Πέτρος Παναγιωτόπουλος
Εμπόδια. Ένα βασικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, είναι η γνώση του πλήθους των κυτταρικών συνδυασμών που περιέχονται στους ιστούς των ενηλίκων, ώστε να εντοπιστούν τα κατάλληλα είδη βλαστικών κυττάρων. Επιπλέον, επειδή ένα βλαστικό κύτταρο είναι συνήθως ένα πολύ σπάνιο κύτταρο στον ιστό του ενήλικα, απαιτείται επιμελής έρευνα για τον εντοπισμό τους. Αλλά και από τη στιγμή ακόμη που τα βλαστικά κύτταρα εντοπιστούν και απομονωθούν, θα πρέπει να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες που θα οδηγήσουν στη διαφοροποίησή τους σε εξειδικευμένα κύτταρα, κάτι που επίσης απαιτεί λεπτομερείς πειραματικές εργασίες.
Πηγή:www.salk.edu/
Τις λύσεις στα περισσότερα από τα ζητήματα αυτά μπορούμε να τις αναζητήσουμε στα εμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα. Αυτά πιστεύεται πως είναι πιο ευμετάβολα από ό,τι τα αντίστοιχα των ενηλίκων. Ωστόσο, και σ’ αυτήν την περίπτωση αποτελεί αντικείμενο αναζήτησης ο προσδιορισμός των απαραίτητων συνθηκών για να επιτευχθεί η διαφοροποίηση των εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων στα αντίστοιχα ειδικευμένα. Μία σημαντική, επίσης, παράμετρος της σχετικής έρευνας έχει να κάνει με τον ταχύ ρυθμό ανάπτυξης τους: υπό ορισμένες συνθήκες, ενδέχεται να αναπτυχθούν ανεξέλεγκτα και να σχηματίσουν κακοήθεις όγκους.
Προβλήματα υπάρχουν όμως και κατά τη διαδικασία μεταφύτευσης σε έναν νέο οργανισμό των εξειδικευμένων κυττάρων, που προήλθαν από καλλιέργεια βλαστικών κυττάρων. Τα νέα κύτταρα θα πρέπει να ενσωματωθούν οργανικά στους ιστούς και στα όργανα και να «μάθουν» να λειτουργούν σε συμφωνία με τα φυσικά κύτταρα του σώματος. Π.χ., τα καρδιακά κύτταρα που «χτυπούν» σε μια καλλιέργεια κυττάρων στο εργαστήριο, μπορεί να μη «χτυπούν» στο ρυθμό των κυττάρων της καρδιάς ενός ασθενή. Ή, οι νευρώνες που εμφυτεύονται μέσα σε έναν κατεστραμμένο εγκέφαλο πρέπει να «ρυθμιστούν» σύμφωνα με το περίπλοκο δίκτυο κυττάρων του εγκεφάλου και τις συνδέσεις τους, ώστε να λειτουργούν όπως πρέπει.
Στο σημείο αυτό αναδύεται και το συναφές πρόβλημα της ανοσολογικής αντιμετώπισης του ιστού, καθώς – όπως εξάλλου συμβαίνει και στις μεταμοσχεύσεις οργάνων – τα ανοσοποιητικά κύτταρα του σώματος θα αναγνωρίσουν τα μετεμφυτευμένα κύτταρα ως «ξένα», ξεκινώντας μια ανοσοποιητική αντίδραση, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει την αποτυχία της μεταμόσχευσης και να τεθεί σε κίνδυνο ο ασθενής. Οι λήπτες των κυττάρων θα πρέπει να λάβουν φάρμακα, ώστε προσωρινά να καταστείλουν το ανοσοποιητικό τους σύστημα, κάτι το οποίο φέρει φυσικά κινδύνους. Για τους λόγους αυτούς, η έρευνα της ιστοσυμβατότητας τελεί ακόμη σε εξέλιξη.
Φύλαξη. Τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί τράπεζες αίματος ομφάλιου λώρου, νευρικών βλαστικών κυττάρων και ανθρώπινων εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων. Συγκεκριμένα, το αίμα από τον ομφάλιο λώρο (Ομφαλοπλακουντικό αίμα), όπως και ο μυελός των οστών, αποθηκεύονται ως μια πηγή αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων για τη θεραπεία συγκεκριμένων γενετικών και επίκτητων ασθενειών. Το αίμα αυτό διατίθεται για γενική χρήση (αλλογενής μεταμόσχευση) και όχι προσωπική (αυτόλογη). Γι’ αυτό και οι τράπεζες αυτές έχουν δημόσιο και εθελοντικό χαρακτήρα. Ακόμη, τα νευρικά βλαστικά κύτταρα, τα οποία προέρχονται από αποβαλλόμενα έμβρυα, αποθηκεύονται σε τράπεζες για την πιθανή θεραπεία συγκεκριμένων εγκεφαλικών παθήσεων. Τράπεζες εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων έχουν επίσης καθιερωθεί για την πιθανή θεραπεία μιας ευρείας κατηγορίας γενετικών και επίκτητων ασθενειών. Τέλος, η δημιουργία τραπεζών ιστών από υγιείς δότες φέρεται ως μία αξιόπιστη λύση στο ζήτημα της συμβατότητας των ιστών από μετεμφυτευμένα βλαστικά κύτταρα.
Ηθικά ζητήματα. To βασικότερο ζήτημα που προκύπτει σχετικά με την ανάπτυξη των θεραπειών με βλαστοκύτταρα αφορά την έρευνα που πρέπει να διεξαχθεί σε έμβρυα, καθώς αυτή ισοδυναμεί με την καταστροφή/θανάτωσή τους. Μέχρι τώρα έχουν αναπτυχθεί διάφορες στρατηγικές αντιμετώπισης ή παράκαμψης του προβλήματος, όπως χρήση των πλεοναζόντων γονιμοποιημένων ωαρίων κατά τη διαδικασία της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, εμβρύων που προκύπτουν από αμβλώσεις ή παρθενογενετικών εμβρύων (είναι αβιώσιμα). Ειδικά στην πρώτη περίπτωση, ο αριθμός των πλεοναζόντων ωαρίων είναι τόσο μεγάλος (της τάξης των εκατοντάδων χιλιάδων), που η συντήρησή τους κρίνεται οικονομικά ασύμφορη, καθώς δεν διαφαίνεται καμία προοπτική χρήσης τους (οι γονείς τους δεν προτίθενται να τα αξιοποιήσουν) και οδεύουν προς την καταστροφή.
Στο πνεύμα της παράκαμψης των ηθικών αντιρρήσεων και ενδοιασμών σχετικά με τη χρήση εμβρύων για την έρευνα των βλαστοκυττάρων (που δημιουργούν οι πραγματικά προκλητικές θεραπευτικές προοπτικές της χρήσης τους), έχει τεθεί στο προσκήνιο το ηθικό status του εμβρύου ή ο προσδιορισμός της έναρξης του ανθρώπινου προσώπου. Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις επιτρέπεται η έρευνα μέχρι τη 14η μέρα μετά τη δημιουργία του ζυγωτού κυττάρου (γονιμοποίηση), με τη συγκατάθεση (για κάποιες χώρες) των δοτών των γαμετών (ωαρίου και σπερματοζωαρίου) και μιας επί τούτου επιτροπής Βιοηθικής και την απαγόρευση οποιουδήποτε οικονομικού όφελους.
Τα έμβρυα που βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης μέχρι τις 7-8 εβδομάδες μετά τη γονιμοποίηση, ονομάζονται fetuses (κυήματα, εν. fetus) και υπόκεινται σε διαφορετικό νομικό καθεστώς από τα έμβρυα που βρίσκονται σε μεταγενέστερο στάδιο ανάπτυξης. Σε ορισμένες χώρες υπάρχει δυνατότητα λήψης βλαστικών κυττάρων από κυήματα. Ακόμη, διατυπώνεται η θέση πως ο όρος έμβρυο θα πρέπει να αναφέρεται αποκλειστικά στους οργανισμούς που βρίσκονται εντός της μήτρας.
Κλωνοποίηση. Μἰα εναλλακτική λύση που έχει προταθεί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί το προαναφερθέν ζήτημα της ιστοσυμβατότητας, είναι η λεγόμενη κλωνοποίηση. Σ’ αυτήν αντικαθίσταται ο πυρήνας ενός ωαρίου από τον πυρήνα ενός σωματικού κυττάρου, οπότε μπορεί να προέλθει ένας οργανισμός όμοιος με αυτόν που έδωσε το σωματικό κύτταρο. Από το νέο αυτό οργανισμό μπορούν να ληφθούν πολυδύναμα βλαστοκύτταρα, τα οποία θα παράσχουν ιστούς συμβατούς με το δότη οργανισμό.
Η μέθοδος αυτή συνοδεύεται από μεγάλα ηθικά ζητήματα, αλλά και εμπόδια τεχνικής φύσης. Προκαλεί επίσης ερωτηματικά για τα γενετικά ζητήματα του δότη που θα κληροδοτηθούν στο νέο οργανισμό.
Η θέση της Εκκλησίας. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο άνθρωπος υπάρχει από τη στιγμή της σύλληψής του. Δεν μπορεί να αποδεχθεί, συνεπώς, την καταστροφή ενός εμβρύου σε οποιοδήποτε στάδιο ανάπτυξης και αν βρίσκεται. Μπορεί να διάκειται ευνοϊκά στην επιστημονική έρευνα, αλλά αντιτίθεται στην κλωνοποίηση (αναπαραγωγική και θεραπευτική) και γενικά στη δημιουργία εμβρύων για ερευνητικούς σκοπούς. Η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή και πρέπει να αντιμετωπίζεται με δέος και όχι μηχανιστικά. Ασφαλώς, η πρόοδος της επιστήμης είναι καλοδεχούμενη, όταν διακονεί τον άνθρωπο και ανακουφίζει τον πόνο του. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβαίνει με οποιοδήποτε τίμημα και να ευτελίζει τη θεία αξία του ανθρώπινου προσώπου.
Εμπόδια. Ένα βασικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, είναι η γνώση του πλήθους των κυτταρικών συνδυασμών που περιέχονται στους ιστούς των ενηλίκων, ώστε να εντοπιστούν τα κατάλληλα είδη βλαστικών κυττάρων. Επιπλέον, επειδή ένα βλαστικό κύτταρο είναι συνήθως ένα πολύ σπάνιο κύτταρο στον ιστό του ενήλικα, απαιτείται επιμελής έρευνα για τον εντοπισμό τους. Αλλά και από τη στιγμή ακόμη που τα βλαστικά κύτταρα εντοπιστούν και απομονωθούν, θα πρέπει να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες που θα οδηγήσουν στη διαφοροποίησή τους σε εξειδικευμένα κύτταρα, κάτι που επίσης απαιτεί λεπτομερείς πειραματικές εργασίες.
Πηγή:www.salk.edu/
Τις λύσεις στα περισσότερα από τα ζητήματα αυτά μπορούμε να τις αναζητήσουμε στα εμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα. Αυτά πιστεύεται πως είναι πιο ευμετάβολα από ό,τι τα αντίστοιχα των ενηλίκων. Ωστόσο, και σ’ αυτήν την περίπτωση αποτελεί αντικείμενο αναζήτησης ο προσδιορισμός των απαραίτητων συνθηκών για να επιτευχθεί η διαφοροποίηση των εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων στα αντίστοιχα ειδικευμένα. Μία σημαντική, επίσης, παράμετρος της σχετικής έρευνας έχει να κάνει με τον ταχύ ρυθμό ανάπτυξης τους: υπό ορισμένες συνθήκες, ενδέχεται να αναπτυχθούν ανεξέλεγκτα και να σχηματίσουν κακοήθεις όγκους.
Προβλήματα υπάρχουν όμως και κατά τη διαδικασία μεταφύτευσης σε έναν νέο οργανισμό των εξειδικευμένων κυττάρων, που προήλθαν από καλλιέργεια βλαστικών κυττάρων. Τα νέα κύτταρα θα πρέπει να ενσωματωθούν οργανικά στους ιστούς και στα όργανα και να «μάθουν» να λειτουργούν σε συμφωνία με τα φυσικά κύτταρα του σώματος. Π.χ., τα καρδιακά κύτταρα που «χτυπούν» σε μια καλλιέργεια κυττάρων στο εργαστήριο, μπορεί να μη «χτυπούν» στο ρυθμό των κυττάρων της καρδιάς ενός ασθενή. Ή, οι νευρώνες που εμφυτεύονται μέσα σε έναν κατεστραμμένο εγκέφαλο πρέπει να «ρυθμιστούν» σύμφωνα με το περίπλοκο δίκτυο κυττάρων του εγκεφάλου και τις συνδέσεις τους, ώστε να λειτουργούν όπως πρέπει.
Στο σημείο αυτό αναδύεται και το συναφές πρόβλημα της ανοσολογικής αντιμετώπισης του ιστού, καθώς – όπως εξάλλου συμβαίνει και στις μεταμοσχεύσεις οργάνων – τα ανοσοποιητικά κύτταρα του σώματος θα αναγνωρίσουν τα μετεμφυτευμένα κύτταρα ως «ξένα», ξεκινώντας μια ανοσοποιητική αντίδραση, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει την αποτυχία της μεταμόσχευσης και να τεθεί σε κίνδυνο ο ασθενής. Οι λήπτες των κυττάρων θα πρέπει να λάβουν φάρμακα, ώστε προσωρινά να καταστείλουν το ανοσοποιητικό τους σύστημα, κάτι το οποίο φέρει φυσικά κινδύνους. Για τους λόγους αυτούς, η έρευνα της ιστοσυμβατότητας τελεί ακόμη σε εξέλιξη.
Φύλαξη. Τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί τράπεζες αίματος ομφάλιου λώρου, νευρικών βλαστικών κυττάρων και ανθρώπινων εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων. Συγκεκριμένα, το αίμα από τον ομφάλιο λώρο (Ομφαλοπλακουντικό αίμα), όπως και ο μυελός των οστών, αποθηκεύονται ως μια πηγή αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων για τη θεραπεία συγκεκριμένων γενετικών και επίκτητων ασθενειών. Το αίμα αυτό διατίθεται για γενική χρήση (αλλογενής μεταμόσχευση) και όχι προσωπική (αυτόλογη). Γι’ αυτό και οι τράπεζες αυτές έχουν δημόσιο και εθελοντικό χαρακτήρα. Ακόμη, τα νευρικά βλαστικά κύτταρα, τα οποία προέρχονται από αποβαλλόμενα έμβρυα, αποθηκεύονται σε τράπεζες για την πιθανή θεραπεία συγκεκριμένων εγκεφαλικών παθήσεων. Τράπεζες εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων έχουν επίσης καθιερωθεί για την πιθανή θεραπεία μιας ευρείας κατηγορίας γενετικών και επίκτητων ασθενειών. Τέλος, η δημιουργία τραπεζών ιστών από υγιείς δότες φέρεται ως μία αξιόπιστη λύση στο ζήτημα της συμβατότητας των ιστών από μετεμφυτευμένα βλαστικά κύτταρα.
Ηθικά ζητήματα. To βασικότερο ζήτημα που προκύπτει σχετικά με την ανάπτυξη των θεραπειών με βλαστοκύτταρα αφορά την έρευνα που πρέπει να διεξαχθεί σε έμβρυα, καθώς αυτή ισοδυναμεί με την καταστροφή/θανάτωσή τους. Μέχρι τώρα έχουν αναπτυχθεί διάφορες στρατηγικές αντιμετώπισης ή παράκαμψης του προβλήματος, όπως χρήση των πλεοναζόντων γονιμοποιημένων ωαρίων κατά τη διαδικασία της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, εμβρύων που προκύπτουν από αμβλώσεις ή παρθενογενετικών εμβρύων (είναι αβιώσιμα). Ειδικά στην πρώτη περίπτωση, ο αριθμός των πλεοναζόντων ωαρίων είναι τόσο μεγάλος (της τάξης των εκατοντάδων χιλιάδων), που η συντήρησή τους κρίνεται οικονομικά ασύμφορη, καθώς δεν διαφαίνεται καμία προοπτική χρήσης τους (οι γονείς τους δεν προτίθενται να τα αξιοποιήσουν) και οδεύουν προς την καταστροφή.
Στο πνεύμα της παράκαμψης των ηθικών αντιρρήσεων και ενδοιασμών σχετικά με τη χρήση εμβρύων για την έρευνα των βλαστοκυττάρων (που δημιουργούν οι πραγματικά προκλητικές θεραπευτικές προοπτικές της χρήσης τους), έχει τεθεί στο προσκήνιο το ηθικό status του εμβρύου ή ο προσδιορισμός της έναρξης του ανθρώπινου προσώπου. Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις επιτρέπεται η έρευνα μέχρι τη 14η μέρα μετά τη δημιουργία του ζυγωτού κυττάρου (γονιμοποίηση), με τη συγκατάθεση (για κάποιες χώρες) των δοτών των γαμετών (ωαρίου και σπερματοζωαρίου) και μιας επί τούτου επιτροπής Βιοηθικής και την απαγόρευση οποιουδήποτε οικονομικού όφελους.
Τα έμβρυα που βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης μέχρι τις 7-8 εβδομάδες μετά τη γονιμοποίηση, ονομάζονται fetuses (κυήματα, εν. fetus) και υπόκεινται σε διαφορετικό νομικό καθεστώς από τα έμβρυα που βρίσκονται σε μεταγενέστερο στάδιο ανάπτυξης. Σε ορισμένες χώρες υπάρχει δυνατότητα λήψης βλαστικών κυττάρων από κυήματα. Ακόμη, διατυπώνεται η θέση πως ο όρος έμβρυο θα πρέπει να αναφέρεται αποκλειστικά στους οργανισμούς που βρίσκονται εντός της μήτρας.
Κλωνοποίηση. Μἰα εναλλακτική λύση που έχει προταθεί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί το προαναφερθέν ζήτημα της ιστοσυμβατότητας, είναι η λεγόμενη κλωνοποίηση. Σ’ αυτήν αντικαθίσταται ο πυρήνας ενός ωαρίου από τον πυρήνα ενός σωματικού κυττάρου, οπότε μπορεί να προέλθει ένας οργανισμός όμοιος με αυτόν που έδωσε το σωματικό κύτταρο. Από το νέο αυτό οργανισμό μπορούν να ληφθούν πολυδύναμα βλαστοκύτταρα, τα οποία θα παράσχουν ιστούς συμβατούς με το δότη οργανισμό.
Η μέθοδος αυτή συνοδεύεται από μεγάλα ηθικά ζητήματα, αλλά και εμπόδια τεχνικής φύσης. Προκαλεί επίσης ερωτηματικά για τα γενετικά ζητήματα του δότη που θα κληροδοτηθούν στο νέο οργανισμό.
Η θέση της Εκκλησίας. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο άνθρωπος υπάρχει από τη στιγμή της σύλληψής του. Δεν μπορεί να αποδεχθεί, συνεπώς, την καταστροφή ενός εμβρύου σε οποιοδήποτε στάδιο ανάπτυξης και αν βρίσκεται. Μπορεί να διάκειται ευνοϊκά στην επιστημονική έρευνα, αλλά αντιτίθεται στην κλωνοποίηση (αναπαραγωγική και θεραπευτική) και γενικά στη δημιουργία εμβρύων για ερευνητικούς σκοπούς. Η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή και πρέπει να αντιμετωπίζεται με δέος και όχι μηχανιστικά. Ασφαλώς, η πρόοδος της επιστήμης είναι καλοδεχούμενη, όταν διακονεί τον άνθρωπο και ανακουφίζει τον πόνο του. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβαίνει με οποιοδήποτε τίμημα και να ευτελίζει τη θεία αξία του ανθρώπινου προσώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.