Οι μεταμοσχεύσεις έχουν μπεί στην καθημερινή ζωή της σύγχρονης κοινωνίας. Οι θετικές ή οι αρνητικές τοποθετήσεις που διατυπώνονται γι’ αυτές από εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους έχουν συνήθως αποσπασματικό χαρακτήρα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τοποθετήθηκε ακόμα τελικά απέναντι σε αυτές. Και η τοποθέτησή της δεν μπορεί να γίνει από μεμονωμένα άτομα ή από επιτροπές που προσπαθούν να στηρίξουν τις απόψεις τους στην παράδοσή της, αλλά πρέπει να υπαγορευθεί από την καθολική συνείδησή της.
Oι απαρχές των μεταμοσχεύσεων ανάγονται στους αρχαίους χρόνους. Μεταμοσχεύσεις δέρματος έκαναν ήδη οι αρχαίοι Αιγύπτιοι1. Οι πρώτες όμως μεταμοσχεύσεις ζωτικών οργάνων και ιστών του ανθρωπίνου σώματος έγιναν στην εποχή μας. Έτσι η πρώτη επιτυχής μεταμόσχευση νεφρού πραγματοποιήθηκε το 1954, ενώ η πρώτη επιτυχής μεταμόσχευση καρδιάς το 1967. Στη συνέχεια οι μεταμοσχεύσεις, ως θεραπευτικές μέθοδοι που δεν περιορίζονται στη συντήρηση, αλλά προχωρούν ώς τη ριζική εξαφάνιση προβλημάτων υγείας, διαδόθηκαν ευρύτατα και προκάλεσαν ενθουσιασμό σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο ενθουσιασμός αυτός οφείλεται ασφαλώς στο μέγεθος του κατορθώματος, αλλά ίσως και στην επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου να επιτύχει κάποια επίγεια αθανασία. Γι’ αυτό δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί ότι εμπεριέχει τον κίνδυνο του αποπροσανατολισμού του ανθρώπου από τον τελικό σκοπό της υπάρξεως και τα βαθύτερα προβλήματά του. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι ανθρώπινες ζωές που μπορούν να σωθούν με τις μεταμοσχεύσεις δεν είναι δυνατό να καλύψουν ούτε το ένα χιλιοστό εκείνων που καταστρέφονται με τις εκτρώσεις, η σχετικότητα του ενθουσιασμού για την προστασία του ανθρώπου γίνεται σαφέστερη.
Η υπερβολική εμπιστοσύνη στις μεταμοσχεύσεις επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ανθρώπου στη σωματική μόνο ακεραιότητα και ταυτόχρονα καλλιεργεί την ψευδαίσθηση κάποιας σχετικής επίγειας αθανασίας. Η αναζήτηση όμως της αθανασίας αυτής δεν εναρμονίζεται με την προσδοκία της αιωνιότητας και την πίστη στη διά του Χριστού νίκη του θανάτου. Αυτά σημαίνουν ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να θέσει ως στόχο της τη διάδοση κάποιου συνθήματος του τύπου δώσε και σώσε που εύκολα εντάσσεται και σε καταναλωτικές ή εμπορικές προοπτικές. Μια τέτοια τοποθέτηση θα φανέρωνε εκκοσμίκευση και ένταξη στο ρεύμα της εποχής.
Στην προοπτική της Εκκλησίας η βιολογική ζωή και ο βιολογικός θάνατος χάνουν τη δραματική αντιπαλότητά τους και σχετικοποιούνται. Αλλωστε από τη φύση τους η ζωή και ο θάνατος συμπλέκονται και συνυφαίνονται. Η ζωή εκδιπλώνεται ως διαδικασία θανάτου. Και ο θάνατος υπάρχει σε κάθε φάση της ζωής2. Ιδίως υπάρχει ως φάση οριστικής εναλλαγής της ζωής· ως μετάβαση από την πρόσκαιρη στην όντως ζωή. Η προοπτική αυτή δεν εξαφανίζει μόνο την τραγικότητα του θανάτου, αλλά και δημιουργεί τη δυνατότητα για θετική ή και επιθετική ακόμα αντιμετώπισή του. Ο βιολογικός θάνατος είναι κοινός στα ζώα και τον άνθρωπο. Ο Χριστιανός δεν είναι απαραίτητο να περιμένει παθητικά αυτόν τον θάνατο. Μπορεί να τον δεχθεί και θεληματικά, για να κερδίσει με αυτόν τη ζωή.
Όπως, όμως, ο σωματικός θάνατος μπορεί να υπηρετήσει την πνευματική ζωή, έτσι και η σωματική αρρώστια μπορεί να υπηρετήσει την πνευματική υγεία. Από εδώ, όμως δε συνάγεται ότι παραθεωρείται η αξία της σωματικής υγείας και ζωής. Αλλωστε η συνθετική ανθρωπολογία της Εκκλησίας που επιμένει στην ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου, είναι φυσικό να βλέπει θετικά όχι μόνο την ψυχική αλλά και τη σωματική του υγεία. Αυτό μαρτυρούν και πολλές ευχές της Εκκλησίας για την υγεία της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου3. Παράλληλα, όμως, υπήρχε πάντοτε και η ιατρική αντιμετώπισή τους, που ευλογούσε η Εκκλησία.
Η σύγχρονη ιατρική, παρά τα εκπληκτικά της κατορθώματα, εκφράζει ή και προεκτείνει την ουμανιστική ανθρωπολογία που αποκρούσθηκε κάποτε στον ορθόδοξο χώρο, γιατί εγκλωβίζει τον άνθρωπο στα όρια της κτιστότητας και της θνητότητας. Το ενδιαφέρον της για τον άνθρωπο εξαντλείται στις βιολογικές του λειτουργίες και η ζωή του ταυτίζεται με τη βιολογική διατήρησή του. Γι’ αυτό διαπιστώνεται συχνά ότι εκεί, όπου κυριαρχεί αποκλειστικά η ιατρική αυτή, εκτοπίζεται ο Θεός.
Παραταύτα δεν μπορεί να παραθεωρείται η αξία της ιατρικής που έρχεται ως δώρο του Θεού να παρηγορήσει τον άνθρωπο στην ασθενή πνευματικά και σωματικά κατάστασή του. Ο ίδιος ο Χριστός ήρθε στον κόσμο ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων των ανθρώπων. Η φανέρωση της βασιλείας του Θεού σηματοδοτείται και με θεραπείες αρρώστων. Αλλά και οι ποικίλες θεραπείες, που πραγματοποιούν οι άγιοι στον κόσμο, αναγνωρίζονται ως συνέπειες ιδιαίτερης χάριτος του Θεού. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στις θεραπείες αυτές συμπεριλαμβάνονται η συμπλήρωση σωματικού οργάνου, όπως στην περίπτωση της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού από τον Κύριο4, αλλά και η μεταμόσχευση σωματικού μέλους, όπως στην περίπτωση της μεταμοσχεύσεως κνήμης από πτώμα σε ασθενή που πραγματοποίησαν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός5. Τέλος η σωματική ασθένεια έχει κάποια αναλογία προς την ψυχική. Και η θεραπεία από τη σωματική ασθένεια προσφέρεται ως τύπος για την ψυχική αγωγή και θεραπεία του ανθρώπου. Όπως η σωματική ασθένεια επιβάλλει την αποφυγή των βλαβερών τροφών, έτσι και η ασθένεια της ψυχής επιβάλλει την τήρηση των εντολών του Θεού.
Ο Χριστιανός δεν έχει κανένα λόγο να αποφεύγει την ιατρική ή να μην αναζητεί τους πιο έμπειρους γιατρούς6. Είτε όμως καταφεύγει στη βοήθεια των ιατρών είτε παραιτείται από αυτούς, πρέπει να προσβλέπει τελικά στο Θεό και την ωφέλεια της ψυχής του. Αυτό άλλωστε οφείλει να επιδιώκει και με κάθε του πράξη: «Είτε ούν εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε»7. Ο πιστός λοιπόν καταφεύγει στους γιατρούς και την ιατρική επιστήμη, όποτε χρειάζεται, χωρίς, όμως, να εναποθέτει εκεί όλες τις προσδοκίες του8.
Η ιατρική φροντίζει για την αποκατάσταση ή τη βελτίωση της υγείας του ανθρώπου. Φροντίζοντας, όμως, γι’ αυτά φροντίζει και για την παράταση της ζωής του. Η Εκκλησία δεν εμποδίζει την ιατρική στην προσπάθειά της, αλλά και δεν αγνοεί τη σχετικότητά της. Παράλληλα, όμως, προβάλλει τις δικές της θέσεις για τον άνθρωπο και τη ζωή του. Σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι να δώσει στον κόσμο κάποιον τρόπο επιβιώσεως, αλλά τη ζωή που νικάει το θάνατο. Ειδικότερα στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας επισημαίνεται η συγκρατημένη χρήση της ιατρικής και των ιατρικών φαρμάκων για αποφυγή της φιλοζωΐας. Βέβαια αυτή αφορά πρωτίστως τους ασκητές. Δεν πρέπει, όμως, να είναι αδιάφορη και για κάθε Χριστιανό, γιατί και αυτός πρέπει να έχει ασκητική διάθεση. Και η διάθεση αυτή είναι φυσικό να συνδυάζεται με την πνευματική ωρίμανση του πιστού και να οδηγεί περισσότερο στην προσφορά και λιγότερο στη λήψη. Αυτό είναι φυσικό να ισχύει και στο ζήτημα των μεταμοσχεύσεων.
Η εφαρμογή των μεταμοσχεύσεων στον άνθρωπο πραγματοποιείται σε ευρύτατο φάσμα και προσλαμβάνει διάφορες μορφές. Αρχίζει από τη μετάγγιση αίματος που αποτελεί μεταφορά υγρού ιστού, προχωρεί στην προσφορά ενός από τα διπλά όργανα και φθάνει ώς την μεταμόσχευση ήπατος και καρδιάς. Τελευταίως μάλιστα στο πλαίσιο της γονιδιακής θεραπείας έχουμε και τη μεταμόσχευση τροποποιούμενων κυττάρων για την αντιμετώπιση ασθενειών, όπως η ινοκυστική νόσος. Εξάλλου οι μεταμοσχεύσεις μπορούν να αφορούν ένα μόνο άτομο, όταν μεταφέρεται κάποιος ιστός από ένα σημείο του σώματος σε κάποιο άλλο, ή να εμπλέκουν και άλλο ή άλλα άτομα, όταν οι ιστοί ή τα όργανα παραλαμβάνονται από αυτά. Τέλος ο δότης του μοσχεύματος μπορεί να είναι ζωντανός ή ακόμα και νεκρός. Από ορισμένους εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις ή και κατηγορηματικές αντιρρήσεις για το δικαίωμα του ανθρώπου να προβεί σε τέτοιες προσφορές. Και οι αντιρρήσεις αυτές κορυφώνονται, όπως είναι φυσικό, όταν πρόκειται για προσφορά κάποιου κεντρικού οργάνου, όπως είναι η καρδιά του που προϋποθέτει και το θάνατο του δότη.
Η αρνητική επιχειρηματολογία για τις μεταμοσχεύσεις επικαλείται πρωτίστως την ιερότητα του ανθρωπίνου σώματος και την πνευματική διάσταση που έχουν τα βασικά οργανά του κατά την παλαιοδιαθηκική ανθρωπολογία που διατηρείται και στην πατερική παράδοση. Η καρδιά, το αίμα, το ήπαρ, οι νεφροί συνδέονται, ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη, με την πνευματική ζωή του πιστού9. Αλλά και στην ορθόδοξη ασκητική παράδοση η φυσική καρδιά συνδέεται άμεσα με την πνευματική ζωή. Και η οδός προς τη βαθύτερη καρδιά του ανθρώπου περνάει από τη φυσική καρδιά του. Επιπλέον η αρνητική επιχειρηματολογία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος οφείλει το σώμα του στο Θεό και δεν μπορεί να το δωρίζει. Το σώμα του Χριστιανού είναι ναός του Θεού ή μέλος Χριστού. Αλλωστε ολόκληρος ο Χριστιανός δεν ανήκει στον εαυτό του, αλλ’ «ηγοράσθη τιμής»10. Επομένως, σημειώνεται, δεν μπορεί να διαχειρίζεται κατά βούληση τον εαυτό του ή το σώμα του.
Παρά ταύτα ο Χριστιανός δεν μπορεί μόνο, αλλά και οφείλει να ενεργεί κατά τη βούληση του Χριστού που εκφράζεται με τις εντολές του. Και όταν ο άνθρωπος ενεργεί σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, ενεργεί στην προοπτική της όντως ζωής, έστω και αν περνά μέσα από το θάνατο. Το ιδιαίτερο μάλιστα χαρακτηριστικό της χριστιανικής ανθρωπολογίας είναι, ότι βλέπει την πραγματική ζωή του ανθρώπου μόνο μέσα από το πέρασμα του θανάτου, πράγμα που έχει επαναστατικές συνέπειες. Το ερώτημα λοιπόν είναι, αν με τις δωρεές ιστών και οργάνων σώματος τηρούνται οι εντολές του Χριστού που συνοψίζονται στη διπλή εντολή της αγάπης, ή αν ακολουθείται το παράδειγμά του.
Ο Χριστός διδάσκει την αυτοθυσία και θυσιάζεται για τον κόσμο. Ο ίδιος τρέφει τους ανθρώπους με το σώμα και το αίμα του, όχι βέβαια για να παρατείνει την επίγεια ζωή τους, αλλά για να τους ανακαινίσει και να τους αφθαρτίσει. Παρά ταύτα προσφέρει και παράταση της επίγειας ζωής με τα θαύματά του. Με αυτά, όμως, συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη αδυναμία. Σκοπός του δεν είναι οι θαυματουργικές θεραπείες, αλλά η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία:«Ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου αφιέναι επί της γής αμαρτίας, λέγει τώ παραλυτικώ· σοί λέγω, έγειρε και άρον τον κράβαττόν σου και ύπαγε εις τον οίκον σου»11. Οι θαυματουργικές θεραπείες ή οι νεκραναστάσεις, που πραγματοποιεί ο Χριστός είναι ταυτόχρονα και σημεία της παρουσίας της βασιλείας του. Αν ο άνθρωπος δεν οδηγηθεί σε αυτήν, τότε το σημείο χάνει το νόημά του. Και η Εκκλησία λοιπόν καλείται να δραστηριοποιείται στο επίπεδο αυτό παρουσιάζοντας σημεία της αγάπης της, χωρίς να λησμονεί το κύριο έργο της. Καλείται ακόμα να οικονομεί τους ανθρώπους, χωρίς να λησμονεί το σκοπόν της. Κύριος σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι η προσωρινή απαλλαγή των ανθρώπων από τον βιολογικό θάνατο, αλλά η οριστική απαλλαγή τους από το φόβο του θανάτου και από τον ίδιο το θάνατο. Για την Εκκλησία του απαλλάξαι θανάτου, το πείσαι θανάτου καταφρονείν πολλώ μείζον12.
Η σταθερή, όμως, προσήλωση στο μείζον που είναι ιδιαίτερα επιτακτική μέσα στη σύγχρονη εκκοσμικευμένη κοινωνία, δε σημαίνει και αδιαφορία για το έλασσον που είναι επίσης επιτακτικό εξαιτίας ακριβώς της εκκοσμικεύσεως της κοινωνίας. Η Εκκλησία δεν ενεργεί μόνο με την ακρίβεια, αλλά και με την οικονομία. Η θεολογία δεν μπορεί να γίνεται οικονομία. Αλλά και η οικονομία δεν παύει να έχει τη θεολογική δικαίωσή της. Η εκούσια προσφορά κάποιου σωματικού ιστού ή οργάνου, ως αυτοπροσφορά ανιδιοτελούς αγάπης, είναι πράξη σεβαστή και απαιτεί σοβαρή και λεπτή ποιμαντική αντιμετώπιση. Ποιός δε θα επαινέσει την ευαισθησία του ανθρώπου που προσφέρει από αγάπη το μάτι ή το νεφρό του, για να δεί ή για να ζήσει κάποιος άλλος; Και τί θα μπορούσε να πεί κάποιος, αν ο δότης αυτός ήταν πρόθυμος να προσφέρει και τη ζωή του, για να ζήσει ο πλησίον του; Βέβαια στην περίπτωση αυτή θα είχαμε μια καθαρώς χαρισματική εκδήλωση που καταξιώνεται στη θεολογική της προοπτική και όχι στη χρηστική σύναξη καταλόγων με εθελοντές δότες.
Στις μεταμοσχεύσεις καρδιάς το κρισιμότερο σημείο βρίσκεται στον προσδιορισμό του θανάτου. Η Εκκλησία βλέπει τον θάνατο του ανθρώπου ως μυστήριο χωρισμού ή εξόδου της ψυχής από το σώμα13. Η σύγχρονη ιατρική ταυτίζει συχνά το θάνατο του ανθρώπου με τον εγκεφαλικό θάνατο. Ο θάνατος αυτός προσδιορίζεται με βάση τη μηχανιστική ανθρωπολογία της σύγχρονης ιατρικής ως μή αναστρέψιμη παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου με οριστική απώλεια της συνειδήσεως14. Αν, όμως, η μή αναστρέψιμη παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου μπορεί να προσδιορισθεί σε καθαρώς βιολογικό επίπεδο, η οριστική απώλεια της συνειδήσεως που κατά την εκκλησιαστική ανθρωπολογία ανάγεται στην ψυχή του ανθρώπου δεν μπορεί να ανιχνευθεί μόνο στο επίπεδο αυτό. Η ταύτιση του χωρισμού της ψυχής από το σώμα με τη μή αναστρέψιμη παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου, δηλαδή η ταύτιση του θανάτου, όπως αυτός ορίζεται από την εκκλησιαστική ανθρωπολογία, με τον εγκεφαλικό θάνατο είναι αυθαίρετη. Κατά την εκκλησιαστική ανθρωπολογία η ψυχή, ως ιδιαίτερη ουσία, υπάρχει σε ολόκληρο το σώμα του ανθρώπου και το συνέχει. Ο εγκέφαλος δεν είναι το δοχείο αλλά το όργανο της ψυχής15. Η νέκρωση του εγκεφάλου σημαίνει παύση της δυνατότητας ενεργού εκδηλώσεως της ψυχής, όχι, όμως, αναγκαστικά και αφανισμό της. Κατά την σύγχρονη όμως ιατρική ανθρωπολογία που ανάγει την ψυχή σε ψυχικά φαινόμενα ή ψυχικές ενέργειες η νέκρωση του εγκεφάλου ταυτίζεται με τη νέκρωση των ψυχικών ενεργειών, και επομένως με την οριστική απώλεια της συνειδήσεως. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι οι διαφωνίες γύρω από το θέμα του εγκεφαλικού θανάτου ανάγονται τελικά στη σύγχυση σχετικά με την ουσία και την ενέργεια της ψυχής. Για την εκκλησιαστική ανθρωπολογία η ψυχή έχει ιδιαίτερη ουσία και ενέργεια. Για τη σύγχρονη, όμως, ιατρική ανθρωπολογία η ψυχή είναι απλή ενέργεια. Η νέκρωση του εγκεφάλου, ή ο εγκεφαλικός θάνατος, σημαίνει παύση της ψυχικής ενέργειας. Κι ενώ η παύση αυτή κατά την ιατρική ανθρωπολογία ταυτίζεται με την οριστική απώλεια της συνειδήσεως, για την εκκλησιαστική ανθρωπολογία ταυτίζεται με την παύση της ενεργοποιήσεώς της.
Τελικά ο θάνατος ως χωρισμός ή έξοδος της ψυχής από το σώμα δεν παύει να αποτελεί μυστήριο. Κανείς δεν μπορεί να πεί με ακρίβεια ότι αυτός συμπίπτει με τον εγκεφαλικό θάνατο. Μπορεί να συμπίπτει, μπορεί να προηγείται, μπορεί ακόμα και να έπεται του εγκεφαλικού θανάτου. Ανθρωποι που θεωρήθηκαν κλινικώς νεκροί και επανήλθαν στη ζωή, έζησαν το χωρισμό της ψυχής τους από το σώμα και είχαν έντονες εξωσωματικές εμπειρίες τις οποίες ακολούθως διηγήθηκαν. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη χωρισμού ή εξόδου της ψυχής από το σώμα προ του εγκεφαλικού θανάτου, εφόσον η παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου είναι μή αναστρέψιμη και η επάνοδος στη ζωή μετά από αυτήν δεν είναι δυνατή. Αλλοι πάλι μετά την παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας εξαιτίας καρδιακής ανακοπής επανήλθαν στη ζωή. Αυτό σημαίνει ότι ούτε η παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας αποτελεί οριστικό και αμετάκλητο χωρισμό της ψυχής από το σώμα. Τί μπορεί λοιπόν να υποστηριχθεί και για τόχωρισμό της ψυχής από το σώμα, όταν λειτουργεί το καρδιοαναπνευστικό σύστημα του ανθρώπου με μηχανική υποστήριξη; Το ερώτημα μένει αναπάντητο.
Οποιαδήποτε δωρεά σωματικού ιστού ή οργάνου αποτελεί κάποιο είδος αυτοθυσίας. Παραταύτα θα ήταν αθεολόγητο να θεωρηθεί μια τέτοια πράξη ως αντιγραφική μίμηση της θυσίας του Χριστού. Ο Χριστός προσφέρει το σώμα και το αίμα του, για να δώσει στους ανθρώπους όχι την πρόσκαιρη, αλλά την όντως ζωή που μπορεί μάλιστα να συνεπάγεται και τη θυσία της πρόσκαιρης ζωής. Η πρόσκαιρη ζωή δεν πρέπει να αποσυνδέεται από την όντως ζωή και να αυτονομείται. Αλλά η προσκόλληση στην πρόσκαιρη ζωή σβήνει τον πόθο για την αιώνια. «Ός γάρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ός δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν»16. «Ή ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τώ κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν»17. Όποιος αγαπάει δηλαδή τη ζωή του, την χάνει. Και όποιος δεν λογαριάζει τη ζωή του στον κόσμο αυτόν, την διατηρεί για την αιώνια ζωή. Η παράδοξη αυτή για την ανθρώπινη λογική οδός του Ευαγγελίου, η οδός που ακολούθησε πρώτος ο Χριστός, δεν κινείται ασφαλώς στο επίπεδο της λογικής των μεταμοσχεύσεων. Παραταύτα το φιλάνθρωπο ή και ηρωϊκό στοιχείο που υπάρχει στην αυτεξούσια δωρεά ιστών ή οργάνων για μεταμόσχευση, δεν παύει να έχει την αξία της. Όπως και η ανάγκη της ποιμαντικής συμπαραστάσεως των ανθρώπων που βρίσκονται σε κρίσιμες καταστάσεις υγείας δεν μπορεί να παραθεωρείται.
Η προβληματική που παρουσιάζεται από μερικούς για τη μεταθανάτια ακεραιότητα αυτών που προσφέρουν όργανα του σώματός τους έχει σχολαστικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος δεν ταυτίζεται με το σώμα του, ούτε με την ψυχή του, ούτε κάν με την ανάμιξή τους ή με το άθροισμά τους, αλλά είναι κάτι που ξεπερνά όλα αυτά και τα συνέχει, χωρίς να συνέχεται με κανένα τρόπο από αυτά και χωρίς να προσδιορίζεται με τίποτε από αυτά18. Ως δημιούργημα κατ’ εικόνα Θεού ο άνθρωπος κατανοείται πάντοτε εικονιστικά, αλλά και καταξιώνεται εικονιστικά19. Και η εικονιστική κατανόηση και καταξίωσή του αφορά ταυτόχρονα ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως και τον κάθε άνθρωπο και τις επιμέρους ενέργειές του. Πέρα από κάθε διχοτομική διάκριση ύλης και πνεύματος, σώματος και ψυχής, ατόμου και κοινωνίας οι άνθρωποι, ως εικόνες του Θεού Λόγου, τηρώντας την εντολή της αγάπης, μένουν στον Θεό που είναι αγάπη και συναποτελούν το ένα σώμα της Εκκλησίας του Χριστού.
Μέσα στη δυναμική και πολυδιάστατη αυτή ανθρωπολογία κάθε σταγόνα αίματος που προσφέρεται από αγάπη προς τον πλησίον, αποτελεί καθολική προσφορά του όλου ανθρώπου. Αλλά και κάθε σχολαστική αναζήτηση για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη μεταθανάτια ακεραιότητα της υπάρξεώς του η προσφορά κάποιου σωματικού ιστού ή οργάνου χάνει το νόημά της. Ταυτόχρονα, όμως, γίνεται φανερό, πόσο ασυμβίβαστη προς την ανθρωπολογία αυτή είναι η μηχανιστική θεώρηση του ανθρώπου και η αντιμετώπιση των ιστών και των οργάνων του σώματός του ως θεραπευτικών μέσων ή ανταλλακτικών υλικών.
Η θεολογική προσέγγιση όλων των συγχρόνων προβλημάτων είναι φυσικό να γίνεται με το μέτρο της τελειότητας που είναι το μέτρο του Χριστού. Το μέτρο όμως αυτό που οφείλει να έχει πάντοτε ο Χριστιανός ενώπιόν του, δεν πρέπει να μετατρέπεται σε σπάθη για την εξουθένωση του ασθενούντος τη πίστει20. Ασφαλώς η χριστιανική τελειότητα είναι για όλους και δεν πρέπει να αποκρύπτεται από κανένα πιστό. Αλλά και η ανθρώπινη αδυναμία είναι κοινή σε όλους και δεν επιτρέπεται εξαιτίας της να καταδικάζεται κανένας. Η Εκκλησία σέβεται απεριόριστα την ανθρώπινη ελευθερία και εξαντλεί για τη διατήρησή της όλα τα περιθώρια της οικονομίας της. Η ρητή αντίθεση της Εκκλησίας αρχίζει από τη στιγμή που παραθεωρείται η ελευθερία του ανθρώπου και περιφρονείται η ιερότητά του. Τίποτε δε δικαιολογεί τον εξαναγκασμό του ανθρώπου να προσφέρει ιστούς ή όργανα του σώματός του πριν ή και μετά τον θάνατό του. Το ανθρώπινο σώμα είναι ιερό. Και πρέπει να γίνεται σεβαστό, όχι μόνο ζωντανό αλλά και νεκρό. Δεν είναι σωστό να αντιμετωπίζεται ως θεραπευτικό υλικό ή ως αποθήκη ανταλλακτικών. Τίποτε δε βεβαιώνει την εικαζόμενη συναίνεσή του για προσφορά ιστών ή οργάνων του σώματός του, ή πολύ περισσότερο την προεξόφληση της συγκαταθέσεώς του, όταν δεν υπάρχει διατυπωμένη αντίθετη επιθυμία του. Τέλος, τίποτε δε νομιμοποιεί τη δογματική επιβολή του εγκεφαλικού θανάτου ως αποκλειστικού κριτηρίου προσδιορισμού της στιγμής του θανάτου στις συνειδήσεις αυτών που βλέπουν το θάνατο ως μυστήριο χωρισμού ή εξόδου της ψυχής από το σώμα.
Η ορθόδοξη θεολογία δεν παρουσιάζει συνήθως για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινής ζωής συγκεκριμένους κανόνες, αλλά θέτει τις προϋποθέσεις και επισημαίνει τα βασικά κριτήρια που μπορούν να έχουν διάφορες εφαρμογές. Και το κάνει αυτό, όχι γιατί αρέσκεται στην αοριστία ή τη διγλωσσία, αλλά γιατί σέβεται την αλήθεια και το πρόσωπο. Αν η προσέγγιση της ανόργανης ύλης υιοθετεί με την κβαντομηχανική δύο αμοιβαίως αποκλειόμενες θέσεις ως συμπληρωματικές (κύματα – σωματίδια) και απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη πάντοτε η θέση του ανθρώπου που την παρατηρεί, πώς μπορεί να θεωρείται ως ικανοποιητική η μονοδιάστατη και μηχανιστική προσέγγιση του ανθρώπου και των προβλημάτων της υγείας του; Το ίδιο αντικειμενικό γεγονός μπορεί να σημαίνει για τον άνθρωπο δύο διαμετρικώς αντίθετα πράγματα. Η αλήθεια των πραγμάτων δεν περιορίζεται σε εξωτερικούς τύπους. Όπως η αφαίρεση της ζωής μπορεί να συνιστά πράξη κορυφαίας αγάπης (αυτοθυσία), αλλά και πράξη πλήρους αυτοπεριορισμού και έσχατης απογνώσεως (αυτοκτονία), έτσι και η μεταμόσχευση ιστών ή οργάνων από άνθρωπο σε άνθρωπο μπορεί να είναι πράξη κορυφαίας αγάπης, αλλά και πράξη περιφρονήσεως του ανθρώπου ή έσχατης συναλλαγής. Μπορεί να είναι νίκη εναντίον του θανάτου με εκούσια αποδοχή του θανάτου, αλλά μπορεί να είναι και πλήρης συμμόρφωση προς τη θνητότητα με ταυτόχρονο αφανισμό κάθε πνευματικού στοιχείου. Η ορθόδοξη θεολογία δεν μπορεί να δεχθεί τις μεταμοσχεύσεις ιστών ή οργάνων από άνθρωπο σε άνθρωπο ή ακόμα και την απλή μετάγγιση αίματος ως κάποια μηχανιστική διαδικασία. Μπορεί όμως να τις δεχθεί ως πράξεις αυτοπροσφοράς και αυτοθυσίας. Γι’ αυτό δεν αντιμετωπίζει την προβληματική των μεταμοσχεύσεων με προδιαγεγραμμένη περιπτωσιολογία, αλλά βλέπει τις διάφορες περιπτώσεις με κριτήρια την ανιδιοτελή αγάπη και τον σεβασμό του προσώπου.
Oι απαρχές των μεταμοσχεύσεων ανάγονται στους αρχαίους χρόνους. Μεταμοσχεύσεις δέρματος έκαναν ήδη οι αρχαίοι Αιγύπτιοι1. Οι πρώτες όμως μεταμοσχεύσεις ζωτικών οργάνων και ιστών του ανθρωπίνου σώματος έγιναν στην εποχή μας. Έτσι η πρώτη επιτυχής μεταμόσχευση νεφρού πραγματοποιήθηκε το 1954, ενώ η πρώτη επιτυχής μεταμόσχευση καρδιάς το 1967. Στη συνέχεια οι μεταμοσχεύσεις, ως θεραπευτικές μέθοδοι που δεν περιορίζονται στη συντήρηση, αλλά προχωρούν ώς τη ριζική εξαφάνιση προβλημάτων υγείας, διαδόθηκαν ευρύτατα και προκάλεσαν ενθουσιασμό σε παγκόσμια κλίμακα.
Μεταμοσχεύσεις: Η αναζήτηση της επίγειας αθανασίας;
Ο ενθουσιασμός αυτός οφείλεται ασφαλώς στο μέγεθος του κατορθώματος, αλλά ίσως και στην επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου να επιτύχει κάποια επίγεια αθανασία. Γι’ αυτό δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί ότι εμπεριέχει τον κίνδυνο του αποπροσανατολισμού του ανθρώπου από τον τελικό σκοπό της υπάρξεως και τα βαθύτερα προβλήματά του. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι ανθρώπινες ζωές που μπορούν να σωθούν με τις μεταμοσχεύσεις δεν είναι δυνατό να καλύψουν ούτε το ένα χιλιοστό εκείνων που καταστρέφονται με τις εκτρώσεις, η σχετικότητα του ενθουσιασμού για την προστασία του ανθρώπου γίνεται σαφέστερη.
Η υπερβολική εμπιστοσύνη στις μεταμοσχεύσεις επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ανθρώπου στη σωματική μόνο ακεραιότητα και ταυτόχρονα καλλιεργεί την ψευδαίσθηση κάποιας σχετικής επίγειας αθανασίας. Η αναζήτηση όμως της αθανασίας αυτής δεν εναρμονίζεται με την προσδοκία της αιωνιότητας και την πίστη στη διά του Χριστού νίκη του θανάτου. Αυτά σημαίνουν ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να θέσει ως στόχο της τη διάδοση κάποιου συνθήματος του τύπου δώσε και σώσε που εύκολα εντάσσεται και σε καταναλωτικές ή εμπορικές προοπτικές. Μια τέτοια τοποθέτηση θα φανέρωνε εκκοσμίκευση και ένταξη στο ρεύμα της εποχής.
Στην προοπτική της Εκκλησίας η βιολογική ζωή και ο βιολογικός θάνατος χάνουν τη δραματική αντιπαλότητά τους και σχετικοποιούνται. Αλλωστε από τη φύση τους η ζωή και ο θάνατος συμπλέκονται και συνυφαίνονται. Η ζωή εκδιπλώνεται ως διαδικασία θανάτου. Και ο θάνατος υπάρχει σε κάθε φάση της ζωής2. Ιδίως υπάρχει ως φάση οριστικής εναλλαγής της ζωής· ως μετάβαση από την πρόσκαιρη στην όντως ζωή. Η προοπτική αυτή δεν εξαφανίζει μόνο την τραγικότητα του θανάτου, αλλά και δημιουργεί τη δυνατότητα για θετική ή και επιθετική ακόμα αντιμετώπισή του. Ο βιολογικός θάνατος είναι κοινός στα ζώα και τον άνθρωπο. Ο Χριστιανός δεν είναι απαραίτητο να περιμένει παθητικά αυτόν τον θάνατο. Μπορεί να τον δεχθεί και θεληματικά, για να κερδίσει με αυτόν τη ζωή.
Όπως, όμως, ο σωματικός θάνατος μπορεί να υπηρετήσει την πνευματική ζωή, έτσι και η σωματική αρρώστια μπορεί να υπηρετήσει την πνευματική υγεία. Από εδώ, όμως δε συνάγεται ότι παραθεωρείται η αξία της σωματικής υγείας και ζωής. Αλλωστε η συνθετική ανθρωπολογία της Εκκλησίας που επιμένει στην ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου, είναι φυσικό να βλέπει θετικά όχι μόνο την ψυχική αλλά και τη σωματική του υγεία. Αυτό μαρτυρούν και πολλές ευχές της Εκκλησίας για την υγεία της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου3. Παράλληλα, όμως, υπήρχε πάντοτε και η ιατρική αντιμετώπισή τους, που ευλογούσε η Εκκλησία.
Η σύγχρονη ιατρική, παρά τα εκπληκτικά της κατορθώματα, εκφράζει ή και προεκτείνει την ουμανιστική ανθρωπολογία που αποκρούσθηκε κάποτε στον ορθόδοξο χώρο, γιατί εγκλωβίζει τον άνθρωπο στα όρια της κτιστότητας και της θνητότητας. Το ενδιαφέρον της για τον άνθρωπο εξαντλείται στις βιολογικές του λειτουργίες και η ζωή του ταυτίζεται με τη βιολογική διατήρησή του. Γι’ αυτό διαπιστώνεται συχνά ότι εκεί, όπου κυριαρχεί αποκλειστικά η ιατρική αυτή, εκτοπίζεται ο Θεός.
Παραταύτα δεν μπορεί να παραθεωρείται η αξία της ιατρικής που έρχεται ως δώρο του Θεού να παρηγορήσει τον άνθρωπο στην ασθενή πνευματικά και σωματικά κατάστασή του. Ο ίδιος ο Χριστός ήρθε στον κόσμο ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων των ανθρώπων. Η φανέρωση της βασιλείας του Θεού σηματοδοτείται και με θεραπείες αρρώστων. Αλλά και οι ποικίλες θεραπείες, που πραγματοποιούν οι άγιοι στον κόσμο, αναγνωρίζονται ως συνέπειες ιδιαίτερης χάριτος του Θεού. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στις θεραπείες αυτές συμπεριλαμβάνονται η συμπλήρωση σωματικού οργάνου, όπως στην περίπτωση της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού από τον Κύριο4, αλλά και η μεταμόσχευση σωματικού μέλους, όπως στην περίπτωση της μεταμοσχεύσεως κνήμης από πτώμα σε ασθενή που πραγματοποίησαν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός5. Τέλος η σωματική ασθένεια έχει κάποια αναλογία προς την ψυχική. Και η θεραπεία από τη σωματική ασθένεια προσφέρεται ως τύπος για την ψυχική αγωγή και θεραπεία του ανθρώπου. Όπως η σωματική ασθένεια επιβάλλει την αποφυγή των βλαβερών τροφών, έτσι και η ασθένεια της ψυχής επιβάλλει την τήρηση των εντολών του Θεού.
Ο Χριστιανός δεν έχει κανένα λόγο να αποφεύγει την ιατρική ή να μην αναζητεί τους πιο έμπειρους γιατρούς6. Είτε όμως καταφεύγει στη βοήθεια των ιατρών είτε παραιτείται από αυτούς, πρέπει να προσβλέπει τελικά στο Θεό και την ωφέλεια της ψυχής του. Αυτό άλλωστε οφείλει να επιδιώκει και με κάθε του πράξη: «Είτε ούν εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε»7. Ο πιστός λοιπόν καταφεύγει στους γιατρούς και την ιατρική επιστήμη, όποτε χρειάζεται, χωρίς, όμως, να εναποθέτει εκεί όλες τις προσδοκίες του8.
Η ιατρική φροντίζει για την αποκατάσταση ή τη βελτίωση της υγείας του ανθρώπου. Φροντίζοντας, όμως, γι’ αυτά φροντίζει και για την παράταση της ζωής του. Η Εκκλησία δεν εμποδίζει την ιατρική στην προσπάθειά της, αλλά και δεν αγνοεί τη σχετικότητά της. Παράλληλα, όμως, προβάλλει τις δικές της θέσεις για τον άνθρωπο και τη ζωή του. Σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι να δώσει στον κόσμο κάποιον τρόπο επιβιώσεως, αλλά τη ζωή που νικάει το θάνατο. Ειδικότερα στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας επισημαίνεται η συγκρατημένη χρήση της ιατρικής και των ιατρικών φαρμάκων για αποφυγή της φιλοζωΐας. Βέβαια αυτή αφορά πρωτίστως τους ασκητές. Δεν πρέπει, όμως, να είναι αδιάφορη και για κάθε Χριστιανό, γιατί και αυτός πρέπει να έχει ασκητική διάθεση. Και η διάθεση αυτή είναι φυσικό να συνδυάζεται με την πνευματική ωρίμανση του πιστού και να οδηγεί περισσότερο στην προσφορά και λιγότερο στη λήψη. Αυτό είναι φυσικό να ισχύει και στο ζήτημα των μεταμοσχεύσεων.
Η εφαρμογή των μεταμοσχεύσεων στον άνθρωπο πραγματοποιείται σε ευρύτατο φάσμα και προσλαμβάνει διάφορες μορφές. Αρχίζει από τη μετάγγιση αίματος που αποτελεί μεταφορά υγρού ιστού, προχωρεί στην προσφορά ενός από τα διπλά όργανα και φθάνει ώς την μεταμόσχευση ήπατος και καρδιάς. Τελευταίως μάλιστα στο πλαίσιο της γονιδιακής θεραπείας έχουμε και τη μεταμόσχευση τροποποιούμενων κυττάρων για την αντιμετώπιση ασθενειών, όπως η ινοκυστική νόσος. Εξάλλου οι μεταμοσχεύσεις μπορούν να αφορούν ένα μόνο άτομο, όταν μεταφέρεται κάποιος ιστός από ένα σημείο του σώματος σε κάποιο άλλο, ή να εμπλέκουν και άλλο ή άλλα άτομα, όταν οι ιστοί ή τα όργανα παραλαμβάνονται από αυτά. Τέλος ο δότης του μοσχεύματος μπορεί να είναι ζωντανός ή ακόμα και νεκρός. Από ορισμένους εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις ή και κατηγορηματικές αντιρρήσεις για το δικαίωμα του ανθρώπου να προβεί σε τέτοιες προσφορές. Και οι αντιρρήσεις αυτές κορυφώνονται, όπως είναι φυσικό, όταν πρόκειται για προσφορά κάποιου κεντρικού οργάνου, όπως είναι η καρδιά του που προϋποθέτει και το θάνατο του δότη.
Η αρνητική επιχειρηματολογία για τις μεταμοσχεύσεις
Η αρνητική επιχειρηματολογία για τις μεταμοσχεύσεις επικαλείται πρωτίστως την ιερότητα του ανθρωπίνου σώματος και την πνευματική διάσταση που έχουν τα βασικά οργανά του κατά την παλαιοδιαθηκική ανθρωπολογία που διατηρείται και στην πατερική παράδοση. Η καρδιά, το αίμα, το ήπαρ, οι νεφροί συνδέονται, ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη, με την πνευματική ζωή του πιστού9. Αλλά και στην ορθόδοξη ασκητική παράδοση η φυσική καρδιά συνδέεται άμεσα με την πνευματική ζωή. Και η οδός προς τη βαθύτερη καρδιά του ανθρώπου περνάει από τη φυσική καρδιά του. Επιπλέον η αρνητική επιχειρηματολογία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος οφείλει το σώμα του στο Θεό και δεν μπορεί να το δωρίζει. Το σώμα του Χριστιανού είναι ναός του Θεού ή μέλος Χριστού. Αλλωστε ολόκληρος ο Χριστιανός δεν ανήκει στον εαυτό του, αλλ’ «ηγοράσθη τιμής»10. Επομένως, σημειώνεται, δεν μπορεί να διαχειρίζεται κατά βούληση τον εαυτό του ή το σώμα του.
Παρά ταύτα ο Χριστιανός δεν μπορεί μόνο, αλλά και οφείλει να ενεργεί κατά τη βούληση του Χριστού που εκφράζεται με τις εντολές του. Και όταν ο άνθρωπος ενεργεί σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, ενεργεί στην προοπτική της όντως ζωής, έστω και αν περνά μέσα από το θάνατο. Το ιδιαίτερο μάλιστα χαρακτηριστικό της χριστιανικής ανθρωπολογίας είναι, ότι βλέπει την πραγματική ζωή του ανθρώπου μόνο μέσα από το πέρασμα του θανάτου, πράγμα που έχει επαναστατικές συνέπειες. Το ερώτημα λοιπόν είναι, αν με τις δωρεές ιστών και οργάνων σώματος τηρούνται οι εντολές του Χριστού που συνοψίζονται στη διπλή εντολή της αγάπης, ή αν ακολουθείται το παράδειγμά του.
Ο Χριστός διδάσκει την αυτοθυσία και θυσιάζεται για τον κόσμο. Ο ίδιος τρέφει τους ανθρώπους με το σώμα και το αίμα του, όχι βέβαια για να παρατείνει την επίγεια ζωή τους, αλλά για να τους ανακαινίσει και να τους αφθαρτίσει. Παρά ταύτα προσφέρει και παράταση της επίγειας ζωής με τα θαύματά του. Με αυτά, όμως, συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη αδυναμία. Σκοπός του δεν είναι οι θαυματουργικές θεραπείες, αλλά η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία:«Ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου αφιέναι επί της γής αμαρτίας, λέγει τώ παραλυτικώ· σοί λέγω, έγειρε και άρον τον κράβαττόν σου και ύπαγε εις τον οίκον σου»11. Οι θαυματουργικές θεραπείες ή οι νεκραναστάσεις, που πραγματοποιεί ο Χριστός είναι ταυτόχρονα και σημεία της παρουσίας της βασιλείας του. Αν ο άνθρωπος δεν οδηγηθεί σε αυτήν, τότε το σημείο χάνει το νόημά του. Και η Εκκλησία λοιπόν καλείται να δραστηριοποιείται στο επίπεδο αυτό παρουσιάζοντας σημεία της αγάπης της, χωρίς να λησμονεί το κύριο έργο της. Καλείται ακόμα να οικονομεί τους ανθρώπους, χωρίς να λησμονεί το σκοπόν της. Κύριος σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι η προσωρινή απαλλαγή των ανθρώπων από τον βιολογικό θάνατο, αλλά η οριστική απαλλαγή τους από το φόβο του θανάτου και από τον ίδιο το θάνατο. Για την Εκκλησία του απαλλάξαι θανάτου, το πείσαι θανάτου καταφρονείν πολλώ μείζον12.
Η σταθερή, όμως, προσήλωση στο μείζον που είναι ιδιαίτερα επιτακτική μέσα στη σύγχρονη εκκοσμικευμένη κοινωνία, δε σημαίνει και αδιαφορία για το έλασσον που είναι επίσης επιτακτικό εξαιτίας ακριβώς της εκκοσμικεύσεως της κοινωνίας. Η Εκκλησία δεν ενεργεί μόνο με την ακρίβεια, αλλά και με την οικονομία. Η θεολογία δεν μπορεί να γίνεται οικονομία. Αλλά και η οικονομία δεν παύει να έχει τη θεολογική δικαίωσή της. Η εκούσια προσφορά κάποιου σωματικού ιστού ή οργάνου, ως αυτοπροσφορά ανιδιοτελούς αγάπης, είναι πράξη σεβαστή και απαιτεί σοβαρή και λεπτή ποιμαντική αντιμετώπιση. Ποιός δε θα επαινέσει την ευαισθησία του ανθρώπου που προσφέρει από αγάπη το μάτι ή το νεφρό του, για να δεί ή για να ζήσει κάποιος άλλος; Και τί θα μπορούσε να πεί κάποιος, αν ο δότης αυτός ήταν πρόθυμος να προσφέρει και τη ζωή του, για να ζήσει ο πλησίον του; Βέβαια στην περίπτωση αυτή θα είχαμε μια καθαρώς χαρισματική εκδήλωση που καταξιώνεται στη θεολογική της προοπτική και όχι στη χρηστική σύναξη καταλόγων με εθελοντές δότες.
Προσδιορισμός θανάτου στην Εκκλησία και την επιστήμη
Στις μεταμοσχεύσεις καρδιάς το κρισιμότερο σημείο βρίσκεται στον προσδιορισμό του θανάτου. Η Εκκλησία βλέπει τον θάνατο του ανθρώπου ως μυστήριο χωρισμού ή εξόδου της ψυχής από το σώμα13. Η σύγχρονη ιατρική ταυτίζει συχνά το θάνατο του ανθρώπου με τον εγκεφαλικό θάνατο. Ο θάνατος αυτός προσδιορίζεται με βάση τη μηχανιστική ανθρωπολογία της σύγχρονης ιατρικής ως μή αναστρέψιμη παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου με οριστική απώλεια της συνειδήσεως14. Αν, όμως, η μή αναστρέψιμη παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου μπορεί να προσδιορισθεί σε καθαρώς βιολογικό επίπεδο, η οριστική απώλεια της συνειδήσεως που κατά την εκκλησιαστική ανθρωπολογία ανάγεται στην ψυχή του ανθρώπου δεν μπορεί να ανιχνευθεί μόνο στο επίπεδο αυτό. Η ταύτιση του χωρισμού της ψυχής από το σώμα με τη μή αναστρέψιμη παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου, δηλαδή η ταύτιση του θανάτου, όπως αυτός ορίζεται από την εκκλησιαστική ανθρωπολογία, με τον εγκεφαλικό θάνατο είναι αυθαίρετη. Κατά την εκκλησιαστική ανθρωπολογία η ψυχή, ως ιδιαίτερη ουσία, υπάρχει σε ολόκληρο το σώμα του ανθρώπου και το συνέχει. Ο εγκέφαλος δεν είναι το δοχείο αλλά το όργανο της ψυχής15. Η νέκρωση του εγκεφάλου σημαίνει παύση της δυνατότητας ενεργού εκδηλώσεως της ψυχής, όχι, όμως, αναγκαστικά και αφανισμό της. Κατά την σύγχρονη όμως ιατρική ανθρωπολογία που ανάγει την ψυχή σε ψυχικά φαινόμενα ή ψυχικές ενέργειες η νέκρωση του εγκεφάλου ταυτίζεται με τη νέκρωση των ψυχικών ενεργειών, και επομένως με την οριστική απώλεια της συνειδήσεως. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι οι διαφωνίες γύρω από το θέμα του εγκεφαλικού θανάτου ανάγονται τελικά στη σύγχυση σχετικά με την ουσία και την ενέργεια της ψυχής. Για την εκκλησιαστική ανθρωπολογία η ψυχή έχει ιδιαίτερη ουσία και ενέργεια. Για τη σύγχρονη, όμως, ιατρική ανθρωπολογία η ψυχή είναι απλή ενέργεια. Η νέκρωση του εγκεφάλου, ή ο εγκεφαλικός θάνατος, σημαίνει παύση της ψυχικής ενέργειας. Κι ενώ η παύση αυτή κατά την ιατρική ανθρωπολογία ταυτίζεται με την οριστική απώλεια της συνειδήσεως, για την εκκλησιαστική ανθρωπολογία ταυτίζεται με την παύση της ενεργοποιήσεώς της.
Τελικά ο θάνατος ως χωρισμός ή έξοδος της ψυχής από το σώμα δεν παύει να αποτελεί μυστήριο. Κανείς δεν μπορεί να πεί με ακρίβεια ότι αυτός συμπίπτει με τον εγκεφαλικό θάνατο. Μπορεί να συμπίπτει, μπορεί να προηγείται, μπορεί ακόμα και να έπεται του εγκεφαλικού θανάτου. Ανθρωποι που θεωρήθηκαν κλινικώς νεκροί και επανήλθαν στη ζωή, έζησαν το χωρισμό της ψυχής τους από το σώμα και είχαν έντονες εξωσωματικές εμπειρίες τις οποίες ακολούθως διηγήθηκαν. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη χωρισμού ή εξόδου της ψυχής από το σώμα προ του εγκεφαλικού θανάτου, εφόσον η παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου είναι μή αναστρέψιμη και η επάνοδος στη ζωή μετά από αυτήν δεν είναι δυνατή. Αλλοι πάλι μετά την παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας εξαιτίας καρδιακής ανακοπής επανήλθαν στη ζωή. Αυτό σημαίνει ότι ούτε η παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας αποτελεί οριστικό και αμετάκλητο χωρισμό της ψυχής από το σώμα. Τί μπορεί λοιπόν να υποστηριχθεί και για τόχωρισμό της ψυχής από το σώμα, όταν λειτουργεί το καρδιοαναπνευστικό σύστημα του ανθρώπου με μηχανική υποστήριξη; Το ερώτημα μένει αναπάντητο.
Εικονιστική κατανόηση και καταξίωση του ανθρώπου
Οποιαδήποτε δωρεά σωματικού ιστού ή οργάνου αποτελεί κάποιο είδος αυτοθυσίας. Παραταύτα θα ήταν αθεολόγητο να θεωρηθεί μια τέτοια πράξη ως αντιγραφική μίμηση της θυσίας του Χριστού. Ο Χριστός προσφέρει το σώμα και το αίμα του, για να δώσει στους ανθρώπους όχι την πρόσκαιρη, αλλά την όντως ζωή που μπορεί μάλιστα να συνεπάγεται και τη θυσία της πρόσκαιρης ζωής. Η πρόσκαιρη ζωή δεν πρέπει να αποσυνδέεται από την όντως ζωή και να αυτονομείται. Αλλά η προσκόλληση στην πρόσκαιρη ζωή σβήνει τον πόθο για την αιώνια. «Ός γάρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ός δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν»16. «Ή ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τώ κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν»17. Όποιος αγαπάει δηλαδή τη ζωή του, την χάνει. Και όποιος δεν λογαριάζει τη ζωή του στον κόσμο αυτόν, την διατηρεί για την αιώνια ζωή. Η παράδοξη αυτή για την ανθρώπινη λογική οδός του Ευαγγελίου, η οδός που ακολούθησε πρώτος ο Χριστός, δεν κινείται ασφαλώς στο επίπεδο της λογικής των μεταμοσχεύσεων. Παραταύτα το φιλάνθρωπο ή και ηρωϊκό στοιχείο που υπάρχει στην αυτεξούσια δωρεά ιστών ή οργάνων για μεταμόσχευση, δεν παύει να έχει την αξία της. Όπως και η ανάγκη της ποιμαντικής συμπαραστάσεως των ανθρώπων που βρίσκονται σε κρίσιμες καταστάσεις υγείας δεν μπορεί να παραθεωρείται.
Η προβληματική που παρουσιάζεται από μερικούς για τη μεταθανάτια ακεραιότητα αυτών που προσφέρουν όργανα του σώματός τους έχει σχολαστικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος δεν ταυτίζεται με το σώμα του, ούτε με την ψυχή του, ούτε κάν με την ανάμιξή τους ή με το άθροισμά τους, αλλά είναι κάτι που ξεπερνά όλα αυτά και τα συνέχει, χωρίς να συνέχεται με κανένα τρόπο από αυτά και χωρίς να προσδιορίζεται με τίποτε από αυτά18. Ως δημιούργημα κατ’ εικόνα Θεού ο άνθρωπος κατανοείται πάντοτε εικονιστικά, αλλά και καταξιώνεται εικονιστικά19. Και η εικονιστική κατανόηση και καταξίωσή του αφορά ταυτόχρονα ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως και τον κάθε άνθρωπο και τις επιμέρους ενέργειές του. Πέρα από κάθε διχοτομική διάκριση ύλης και πνεύματος, σώματος και ψυχής, ατόμου και κοινωνίας οι άνθρωποι, ως εικόνες του Θεού Λόγου, τηρώντας την εντολή της αγάπης, μένουν στον Θεό που είναι αγάπη και συναποτελούν το ένα σώμα της Εκκλησίας του Χριστού.
Μέσα στη δυναμική και πολυδιάστατη αυτή ανθρωπολογία κάθε σταγόνα αίματος που προσφέρεται από αγάπη προς τον πλησίον, αποτελεί καθολική προσφορά του όλου ανθρώπου. Αλλά και κάθε σχολαστική αναζήτηση για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη μεταθανάτια ακεραιότητα της υπάρξεώς του η προσφορά κάποιου σωματικού ιστού ή οργάνου χάνει το νόημά της. Ταυτόχρονα, όμως, γίνεται φανερό, πόσο ασυμβίβαστη προς την ανθρωπολογία αυτή είναι η μηχανιστική θεώρηση του ανθρώπου και η αντιμετώπιση των ιστών και των οργάνων του σώματός του ως θεραπευτικών μέσων ή ανταλλακτικών υλικών.
Η ορθόδοξη προσέγγιση
Η θεολογική προσέγγιση όλων των συγχρόνων προβλημάτων είναι φυσικό να γίνεται με το μέτρο της τελειότητας που είναι το μέτρο του Χριστού. Το μέτρο όμως αυτό που οφείλει να έχει πάντοτε ο Χριστιανός ενώπιόν του, δεν πρέπει να μετατρέπεται σε σπάθη για την εξουθένωση του ασθενούντος τη πίστει20. Ασφαλώς η χριστιανική τελειότητα είναι για όλους και δεν πρέπει να αποκρύπτεται από κανένα πιστό. Αλλά και η ανθρώπινη αδυναμία είναι κοινή σε όλους και δεν επιτρέπεται εξαιτίας της να καταδικάζεται κανένας. Η Εκκλησία σέβεται απεριόριστα την ανθρώπινη ελευθερία και εξαντλεί για τη διατήρησή της όλα τα περιθώρια της οικονομίας της. Η ρητή αντίθεση της Εκκλησίας αρχίζει από τη στιγμή που παραθεωρείται η ελευθερία του ανθρώπου και περιφρονείται η ιερότητά του. Τίποτε δε δικαιολογεί τον εξαναγκασμό του ανθρώπου να προσφέρει ιστούς ή όργανα του σώματός του πριν ή και μετά τον θάνατό του. Το ανθρώπινο σώμα είναι ιερό. Και πρέπει να γίνεται σεβαστό, όχι μόνο ζωντανό αλλά και νεκρό. Δεν είναι σωστό να αντιμετωπίζεται ως θεραπευτικό υλικό ή ως αποθήκη ανταλλακτικών. Τίποτε δε βεβαιώνει την εικαζόμενη συναίνεσή του για προσφορά ιστών ή οργάνων του σώματός του, ή πολύ περισσότερο την προεξόφληση της συγκαταθέσεώς του, όταν δεν υπάρχει διατυπωμένη αντίθετη επιθυμία του. Τέλος, τίποτε δε νομιμοποιεί τη δογματική επιβολή του εγκεφαλικού θανάτου ως αποκλειστικού κριτηρίου προσδιορισμού της στιγμής του θανάτου στις συνειδήσεις αυτών που βλέπουν το θάνατο ως μυστήριο χωρισμού ή εξόδου της ψυχής από το σώμα.
Η ορθόδοξη θεολογία δεν παρουσιάζει συνήθως για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινής ζωής συγκεκριμένους κανόνες, αλλά θέτει τις προϋποθέσεις και επισημαίνει τα βασικά κριτήρια που μπορούν να έχουν διάφορες εφαρμογές. Και το κάνει αυτό, όχι γιατί αρέσκεται στην αοριστία ή τη διγλωσσία, αλλά γιατί σέβεται την αλήθεια και το πρόσωπο. Αν η προσέγγιση της ανόργανης ύλης υιοθετεί με την κβαντομηχανική δύο αμοιβαίως αποκλειόμενες θέσεις ως συμπληρωματικές (κύματα – σωματίδια) και απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη πάντοτε η θέση του ανθρώπου που την παρατηρεί, πώς μπορεί να θεωρείται ως ικανοποιητική η μονοδιάστατη και μηχανιστική προσέγγιση του ανθρώπου και των προβλημάτων της υγείας του; Το ίδιο αντικειμενικό γεγονός μπορεί να σημαίνει για τον άνθρωπο δύο διαμετρικώς αντίθετα πράγματα. Η αλήθεια των πραγμάτων δεν περιορίζεται σε εξωτερικούς τύπους. Όπως η αφαίρεση της ζωής μπορεί να συνιστά πράξη κορυφαίας αγάπης (αυτοθυσία), αλλά και πράξη πλήρους αυτοπεριορισμού και έσχατης απογνώσεως (αυτοκτονία), έτσι και η μεταμόσχευση ιστών ή οργάνων από άνθρωπο σε άνθρωπο μπορεί να είναι πράξη κορυφαίας αγάπης, αλλά και πράξη περιφρονήσεως του ανθρώπου ή έσχατης συναλλαγής. Μπορεί να είναι νίκη εναντίον του θανάτου με εκούσια αποδοχή του θανάτου, αλλά μπορεί να είναι και πλήρης συμμόρφωση προς τη θνητότητα με ταυτόχρονο αφανισμό κάθε πνευματικού στοιχείου. Η ορθόδοξη θεολογία δεν μπορεί να δεχθεί τις μεταμοσχεύσεις ιστών ή οργάνων από άνθρωπο σε άνθρωπο ή ακόμα και την απλή μετάγγιση αίματος ως κάποια μηχανιστική διαδικασία. Μπορεί όμως να τις δεχθεί ως πράξεις αυτοπροσφοράς και αυτοθυσίας. Γι’ αυτό δεν αντιμετωπίζει την προβληματική των μεταμοσχεύσεων με προδιαγεγραμμένη περιπτωσιολογία, αλλά βλέπει τις διάφορες περιπτώσεις με κριτήρια την ανιδιοτελή αγάπη και τον σεβασμό του προσώπου.
Παρατήρηση: Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νο 10 (Δεκέμβριος 2002 – Μάρτιος 2003) του περιοδικού ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ
Παραπομπές:
1. Κ. Τούντα, Μεταμοσχεύσεις οργάνων, Επιστήμη και ζωή, τόμ. 12, σ. 49.
2. «Ζωή γούν και θάνατος, ταύθ’ άπερ λέγεται, πλείστον αλλήλων διαφέρειν δοκούντα, εις άλληλα περιχωρεί πως και αντικαθίσταται». Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 18, 42, PG 35, 1041A
3. Βλέπε ιδιαιτέρως την τρίτη ευχή του ιερού Ευχελαίου: Εξέγειρον αυτόν από κλίνης οδυνηράς και στρωμνής κακώσεως· σώον και ολόκληρον χάρισαι αυτόν τη Εκκλησίας σου, ευαρεστούντα και ποιούντα το θέλημά σου.
4. Βλ. Ιω. 9,1-7.
5. Βλ. Β. Κέκη, Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός. Η πρώτη μεταμόσχευση, Σύχρονη Ιατρική Ενημέρωση τεύχ.
6, Ιαν.-Μάρτ. 2002, σ.77-82.6. Βλ. Ιω. Χρυσοστόμου, Προς Ολυμπιάδα 17, PG 52,590.
7. Α΄ Κορ. 10,31.
8. Και σπουδαστέον ούτω κεχρήσθαι τη τέχνη, είποτε δέοι, ως μή εν αυτή πάσαν αιτίαν του υγιαίνειν ή νοσείν τίθεσθαι, αλλ’ ως εις δόξαν Θεού και τύπον της των ψυχών επιμελείας την χρήσιν των απ’ αυτής παραλαμβάνειν. Μ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος 55,2, PG 31, 1045B.
9. Βλ. π.χ. Λευϊτ. 17,14, Γέν. 49,6, Ψαλ. 72,21, Ιερ. 17,10.
10. Βλ. Α΄ Κορ. 6,20.
11. Μάρ. 2,10-11.
12. Ιω. Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις Ματθαίον 34, PG 57,375-6.
13.Βλ.: π.χ. Ψάλμ. 145,4 Λουκ. 12,20.
14. Βλ. Στ. Μπαλογιάννη, Ο εγκεφαλικός θάνατος, στο Εκκλησία και μεταμοσχεύσεις έκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2001, σ. 121-147, όπου και εκτενής βιβλιογραφία. Πρβλ. και Κ. Καρακατσάνη, Εγκεφαλικός θάνατος. Ταυτίζεται με το θάνατο του ανθρώπου; Θεσσαλονίκη 22001.
15. «Εν τώ εγκεφάλω δε, ως εν οργάνω ευρίσκεται, ουχί η ουσία και η δύναμις του νοός, ήτοι της ψυχής, αλλά μόνη η του νοός ενέργεια, ως προείπομεν εν τη αρχή, και άφες τους νεωτέρους φυσικούς και μεταφυσικούς να λέγωσιν, ότι η ουσία της ψυχής ευρίσκεται εις τον εγκέφαλον, και εις το του εγκεφάλου κωνάριον διότι τούτο είναι το ίδιον, ωσεί να είπε τις, ότι η φυσική ψυχή δεν ευρίσκεται αρχικώς εις την ρίζαν του δένδρου, αλλά εις τον κλάδον και εις τον καρπόν». Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον Αθήναι 21991, σ. 164.
16. Ματθ. 16,24. Πρβλ. και Μάρ. 8,35.
17. Ιω. 12,25.
18. Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Περί αποριών, PG 91, 1225A.19. Βλ. Π. Νέλλα, Ζώον θεούμενον Αθήνα 1979, σ. 285. Πρεσβ. Ν. Λουδοβίκου, Μεταφυσική ή εσχατολογία του σώματος, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, νέα σειρά, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 124.20. Βλ. Ρωμ. 14,1.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.