Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Σημερινότητα η πολύτιμη του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου

Προ καιρού το περιοδικό μας είχε φιλοξενήσει κείμενό μου με τίτλο Συνάντηση με τη "σημερινότητα"[1]. Εκεί είχα προσπαθήσει να καταδείξω έναν ιδιαίτερο κίνδυνο: Τον κίνδυνο της νομιζόμενης ενασχόλησης με την Αφρική (και με κάθε "Αφρική"). Το να δηλώνει, δηλαδή, κανείς ενδιαφέρον για τον τόπο, να μεταβαίνει εκεί, ενδεχομένως και να καυχάται για τη μακρόχρονη παραμονή του επί αφρικανικού εδάφους, αλλά δίχως στην πραγματικότητα να έχει ποτέ οικοδομήσει επαφή με την αληθινή Αφρική. Δίχως έμπρακτη προθυμία για γνωριμία με τη "σημερινότητά" της, δηλαδή με αυτό που στην πραγματικότητα συνιστά αυτή τη στιγμή την Αφρική, ο εν λόγω καυχώμενος μένει στην πραγματικότητα μακριά της, αγκαλιασμένος με ένα φάντασμά της, που ουδαμώς την εκπροσωπεί. "Χωρίς συνάντηση με την σημερινότητα", κατέληγε το κείμενο, "η ομολογουμένως πολύτιμη διάθεση για αποδοχή των ποικίλων πολιτισμών μπορεί να εγκλωβιστεί σε μια φαντασίωση, ότι οι σημερινοί πολιτισμοί είναι ό,τι ήταν πριν από αιώνες, πριν από την όσμωσή τους με την τεχνολογία, τη νεωτερικότητα, τον κοινοβουλευτισμό κλπ. Επί πλέον, η ακαλλιέργητη πεποίθηση ότι οι πολιτισμοί είναι συμπαγείς ουσίες, αδυνατεί να δει ότι όλοι οι πολιτισμοί είναι σύνθετα γεγονότα, ευρισκόμενα σε αδιάκοπη κίνηση. Μέσα σε κάθε πολιτισμό αναπτύσσονται δυνάμεις που ελευθερώνουν και δυνάμεις που σκλαβώνουν [...]. Ο φαντασιακός εγκλωβισμός μας [...] στο παρελθόν και στις γενικεύσεις, μπορεί να μοιάζει απλώς με αγαθό ρομαντισμό, στην πραγματικότητα όμως ίσως να αποτελεί οδυνηρή εκδήλωση αλαζονίας. Της αλαζονίας αυτού που ανενδοίαστα πιστεύει ότι ομφαλός της γης είναι η αυλίτσα του".

Μια πρόσφατη έκδοση επιβεβαιώνει, από τη δική της σκοπιά, την ύπαρξη και την έκταση αυτού του κινδύνου. Πρόκειται για το σπουδαίο βιβλιαράκι του Ρίτσαρντ Καπισίνσκι, Ο Άλλος[2]. Ο Καπισίνσκι (1932-2007) υπήρξε διακεκριμένος Πολωνός δημοσιογράφος και ο πρώτος ξένος ανταποκριτής της χώρας του. Ταξίδεψε σε φλεγόμενες περιοχές της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και προσπαθώντας να αποτυπώσει τη ζωή των λαών τους ζώντας την "από μέσα". Έτσι προχώρησε κάτω από την κρούστα, έδωσε καίριες μαρτυρίες και διατύπωσε διεισδυτικές παρατηρήσεις[3]. Το εν λόγω βιβλίο του αποτελείται από τέσσερις διαλέξεις που έδωσε σε συνέδρια και πανεπιστήμια, ως απόσταγμα ακριβώς των εμπειριών του και των αναστοχασμών του για την έννοια του "άλλου" και του "διαφορετικού". Ο Καπισίνσκι έφτασε σε πολύ σημαντικές θέσεις, οι οποίες μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να ανταμώσουν πολύ γόνιμα την Ορθόδοξη θεολογία και την παραδοσιακή ευαισθησία της για τη βίωση του «άλλου» ως προσώπου μοναδικού, ως όρου της ύπαρξής μας και ως τόπου συνάντησής μας με τον Θεό. Αυτά όμως μπορούμε να τα συζητήσουμε σε άλλη ευκαιρία. Αυτό που θα ήθελα εδώ να ερανιστούμε από τη μαρτυρία τυ Καπισίνσκι, είναι η αποκαλυπτική συνηγορία του υπέρ της επαφής με τη σημερινότητα.

Ο Καπισίνσκι αναφέρεται στις έρευνες, τις εκπλήξεις και τα ευρήματα της κοινωνικής ανθρωπολογίας, μιας πολύτιμης επιστήμης που ο θεολογικός – εκκλησιαστικός χώρος θα την είχε περί πολλού, αν είχε περί πολλού τις ιεραποστολικές σπουδές, δηλαδή τη σοβαρότητα περί το άνοιγμα στο αλλιώτικο. Γράφει σε κάποιο σημείο ο πολωνός δημοσιογράφος για κορυφαίους κοινωνικούς ανθρωπολόγους:

"Συγγραφείς όπως ο Ρίβερς, ο Ράτκλιφ-Μπράουν ή ο Έβανς-Πρίτσαρντ απέδειξαν ότι οι πολιτισμοί των Άλλων ήταν το ίδιο πολύτιμοι και λογικοί όσο ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, με τη μόνη διαφορά ότι ήταν απλώς άλλοι. Ένα βήμα παραπέρα -αλλά τι σημαντικό βήμα όμως!- έκανε ο Μαλινόφσκι, ο οποίος κατέστησε τη λεγόμενη έρευνα πεδίου απαραίτητη προϋπόθεση για τη γνωριμία με τους Άλλους: δεν αρκεί να τους επισκεφθεί κανείς, πρέπει επίσης να ζήσει ανάμεσά τους ή μαζί τους. Έτσι ξεκίνησε από τα Τροβριανά νησιά στον Ειρηνικό, κι εκεί, στη μέση ενός χωριού, έστησε τη σκηνή του. Ο Μαλινόφσκι ανακάλυψε προς μεγάλη του έκπληξη ότι οι λευκοί που είχαν ζήσει σε εκείνα τα νησιά για δεκαετίες όχι μόνο ζούσαν πολύ μακριά από τα τοπικά χωριά, αλλά αυτά που έλεγαν για τους ντόπιους ήταν ένα σωρό ανοησίες, τίποτα άλλο παρά αναληθείς και παράλογες κοινοτοπίες. Εν ολίγοις οι λευκοί στα τροπικά μέρη είναι η χειρότερη και η πλέον ανακριβής πηγή πληροφοριών σχετικά με τους αυτόχθονες και τους πολιτισμούς τους. Οι πρώτοι αποφεύγουν τους δεύτερους, γιατί μια συνάντηση με τους Άλλους δεν είναι κάτι απλό και αυτονόητο, αλλά αντίθετα προϋποθέτει θέληση και μια προσπάθεια που δεν είναι πάντα όλοι πρόθυμοι να αναλάβουν [...].



Τα κείμενα που προέκυψαν ως αποτέλεσμα ερευνών πεδίου άσκησαν μεγάλη επιρροή στην ευρωπαϊκή σκέψη που αφορούσε τη σχέση με τους Άλλους, γιατί απέδειξαν ότι αυτοί οι Άλλοι δεν ήταν ορδές αινιγματικών, αργόσχολων πρωτόγονων, αλλά ζούσαν σε εξαιρετικά αναπτυγμένους πολιτισμούς οι οποίοι διέθεταν σύνθετες και περίπλοκες δομές και ιεραρχίες [...].



Παρόλο που η έρευνα πεδίου έπαιξε έναν τόσο σημαντικό και θετικό ρόλο στη διερεύνηση των γνώσεων σχτικά με την ανθρώπινη οικογένεια, παρουσίασε [...] αδυναμίες [...]. Έγινε μια προσπάθεια να ερευνηθούν και να μελετηθούν παραδοσιακοί πολιτισμοί παίρνοντας ως δεδομένο ότι παρουσίαζαν μια αμιγή μορφή, με την οποία είχαν υπάρξει σε απομόνωση για αιώνες. Έτσι περιγράφονται σαν στατικές δομές, αμετακίνητες και σταθερές για πάντα, ενώ στην πραγματικότητα, ειδικά στην εποχή μας, υπέκειντο σε μια διαρκή αλλαγή, σε μια ολοκληρωτική και κάποτε εκ βάθρων μεταλλαγή. Προτού ο Έβανς-Πρίτσαρντ, για παράδειγμα, καταφέρει να ολοκληρώσει την περιγραφή της φυλής Ζάντε, εκείνη είχε ήδη αρχίσει να διαφοροποιείται εντελώς ή είχε τελείως διασκορπιστεί και είχε πάψει να υπάρχει μαζί με τον πολιτισμό και τους θεούς της. Την εποχή εκείνη είχε ξεκινήσει μια περίοδος ταχείας και αυξανόμενης μετανάστευσης, όταν εκατομμύρια άνθρωποι μετακινούνταν προς τις πόλεις, και ο στυλοβάτης της παράδοσης, το χωριό, ερήμωνε καθώς οι κάτοικοί του αποδεκατίζονταν από την πείνα, τους εμφύλιους πολέμους, την ξηρασία και τις επιδημίες. Τ ο άτομο που συναντάμε στις μεγάλες πόλεις του Τρίτου Κόσμου είναι πλέον ένας άλλος Άλλος - το προϊόν μιας αστικής, αλλοιωμένης κουλτούρας που είναι δύσκολο να καθοριστεί, ο απόγονος διαφορετικών αντιφατικών κόσμων, ένα σύνθετο δημιούργημα ασταθών, πρόσκαιρων περιγραμμάτων και χαρακτηριστικών. Ακριβώς με αυτό το είδος του Άλλου έχουμε συνήθως να κάνουμε σήμερα [...].

απομονώνοντας έντρομος τον εαυτό του από τους Άλλους. Και μάλιστα τη στιγμή που ο Άλλος είναι ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο βλέπω τον εαυτό μου κι μέσα στον οποίο γίνομαι αντικείμενο παρατήρησης - ένας καθρέφτης που με αποκαλύπτει και με ξεγυμνώνει, κάτι που θα προσπαθούσαμε να αποφύγουμε"[4].

Ο Καπισίνσκι κατόρθωσε να καταγράψει, σε αδρές γραμμές, την πελώρια αλήθεια πως κάθε άνθρωπος είναι υπαρκτός στη σημερινότητά του[5]. Δεν υπάρχει αληθινός άνθρωπος έξω απ' αυτήν, κι αν δεν νοιαστείς γι' αυτήν, δεν ανταμώνεις κανέναν. Χρειάζεται, λοιπόν, φιλότιμο και επίγνωση για να γίνει μπορετή η έξοδος από τον ιδιότυπο αυτισμό του μη-πορευομένου προς πάντα τα έθνη. Γιατί ο αυτισμός αυτός, το σφιχταγκάλιασμά σου με τον εαυτό σου και με τα φαντάσματά του, συχνά εκδηλώνεται με τρόπο που ξεγελά. Μπορεί, δηλαδή, να μη στέκεις κοκκαλωμένος, αλλά να στροβιλίζεσαι, πάντα όμως έτσι αυτο-αγκαλιασμένος. Κι αυτή η περιδίνηση περί τον άξονά σου να σε κάνει να κομπάζεις κι από πάνω, πως είναι τάχα πόρευση, ταξίδι κοπιώδες προς τον άλλον!

Σημειώσεις

1 Πάντα τα Έθνη 115 (2010), σσ. 6-8.

2 Μετἀφραση από τα πολωνικά: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2011.

3 Από τα άλλα βιβλία του που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, ιδιαίτερα αγαπητό είναι το Έβενος, το χρώμα της Αφρικής (μτφρ: Ζώγια Μαυροειδή, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2002).

4 Καπισίνσκι, ό.π., σσ. 34-37, 97.

5 Για τους ανθρωπολόγους που μνημονεύει ο Καπισίνσκι, Ουίλλιαμ Ρίβερς (1864-1922), Άλφρεντ Ρέτζιναλντ Ράντκλιφ-Μπράουν (1881-1955), Έντουαρντ Έβαν Έβανς-Πρίτσαρντ (1906-1983) και Μπρόνισλαφ Μαλινόφσκι (1884-1942), ο έλληνας αναγνώστης που δεν δύναται να ασχοληθεί με τα ίδια τους τα έργα, αλλά επιθυμεί μια βασική πληροφόρηση, μπορεί να συμβουλευτεί το μελέτημα των Paul Erickson και Liam Murphy, Ιστορία της ανθρωπολογικής σκέψης (μτφρ. Φανή Μπούμπουλη, επιμ. Φωτεινή Τιμπιρίδου), εκδ. Κριτική, Αθήνα 2002, ιδίως σσ. 142-149



πηγή: Aντίφωνο,Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πάντα τα Έθνη 122 (2012), σσ. 10-12.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...