….Το πρόβλημα μεγεθύνεται επί πλέον από το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους τα στελέχη της Εκκλησίας δεν έχουν τακτοποιήσει τις δικές τους προσωπικές εκκρεμότητες με τις φυγόκεντρες δυνάμεις και εννοώ κυρίως την σεξουαλικότητα και την επιθετικότητα. Κάθε εκδήλωση των νέων που αναζωπυρώνει ζητήματα σεξουαλικότητας ή επιθετικότητας (προτεραιότητα στον έρωτα ή επιθετική κριτική, αντίστοιχα) αναμοχλεύει τις εσωτερικές απειλές και στη συνέχεια κινητοποιεί συμπεριφορές κατασταλτικές (απαγορεύσεις) ή απορριπτικές (επιπλήξεις), ώστε να κατασιγασθεί η εσωτερική αναταραχή. Δηλαδή δημιουργεί αερόσακους , διότι η συνάντηση νέων κι Εκκλησίας προδικάζεται ως τραυματική .
Για τους νέους ο έρωτας αποτελεί πρώτη προτεραιότητα. Πώς λοιπόν η Εκκλησία θ’ απευθυνθεί σ’ αυτούς μιλώντας για τον έρωτα, όταν οι περισσότεροι κληρικοί είμαστε ανέραστοι; Με άλλα λόγια, όταν πολλοί έγγαμοι παρουσιάζουμε σοβαρά προβλήματα στην διαδικασία επιλογής συζύγου και στη λειτουργικότητα της συζυγικής σχέσεως, οι δε άγαμοι στη συντριπτική τους πλειονότητα επέλεξαν το δρόμο αυτό για να γίνουν επίσκοποι, επομένως στερούνται ερωτικής μοναχικής κλίσεως; Ερχόμενοι σε στενή επαφή με τους ερωτικούς προβληματισμούς που οι νέοι μας εξωτερικεύουν εκτιθέμεθα σε βαθμό επικίνδυνο για τη συναισθηματική μας σταθερότητα. Οι περιπέτειες των νέων αποσταθεροποιούν μόνο εκείνες τις περιοχές μας που είχαμε σπεύσει κάποτε να σταθεροποιήσουμε όπως- όπως . Από δω και πέρα οι βεβιασμένες λύσεις στο ζήτημα της ψυχολογικής ταυτότητος των εκκλησιαστικών στελεχών θα πληρώνονται με πολλαπλάσιο τίμημα από εκείνο που έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα.
Εξ’ άλλου η εχθρικότητά τους προς την Εκκλησία ή έστω προς τους γονείς τους, κινητοποιεί άγχος σε μας διότι παραμένουν ενεργά ακόμη μέσα μας τεράστια αποθέματα επιθετικότητας. Έτσι , άλλοτε την επιστρέφουμε σε αυτούς , όταν τους βλέπουμε ως αντίπαλους , ενώ άλλοτε ( από τη στιγμή που συμβουλεύουμε τους νέους πώς ν’ απαλλαγούν απ’ αυτήν) την εκτονώνουμε σε αδερφούς και συλλειτουργούς, σε άλλες εκκλησιαστικές προσπάθειες και ομάδες, εξωραϊσμένη δήθεν στο όνομα της αλήθειας, με την μορφή της καχυποψίας, της καταγγελίας, της υπεροψίας, της σκληρότητας, της φατρίας. Με τον τρόπο αυτό παρέχουμε αντιφατικά μηνύματα, όπως εκείνος ο κληρικός που κηρύττει οργισμένος περί πραότητας.
Μια Εκκλησία που οικοδομεί κτίρια αντί για ανθρώπους δεν μπορεί να είναι πειστική. Μια Εκκλησία που στολίζει τα γραφεία και τα άμφιά της αντί για τις ψυχές δεν λειτουργεί ως ζύμη. Μια τέτοια Εκκλησία δεν μπορεί να έχει αξίωση να την ακούσουν, απλούστατα διότι δεν είναι σε θέση να ακούσει η ίδια τον εαυτό της από το θόρυβο του ψέματος που προκαλεί. Και φυσικά δεν μπορεί να ακούσει και τον Θεό. Διότι ο Θεός βρίσκεται πίσω από τα πρόσωπα των αδερφών μας, τα οποία μας μυούν στην αλήθεια με τρόπους «αποκεντρωμένους», που ξεβολεύουν , που ανοίγουν ορίζοντες, που μας ευεργετούν, επειδή μας βγάζουν από τα αυτονόητά μας.
Πραγματική συνάντηση Εκκλησίας και νέων είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί εκεί όπου και οι δυο πλευρές αντιμετωπίζουν την σχέση με τον Θεό κατά βάσιν ως έναν από τους σταθμούς προς την πορεία διαμορφώσεως ψυχικής ταυτότητας και μόνο. Διότι στην περίπτωση αυτή ο Θεός έχει καταντήσει μια λεπτομέρεια και οι ψυχολογικές διαδικασίες έχουν γίνει αυτοσκοπός. Έχει ξεχαστεί στα αζήτητα κάποιος που λέγεται Χριστός, ο Οποίος όπως δίδαξαν οι Πατέρες μας, είναι κρυμμένος μέσα σε κάθε ψυχή. Καταγγέλλουμε έναν κόσμο χωρίς Χριστό αλλά ήρθε καιρός ν’ αναρωτηθούμε μήπως κινδυνεύουμε να προωθούμε μια Εκκλησία χωρίς Χριστό.
Το πρόβλημα αυτό αφορά φυσικά και στους πιστούς νέους . Συχνά χρησιμοποιείται η φράση «βρήκα το Χριστό», αλλά είναι άλλο πράγμα να έχεις συναντήσει τον Χριστό και άλλο να έχεις βρει μόνο το σημαίνον «Χριστός» και την άφθονη περί αυτού φλυαρία. Η αυταπάτη της συναντήσεως και κατανοήσεως αποτελεί διαφορετικό είδος τραγωδίας: « Τι θα φοράς συνεννόηση/ να σε γνωρίσω/ ώστε να μη χαθούμε πάλι/ μες στους πολυπληθείς σωσίες σου;» ( ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, Ραντεβού με μια άγνωστη, «Η εφηβεία της Λήθης)
«Νέοι κι Εκκλησία: υπάρχει σημείο επαφής;» Πολλά, αν δεν παρεμβάλλεται αερόσακος. Για να μπορούν ν’ αγκαλιαστούν.
Η συνάντηση νέων κι εκκλησιαστικών στελεχών γίνεται πεδίο κατάλληλο ν’ αποδείξουν και τα δυο μέρη αν πιστεύουν στον Θεό, πράγμα διόλου αυτονόητο. Δηλαδή αν εμπιστεύονται την αγκαλιά Του. Αυτή δεν ήταν και η αγωνία του Χριστού όταν ρωτούσε «πλην ο Υιός του Ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστην επί της γης;» (Λουκ. 18:8)
Για τους νέους ο έρωτας αποτελεί πρώτη προτεραιότητα. Πώς λοιπόν η Εκκλησία θ’ απευθυνθεί σ’ αυτούς μιλώντας για τον έρωτα, όταν οι περισσότεροι κληρικοί είμαστε ανέραστοι; Με άλλα λόγια, όταν πολλοί έγγαμοι παρουσιάζουμε σοβαρά προβλήματα στην διαδικασία επιλογής συζύγου και στη λειτουργικότητα της συζυγικής σχέσεως, οι δε άγαμοι στη συντριπτική τους πλειονότητα επέλεξαν το δρόμο αυτό για να γίνουν επίσκοποι, επομένως στερούνται ερωτικής μοναχικής κλίσεως; Ερχόμενοι σε στενή επαφή με τους ερωτικούς προβληματισμούς που οι νέοι μας εξωτερικεύουν εκτιθέμεθα σε βαθμό επικίνδυνο για τη συναισθηματική μας σταθερότητα. Οι περιπέτειες των νέων αποσταθεροποιούν μόνο εκείνες τις περιοχές μας που είχαμε σπεύσει κάποτε να σταθεροποιήσουμε όπως- όπως . Από δω και πέρα οι βεβιασμένες λύσεις στο ζήτημα της ψυχολογικής ταυτότητος των εκκλησιαστικών στελεχών θα πληρώνονται με πολλαπλάσιο τίμημα από εκείνο που έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα.
Εξ’ άλλου η εχθρικότητά τους προς την Εκκλησία ή έστω προς τους γονείς τους, κινητοποιεί άγχος σε μας διότι παραμένουν ενεργά ακόμη μέσα μας τεράστια αποθέματα επιθετικότητας. Έτσι , άλλοτε την επιστρέφουμε σε αυτούς , όταν τους βλέπουμε ως αντίπαλους , ενώ άλλοτε ( από τη στιγμή που συμβουλεύουμε τους νέους πώς ν’ απαλλαγούν απ’ αυτήν) την εκτονώνουμε σε αδερφούς και συλλειτουργούς, σε άλλες εκκλησιαστικές προσπάθειες και ομάδες, εξωραϊσμένη δήθεν στο όνομα της αλήθειας, με την μορφή της καχυποψίας, της καταγγελίας, της υπεροψίας, της σκληρότητας, της φατρίας. Με τον τρόπο αυτό παρέχουμε αντιφατικά μηνύματα, όπως εκείνος ο κληρικός που κηρύττει οργισμένος περί πραότητας.
Μια Εκκλησία που οικοδομεί κτίρια αντί για ανθρώπους δεν μπορεί να είναι πειστική. Μια Εκκλησία που στολίζει τα γραφεία και τα άμφιά της αντί για τις ψυχές δεν λειτουργεί ως ζύμη. Μια τέτοια Εκκλησία δεν μπορεί να έχει αξίωση να την ακούσουν, απλούστατα διότι δεν είναι σε θέση να ακούσει η ίδια τον εαυτό της από το θόρυβο του ψέματος που προκαλεί. Και φυσικά δεν μπορεί να ακούσει και τον Θεό. Διότι ο Θεός βρίσκεται πίσω από τα πρόσωπα των αδερφών μας, τα οποία μας μυούν στην αλήθεια με τρόπους «αποκεντρωμένους», που ξεβολεύουν , που ανοίγουν ορίζοντες, που μας ευεργετούν, επειδή μας βγάζουν από τα αυτονόητά μας.
Πραγματική συνάντηση Εκκλησίας και νέων είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί εκεί όπου και οι δυο πλευρές αντιμετωπίζουν την σχέση με τον Θεό κατά βάσιν ως έναν από τους σταθμούς προς την πορεία διαμορφώσεως ψυχικής ταυτότητας και μόνο. Διότι στην περίπτωση αυτή ο Θεός έχει καταντήσει μια λεπτομέρεια και οι ψυχολογικές διαδικασίες έχουν γίνει αυτοσκοπός. Έχει ξεχαστεί στα αζήτητα κάποιος που λέγεται Χριστός, ο Οποίος όπως δίδαξαν οι Πατέρες μας, είναι κρυμμένος μέσα σε κάθε ψυχή. Καταγγέλλουμε έναν κόσμο χωρίς Χριστό αλλά ήρθε καιρός ν’ αναρωτηθούμε μήπως κινδυνεύουμε να προωθούμε μια Εκκλησία χωρίς Χριστό.
Το πρόβλημα αυτό αφορά φυσικά και στους πιστούς νέους . Συχνά χρησιμοποιείται η φράση «βρήκα το Χριστό», αλλά είναι άλλο πράγμα να έχεις συναντήσει τον Χριστό και άλλο να έχεις βρει μόνο το σημαίνον «Χριστός» και την άφθονη περί αυτού φλυαρία. Η αυταπάτη της συναντήσεως και κατανοήσεως αποτελεί διαφορετικό είδος τραγωδίας: « Τι θα φοράς συνεννόηση/ να σε γνωρίσω/ ώστε να μη χαθούμε πάλι/ μες στους πολυπληθείς σωσίες σου;» ( ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, Ραντεβού με μια άγνωστη, «Η εφηβεία της Λήθης)
«Νέοι κι Εκκλησία: υπάρχει σημείο επαφής;» Πολλά, αν δεν παρεμβάλλεται αερόσακος. Για να μπορούν ν’ αγκαλιαστούν.
Η συνάντηση νέων κι εκκλησιαστικών στελεχών γίνεται πεδίο κατάλληλο ν’ αποδείξουν και τα δυο μέρη αν πιστεύουν στον Θεό, πράγμα διόλου αυτονόητο. Δηλαδή αν εμπιστεύονται την αγκαλιά Του. Αυτή δεν ήταν και η αγωνία του Χριστού όταν ρωτούσε «πλην ο Υιός του Ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστην επί της γης;» (Λουκ. 18:8)
Εκκλησία και Νέοι χωρίς αερόστατο, π. Βασίλειος Θερμός, σελ 46-49
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.