υπό Γρηγορίου Δ. Ζιάκα
Ομότιμου καθηγητού της Θρησκειολογίας
Shintô, «οδός των θεών» (εξού και Σιντοϊσμός), ονομάζεται η εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας, η οποία όμως νωρίς, ήδη από τον 7ο μ.Χ. αιώνα, έχει αναμειχθεί με τον Βουδισμό και με θεμελιώδεις ιδέες του Κομφουκισμού και του Ταοϊσμού, και έτσι έχει δημιουργηθεί ένας επιτυχής και βιώσιμος συγκρητισμός, που αποτελεί την ουσία της ιαπωνικής θρησκείας. Ως το 1868, εποχή έναρξης της μεταρ-ρυθμιστικής δυναστείας των Μεϊτζί, η οποία έβγαλε την Ιαπωνία από την απομόνωση και την εκβιομηχάνισε, συγχρόνως όμως ισχυροποίησε τον ιαπωνικό εθνικισμό και καθιέρωσε τον Σιντοϊσμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, οι δύο θρησκείες (Σιντοϊσμός και Βουδισμός) ήταν αξεδιάλυτα ανακατωμένες στον νου των περισσοτέρων Ιαπώνων. Έως σήμερα ακόμη πολλοί Ιάπωνες ακολουθούν παράλληλα τον Σιντοϊσμό και τον Βουδισμό. Είναι σύνηθες να παντρεύεται κάποιος σύμφωνα με τις διατάξεις του Σιντοϊσμού, αλλά να κηδεύεται σύμφωνα με τα έθιμα του Βουδισμού.
Η λέξη Shintō είναι συναίρεση δύο κινεζικών ιδεογραμμάτων, του shin, με το οποίο δηλώνεται η λέξη κάμι, «θεότητα, θείο πνεύμα», και του Τō, με το οποίο δηλώνεται η «οδός», που σημαίνει «οδός των θεών (των κάμι)». Ισοδύναμα αυτών είναι τα σινοϊαπονικά ιδεογράμματα kami nο και michi που σημαίνουν επίσης «οδός και λατρεία των κάμι» (ή αλλιώς των θεών). Η πραγματική ιαπωνική λέξη για τους θεούς είναι η λέξη κάμι. Κάμι σημαίνει θεία αόρατα πνεύματα, τα οποία κατά την πίστη του Σιντοϊσμού κατοικούν όχι μόνον στον άνθρωπο, αλλά και σε όλα τα φυσικά φαινόμενα και πράγματα, στα βουνά, τους ποταμούς, τα δένδρα, τα φυτά και ακόμη σε λίθους ή διάφορες τοποθεσίες της γης. Ως κάμι λατρεύτηκαν επίσης η φωτιά, ο ουρανός, η γη και ο αέρας, όπου πιστεύεται ότι κατοικούν τα πνεύματα. Η πίστη αυτή αποτελεί μια ιδιάζουσα ιαπωνική αντίληψη. Το ανώτατο κάμι του ουρανού και η θεότητα των προγόνων της αυτοκρατορικής δυναστείας είναι η θεά του ηλίου Αματεράσου Οομικάμι. Στις περιγραφές και την πίστη των οπαδών του Σιντοϊσμού παίρνει άλλοτε ανθρωπομορφικά στοιχεία και παρουσιάζεται ως ανθρωπόμορφη θεότητα και άλλοτε φυσιοκρατικά και παρουσιάζεται ως φυσικό φαινόμενο. Και στη μια όμως και στην άλλη περίπτωση ταυτίζεται με τον ήλιο και αποτελεί μια θεοποίησή του. Ο λαός προσεύχεται ώς σήμερα στον προσωποποιημένο με τη μορφή της Αματεράσου ήλιο, στον δίσκο του ηλίου, που χαρίζει φως και θερμότητα και αποτελεί σύμβολο της ιαπωνικής σημαίας.
Τα πρόσωπα εκείνα που υπηρετούν τα κάμι στα μικρά και τα μεγάλα ιερά και θεραπεύουν το σύνολο των θρησκευτικών αντιλήψεων, των ηθών και εθίμων, τα οποία παραδόθηκαν στον Ιαπωνικό λαό από την αρχέγονη προϊστορική εποχή και πήραν νέα μορφή όταν ήρθαν σε επαφή με τον Βουδισμό, ονομάζονται Shinshoku, «ιερείς του Shin-tō».
Για την λατρεία των κάμι υπάρχει πληθώρα ιερών ανά την χώρα, μερικά από τα οποία θεωρούνται κατεξοχήν σπουδαία. Τα ιερά αυτά βρίσκονται σε υπαίθριους χώρους με ωραία γύρω φύση και σε κάθε ιερό στεγάζεται ένα ή περισσότερα κάμι. Στην είσοδο του περιβόλου του ιερού υπάρχει μια αψίδα που ονομάζεται Τόρι, η οποία οριοθετεί τον ιερό χώρο. Στο εσωτερικό του ιερού, όπου κατοικεί και περιφέρεται το κάμι, δεν επιτρέπεται να εισέλθει ο πολύς λαός παρά μόνον οι ιερείς που το υπηρετούν. Σε κάθε ιερό του Σιντοϊσμού κρύβεται και ένα αντικείμενο που λέγεται «θείο σώμα» (shintai) και υποδηλώνει την αγιότητα του ιερού. Η λέξη shintai είναι σινοϊαπωνική. Στα ιαπωνικά ονομάζεται mitamashiro, «εκπρόσωπος του πνεύματος» ή «ενσώματος εκπρόσωπος της θεότητας». Το αντικείμενο αυτό ταυτίζεται με το πνεύμα και τη δύναμη της θεότητας (κάμι) και είναι κάτι παραπάνω από απλό έμβλημα. Είναι ανάγκη να φυλάσσεται μακριά από κάθε ανθρώπινο μάτι, ώστε να διασφαλίζεται στο ακέραιο η αγιότητά του. Σε ορισμένους μάλιστα τόπους η ακριβής γνώση του shintai πρέπει να κρατιέται σε απόσταση και από τους ίδιους τους ιερείς.
Το πιο ονομαστό ιερό είναι το αυτοκρατορικό ιερό της θεάς Αματεράσου, που βρίσκεται στην ιαπωνική πόλη Ίσε. Οι οπαδοί του Σιντοϊσμού προσπαθούν να το επισκεφτούν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους. Την σημασία του ιερού αυτού αλλά και των άλλων ιερών του Σιντοϊσμού, καθώς και τον ρόλο του ιερατείου σ’αυτά, υπογραμμίζουν οι κοσμογονικοί μύθοι που αναφέρονται στη γέννηση των θεών (κάμι) και της «χώρας του ηλίου» (Νιχόν), όπως ονομάζεται η Ιαπωνία, καθώς και στην εγκαθίδρυση της αυτοκρατορικής δυναστείας από το ανώτατο κάμι του ουρανού, την θεά του ηλίου Αματεράσου. Οι μύθοι αυτοί βρίσκονται στα φιλολογικά έργα Κοντζίκι («Ιστορία των συμβάντων του παρελθόντος») και Νιχονσόκι («Χρονικό της Ιαπωνίας»), που γράφονται στα 712 και 720 μ.Χ αντιστοίχως και διηγούνται διάφορες εκδοχές για την γένεση των θεών, την διαμόρφωση του ουρανού και της γης και την εγκαθίδρυση της θεάς του ηλίου Αματεράσου Οομικάμι ως ανώτατης κυβερνήτριας του ουρανού.
Σύμφωνα με τον μύθο, από το αρχέγονο χάος ξεπήδησαν δύο θεότητες από τις οποίες, μετά από επτά γενεές, γεννήθηκε το θείο ζευγάρι των προγόνων, ο Izana-gi και η Izana-mi. Το ζεύγος αυτό δημιούργησε τα ιαπωνικά νησιά και την απειρία των κάμι, κυρίως όμως την Αματεράσου Οομικάμι, την ανώτατη κυβερνήτρια του ουρανού. Ιδιαίτερη σημασία έχει ο μύθος με βάση τον οποίον αναπτύσσεται η θεωρία περί bansei ikkei, «εγκαθίδρυσης μίας και μόνης αδιάκοπης αυτοκρατορικής δυναστείας», η οποία κατοχυρώνει την ιδέα ότι η Ιαπωνία είναι η «χώρα των θεών», και επομένως ανώτερη όλων των άλλων, και ενισχύει τον μύθο της αυτοκρατορικής οικογένειας ως απογόνου της ηλιακής θεότητας Αματεράσου. Σύμφωνα με τον μύθο, η Αματεράσου έστειλε στη γη της Ιαπωνίας τον έγγονό της Ninigi για την ίδρυση της επίγειας θείας αυτοκρατορικής δυναστείας. Ο Ninigi εγκατέστησε στον αυτοκρατορικό θρόνο ως διάδοχό του τον μυθικό αυτοκράτορα Jimmu. Κατά τις ιστορικές βέβαια μαρτυρίες η αυτοκρατορική δυναστεία της Ιαπωνίας εγκαθιδρύεται στις αρχές του 6ου μ.Χ. αιώνα. Ο μύθος όμως θέλει μιαν αδιάκοπη αυτοκρατορική γραμμή, η οποία αρχίζει στα 660 π.Χ. και συνεχίζει επ’ άπειρον. Όταν, λέει, ο μύθος, ο Ninigi κατέβηκε από τον ουρανό, η Αματεράσου του χάρισε τρία ιερά αντικείμενα (τα οποία αποτελούν έως σήμερα εμβλήματα της αυτοκρατορίας): καθρέφτη (σύμβολο του Ηλίου), ξίφος και πολύτιμο λίθο (σύμβολα εξουσίας). Έτσι τίθενται οι βάσεις για τον μεγάλο μύθο περί bansei ikkei, «μιας και μόνης δυναστείας για να κυβερνά για μύριες γενεές» την Ιαπωνία. Με τη θεωρία αυτή καθιερώθηκε η εξουσία του tennō, του «ουράνιου αυτοκράτορα», ως απογόνου της Αματεράσου. Ο μύθος έμεινε ανόθευτος ως το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και δεν έχασε ούτε σήμερα την αίγλη του. Ο αυτοκράτορας είναι ο αρχιερεύς και αυτός προσφέρει θυσίες στην Αματεράσου και τα άλλα κάμι και διορίζει το ιερατείο. Ο σημερινός αυτοκράτορας είναι, ως άμεσος διάδοχος του Jimmu, ο 126ος κυβερνήτης.
Στη μυθολογία αυτή, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στα έργα Kojiki και Nihonshoki, στηρίχθηκαν κατοπινές ισχυρές οικογένειες ευγενών, που πλαισίωσαν τον αυλικό οίκο και άντλησαν την εξουσία με βάση την θεωρία, ότι ήταν απόγονοι των Kami εκείνων που εξουσιοδοτήθηκαν από την Αματεράσου να συνοδεύσουν τον Ninigi κατά την κάθοδό του στη γη. Έτσι δημιουργήθηκε μια υψηλή αριστοκρατία της αυλής, που έπαιξε κατά καιρούς σημαντικό ρόλο στην πολιτική και θρησκευτική ζωή της Ιαπωνίας, όπως οι οικογένειες Nakatomi, Fujiwara, κ.ά. Από τους κόλπους των οικογενειών αυτών προέρχονταν συνήθως οι διάφοροι αξιωματούχοι ιερείς που διορίζονταν και υπηρετούσαν τα ιερά, στα οποία λατρεύονταν όχι μόνο τα κάμι αλλά και οι πρόγονοι.
Έτσι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Σιντοϊσμού είναι η λατρεία επιφανών ανθρώπων ή αλλιώς η προγονολατρία. Αυτοκράτορες, ήρωες του πολιτισμού και ιερείς λατρεύτηκαν ως εμφανίσεις με μορφή ανθρώπου, της θεάς Αματεράσου ή άλλων κάμι. Η προγονολατρία είναι παράγωγο του κοινωνικού οργανισμού της αρχαίας Ιαπωνίας που ήταν δομημένος στη φυλή ή αλλιώς την μεγάλη οικογένεια ή συγγένεια (uji). Η φυλή ήταν η κοινωνία κάθε οικογένειας, η οποία είχε έναν κοινό πρόγονο. Κάθε φυλή είχε ως αρχηγό έναν «κύριο του οίκου», ο οποίος ήταν η κεφαλή και η απόλυτη αυθεντία της φυλής, την οποία οδηγούσε και κατηύθυνε.
Ο ανώτατος αυτός πρόγονος και αφέντης ονομαζόταν Uji no kami και η διαδοχή του ήταν κληρονομική. Ήταν πολύ φυσικό ο αρχηγός αυτός της φυλής, που λόγω της θέσης και της αυθεντίας του απελάμβανε μεγάλης τιμής κατά την περίοδο της ζωής του, να τιμάται πολύ περισσότερο μετά τον θάνατό του και να λατρεύεται. Σύντομα επεκράτησε η συνήθεια να κατασκευάζεται ένα ειδικό μνήμα για τον θανόντα φύλαρχο. Οι πρόγονοι αυτοί έγιναν αντικείμενο καθημερινής λατρείας για ολόκληρη τη φυλή, απέκτησαν υπερφυσικές ιδιότητες και ονομάστηκαν Uji Gami, δηλαδή «θεοί της φυλής». Gami είναι μια φωνητική παραλλαγή της λέξης Kami και δηλώνει τόσο τον επικεφαλής και αρχηγό της φυλής, όσο και αυτόν που έχει θεϊκές ιδιότητες και είναι ένα είδος κάμι. Πρόγονοι που έγιναν αντικείμενο λατρείας δεν ήταν μόνο οι αρχηγοί μιας φυλής, αλλά και οι αρχηγοί ορισμένων επαγγελμάτων, καθώς και οι επικεφαλής ενός στρατιωτικού σώματος.
Στην αρχή η προγονολατρία σχετίζεται κυρίως με το αυτοκρατορικό γένος και είναι πατριαρχική. Αργότερα όμως η προγονολατρία γενικεύεται και έκτοτε κάθε οικογένεια εκτός από τους μεγάλους προγόνους της φυλής, έχει και τους δικούς της μικρούς προγόνους που λατρεύει. Έτσι μια από τις πιο βασικές αρχές πίστης του Σιντοϊσμού, είναι αυτή που διδάσκει ότι οι πρόγονοι συνεχίζουν να υπάρχουν και να ζουν μαζί με τους ζώντες απογόνους τους. Η πίστη ότι οι πρόγονοι ζουν σε ένα ιερό τόπο, όπου οι απόγονοι μπορούν ανά πάσαν στιγμή να προσέλθουν και να τους τιμήσουν, αποτελεί πάντοτε ένα ζωντανό συστατικό στοιχείο της ιαπωνικής σκέψης. Οι ιεροί αυτοί τόποι των προγόνων ονομάζονται kamidana από τον Σιντοϊσμό και butsudan από τον Βουδισμό. Ο kamidana είναι ένας μικρός σηκός, μια καμάρα στον τοίχο του σπιτιού ή κυρίως του ιερού, όπου υπάρχει το εικόνισμα του προγόνου κάμι και λατρεύεται με προσφορές από τους οπαδούς του Σιντοϊσμού, ενώ ο butsudan είναι κατά κανόνα ένας μεγαλύτερος οικογενειακός βωμός, όπου βρίσκεται το εικόνισμα ή ο πίνακας των θανόντων προγόνων μιας βουδιστικής οικογένειας. Αυτοί έχουν τους δικούς τους ιερείς και φύλακες.
Γενικώς οι Ιάπωνες διατηρούν ένα αμάλγαμα σιντοϊστικών, βουδιστικών και κομφουκικών εορτών. Σε κάθε σπίτι υπάρχει ένας σιντοϊστικός και ένας βουδιστικός βωμός και ο λαός σέβεται διάφορες γεωμαντικές απαγορεύσεις, όπως είναι η τοποθέτηση της εισόδου του σπιτιού στα βορειοανατολικά, η διάταξη διαφόρων αντικειμένων μέσα στο σπίτι κατά συγκεκριμένη τάξη κ.λ.π. Το ημερολόγιο διατηρεί επίσης τις ευοίωνες και δυσοίωνες ημέρες. Έτσι ο λαός δείχνει σεβασμό προς τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα και τηρεί ορισμένες σπουδαίες εορτές του ετήσιου κύκλου, όπως είναι η πρωτοχρονιά («Σονγκάτσου»), η εορτή της άνοιξης («Σετούνπου»), στις 3 Φεβρουαρίου, η εορτή της κούκλας («Χάνα-Ματσούρι»), στις 8 Απριλίου, η ημέρα των αγοριών («Τάνγκο Νο Σεκκού»), στις 5 Μαΐου, η εορτή της φθινοπωρινής ισημερίας («Άκι Νο Χινγκάν»), και των αστέρων, («Ταναμπάτα»), στις 7 Ιουλίου και οι γιορτές που ήδη αναφέραμε, δηλαδή των προγόνων κάμι («Σουϊτζίν Ματσούρι») και των νεκρών («Μπον») στις 13-16 Ιουλίου, γιορτές κατά τις οποίες ο λαός επισκέπτεται τα κοιμητήρια και τους ναούς και με τη βοήθεια των ιερέων προσφέρει δώρα μπροστά στα «εικονοστάσια» των προγόνων και των κάμι.
Όλες αυτές τις εκδηλώσεις της θρησκευτικής ζωής τις υπηρετεί ένας μεγάλος αριθμός ιερέων (Shinshoku). Πριν από την περίοδο της δυναστείας των Μεϊτζί (1868-1912) δεν υπήρχε ενιαίος οργανισμός του σιντοϊστικού ιερατείου. Έτσι τίτλοι ιερατικοί και λειτουργίες διέφεραν ευρύτατα και εξαρτώνταν από την διακυβέρνηση κάθε εποχής και από το ιερό.
Αξιώματα κληρικών σε χρήση από την αρχαία εποχή ώς την περίοδο Μεϊτζί είναι πολλά, και μερικά σώζονται έως σήμερα. Κατά την παλιότερη εποχή δεν ήταν επίσης σπάνιο και το αξίωμα της ιέρειας, το οποίο όμως με τον καιρό ατόνησε και σήμερα, όπου υπηρετούν γυναίκες, το έργο τους είναι καθαρά βοηθητικό. Ο αρχιερέας στο μεγάλο ιερό της Ίσε, που είναι υπεύθυνος και επόπτης όλων των τελετουργιών και της διοίκησης του ναού, ονομάζεται Saishu. Στην παλαιότερη ιστορική περίοδο την θέση κατελάμβανε ένα μέλος της μεγάλης οικογενείας Νακατόμι, ενώ, από την εποχή των Μεϊτζί ώς το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ένα άρρεν μέλος της αυτοκρατορικής οικογενείας. Θρησκευτική και πολιτικη συγχρόνως εξουσία ασκούσε αρχικά ο Kuni no miyatsuko («επαρχιακός κυβερνήτης»), το έργο του όμως περιοριζόταν πρωτίστως στην λατρευτική λειτουργία, όπως την όριζαν οι μεταρρυθμίσεις Τάικα (645 μ.Χ.). Σπουδαιότερο ήταν το αξίωμα του πρωθιερέως (Gûji), ο οποίος αρχικά ήταν ανώτατος διοικητικός υπάλληλος των μεγάλων ιερών, υπεύθυνος για τις κατασκευές και τα οικονομικά των. Υπό την εξουσία του υπηρετούσαν μια σειρά ιερείς, βοηθοί στο έργο του. Σήμερα ο Gûji είναι συνυπεύθυνος με τους άλλους ιερείς για όλες τις διοικητικές και τελετουργικές λειτουργίες του ιερού. Ο «οικοδεσπότης των θεοτήτων», (Kannushi), είναι ένα άλλο ιερατικό αξίωμα με κεντρικό ρόλο την ιερουργία και την λατρεία των κάμι. Ο «ικέτης ιερεύς» (negi), ανελάμβανε τις ικεσίες και παρακλήσεις προς τους θεούς. Σήμερα ο τίτλος αναφέρεται σε κληρικό με αξίωμα κατώτερο του Gûji. Ορισμένα άλλα αξιώματα κατώτερα, που διατηρούνται έως σήμερα, είναι αυτά του «λειτουργού» (hafuri) και του «θείου υπηρέτη» (jinin). Σε μικρά τοπικά ιερά υπηρετούσαν και υπηρετούν έως σήμερα και λαϊκά μέλη ως βοηθοί των ιερέων.
Μετά τις μεταρρυθμίσεις της δυναστείας των Μεϊτζί αναβίωσε η παλαιότερη αρχή περί saisei-itchi («ενότητας λατρείας και εξουσίας»), και όλα τα ιερά και το προσωπικό τους τέθηκαν υπό τον άμεσο κυβερνητικό έλεγχο. Από τότε ιερά και ιερείς θεωρήθηκαν ότι ανήκουν στη δημόσια σφαίρα, δηλαδή στο κράτος. Το ιερατείο που προηγουμένως ήταν ανεξάρτητο από ιερό σε ιερό, τέθηκε κάτω από ενιαία εξουσία και πήρε συγκεκριμένα αξιώματα με βαθμούς, ιεράρχηση καθηκόντων, ανάλογες αμοιβές και συγκεκριμένο αριθμό προσωπικού για κάθε ιερό, ανάλογα με την σπουδαιότητά του. Την ανώτατη εξουσία του οργανωμένου πλέον ιερατικού σώματος ανέλαβε το ιερατείο του αυτοκρατορικού ναού της Ίσε, του οποίου ο πρωθιερεύς υπαγόταν στην άμεση εποπτεία του υπουργού των οικονομικών υποθέσεων (Υπουργείου Εσωτερικών). Τα επιλεγόμενα άτομα για τους διάφορους βαθμούς ιερωσύνης έπρεπε να είναι άρρενες, πάνω των είκοσι ετών, και να έχουν υποστεί ειδικές εξετάσεις για την εξακρίβωση των προσόντων τους ή να έχουν λάβει παιδεία προπαρασκευαστική για την ιερωσύνη, σε ειδικό για τον σκοπό αυτό εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Από το 1945 και εξής, μετά την ήττα της εθνικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, οι συμμαχικές δυνάμεις κατοχής κατήργησαν το σύστημα εθνικού ελέγχου των ιερών και ιερέων και έπαυσαν όλους τους έως τότε κρατικούς ιερείς. Τόσο στα ιερά όσο και στους νέους ιερείς δόθηκαν πλέον ίσα δικαιώματα. Τον Φεβρουάριο του 1946 ιδρύθηκε στο Τόκιο η «Ένωση των Σιντοϊστικών Ιερών» (Jinja Honchô), η οποία είναι πλέον υπεύθυνη τόσο για τις δραστηριότητες των ιερών όσο και για τον διορισμό ανωτέρων και κατωτέρων ιερέων με βάση τα προσόντα και τις συστάσεις των εκπροσώπων των λαϊκών μελών της οργάνωσης.
Η Ένωση διετήρησε και βελτίωσε τις προηγούμενες, ως το 1945, διατάξεις για τα προσόντα του υποψηφίου ιερέα και όρισε ότι η κατάληψη της θέσης του ιερέα απαιτεί ειδική εκπαίδευση και ανεπίληπτη ζωή. Ειδικότερα τα προσόντα διαιρούνται σε πέντε κατηγορίες και αποκτώνται με ειδικές εξετάσεις ή με την φοίτηση σε ένα ειδικό για ιερείς και εγκεκριμένο από το κράτος ίδρυμα του Σιντοϊσμού. Πέραν τούτων τα διάφορα ιερά του Σιντοϊσμού διατηρούν τις διαβαθμίσεις τιμής του παρελθόντος. Το μεγάλο ιερό της Ίσε ως αυτοκρατορικό έχει την πρωτοκαθεδρία και γι’ αυτό διαθέτει κι ένα δικό του, ανεξάρτητο σύστημα ιερατείου, που βασίζεται στην παράδοση που ακολουθήθηκε πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Αναδημοσίευση:ΕΔΩ
Read more:http://www.egolpion.com/ziakas_shinto.el.aspx#ixzz2kvpwPre9
Ομότιμου καθηγητού της Θρησκειολογίας
Shintô, «οδός των θεών» (εξού και Σιντοϊσμός), ονομάζεται η εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας, η οποία όμως νωρίς, ήδη από τον 7ο μ.Χ. αιώνα, έχει αναμειχθεί με τον Βουδισμό και με θεμελιώδεις ιδέες του Κομφουκισμού και του Ταοϊσμού, και έτσι έχει δημιουργηθεί ένας επιτυχής και βιώσιμος συγκρητισμός, που αποτελεί την ουσία της ιαπωνικής θρησκείας. Ως το 1868, εποχή έναρξης της μεταρ-ρυθμιστικής δυναστείας των Μεϊτζί, η οποία έβγαλε την Ιαπωνία από την απομόνωση και την εκβιομηχάνισε, συγχρόνως όμως ισχυροποίησε τον ιαπωνικό εθνικισμό και καθιέρωσε τον Σιντοϊσμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, οι δύο θρησκείες (Σιντοϊσμός και Βουδισμός) ήταν αξεδιάλυτα ανακατωμένες στον νου των περισσοτέρων Ιαπώνων. Έως σήμερα ακόμη πολλοί Ιάπωνες ακολουθούν παράλληλα τον Σιντοϊσμό και τον Βουδισμό. Είναι σύνηθες να παντρεύεται κάποιος σύμφωνα με τις διατάξεις του Σιντοϊσμού, αλλά να κηδεύεται σύμφωνα με τα έθιμα του Βουδισμού.
Η λέξη Shintō είναι συναίρεση δύο κινεζικών ιδεογραμμάτων, του shin, με το οποίο δηλώνεται η λέξη κάμι, «θεότητα, θείο πνεύμα», και του Τō, με το οποίο δηλώνεται η «οδός», που σημαίνει «οδός των θεών (των κάμι)». Ισοδύναμα αυτών είναι τα σινοϊαπονικά ιδεογράμματα kami nο και michi που σημαίνουν επίσης «οδός και λατρεία των κάμι» (ή αλλιώς των θεών). Η πραγματική ιαπωνική λέξη για τους θεούς είναι η λέξη κάμι. Κάμι σημαίνει θεία αόρατα πνεύματα, τα οποία κατά την πίστη του Σιντοϊσμού κατοικούν όχι μόνον στον άνθρωπο, αλλά και σε όλα τα φυσικά φαινόμενα και πράγματα, στα βουνά, τους ποταμούς, τα δένδρα, τα φυτά και ακόμη σε λίθους ή διάφορες τοποθεσίες της γης. Ως κάμι λατρεύτηκαν επίσης η φωτιά, ο ουρανός, η γη και ο αέρας, όπου πιστεύεται ότι κατοικούν τα πνεύματα. Η πίστη αυτή αποτελεί μια ιδιάζουσα ιαπωνική αντίληψη. Το ανώτατο κάμι του ουρανού και η θεότητα των προγόνων της αυτοκρατορικής δυναστείας είναι η θεά του ηλίου Αματεράσου Οομικάμι. Στις περιγραφές και την πίστη των οπαδών του Σιντοϊσμού παίρνει άλλοτε ανθρωπομορφικά στοιχεία και παρουσιάζεται ως ανθρωπόμορφη θεότητα και άλλοτε φυσιοκρατικά και παρουσιάζεται ως φυσικό φαινόμενο. Και στη μια όμως και στην άλλη περίπτωση ταυτίζεται με τον ήλιο και αποτελεί μια θεοποίησή του. Ο λαός προσεύχεται ώς σήμερα στον προσωποποιημένο με τη μορφή της Αματεράσου ήλιο, στον δίσκο του ηλίου, που χαρίζει φως και θερμότητα και αποτελεί σύμβολο της ιαπωνικής σημαίας.
Τα πρόσωπα εκείνα που υπηρετούν τα κάμι στα μικρά και τα μεγάλα ιερά και θεραπεύουν το σύνολο των θρησκευτικών αντιλήψεων, των ηθών και εθίμων, τα οποία παραδόθηκαν στον Ιαπωνικό λαό από την αρχέγονη προϊστορική εποχή και πήραν νέα μορφή όταν ήρθαν σε επαφή με τον Βουδισμό, ονομάζονται Shinshoku, «ιερείς του Shin-tō».
Για την λατρεία των κάμι υπάρχει πληθώρα ιερών ανά την χώρα, μερικά από τα οποία θεωρούνται κατεξοχήν σπουδαία. Τα ιερά αυτά βρίσκονται σε υπαίθριους χώρους με ωραία γύρω φύση και σε κάθε ιερό στεγάζεται ένα ή περισσότερα κάμι. Στην είσοδο του περιβόλου του ιερού υπάρχει μια αψίδα που ονομάζεται Τόρι, η οποία οριοθετεί τον ιερό χώρο. Στο εσωτερικό του ιερού, όπου κατοικεί και περιφέρεται το κάμι, δεν επιτρέπεται να εισέλθει ο πολύς λαός παρά μόνον οι ιερείς που το υπηρετούν. Σε κάθε ιερό του Σιντοϊσμού κρύβεται και ένα αντικείμενο που λέγεται «θείο σώμα» (shintai) και υποδηλώνει την αγιότητα του ιερού. Η λέξη shintai είναι σινοϊαπωνική. Στα ιαπωνικά ονομάζεται mitamashiro, «εκπρόσωπος του πνεύματος» ή «ενσώματος εκπρόσωπος της θεότητας». Το αντικείμενο αυτό ταυτίζεται με το πνεύμα και τη δύναμη της θεότητας (κάμι) και είναι κάτι παραπάνω από απλό έμβλημα. Είναι ανάγκη να φυλάσσεται μακριά από κάθε ανθρώπινο μάτι, ώστε να διασφαλίζεται στο ακέραιο η αγιότητά του. Σε ορισμένους μάλιστα τόπους η ακριβής γνώση του shintai πρέπει να κρατιέται σε απόσταση και από τους ίδιους τους ιερείς.
Το πιο ονομαστό ιερό είναι το αυτοκρατορικό ιερό της θεάς Αματεράσου, που βρίσκεται στην ιαπωνική πόλη Ίσε. Οι οπαδοί του Σιντοϊσμού προσπαθούν να το επισκεφτούν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους. Την σημασία του ιερού αυτού αλλά και των άλλων ιερών του Σιντοϊσμού, καθώς και τον ρόλο του ιερατείου σ’αυτά, υπογραμμίζουν οι κοσμογονικοί μύθοι που αναφέρονται στη γέννηση των θεών (κάμι) και της «χώρας του ηλίου» (Νιχόν), όπως ονομάζεται η Ιαπωνία, καθώς και στην εγκαθίδρυση της αυτοκρατορικής δυναστείας από το ανώτατο κάμι του ουρανού, την θεά του ηλίου Αματεράσου. Οι μύθοι αυτοί βρίσκονται στα φιλολογικά έργα Κοντζίκι («Ιστορία των συμβάντων του παρελθόντος») και Νιχονσόκι («Χρονικό της Ιαπωνίας»), που γράφονται στα 712 και 720 μ.Χ αντιστοίχως και διηγούνται διάφορες εκδοχές για την γένεση των θεών, την διαμόρφωση του ουρανού και της γης και την εγκαθίδρυση της θεάς του ηλίου Αματεράσου Οομικάμι ως ανώτατης κυβερνήτριας του ουρανού.
Σύμφωνα με τον μύθο, από το αρχέγονο χάος ξεπήδησαν δύο θεότητες από τις οποίες, μετά από επτά γενεές, γεννήθηκε το θείο ζευγάρι των προγόνων, ο Izana-gi και η Izana-mi. Το ζεύγος αυτό δημιούργησε τα ιαπωνικά νησιά και την απειρία των κάμι, κυρίως όμως την Αματεράσου Οομικάμι, την ανώτατη κυβερνήτρια του ουρανού. Ιδιαίτερη σημασία έχει ο μύθος με βάση τον οποίον αναπτύσσεται η θεωρία περί bansei ikkei, «εγκαθίδρυσης μίας και μόνης αδιάκοπης αυτοκρατορικής δυναστείας», η οποία κατοχυρώνει την ιδέα ότι η Ιαπωνία είναι η «χώρα των θεών», και επομένως ανώτερη όλων των άλλων, και ενισχύει τον μύθο της αυτοκρατορικής οικογένειας ως απογόνου της ηλιακής θεότητας Αματεράσου. Σύμφωνα με τον μύθο, η Αματεράσου έστειλε στη γη της Ιαπωνίας τον έγγονό της Ninigi για την ίδρυση της επίγειας θείας αυτοκρατορικής δυναστείας. Ο Ninigi εγκατέστησε στον αυτοκρατορικό θρόνο ως διάδοχό του τον μυθικό αυτοκράτορα Jimmu. Κατά τις ιστορικές βέβαια μαρτυρίες η αυτοκρατορική δυναστεία της Ιαπωνίας εγκαθιδρύεται στις αρχές του 6ου μ.Χ. αιώνα. Ο μύθος όμως θέλει μιαν αδιάκοπη αυτοκρατορική γραμμή, η οποία αρχίζει στα 660 π.Χ. και συνεχίζει επ’ άπειρον. Όταν, λέει, ο μύθος, ο Ninigi κατέβηκε από τον ουρανό, η Αματεράσου του χάρισε τρία ιερά αντικείμενα (τα οποία αποτελούν έως σήμερα εμβλήματα της αυτοκρατορίας): καθρέφτη (σύμβολο του Ηλίου), ξίφος και πολύτιμο λίθο (σύμβολα εξουσίας). Έτσι τίθενται οι βάσεις για τον μεγάλο μύθο περί bansei ikkei, «μιας και μόνης δυναστείας για να κυβερνά για μύριες γενεές» την Ιαπωνία. Με τη θεωρία αυτή καθιερώθηκε η εξουσία του tennō, του «ουράνιου αυτοκράτορα», ως απογόνου της Αματεράσου. Ο μύθος έμεινε ανόθευτος ως το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και δεν έχασε ούτε σήμερα την αίγλη του. Ο αυτοκράτορας είναι ο αρχιερεύς και αυτός προσφέρει θυσίες στην Αματεράσου και τα άλλα κάμι και διορίζει το ιερατείο. Ο σημερινός αυτοκράτορας είναι, ως άμεσος διάδοχος του Jimmu, ο 126ος κυβερνήτης.
Στη μυθολογία αυτή, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στα έργα Kojiki και Nihonshoki, στηρίχθηκαν κατοπινές ισχυρές οικογένειες ευγενών, που πλαισίωσαν τον αυλικό οίκο και άντλησαν την εξουσία με βάση την θεωρία, ότι ήταν απόγονοι των Kami εκείνων που εξουσιοδοτήθηκαν από την Αματεράσου να συνοδεύσουν τον Ninigi κατά την κάθοδό του στη γη. Έτσι δημιουργήθηκε μια υψηλή αριστοκρατία της αυλής, που έπαιξε κατά καιρούς σημαντικό ρόλο στην πολιτική και θρησκευτική ζωή της Ιαπωνίας, όπως οι οικογένειες Nakatomi, Fujiwara, κ.ά. Από τους κόλπους των οικογενειών αυτών προέρχονταν συνήθως οι διάφοροι αξιωματούχοι ιερείς που διορίζονταν και υπηρετούσαν τα ιερά, στα οποία λατρεύονταν όχι μόνο τα κάμι αλλά και οι πρόγονοι.
Έτσι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Σιντοϊσμού είναι η λατρεία επιφανών ανθρώπων ή αλλιώς η προγονολατρία. Αυτοκράτορες, ήρωες του πολιτισμού και ιερείς λατρεύτηκαν ως εμφανίσεις με μορφή ανθρώπου, της θεάς Αματεράσου ή άλλων κάμι. Η προγονολατρία είναι παράγωγο του κοινωνικού οργανισμού της αρχαίας Ιαπωνίας που ήταν δομημένος στη φυλή ή αλλιώς την μεγάλη οικογένεια ή συγγένεια (uji). Η φυλή ήταν η κοινωνία κάθε οικογένειας, η οποία είχε έναν κοινό πρόγονο. Κάθε φυλή είχε ως αρχηγό έναν «κύριο του οίκου», ο οποίος ήταν η κεφαλή και η απόλυτη αυθεντία της φυλής, την οποία οδηγούσε και κατηύθυνε.
Ο ανώτατος αυτός πρόγονος και αφέντης ονομαζόταν Uji no kami και η διαδοχή του ήταν κληρονομική. Ήταν πολύ φυσικό ο αρχηγός αυτός της φυλής, που λόγω της θέσης και της αυθεντίας του απελάμβανε μεγάλης τιμής κατά την περίοδο της ζωής του, να τιμάται πολύ περισσότερο μετά τον θάνατό του και να λατρεύεται. Σύντομα επεκράτησε η συνήθεια να κατασκευάζεται ένα ειδικό μνήμα για τον θανόντα φύλαρχο. Οι πρόγονοι αυτοί έγιναν αντικείμενο καθημερινής λατρείας για ολόκληρη τη φυλή, απέκτησαν υπερφυσικές ιδιότητες και ονομάστηκαν Uji Gami, δηλαδή «θεοί της φυλής». Gami είναι μια φωνητική παραλλαγή της λέξης Kami και δηλώνει τόσο τον επικεφαλής και αρχηγό της φυλής, όσο και αυτόν που έχει θεϊκές ιδιότητες και είναι ένα είδος κάμι. Πρόγονοι που έγιναν αντικείμενο λατρείας δεν ήταν μόνο οι αρχηγοί μιας φυλής, αλλά και οι αρχηγοί ορισμένων επαγγελμάτων, καθώς και οι επικεφαλής ενός στρατιωτικού σώματος.
Στην αρχή η προγονολατρία σχετίζεται κυρίως με το αυτοκρατορικό γένος και είναι πατριαρχική. Αργότερα όμως η προγονολατρία γενικεύεται και έκτοτε κάθε οικογένεια εκτός από τους μεγάλους προγόνους της φυλής, έχει και τους δικούς της μικρούς προγόνους που λατρεύει. Έτσι μια από τις πιο βασικές αρχές πίστης του Σιντοϊσμού, είναι αυτή που διδάσκει ότι οι πρόγονοι συνεχίζουν να υπάρχουν και να ζουν μαζί με τους ζώντες απογόνους τους. Η πίστη ότι οι πρόγονοι ζουν σε ένα ιερό τόπο, όπου οι απόγονοι μπορούν ανά πάσαν στιγμή να προσέλθουν και να τους τιμήσουν, αποτελεί πάντοτε ένα ζωντανό συστατικό στοιχείο της ιαπωνικής σκέψης. Οι ιεροί αυτοί τόποι των προγόνων ονομάζονται kamidana από τον Σιντοϊσμό και butsudan από τον Βουδισμό. Ο kamidana είναι ένας μικρός σηκός, μια καμάρα στον τοίχο του σπιτιού ή κυρίως του ιερού, όπου υπάρχει το εικόνισμα του προγόνου κάμι και λατρεύεται με προσφορές από τους οπαδούς του Σιντοϊσμού, ενώ ο butsudan είναι κατά κανόνα ένας μεγαλύτερος οικογενειακός βωμός, όπου βρίσκεται το εικόνισμα ή ο πίνακας των θανόντων προγόνων μιας βουδιστικής οικογένειας. Αυτοί έχουν τους δικούς τους ιερείς και φύλακες.
Γενικώς οι Ιάπωνες διατηρούν ένα αμάλγαμα σιντοϊστικών, βουδιστικών και κομφουκικών εορτών. Σε κάθε σπίτι υπάρχει ένας σιντοϊστικός και ένας βουδιστικός βωμός και ο λαός σέβεται διάφορες γεωμαντικές απαγορεύσεις, όπως είναι η τοποθέτηση της εισόδου του σπιτιού στα βορειοανατολικά, η διάταξη διαφόρων αντικειμένων μέσα στο σπίτι κατά συγκεκριμένη τάξη κ.λ.π. Το ημερολόγιο διατηρεί επίσης τις ευοίωνες και δυσοίωνες ημέρες. Έτσι ο λαός δείχνει σεβασμό προς τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα και τηρεί ορισμένες σπουδαίες εορτές του ετήσιου κύκλου, όπως είναι η πρωτοχρονιά («Σονγκάτσου»), η εορτή της άνοιξης («Σετούνπου»), στις 3 Φεβρουαρίου, η εορτή της κούκλας («Χάνα-Ματσούρι»), στις 8 Απριλίου, η ημέρα των αγοριών («Τάνγκο Νο Σεκκού»), στις 5 Μαΐου, η εορτή της φθινοπωρινής ισημερίας («Άκι Νο Χινγκάν»), και των αστέρων, («Ταναμπάτα»), στις 7 Ιουλίου και οι γιορτές που ήδη αναφέραμε, δηλαδή των προγόνων κάμι («Σουϊτζίν Ματσούρι») και των νεκρών («Μπον») στις 13-16 Ιουλίου, γιορτές κατά τις οποίες ο λαός επισκέπτεται τα κοιμητήρια και τους ναούς και με τη βοήθεια των ιερέων προσφέρει δώρα μπροστά στα «εικονοστάσια» των προγόνων και των κάμι.
Όλες αυτές τις εκδηλώσεις της θρησκευτικής ζωής τις υπηρετεί ένας μεγάλος αριθμός ιερέων (Shinshoku). Πριν από την περίοδο της δυναστείας των Μεϊτζί (1868-1912) δεν υπήρχε ενιαίος οργανισμός του σιντοϊστικού ιερατείου. Έτσι τίτλοι ιερατικοί και λειτουργίες διέφεραν ευρύτατα και εξαρτώνταν από την διακυβέρνηση κάθε εποχής και από το ιερό.
Αξιώματα κληρικών σε χρήση από την αρχαία εποχή ώς την περίοδο Μεϊτζί είναι πολλά, και μερικά σώζονται έως σήμερα. Κατά την παλιότερη εποχή δεν ήταν επίσης σπάνιο και το αξίωμα της ιέρειας, το οποίο όμως με τον καιρό ατόνησε και σήμερα, όπου υπηρετούν γυναίκες, το έργο τους είναι καθαρά βοηθητικό. Ο αρχιερέας στο μεγάλο ιερό της Ίσε, που είναι υπεύθυνος και επόπτης όλων των τελετουργιών και της διοίκησης του ναού, ονομάζεται Saishu. Στην παλαιότερη ιστορική περίοδο την θέση κατελάμβανε ένα μέλος της μεγάλης οικογενείας Νακατόμι, ενώ, από την εποχή των Μεϊτζί ώς το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ένα άρρεν μέλος της αυτοκρατορικής οικογενείας. Θρησκευτική και πολιτικη συγχρόνως εξουσία ασκούσε αρχικά ο Kuni no miyatsuko («επαρχιακός κυβερνήτης»), το έργο του όμως περιοριζόταν πρωτίστως στην λατρευτική λειτουργία, όπως την όριζαν οι μεταρρυθμίσεις Τάικα (645 μ.Χ.). Σπουδαιότερο ήταν το αξίωμα του πρωθιερέως (Gûji), ο οποίος αρχικά ήταν ανώτατος διοικητικός υπάλληλος των μεγάλων ιερών, υπεύθυνος για τις κατασκευές και τα οικονομικά των. Υπό την εξουσία του υπηρετούσαν μια σειρά ιερείς, βοηθοί στο έργο του. Σήμερα ο Gûji είναι συνυπεύθυνος με τους άλλους ιερείς για όλες τις διοικητικές και τελετουργικές λειτουργίες του ιερού. Ο «οικοδεσπότης των θεοτήτων», (Kannushi), είναι ένα άλλο ιερατικό αξίωμα με κεντρικό ρόλο την ιερουργία και την λατρεία των κάμι. Ο «ικέτης ιερεύς» (negi), ανελάμβανε τις ικεσίες και παρακλήσεις προς τους θεούς. Σήμερα ο τίτλος αναφέρεται σε κληρικό με αξίωμα κατώτερο του Gûji. Ορισμένα άλλα αξιώματα κατώτερα, που διατηρούνται έως σήμερα, είναι αυτά του «λειτουργού» (hafuri) και του «θείου υπηρέτη» (jinin). Σε μικρά τοπικά ιερά υπηρετούσαν και υπηρετούν έως σήμερα και λαϊκά μέλη ως βοηθοί των ιερέων.
Μετά τις μεταρρυθμίσεις της δυναστείας των Μεϊτζί αναβίωσε η παλαιότερη αρχή περί saisei-itchi («ενότητας λατρείας και εξουσίας»), και όλα τα ιερά και το προσωπικό τους τέθηκαν υπό τον άμεσο κυβερνητικό έλεγχο. Από τότε ιερά και ιερείς θεωρήθηκαν ότι ανήκουν στη δημόσια σφαίρα, δηλαδή στο κράτος. Το ιερατείο που προηγουμένως ήταν ανεξάρτητο από ιερό σε ιερό, τέθηκε κάτω από ενιαία εξουσία και πήρε συγκεκριμένα αξιώματα με βαθμούς, ιεράρχηση καθηκόντων, ανάλογες αμοιβές και συγκεκριμένο αριθμό προσωπικού για κάθε ιερό, ανάλογα με την σπουδαιότητά του. Την ανώτατη εξουσία του οργανωμένου πλέον ιερατικού σώματος ανέλαβε το ιερατείο του αυτοκρατορικού ναού της Ίσε, του οποίου ο πρωθιερεύς υπαγόταν στην άμεση εποπτεία του υπουργού των οικονομικών υποθέσεων (Υπουργείου Εσωτερικών). Τα επιλεγόμενα άτομα για τους διάφορους βαθμούς ιερωσύνης έπρεπε να είναι άρρενες, πάνω των είκοσι ετών, και να έχουν υποστεί ειδικές εξετάσεις για την εξακρίβωση των προσόντων τους ή να έχουν λάβει παιδεία προπαρασκευαστική για την ιερωσύνη, σε ειδικό για τον σκοπό αυτό εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Από το 1945 και εξής, μετά την ήττα της εθνικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, οι συμμαχικές δυνάμεις κατοχής κατήργησαν το σύστημα εθνικού ελέγχου των ιερών και ιερέων και έπαυσαν όλους τους έως τότε κρατικούς ιερείς. Τόσο στα ιερά όσο και στους νέους ιερείς δόθηκαν πλέον ίσα δικαιώματα. Τον Φεβρουάριο του 1946 ιδρύθηκε στο Τόκιο η «Ένωση των Σιντοϊστικών Ιερών» (Jinja Honchô), η οποία είναι πλέον υπεύθυνη τόσο για τις δραστηριότητες των ιερών όσο και για τον διορισμό ανωτέρων και κατωτέρων ιερέων με βάση τα προσόντα και τις συστάσεις των εκπροσώπων των λαϊκών μελών της οργάνωσης.
Η Ένωση διετήρησε και βελτίωσε τις προηγούμενες, ως το 1945, διατάξεις για τα προσόντα του υποψηφίου ιερέα και όρισε ότι η κατάληψη της θέσης του ιερέα απαιτεί ειδική εκπαίδευση και ανεπίληπτη ζωή. Ειδικότερα τα προσόντα διαιρούνται σε πέντε κατηγορίες και αποκτώνται με ειδικές εξετάσεις ή με την φοίτηση σε ένα ειδικό για ιερείς και εγκεκριμένο από το κράτος ίδρυμα του Σιντοϊσμού. Πέραν τούτων τα διάφορα ιερά του Σιντοϊσμού διατηρούν τις διαβαθμίσεις τιμής του παρελθόντος. Το μεγάλο ιερό της Ίσε ως αυτοκρατορικό έχει την πρωτοκαθεδρία και γι’ αυτό διαθέτει κι ένα δικό του, ανεξάρτητο σύστημα ιερατείου, που βασίζεται στην παράδοση που ακολουθήθηκε πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Αναδημοσίευση:ΕΔΩ
Read more:http://www.egolpion.com/ziakas_shinto.el.aspx#ixzz2kvpwPre9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.