με γραπτή δήλωση. Όταν ένας από τους γονείς ανήκει σε άλλο δόγμα ή θρησκεία, για να γίνει απαλλαγή χρειάζεται κοινή δήλωση των γονέων. Αν οι γονείς είναι διαζευγμένοι ισχύει η δήλωση του γονέα που έχει την επιμέλεια, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 αυτού του Π.Δ. Οι γονείς των μη ορθόδοξων μαθητών ενημερώνονται έγκαιρα για την ημέρα και την ώρα του εκκλησιασμού, ώστε αυτοί να οδηγηθούν στο σχολείο μετά τη λήξη του. Όταν ο εκκλησιασμός γίνεται έκτακτα ή δεν ειδοποιούνται οι γονείς και κηδεμόνες των παραπάνω μαθητών, η απασχόληση και η επιτήρησή τους γίνεται με ευθύνη του σχολείου. Αν οι γονείς επιθυμούν να αναγράφεται στα επίσημα έγραφα ή βιβλία του σχολείου ότι ακολουθούν άλλο δόγμα ή θρησκεία, πρέπει να προσκομίσουν πιστοποιητικό Μητρώου ή Δημοτολογίου, στο οποίο να αναφέρεται ότι ακολουθούν συγκεκριμένο δόγμα. Οι παραπάνω μαθητές, εφόσον προσέρχονται στο σχολείο πριν γίνει η πρωινή προσευχή, παρευρίσκονται με το τμήμα που ανήκουν στο χώρο της συγκέντρωσης χωρίς να συμμετέχουν σε αυτή και τηρώντας απόλυτη ησυχία, σεβόμενοι τους δασκάλους και τους συμμαθητές τους που προσεύχονται. Ο υπουργός Παιδείας αναφέρθηκε στην απάντησή του και στις δυο εγκυκλίους που ισχύουν για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνα στις οποίες μεταξύ των άλλων ορίζονται τα ακόλουθα: Εγκύκλιος 91109/2008 Ύστερα από την υποβολή ερωτημάτων σχετικά με το θέμα της απαλλαγής των μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών, σας κάνουμε γνωστό ότι για την απαλλαγή αυτή απαιτείται υπεύθυνη δήλωση του κηδεμόνα του μαθητή αν είναι ανήλικος ή του ιδίου αν είναι ενήλικος, στην οποία θα αναφέρεται η επιθυμία απαλλαγής, χωρίς να δηλώνεται ο λόγος της συγκεκριμένης επιλογής. Εγκύκλιος 104701/2008 Για τους γονείς των ανήλικων μαθητών ή τους ίδιους τους μαθητές, εάν είναι ενήλικοι, που για λόγους συνείδησης δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν είναι αναγκαία η αιτιολόγηση της άρνησης στην υπεύθυνη δήλωση που απαιτείται. Διαδικασία άλλωστε που ακολουθείται στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση για πάρα πολλά χρόνια. 

Καλόγηρος Βασίλειος 
news.gr

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Το παράπονο


Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις.
Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό,να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές.
Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές…
Να περιμένεις μεγάλες στιγμές.
Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου .
Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου,την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.
Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά.
Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα.
Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς.
Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς…
Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου.
Μα κάθε μέρα αποτυγχάνω.
Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη Ζωή.
Που η λύπη τους είναι η δύναμή τους.
Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους.
Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα,γιατί δεν μαθαίνονται όλα.
Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα,στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.

Απόσπασμα από: "Το παράπονο", Οδυσσέας Ελύτης

Πηγή: http://imverias.blogspot.gr/

Τι σημαίνει "αγαπώ το παιδί μου"


Λέμε όλοι, και το πιστεύουμε και έχουμε δίκιο, ότι αγαπούμε τα παιδιά μας. Φυσικά, είναι αλήθεια αυτό, ότι τα αγαπούμε. Από την άλλη, την ίδια στιγμή που το λέμε αυτό, παραδεχόμαστε όλοι και το ομολογούμε με διάφορους τρόπους, είτε στον εαυτό μας, είτε σε φιλικές μας συζητήσεις, είτε στην εξομολόγηση, ότι κάνουμε σφάλματα. Εννοείται ότι αυτό με όλους μας συμβαίνει. Δεν υπάρχει γονέας που δεν κάνει σφάλματα και ούτε θα υπάρξει ποτέ. Πως είναι δυνατό αυτά τα δύο να συνυπάρχουν; Και να αγαπώ τα παιδιά μου και να κάνω σφάλματα; Ίσως, δεν τα αγαπούμε πάντοτε με τον σωστό τρόπο. Πρέπει να μάθουμε τον κατάλληλο τρόπο.
Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που ποθεί την τελειότητα και ταυτόχρονα είναι βουτηγμένος μέσα στην ατέλεια. Και παλεύει με αυτά τα δύο διαρκώς. Οι μαθητές του Χριστού προσεύχονταν, ήταν πιστοί. Αλλά του είπαν: «Κύριε, δίδαξέ μας να προσευχόμαστε» την ίδια στιγμή που προσεύχονταν. Κάτι καλύτερο μπορούσε να γίνει. Κάπως μπορούσε να διορθωθή αυτό. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να δούμε τώρα τι σημαίνει αγαπώ το παιδί μου. Τι σημαίνει η αγάπη, ποιο είναι το πραγματικό της νόημα και πότε είναι σωστή. Έχω καταγράψει μερικά χαρακτηριστικά που έχει η σωστή αγάπη προς τα παιδιά μας -πολλά από αυτά που θα πω ισχύουν και για την αγάπη προς τα εγγόνια μας– και δεν σημαίνει ότι αυτά που έχω καταγράψει είναι τα πάντα. Μπορεί με την δική σας βοήθεια και την συζήτηση να βρούμε και άλλα στοιχεία για το τι σημαίνει αγαπώ σωστά το παιδί μου.
Πρώτον, αγαπώ το παιδί μου όπως είναι και όχι όπως θα ήθελα να είναι. Εάν αγαπώ το παιδί μου όπως θα ήθελα να είναι, αυτό σημαίνει ότι αγαπώ τις προσδοκίες μου. Αγαπώ τις φαντασιώσεις μου, πως το φαντάζομαι δηλαδή. Άρα, αγαπώ τον εαυτό μου σε τελευταία ανάλυση. Αυτό είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό της σωστής αγάπης, σε όλες τις σχέσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με το ζευγάρι. Όλοι κάνουμε όνειρα πριν γνωρίσουμε τον άνθρωπο που θα παντρευτούμε, τον φανταζόμαστε. Όμως έρχεται η στιγμή που πρέπει να τον αγαπήσουμε όπως είναι. Αλλά το πώς είναι αρχίζουμε να το καταλαβαίνουμε σιγά-σιγά, όχι από την αρχή. Σε μεγάλο βαθμό βέβαια μετά τον γάμο. Αυτό όμως είναι η πραγματική αγάπη. Δηλαδή η αληθινή αγάπη που έχει βάθος, που έχει αντίκρυσμα, που έχει νόημα, είναι όταν αγαπάμε τον άλλο για αυτό που είναι. Όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Και είναι η αγάπη που πατάει στην γη και όχι στα σύννεφα.
Αυτό τώρα στην σχέση γονέων-παιδιών, δεν είναι τόσο εύκολο. Γιατί όμως; Διότι όλοι μας, όσο είμαστε νέοι και δεν έχουμε καν δεσμό, φανταζόμαστε κάποια πράγματα για τα παιδιά μας. Όλοι έχουμε ονειροπολήσει πως θα είναι η οικογένειά μας στο μέλλον. Και έχουμε ονειροπολήσει για τα παιδιά μας πως θα είναι. Την ιστορία με την κουκουβάγια και την πέρδικα την ξέρετε. Τα παιδιά μας θα είναι τα πιο όμορφα, τα πιο έξυπνα, τα πιο πειθαρχημένα, θα τρώνε το φαγητό τους, θα φέρνουν καλούς βαθμούς. Έτσι τα φανταζόμαστε. Ακόμα και όταν είναι μέσα στην κοιλιά τα φανταζόμαστε. Έρχεται όμως η στιγμή που βγαίνει ένα συγκεκριμένο παιδί, το οποίο έχει μερικά μόνο από αυτά που είχαμε φανταστή. Όχι όλα. Και ευτυχώς που δεν τα έχει όλα.
Αλίμονο αν ο Θεός μας έδινε τα τέλεια παιδιά, όπως τα είχαμε φανταστή εμείς. Πρώτα απ’ όλα, δεν θα μαζευόταν ο εγωισμός μας με τίποτε πλέον. Δεν θα είχαμε αφορμή για ταπείνωση καμιά. Αλλά ίσως να ήταν πρόβλημα και για τα παιδιά τα ίδια, να ανταποκρίνονται ακριβώς στις προσδοκίες των γονέων. Δεν θα τους έκανε καλό. Έρχεται και το συγκεκριμένο παιδί, το οποίο δεν είναι και στην φυσιογνωμία όπως ακριβώς το περιμέναμε, άσε που μπορεί να μοιάζει στον πεθερό ή στην πεθερά -αυτό είναι άλλη υπόθεση- δεν είναι τόσο ήσυχο την νύχτα, κλαίει και μας ξυπνάει. Ή, σε μεγαλύτερη ηλικία που παίζει με άλλα παιδάκια, δεν είναι και τόσο ήσυχο στο παιχνίδι, τσακώνεται με τα άλλα παιδιά, τα πειράζει κιόλας μερικές φορές. Και όταν αρχίσει να πηγαίνει σχολείο, δεν ακούγονται και πάρα πολλά «μπράβο». Κι έτσι αρχίζει να πληγώνεται ο γονέας, να τραυματίζεται δηλαδή η εικόνα που είχε πλάσει για το παιδί του. Δηλαδή, διάβαζε: για τον εαυτό του. Τραυματίζεται δηλαδή η εικόνα που είχαμε πλάσει για εμάς, όχι για το παιδί μας.
Επομένως, το να αγαπώ το παιδί μου όπως ακριβώς είναι κι όχι όπως θα ήθελα να είναι, αποτελεί μία άσκηση, όχι απλώς αγάπης, αλλά ταπείνωσης. Είναι μία άσκηση, θα λέγαμε, ευχαριστίας -να το πούμε με εκκλησιαστικούς όρους. Δηλαδή, προσπαθώ να γίνω ευχαριστιακός άνθρωπος. Να ευχαριστώ τον Θεό για αυτή την δωρεά του συγκεκριμένου παιδιού που βρίσκεται στην ζωή μου. Και για να μην παίζω θέατρο με τον Θεό και να το εννοώ ότι Τον ευχαριστώ, πρέπει αυτά τα καλά του παιδιού μου να είναι περισσότερα από τα άσχημα όπως το βλέπω εγώ.
Δεν λέω να είμαστε στα σύννεφα και να νομίζουμε ότι το παιδί μας έχει προτερήματα που δεν έχει. Δεν εννοώ αυτό. Αλλά εννοώ, οι αφορμές που μας δίνει χαρά το παιδί μας να είναι περισσότερες από τις αφορμές που μας αγχώνει, που μας νευριάζει. Τότε μόνο θα είμαι γνήσιος προς τον Θεό και θα Τον ευχαριστώ πράγματι και θα αποδέχομαι το παιδί μου όπως πράγματι είναι. Δηλαδή το πραγματικό παιδί μου, όπως είναι στ’ αλήθεια, γίνεται πηγή χαράς και δοξολογίας κι ευχαριστίας. Και στην Θεία Λειτουργία θα μπορώ να ευχαριστήσω, ώστε να έχει το νόημα που της δίνει η λέξη: Θεία Ευχαριστία. Ότι πηγαίνουμε για να ευχαριστήσουμε «υπέρ των φανερών και αφανών ευεργεσιών, των εις ημάς γεγενημένων».
Το δύσκολο μερικές φορές είναι αυτό, να βρούμε πράγματα για τα οποία να ευχαριστούμε τον Θεό για τα παιδιά μας. Και για τον σύντροφό μας το ίδιο. Διάβαζα κάτι που έγραψε προ καιρού ένας άνθρωπος σαράντα χρονών, που έχασε την γυναίκα του από καρκίνο και έμεινε με δυο παιδιά, εννέα και επτά ετών. Είναι Αμερικανός Ορθόδοξος. «Είναι στιγμές που πονάω πάρα πολύ και μου λείπει πάρα πολύ. Αλλά τα καλά που προσέφερε στην ζωή μου το πέρασμά της μου είναι μέσα μου πολύ περισσότερα από τον πόνο της απουσίας της. Κι ευγνωμονώ τον Θεό που πέρασε από την ζωή μου». Ο ίδιος, έγραφε πριν πεθάνει η γυναίκα του, καθώς την έβλεπε πια να σβήνει: «Είναι κοντά μου και όμως την νοιώθω να φεύγει μακριά μου. Φεύγει και χάνεται από τα χέρια μου. Αυτό με κάνει και πονάω, αλλά με παρηγορεί ότι πάει σε χέρια που την αγαπούν περισσότερο». Συγνώμη για αυτή την παρένθεση, αλλά την βρήκα ωφέλιμη. Λοιπόν, ας κλείσουμε αυτό το πρώτο θέμα.Δεύτερον, «αγαπώ το παιδί μου» σημαίνει, του το δείχνω με τα λόγια μου και με την καρδιά μου. Με την παρουσία μου και με την ψυχή μου, όχι με παροχές. Δηλαδή, δεν είναι απόδειξη ότι αγαπώ το παιδί μου το να του κάνω όλα τα χατίρια, το να του αγοράζω ότι ζητήσει και ότι δεν ζητήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα φτάσουμε στο άλλο άκρο, ότι θα γίνουμε τσιγκούνηδες και ότι τα παιδιά μας θα παρακαλάνε κι εμείς δεν θα τους παίρνουμε. Σημασία έχει να βρούμε το μέτρο. Και το μέτρο θα το βρούμε πιο εύκολα, αν δεν προσπαθούμε με τις παροχές να σβήσουμε ενοχές.
Να κάνω και λίγη ομοιοκαταληξία. Πολύ συχνά, οι υπερβολικές παροχές κρύβουν ενοχές. Διότι δεν είμαστε αρκετά κοντά με τα παιδιά μας, λείπουμε αρκετά ή τέλος πάντων τα έχουμε αδικήσει σε κάτι άλλο. Άλλες φορές οι υπερβολικές παροχές κρύβουν την δυσκολία μας ή την απροθυμία μας να είμαστε μαζί τους σε ζωντανή παρουσία και σχέση. Δηλαδή δεν μας λείπει ο χρόνος τόσο, αλλά μας λείπει η διάθεση να καθίσουμε μαζί τους, να παίξουμε, να διαβάσουμε, να γελάσουμε, να αστειευτούμε, να συζητήσουμε για κάτι, να κάνουμε ψυχική επαφή δηλαδή. Και προσπαθούμε να το αναπληρώσουμε αυτό με τα χατίρια. Μήπως αυτό λέγεται δωροδοκία;
Η ψυχική επαφή δεν είναι καμιά ιδιαίτερη επιστήμη ή τέχνη. Ψυχική επαφή μπορεί να γίνει και αν πάρουμε το παιδί μας και πάμε να ψωνίσουμε στο σούπερ μάρκετ και συζητάμε κάτι χαλαρά. Αλλά ένα-ένα παιδί. Την άλλη φορά παίρνουμε άλλο παιδί μας. Απλώς για να κάνουμε κάτι μαζί, να αισθανθή ότι μετράει για μας. Για να γίνει αυτό όμως -το υπ’ αριθμόν δύο- όπως αντιλαμβάνεστε, θα πρέπει να υπάρχει το υπ’ αριθμόν ένα. Δηλαδή όταν πράγματι μέσα μου αγαπώ το παιδί μου όπως είναι, τότε θα του το δείξω με λόγια και με την φυσική μου παρουσία. Δεν θα του το δείξω με παροχές.
Τρίτον «αγαπώ το παιδί μου» σημαίνει ότι δεν κάνω εγώ αυτά που μπορεί να τα κάνει το παιδί μου. Όπως και ο Θεός πράττει το ίδιο. Μερικές φορές οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε γιατί έρχονται ορισμένα γεγονότα στην ζωή μας δύσκολα, άσχημα, οδυνηρά και λίγο παραπονιόμαστε προς τον Θεό. Αυτό που αποδεικνύεται στην πορεία των πραγμάτων -τουλάχιστον από τους ανθρώπους εκείνους που συνέλαβαν το νόημα- είναι ότι ο Θεός, επιτρέποντας κάποια γεγονότα να συμβούν, κάτι ζητάει από εμάς. Κάτι, το οποίο πρέπει να το κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Μια αλλαγή δική μας, προσωπική. Δεν μπορεί να το κάνει ο Θεός για εμάς αυτομάτως. Πρέπει εμείς να καταβάλουμε αυτόν τον κόπο.
Με τον τρόπο αυτό ο Θεός αποδεικνύει ότι μας τιμάει και αναγνωρίζει ότι έχουμε περισσότερες δυνατότητες και θέλει να ανεβούμε ένα επίπεδο παραπάνω. Δεν μας δίνει έτοιμο φαγητό. Το ίδιο ακολουθεί βέβαια και ο δάσκαλος για τον μαθητή του, δεν του κάνει αυτά που μπορεί να κάνει ο ίδιος. Τον επαινεί, τον βοηθάει, τον καθοδηγεί, αλλά για να αναπτύξει τις δικές του δυνατότητες.
Το ίδιο λοιπόν και στην σχέση γονέα-παιδιού. Δεν θα κάνουμε εμείς τα μαθήματα του παιδιού μας, δεν θα ταΐζουμε το παιδί μας σε ηλικία που μπορεί να φάει μόνο του, δεν θα το ντύνουμε σε ηλικία που μπορεί να κουμπωθή μόνο του και μας το ζητάει κιόλας («άσε με να το κάνω εγώ»), δεν θα του αρνιόμαστε όταν θέλει να μας βοηθήσει σε κάποια δουλειά με την δικαιολογία ότι θα τα κάνει χάλια. Βέβαια θα τα κάνει, αλλά θα τα μαζέψουμε μετά. Έχει πολλή σημασία να νοιώσει πως μας βοηθάει, πως είναι δημιουργικό, και πως βοήθησε και την μαμά του ή τον μπαμπά του σε κάτι. Αυτό του δίνει μεγάλη χαρά.
Μπορείτε να βρείτε πολλά παραδείγματα σε διάφορες ηλικίες, σε παιδιά Γυμνασίου, Λυκείου, σε ενήλικα παιδιά, μέχρι και παντρεμένα παιδιά. Δηλαδή παντρεύονται τα παιδιά μας και μερικές φορές τα υποτιμούμε ακόμη. Τα βλέπουμε ως μικρά παιδιά, ότι δεν μπορούν να βγάλουν πέρα το σπίτι, την οικογένειά τους, και έτσι παρεμβαίνουμε. Ή μας ζητάνε ένα πράγμα και εμείς κάνουμε τριπλάσια από αυτό ή πολύ περισσότερα από αυτό που χρειάζεται. Όχι, θα κάνουμε αυτό που μας ζητάνε. Αν θέλουν κάτι παραπέρα, θα μας το ζητήσουν και θα κάνουμε και το παραπέρα.
Αλλιώς, αν δεν υπάρχουν σαφή όρια, γίνεται μπέρδεμα και αυτό ευθύνεται για πολλές συγκρούσεις με γονείς και παππούδες πλέον. Αυτό είναι πραγματική αγάπη προς το παιδί μας. Μπορεί να φαίνεται σκληρή μερικές φορές αυτή η αγάπη. Εμείς οι Έλληνες, που είμαστε συναισθηματικός λαός, νομίζουμε ότι αγάπη είναι να είσαι μία στρόφιγγα συνεχώς ανοιχτή, να δίνεις τα πάντα, ενώ μερικά από αυτά που δίνεις μπορεί να κάνουν κακό όταν το παιδί δεν τα χρειάζεται και το εμποδίζουν να ωριμάσει.
Αν έχετε προσέξει, κάθε αλλαγή φάσης στην ζωή του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από μία απώλεια. Χάνουμε κάτι, για να βρούμε κάτι άλλο. Βρίσκεται το παιδί εννέα μήνες μέσα στην ησυχία της κοιλιάς και στην προστασία της μήτρας και βγαίνει από εκεί. Την χάνει αυτή την προστασία, αλλά για να βγει στον κόσμο. Είναι βρέφος και βρίσκεται στην αγκαλιά μας. Κάποτε όμως την χάνει την αγκαλιά μας, γιατί πρέπει να περπατήσει. Δεν μπορούμε να το κρατάμε στην αγκαλιά μας συνέχεια. Είναι νήπιο στο σπίτι, μαζί με τους γονείς πάντα. Κάποτε θα φύγει από το σπίτι για να πάει στον παιδικό σταθμό ή στο σχολείο. Πρέπει να χάσει κάτι, για να βρει κάτι άλλο. Θα χάσει κάποτε την παιδική αναμελιά για να μπει στην εφηβεία. Θα έρθει η ώρα να φύγει πια από το σπίτι για να πάει να σπουδάσει ή να κάνει δική του οικογένεια.
Κάθε πρόοδος, δηλαδή, κάθε ανέβασμα στην ζωή, είναι μία απώλεια για να βρεις κάτι καλύτερο. Αυτό ακριβώς δείχνει ότι χρειαζόμαστε αγάπη, η οποία όμως ωριμάζει, έστω κι αν μερικές φορές μας δυσαρεστεί, γιατί μερικά παιδιά έχουν την τάση να ζητάνε πράγματα που τα κρατάνε μωρά. Δεν είναι μόνο ότι τα δίνουμε εμείς, τα ζητάνε και τα παιδιά μερικές φορές και πρέπει εμείς να κρατήσουμε το όριο.Τέταρτον, «αγαπώ το παιδί μου» σημαίνει ότι δεν του ζητώ να πραγματοποιήσει αυτά που δεν μπόρεσα εγώ να πραγματοποιήσω. «Επειδή εγώ δεν σπούδασα, εσύ πρέπει να μπεις στο πανεπιστήμιο και κατά προτίμηση σε συγκεκριμένες σχολές». Αυτό είναι το πιο συνηθισμένο παράδειγμα. Όμως, υπάρχουν φορές που κάποιοι γονείς είναι πολύ αυστηροί όταν τα παιδιά τους δεν τα πηγαίνουν καλά στο σχολείο και τα μαλώνουν και τα δέρνουν καμμιά φορά. Είναι παρατηρημένο ότι μερικές φορές αυτό συμβαίνει διότι δεν τα πήγαιναν οι ίδιοι καλά στο σχολείο και το παιδί τους τους θυμίζει τον κακό εαυτό τους. Δεν συμπαθούσαν καθόλου, ή μάλλον μισούσαν αυτή την πλευρά του εαυτού τους. Ντρέπονται γι’ αυτή και την πληρώνει το παιδί.
Το παιδί όμως είναι ένας άλλος άνθρωπος. Ξεκίνησε μια καινούρια ζωή. Δεν ζητώ από το παιδί μου να πραγματοποιήσει αυτό που δεν έκανα εγώ, γιατί αναγνωρίζω ότι το παιδί μου είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος. Αναγνωρίζω ότι δεν είναι δική μου προέκταση. Έτσι μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα αυτό, που το έχετε ακούσει πολλές φορές, ότι τα παιδιά μας δεν είναι δικά μας. Μπορεί να πήραν τα μισά γονίδιά τους από τον έναν και τα μισά από τον άλλον, αλλά από εκεί και πέρας είναι κάτι καινούριο που ο Θεός μας το έδωσε να το διαχειριστούμε εμείς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Πέμπτον, «αγαπώ το παιδί μου» σημαίνει φροντίζω πάρα πολύ τον γάμο μου, την συζυγία μου. Και όχι το αντίθετο. Όπως μερικοί γονείς που λένε με καμάρι και περιμένουν να τους επαινέσεις: «Από τότε που παντρευτήκαμε δεν έχουμε βγει ποτέ οι δυο μας». Έχω ξαναπεί και σε άλλες ευκαιρίες ότι έχουμε την τάση στις μεσογειακές χώρες, που είναι παιδοκεντρικές, να γινόμαστε σύζυγοι για να γινόμαστε γονείς. Σαν να κάνουμε ένα προσωρινό πέρασμα από την συζυγία, για να φτάσουμε στον πραγματικό μας σκοπό, που είναι να γίνουμε γονείς.
Αυτό είναι και άσχημο και άδικο. Διότι τα παιδιά τα οφείλουμε στην συζυγία. Δεν μπορούμε να παραμελούμε αυτό το οποίο μας χάρισε τα παιδιά, που είναι η ρίζα εξ αιτίας της οποίας έχουμε τον καρπό. Αν συμβή κάτι τέτοιο, έχουμε πολλές δυσκολίες και τα ίδια μας τα παιδιά το πληρώνουν αυτό, διότι δημιουργούνται μετά προσκολλήσεις των γονέων προς τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να υποφέρουμε κι εμείς από υπερβολικό άγχος και τα ίδια τα παιδιά μας στα οποία προσκολλώμεθα.
Αγαπάμε τα παιδιά μας, όταν φροντίζουμε την σχέση μας μέσα στον γάμο και για έναν άλλο λόγο. Διότι τους δίνουμε πρότυπα σχέσης, πρότυπα γάμου, για όταν έλθη η δική τους ώρα. Όταν καλλιεργούμε την σχέση, βαθύτερα καλλιεργούμε την αγάπη, καλλιεργούμε την συγγνώμη, αφιερώνουμε χρόνο και δίνουμε το μήνυμα ότι ο σύντροφός μας αποτελεί προτεραιότητα για εμάς.
Έκτο και τελευταίο, «αγαπώ το παιδί μου» σημαίνει ότι προσπαθώ να ζω τον Θεό και να Τον μεταδώσω στα παιδιά μου. Τα προηγούμενα θα μπορούσαν να ισχύσουν και για τους μη πιστούς γονείς, τους εκτός Εκκλησίας. Εμείς που έχουμε αυτή την δωρεά της πίστης και της συμμετοχής στην Εκκλησία, αισθανόμαστε αυτονόητο ότι αυτό που ζούμε και το χαιρόμαστε χρειάζεται να το μεταδώσουμε. Αλλά για να το μεταδώσουμε, πρέπει να το ζούμε. Είναι αυτή η σειρά. Γενικά, είναι παρατηρημένο ότι δεν μπορούμε να πείσουμε κάποιον για κάτι που δεν το έχουμε πιστέψει οι ίδιοι μέσα μας. Και δεν μπορούμε να πείσουμε το παιδί μας να εφαρμόσει κάτι, αν εμείς δεν το έχουμε εφαρμόσει.
«Τι θα γίνει τότε;», θα μου πείτε. «Δεν θα λέμε στα παιδιά μας τίποτα;», αφού υστερούμε σε τόσα πολλά θέματα πνευματικά. Θα λέμε βέβαια, συμπληρώνοντας όμως και την αυτοκριτική μας: «Εμείς δεν τα έχουμε καταφέρει καλά στο θέμα αυτό, αλλά ξέρεις, ο Χριστός στο Ευαγγέλιο μας έχει δείξει αυτό τον δρόμο. Αγωνιζόμαστε κι εμείς. Δεν τα καταφέρνουμε πολύ καλά, αλλά όμως πιστεύουμε ότι αυτό είναι αλήθεια».
Όσο περισσότερο ζούμε την πίστη, τόσο λιγότερα λόγια θα χρειάζονται για τον Θεό. Θα χρειάζονται λόγια πάντα, αλλά οι περιπτώσεις που λέμε πάρα πολλά λόγια χωρίς αποτέλεσμα, που γινόμαστε φλύαροι και αισθανόμαστε ότι «πάνε στον αέρα», είναι οι περιπτώσεις όπου εμείς έχουμε ένα κενό μέσα μας στο θέμα της σχέσης μας με τον Θεό. Δεν λειτουργεί ζωντανά, δεν υπάρχει αρκετή πίστη, αρκετή αγάπη προς τον Θεό, ποιος ξέρει, ανάλογα με την περίσταση.
Αν το παιδί έχει παραστάσεις από τους γονείς τους ότι αγαπούν την λατρεία της Εκκλησίας, συμμετέχουν στα μυστήρια, προσεύχονται, μελετούν βιβλία, αλλά όλα αυτά δεν τους αλλάζουν ως ανθρώπους, οδηγείται στο αντίθετο αποτέλεσμα, σε δυσφήμιση της πίστης. Αν μας αλλάζουν ουσιαστικά, όμως, αποτελούν την καλύτερη «διαφήμιση» του Θεού και της Εκκλησίας.
Και μπορεί, αν το παιδί μας είναι στην εφηβεία ή έχει διάφορες αντιδραστικότητες, να μην δίνει σημασία σε αυτά και να τα υποτιμά, αλλά αυτά είναι φαινομενικά. Οι έφηβοι τα καταγράφουν όλα, σας πληροφορώ. Όλα. Αλλά δεν αφήνουν να φανή ότι τα κατάλαβαν. Και αργότερα, μετά από χρόνια, εκπλήσσεσαι όταν συζητάς με έναν νέο και σου λέει ότι εκείνο το είχε προσέξει. Το κράτησε μέσα του, όπως και όλα τα καλά που είχε πάρει από τους γονείς του.
Προσπάθησα να δώσω κάποια στοιχεία της υγιούς και σωστής αγάπης προς τα παιδιά μας. Δεν τα έχουμε όλα, αυτό είναι βέβαιο, αλλά χρειαζόμαστε οδοδείκτες, ώστε να κατευθύνουμε τους κόπους μας προς τον ορθό προσανατολισμό. Σας εύχομαι κάθε ευλογία Θεού στο ωραίο άθλημα της αγάπης.

Από το βιβλίο: "Χρειαζόμαστε την οικογένεια;" του π. Βασιλείου Θερμού

Πηγή: http://theologosgr.blogspot.gr/
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...