Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Θεολογική προβληματική των μεταμοσχεύσεων (Α΄ Μέρος)

Α. Εισαγωγή

Οί μεταμοσχεύσεις έχουν μπει στην καθημερινή μας ζωή. Οι θετικές ή οι αρνητικές τοποθετήσεις, που διατυπώνονται γι’ αυτές από εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους, έχουν συνήθως αποσπασματικό χαρακτήρα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τοποθετήθηκε ακόμα απέναντι σ’ αυτές. Και η τοποθέτησή της δεν μπορεί να γίνει από μεμονωμένα άτομα, που προσπαθούν να στηρίξουν τις απόψεις τους στην παράδοσή της. Σκοπός του κειμένου αυτού δεν είναι να παρουσιάσει τις ορθόδοξες θέσεις, αλλά να διατυπώσει απόψεις, που μπορούν να βοηθήσουν στον ορθόδοξο προβληματισμό σχετικά με το θέμα αυτό. Γι’ αυτό και οι απόψεις που θα διατυπωθούν αποτελούν απλές δοκιμές προσεγγίσεως του θέματος για ευρύτερη συζήτηση και αντιμετώπισή του από την Εκκλησία.

Οι απαρχές των μεταμοσχεύσεων ανάγονται στους αρχαίους χρόνους. Μεταμοσχεύσεις δέρματος έκαναν και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι . Οι πρώτες όμως μεταμοσχεύσεις ζωτικών οργάνων και ιστών του ανθρώπινου σώματος έγιναν στην εποχή μας. Έτσι η πρώτη επιτυχής μεταμόσχευση νεφρού πραγματοποιήθηκε το 1954, ενώ η πρώτη επιτυχής μεταμόσχευση καρδιάς το 1967. Στη συνέχεια οι μεταμοσχεύσεις διαδόθηκαν ευρύτατα και προκάλεσαν ενθουσιασμό σε παγκόσμια κλίμακα. Ο ενθουσιασμός αυτός οφείλεται ασφαλώς στο μέγεθος του κατορθώματος, αλλά ίσως και στην επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου για κάποια επίγεια αθανασία. Γι’ αυτό δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί οτι εμπεριέχει τον κίνδυνο του αποπροσανατολισμού του ανθρώπου από τον σκοπό της υπάρξεως και τα πραγματικά προβλήματά του. Αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη ότι οι ανθρώπινες ζωές που μπορούν να σωθούν με τις μεταμοσχεύσεις δεν είναι δυνατό να καλύψουν ουτε το ενα χιλιοστό εκείνων που καταστρέφονται με τις εκτρώσεις, η σχετικότητα του ενθουσιασμού για την προστασία του ανθρώπου γίνεται σαφέστερη.


Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να λησμονούνται και οι οδυνηρές προϋποθέσεις των μεταμοσχεύσεων. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, κάθε μεταμόσχευση οργάνου μετατρέπει ή προσπαθεί να μετατρέψει σε σχετική επιτυχία μια διπλή ιατρική αποτυχία: α) την αποτυχία της ιατρικής μπροστά στον ασθενή που αδυνατεί να θεραπεύσει, και β) την αποτυχία της ιατρικής και της κοινωνίας, που αδυνατούν να εμποδίσουν τη μοιραία εξέλιξη μιας μετακωματώδους καταστάσεως, στην οποία περιέρχεται κάποιο νέο και ως πριν λίγο υγιές άτομο. Στις δύο αυτές αποτυχίες προστίθεται συνήθως και η πνευματική αποτυχία του ατόμου, που ενισχύεται από την κοινωνία και αναζητεί κάποια επίγεια και αστεία αθανασία .

Οι μεταμοσχεύσεις ιστών και οργάνων καθιερώθηκαν στην εποχή μας ως θεραπευτικές μέθοδοι, που θεωρούνται μάλιστα ιδιαίτερα αποτελεσματικές, γιατί δεν περιορίζονται στη συντήρηση, αλλά προχωρούν ως τη ριζική εξαφάνιση προβλημάτων υγείας. Η εφαρμογή των μεταμοσχεύσεων πραγματοποιείται σε ευρύτατο φάσμα και προσλαμβάνει διάφορες μορφές. Αρχίζει από τη μετάγγιση αίματος, που αποτελεί μεταφορά υγρού ιστού, και φθάνει ως την μεταμόσχευση πνευμόνων και καρδιάς. Εξάλλου οι μεταμοσχεύσεις μπορούν να αφορούν ενα μόνο άτομο, όταν μεταφέρεται κάποιος ιστός από ενα σημείο του σώματος σε κάποιο άλλο, ή να εμπλέκουν και άλλο ή άλλα άτομα, όταν οι ιστοί ή τα όργανα παραλαμβάνονται από αυτά. Τέλος ο δότης του μοσχεύματος μπορεί να είναι ζωντανός, ή ακόμα και νεκρός (συνήθως σε κατάσταση εγκεφαλικού θανάτου, στην οποία θα αναφερθούμε αργότερα).

Η υπερβολική εμπιστοσύνη στις μεταμοσχεύσεις επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ανθρώπου στη σωματική μόνο ακεραιότητα, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργεί την ψευδαίσθηση κάποιας αθανασίας και αποφυγής του θανάτου. Τα σοβαρότερα όμως προβλήματα που δημιουργούν στη χριστιανική συνείδηση οι μεταμοσχεύσεις, όπως και γενικότερα οι εφαρμογές της νεώτερης ιατρικής τεχνολογίας στον άνθρωπο, συνδέονται με τη μηχανιστική ανθρωπολογία που προϋποθέτουν.

Β. Πνευματική θεώρηση της ιατρικής πρακτικής και επιστήμης.

Η σύγχρονη ιατρική βλέπει τον άνθρωπο ως μηχανή. Περιορίζει ουσιαστικά το ενδιαφέρον της στο ανθρώπινο σώμα παραθεωρώντας ή και σωματοποιώντας εντελώς την ψυχή του. Η ανθρωπολογία, στην οποία θεμελιώνεται η σύγχρονη ιατρική, είναι ουσιαστικά ξένη προς την χριστιανική. Επιπλέον όμως η ανθρωπολογία αυτή είναι αναχρονιστική. Ενώ οι φυσικές επιστήμες σημείωσαν στην εποχή μας αλματώδη πρόοδο και απέδειξαν την ανεπάρκεια της κλασσικής μηχανικής στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο, η ιατρική βλέπει τον άνθρωπο μηχανιστικά και μονοδιάστατα, πράγμα που δεν συνέβαινε στην αρχαία ελληνική, όπως και στη μεταγενέστερη ιατρική.

Βέβαια υπάρχουν και άλλες ιατρικές, που συνδέονται με διαφορετικούς πολιτισμούς και θρησκείες, και στηρίζονται σε διαφορετικές ανθρωπολογίες. Συνήθως οι σύγχρονοι γιατροί επικρίνουν και απορρίπτουν τις ιατρικές αυτές για σοβαρούς επιστημονικούς ή και θρησκευτικούς ακόμα λόγους. Κι εδώ έχουν δίκαιο. Λησμονούν όμως να κρίνουν και το είδος της ιατρικής που οι ίδιοι ασκούν, μολονότι στηρίζεται σε χριστιανικώς αλλά και επιστημονικώς μη αποδεκτή πλέον ανθρωπολογία. Η ιατρική αυτή, παρά τα εκπληκτικά της κατορθώματα, εκφράζει και προεκτείνει την ουμανιστική ανθρωπολογία που αποκρούσθηκε στον ορθόδοξο χώρο, γιατί εγκλωβίζει τον άνθρωπο στα όρια της κτιστότητας και της θνητότητας. Γι’ αυτό διαπιστώνεται συνήθως ότι όπου κυριαρχεί η ιατρική αυτή εκτοπίζεται ο Θεός. Ιδιαίτερα λοιπόν μέσα στον ορθόδοξο χώρο είναι απαραίτητο να προβληματισθεί η σύγχρονη ιατρική για την αντίληψη που διατηρεί για τον άνθρωπο. Έτσι και η προβληματική της Εκκλησίας στα αναφυόμενα βιοϊατρικά θέματα θα είναι απλούστερη.

Στην προοπτική της Εκκλησίας η βιολογική ζωή και ο βιολογικός θάνατος χάνουν τη δραματική αντιπαλότητά τους και σχετικοποιούνται. Άλλωστε από τη φύση τους η ζωή και ο θάνατος συμπλέκονται και συνυφαίνονται. Η ζωή εκδιπλώνεται ως διαδικασία θανάτου. Και ο θάνατος υπάρχει σε κάθε φάση της ζωής . Ιδίως υπάρχει ως φάση οριστικής εναλλαγής της ζωής. Η προοπτική αυτή δεν εξαφανίζει μόνο την τραγικότητα του θανάτου, αλλά και δημιουργεί τη δυνατότητα για θετική ή και επιθετική ακόμα αντιμετώπισή του. Ο βιολογικός θάνατος είναι κοινός στα ζώα και τον άνθρωπο. Ο Χριστιανός δεν είναι απαραίτητο να περιμένει παθητικά αυτόν τον θάνατο. Μπορεί να τον δεχθεί και θεληματικά, για να κερδίσει με’ αυτόν τη ζωή.

Όπως όμως ο σωματικός θάνατος μπορεί να υπηρετήσει την πνευματική ζωή, έτσι και η σωματική αρρώστια μπορεί να υπηρετήσει την πνευματική υγεία. Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος σημειώνει ότι τις αρρώστιες “διά την υγείαν της ψυχής επάγει ο Θεός” . Γι’ αυτό και η ιατρική αντιμετώπισή τους δεν είναι η μόνη πρόσφορη. Ειδικότερα στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας η καταφυγή στους γιατρούς και τα φάρμακα γίνεται με φειδώ . Αυτό άλλωστε ισχύει και γενικότερα για τον ασκητή. Τίποτε δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να συνάψει γάμο, να επιδοθεί στο εμπόριο και να απολαύσει άλλα αγαθά του κόσμου. Και αυτά είναι δώρα του Θεού, που παρέχονται κατ’ οικονομία σε αυτόν μετά την πτώση. Ο ασκητής, όμως, που αποξενώνεται εκουσίως από αυτά, είναι φυσικό να τα αποφεύγει. Με την ίδια λογική είναι φυσικό να αποφεύγει και τις ιατρικές φροντίδες, αφού εμπιστεύθηκε τον εαυτό του τελείως στο Χριστό, ο οποίος υποσχέθηκε να παρέχει στους πιστούς όλα όσα χρειάζονται . Έτσι επισημαίνεται η συνετή χρήση της ιατρικής. Αυτή αφορά πρωτίστως τους ασκητές, αλλά κατ’ επέκταση και κάθε Χριστιανό, γιατί και αυτού η ζωή έχει χαρακτήρα ασκητικό.



Παράλληλα όμως δεν παραθεωρείται η αξία της ιατρικής που έρχεται ως δώρο του Θεού να παρηγορήσει τον άνθρωπο στην ασθενή πνευματικά και σωματικά κατάστασή του. Ο ίδιος ο Χριστός ήρθε στον κόσμο ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων των ανθρώπων. Η φανέρωση της βασιλείας του Θεού σηματοδοτείται και με θεραπείες αρρώστων. Αλλά και οι ποικίλες θεραπείες που πραγματοποιούν οι άγιοι στον κόσμο, αναγνωρίζονται ως συνέπειες ιδιαίτερης χάριτος του Θεού. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στις θεραπείες αυτές συμπεριλαμβάνονται η συμπλήρωση σωματικού οργάνου, όπως στην περίπτωση της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού από τον Κύριο , αλλά και η μεταμόσχευση σωματικού μέλους, όπως στην περίπτωση της μεταμοσχεύσεως κνήμης από πτώμα σε ασθενή, που πραγματοποίησαν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός. Τέλος η σωματική ασθένεια παραβάλλεται συχνά προς την ψυχική ασθένεια και η θεραπεία από τη σωματική ασθένεια προβάλλεται ως τύπος για την ψυχική αγωγή και θεραπεία του ανθρώπου. Όπως η σωματική ασθένεια επιβάλλει την αποφυγή των βλαβερών τροφών, έτσι και η ασθένεια της ψυχής επιβάλλει την τήρηση των εντολών του Θεού.

Ο Χριστιανός δεν έχει κανένα λόγο να αποφεύγει την ιατρική ή να μην αναζητεί τους πιο εμπείρους γιατρούς . Είτε όμως καταφεύγει στη βοήθεια των ιατρών είτε παραιτείται από αυτούς, πρέπει να προσβλέπει στον Θεό και την ωφέλεια της ψυχής του: “Είτε ουν εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε” . Ο πιστός λοιπόν καταφεύγει στους ιατρούς και την ιατρική επιστήμη, όποτε χρειάζεται, χωρίς όμως να εναποθέτει εκεί όλες τις προσδοκίες του . Ο Θεός φροντίζει για τον άνθρωπο και δεν τον αφήνει να δοκιμασθεί πέρα από τις δυνάμεις του .

Η ιατρική φροντίζει για την αποκατάσταση ή τη βελτίωση της υγείας του ανθρώπου. Φροντίζοντας όμως γι’ αυτά φροντίζει και για την παράταση της ζωής του. Η θεολογία δεν εμποδίζει την ιατρική στην προσπάθειά της, αλλά και δεν αγνοεί τη σχετικότητά της. Παράλληλα όμως προβάλλει ορισμένες προϋποθέσεις για την ορθή ανάπτυξη και άσκησή της. Και οι προϋποθέσεις αυτές μπορούν να συνοψισθούν σε δύο: α) στο σεβασμό του προσώπου και β) στην ωφέλεια του πλησίον.

Το πρόσωπο κατά τη χριστιανική διδασκαλία έχει υπέρτατη αξία. Η αλήθεια του προσώπου βρίσκεται πρωτίστως στον Θεό. Αλλά και ο “κατ’ εικόνα Θεού” δημιουργημένος άνθρωπος είναι δυνάμει πρόσωπο και καλείται να ολοκληρωθεί κατά το πρότυπο του αρχετύπου του. Εξάλλου η ωφέλεια του πλησίον είναι το ασφαλέστερο κριτήριο, γιατί εκφράζει ανιδιοτελή αγάπη. Έτσι στις δύο αυτές προϋποθέσεις αποτυπώνονται ουσιαστικά η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον συνοψίζεται, ολόκληρη η χριστιανική ηθική. Ο σεβασμός του προσώπου δεν μπορεί να συγκρούεται με την ωφέλεια του πλησίον. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ή το πρόσωπο δεν θεωρείται σωστά, ή η ωφέλεια του πλησίον παρερμηνεύεται.

Όταν τηρείται η αρχή του σεβασμού του προσώπου και της ωφέλειας του πλησίον, μπορούν να γίνονται τα πάντα. Έτσι δικαιούται ο άνθρωπος να προσδιορίζει ακόμα και το τέλος της ζωής του με την αυτοθυσία. Αυτή, μολονότι μπορεί τυπικά να μοιάζει με την αυτοκτονία, ουσιαστικά βρίσκεται στον αντίποδά της. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για εκούσιο τερματισμό της ζωής. Στην πραγματικότητα όμως η διαφορά ανάμεσα στην αυτοθυσία και την αυτοκτονία είναι τεράστια. Κριτήρια για την διάκρισή τους είναι τα κίνητρα που οδηγούν στον τερματισμό της ζωής. Όταν αυτά είναι ανιδιοτελή, έχουμε αυτοθυσία. Όταν είναι ιδιοτελή, έχουμε αυτοκτονία. Στην πρώτη περίπτωση ο άνθρωπος ενεργεί με υπερβολή αγάπης και πληρότητα προσωπικής ζωής. Στη δεύτερη περίπτωση παρατηρείται έλλειψη αγάπης και στειρότητα προσκοπικής ζωής. Κατά την αυτοθυσία ο άνθρωπος νικά τον θάνατο με την αγάπη. Κατά την αυτοκτονία βυθίζεται στον θάνατο, γιατί αδυνατεί να αγαπήσει.

Η αυτοθυσία κατέχει περίοπτη θέση στην Εκκλησία. Ο ίδιος ο Χριστός προβάλλει την αυτοθυσία ως αποκορύφωση της αγάπης: “Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού” . Βέβαια και η αυτοθυσία δεν νοείται ως αυθαίρετη πράξη, αλλά ως ανταπόκριση σε κάποια πρόκληση, που συνδέεται με το θέλημα του Θεού. Με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορούν να εξετάζονται οι παρεμβάσεις για την καθυστέρηση ή την επίσπευση της στιγμής του θανάτου.

Εδώ όμως προβάλλει το ερώτημα: Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τον άνθρωπο η ιατρική δείχνει σεβασμό προς το πρόσωπό του; Και οι θεραπείες ή οι άλλες δυνατότητες που προσφέρει στον άνθρωπο μπορούν να συμπορεύονται με την ανεπανάληπτη προσωπική τους αξία ή έστω να μην την φαλκιδεύουν;

Η ιατρική, όπως και κάθε επιστήμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υπηρετήσει τον άνθρωπο και το θέλημα του Θεού. Μπορεί όμως και να χρησιμοποιηθεί για να βλάψει τον άνθρωπο ή να πολεμήσει το θέλημα του Θεού γι’ αυτόν. Αυτά εξαρτώνται κυρίως από τον άνθρωπο και από τη διάθεση με την οποία χρησιμοποιεί την επιστήμη. Είναι άραγε δυνατό να υπάρξει εδώ από χριστιανική πλευρά κάποιος κανόνας για να τηρηθεί;

Όταν οι Φαρισαίοι και οι Ηρωδιανοί θέλησαν να παγιδεύσουν τον Χριστό με το θέμα της καταβολής του φόρου στον Καίσαρα, ο Χριστός απήντησε: “Απόδοτε τα Καίσαρος Καισαρι και τα του Θεού τω Θεώ” .

Η Εκκλησία του Χριστού, όπως και ο ίδιος ο Χριστός, δεν αρνείται δικαιώματα στην ανθρώπινη εξουσία. Αλλά και ο εξουσιαζόμενος πρέπει να γνωρίζει πώς θα τοποθετηθεί απέναντι στην εξουσία. Η ιατρική επιστήμη δίνει στον άνθρωπο κάποια εξουσία. Και η εξουσία αυτή αποδεικνύεται συχνά που στην πράξη αποδεικνύεται σημαντικότερη και αποφασιστικότερη από την εξουσία του Καίσαρα για πολλούς ανθρώπους. Πώς πρέπει να χρησιμοποιείται η εξουσία αυτή; Πώς να την ασκήσει ο γιατρός, και πώς να την αντιμετωπίσει ο ασθενής ή γενικότερα ο άνθρωπος ως δέκτης των υπηρεσιών που μπορεί να του προσφέρει;

Συχνά μεταφέρεται όλη η ευθύνη στους γιατρούς και την ιατρική, και λησμονούνται οι διαθέσεις ή και οι απαιτήσεις που εκφράζονται από τον κόσμο. Αποδίδονται όλες οι ευθύνες σε επώνυμα ή ανώνυμα άτομα που ασκούν το επάγγελμά τους ή ικανοποιούν τα συμφέροντά τους, και αμνηστεύονται αυτοί που επιβάλλουν την δραστηριοποίησή τους ως αποδέκτες ή καταναλωτές των προσφορών τους.

Όπως στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας υπάρχουν “οι δοκούντες άρχειν των εθνών” , αυτοί δηλαδή που χρησιμοποιούν την εξουσία τους χωρίς συναίσθηση περιορισμών και χωρίς αναφορά στον ένα Κύριο, έτσι και στο επίπεδο της ιατρικής εξουσίας υπάρχουν “οι δοκούντες ιατρέυειν τους ανθρώπους”, αυτοί δηλαδή που χρησιμοποιούν την ιατρική τους χωρίς συναίσθηση περιορισμών και χωρίς αναφορά στον ένα Κύριο και δημιουργό αυτών που ιατρεύουν, αλλά και των ιδίων.

Κατά την άσκηση λοιπόν της ιατρικής επιστήμης, όπως και κατά την εξυπηρέτηση του ανθρώπου από αυτήν, πρέπει να τίθεται το ερώτημα, αν και κατά πόσο προσφέρονται ή προσλαμβάνονται “τα της ιατρικής” από την ιατρική ή “τα του Θεού” από αυτήν. Αυτό μάλιστα ισχύει ιδιαίτερα στην εποχή μας. Όσο η χριστιανική πίστη προσδιόριζε την προσωπική και την κοινωνική ζωή των ανθρώπων, υπήρχε κάποιο πλαίσιο ασκήσεως και της ιατρικής. Με την διάδοση όμως της εκκοσμικεύσεως τα πράγματα άλλαξαν. Αμφισβητήθηκαν όλοι οι θρησκευτικοί και ηθικοί φραγμοί και θεοποιήθηκαν η ανθρώπινη κρίση και η έρευνα. Παράλληλα επικράτησε στην ιατρική η μηχανιστική ανθρωπολογία, που δημιουργεί και τη σοβαρότερη προβληματική στη θεολογία. Έτσι, εκτός από τον άνθρωπο και τη διάθεσή του κατά τη χρήση της ιατρικής, εμφανίζεται ως πρόβλημα και η ίδια η ιατρική με τη μηχανιστική θεώρηση του ανθρώπου.

(«Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις», εκδ. Κλάδου Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2001, σ. 251-261)

Κ.Τούντα, Μεταμοσχεύσεις οργάνων, Επιστήμη και ζωή, τομ. 12, σ.49.

Βλ. M. Andronikof, Transplantation d’ organes et ‘ethique chretienne, Paris 1993, σ.97.

«Ζωή γουν και θάνατος, ταύθ’άπερ λέγεται, πλείστον αλλήλων διαφέρειν δοκούντα, εις άλληλα περιχωρεί πως και αντικαθίσταται», Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 18,42, PG 35,1041Α.

Λόγος 5, εκδ. Ι. Σπετσιέρη, σ. 24.

Σχετικά παραδείγματα βλέπε στον Ευεργετινό, τομ. 3, Υπόθεσις ιδ΄και ιε΄, εκδ. Ματθαίου Λαγγή, Αθήναι 1985, σ. 178 κ.ε.

Βλ. Ευεργετινός, τομ. 3, Υπόθεσις ιδ΄, β, του αγίου Εφραίμ, σ. 189.

Βλ. Ιω.9,1-7.

Βλ. Ιω.Χρυσοστόμου, Προς Ολυμπιάδα 17, PG 52, 590.

Α΄Κορ. 10, 31.

«Και σπουδαστέον ούτω κεχρήσθαι τη τέχνη, είποτε δέοι, ως μη εν αυτή πάσαν αιτίαν του υγιαίνειν ή νοσείν τίθεσθαι, αλλ’ ως εις δόξαν Θεού και τύπον της των ψυχών επιμελείας την χρήσιν των απ’ αυτής παραλαμβάνειν», Μ.Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος, 55, 2, PG 31,1045B.

Πρβλ. Α΄Κορ. 10, 13.

Ιω. 15, 13.

Ματθ. 22, 21.

Μαρκ. 10, 42.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...