Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

Ο λαθρεπιβάτης (Schwarzfahrer)

Ένας νεαρός μαύρος κάθεται στο τραμ δίπλα σε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Αυτή ενοχλείται έντονα και αρχίζει να βρίζει τους αλλοδαπούς. Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκεται αφενός ο μονόλογος της γυναίκας που διακατέχεται από προκαταλήψεις και ξενοφοβία και αφετέρου η παθητικότητα και η αδιαφορία των άλλων επιβατών. Η απρόσμενη τιμωρία της γυναίκας στο τέλος κάνει την ταινία να μοιάζει με σάτιρα.

Οσία Μαρία η Αιγυπτία

Ἀπῆρε πνεῦμα, σάρξ ἀπερρύη πάλαι.
Τὸν ὅστινον γῆ κρύπτε νεκρὸν Μαρίας.
Πρώτῃ Ἀπριλίου Μαρίη θάνεν εὖχος ἐρήμου.

Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.

Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.

Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».

Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.

Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.

Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».

Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.

Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.

Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».

Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.

Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.

Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.

Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.

Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».

Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».

Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.

Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.

Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.

Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.

Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».

Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.

Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.

Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.

Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια έσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.

Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».

Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».

Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.

Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.

Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.



Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.


ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΩΣΗΣ

Στο βάθος της εικόνας φαίνεται το τείχος της Ιερουσαλήμ, γιατί ο Χριστός “έξω της πύλης έπαθε” (Εβρ. ιγ΄ 12). Στο κέντρο της σύνθεσης ο Χριστός γυμνός πάνω στο Σταυρό, φέρει μόνο “περίζωμα περί την όσφυν”, δηλ. ένα άσπρο, συνήθως, πανί τυλιγμένο στη μέση Του. Νεκρός, με κλειστούς οφθαλμούς και γυρτό ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά. Από τους αγιογράφους υπερτονίζεται το σώμα Του εντελώς σκελετωμένο από την κακοπάθεια, με τα χέρια απλωμένα και με ανοικτές τις παλάμες, “ως να προσεύχεται … και ωσάν να ανοίγη τας αγκάλας του προς όλους τους ανθρώπους” (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.174). “Οι δε πόδες σμικτοί, με τα γόνατα ολίγον διπλωμένα, πατούν επάνω εις εν σανίδιον ως υποπόδιον … Κάποιοι σημερινοί ζωγράφοι ζγραφίζουν τους άχραντους πόδας του Κυρίου τον ένα επί του άλλου, καρφωμένους με εν και μόνον καρφίον, και τούτο το πράττουν κακώς, κατά μιμησιν κάποιων ζωγράφων της Δύσεως” (Φ. Κόντογλου, οπ.π., σ.174). Από τα χέρια και τα πόδια του Χριστού τρέχουν αίματα, ενώ από την λογχισμένη πλευρά Του αίμα και ύδωρ. Η εντύπωση που δίνει ο Χριστός δεν είναι ότι πέθανε, αλλά ότι κοιμάται (“Εξηγέρθη ως ο υπνών Κύριος” – Κοινωνικό Μ. Σαββάτου). Είναι σαν βασιλιάς πάνω στο θρόνο Του (πρβλ. το εξαποστειλάριον του Πάσχα “Σαρκί υπνώσας ως θνητός, ο Βαιλεύς και Κύριος…”). Γι’ αυτό και ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης παρατηρεί: “.. εις το πρόσωπον του Κυρίου πρυτανεύει το βασιλικόν μεγαλείον (το μεγαλείο του συγκρατημένου πάθους)” (Κ. Καλοκύρη, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας, σ.135). Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και η πινακίδα με την επιγραφή που υπάρχει πάνω από το κεφάλι του Χριστού γράφει: ΟΒΣΛΤΔΞΣ δηλ. Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ και όχι τα αρχιγράμματα Ι.Ν.Β.Ι. (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων) τα οποία έγραψαν οι ασεβείς σταυρωτές του Κυρίου για να τον χλευάσουν.   Οι δύο ληστές Κατά την διήγηση των ευαγγελιστών ο Χριστός σταυρώθηκεανάμεσα σε δύο ληστές. “Και ο μεν δίκαιος ληστής ευρίσκεται εκ δεξιών του Κυρίου, έχει την όψιν ήμερον και παρακαλεστικήν, βλέποντας προς τον Χριστόν, με μαύρα και ολίγα γένεια, όπως του Χριστού, και με φωτοστέφανον γύρω εις την κεφαλήν Του, όπως οι άγιοι, καθ’ όσον εσώθη με την μετάνοιαν, λέγοντας εις τον Χριστόν “Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία σου” (Λουκ. κγ΄ 42). Ο δε κακός ληστής, οπού είναι σταυρωμένος εξ αριστερών του Κυρίου, έχει την όψιν ηγριωμένην (αλλού όμως ο Κόντογλου παρατηρεί “ότι εις την Ορθόδοξον εικονογραφίαν … οι λησταί δεν έχουσι κακούργον όψιν … ο κακός ληστής εις την σταύρωσιν, παρίσταται νέος αμούστακος … τούτο φανερώνει το ανεξίκακον, αθεάτριστον και ξένον πάσης ανιέρου εμφάσεως πνεύμα της αγιογραφικής τέχνης” (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.411)), με μαλλιά ακατάστατα και με το σώμα συστερφόμενον, φαίνεται δε ωσαν να λέγη εις τον Χριστόν• “Ει συ ει ο Χριστός, σωσον σεαυτόν και ημάς” (Λουκ. κγ΄ 39). Εις πολλάς εικόνας οι λησταί δεν είναι καρφωμένοι εις τους σταυρούς, αλλά μόνον δεμένοι με σχοινιά από τας χείρας και τους πόδας, ο δε αμαρτωλός ληστής εικονίζεται γυρισμένος με την πλάτην” (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.176)
 Η Θεοτόκος Στα δεξιά του Χριστού στέκεται η Παναγία όρθια ατενίζοντας τον Υιόν της. Με το αριστερό χέρι στο μάγουλό της φαίνεται να συγκρατεί την εκδήλωση του πόνου που την κυριεύει, ενώ το δεξιό χέρι είναι ανοικτό σε σχήμα ικεσίας. Η μορφή της Παναγίας αποπνέει βαθιά πνευματικότητα. Κατά τον Γεώργιο Νικομηδείας (Θ΄ αι.) η Θεοτόκος “τω πάθει κοσμίως και ουκ αγενώς προσωμίλει” (Migne, P.G., τ.100, στ. 1485 D). “… θερμοτάτοις μεν κατέλουε δάκρυσιν” (το σώμα του Κυρίου) όμως “πραεία φωνή και συμπαθεστάτοις προσεφθέγγετο ρήμασιν …” (Γεώργιος Νικομηδείας, οπ.π., στ. 1488). Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη άποψη την οποία αποτυπώνει ο υμνογράφος της Μ. Παρασκευής σ’ ένα απόστιχο των αίνων. Η Παρθένος παρά τω σταυρώ “ανέκραζε γοερώς … οδυρόμενη μητρώα σπλάγχνα … παρειάς συν θριξί καταξαίνουσα … και το στήθος τύπτουσα” (Τριώδιο). Αυτή η εκδοχή, ιδιαίτερα προσφιλής στους λαϊκούς θρήνους της Μ. Παρασκευής, θα προσδώσει αργότερα -κυρίως στην Παλαιολόγεια εποχή- έναν αφηγηματικό χαρακτήρα, καθώς οι αγιογράφοι θα παριστάνουν την Παναγία να θρηνεί και στο τέλος να λιποθυμά. Όμως οι παραστάσεις αυτές “δεν έχουν τον χαρακτήρα δουλικής μιμήσεως της φυσικής πραγματικότητος -δηλ. αναπαραστάσεως των γεγονότων ον τρόπον εδίδαξεν η Αναγέννησις-, διότι οι ζωγράφοι κατώρθωσαν τον ρεαλισμόν αυτών όλως να εξευγενίσουν και να υποτάξουν εις το γενικώτερον υπερβατικόν κλίμα των συνθέσεών των …” (Κ. Καλοκύρη, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας, σ.139). Η Θεοτόκος πάντως, άσχετα από το μέγεθος της λύπης της, δεν παύει να πιστεύει στη θεότητα του Υιού της, ο οποίος της λέει κατά τον υμνωδό: “Μη εποδύρου μου Μήτερ … αναστήσομαι γαρ και δοξασθήσομαι” (θ΄ ωδή Κανόνος Μ. Σαββάτου). Ο Ιωάννης ο Θεολόγος Ο Ιωάννης, νέος αγένειος και σγουρομάλλης, που στέκεται αριστερά του Σταυρού, είναι μορφή πιο ανοιχτή, περισσότερο ανθρώπινη. Η στάση του εκφράζει φόβο και αγωνία, “με γυρτήν την κεφαλήν και με όψιν περιώδυνον, βαστώντας με το δεξιόν χερι το μάγουλόν του (σε κάποιες παραστάσεις το δεξί χέρι του Ιωάννου είναι στο στήθος του, ενώ σπάνια κρατεί ευαγγέλιο (βλ. την τοιχογραφία της S. Maria Antiqua στη Ρώμη, αλλά και ελεφαντοστό με τη Σταύρωση της Μονής Διονυσίου. Βλ. επίσης την Σταύρωση στον Αγ. Μάρκο της Βενετίας – περίκλειστο σμάλτο: Γ. Αντουράκη, Χριστιανική Ζωγραφική, σ. 271)), και το αριστερόν αφήνοντάς το να πέση κάτω” (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.176). Ο Ιωάννης στέκει κοιτώντας μπροστά του και όχι τον Χριστό, όπως κάνει η Παναγία. “Διανοείται περισσότερο το Άγιο Πάθος, ενώ αντιθέτως η Παναγία το ζει, πονάει για το παιδί της και γι’ αυτό έχει τη διάθεση να κινηθεί προς αυτό, ενώ ο θεολόγος δεν την έχει. Δείχνει μόνο τη διάθεση να στρίψει προς τον Εσταυρωμένο και να αναβλέψει προς αυτόν” (Π.Α.Μιχέλη, Η αισθητική της Βυζ. Τέχνης, σ.201). Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ενώ στις παραστάσεις της Σταυρώσεως ο ευαγγελιστής Ιωάννης εικονίζεται συνήθως απέναντι στην Παναγία, σε μερικές περιπτώσεις ιστορείται μαζί με την Θεοτόκο αριστερά -ως προς τον θεατή- του Εσταυρωμένου. Ο εκατόνταρχος Πίσω από τον Ιωάννη εικονίζεται ο εκατόνταρχος (ο κατά την παράδοση μετέπειτα Άγιος Λογγίνος) με την στρατιωτική του πανοπλία. Ο εκατόνταρχος παριστάνεται σε ανδρική ηλικία με μαύρο στρογγυλό γένι, έχοντας το κεφάλι του σκεπασμένο μ’ ένα μαντήλι και γυρισμένο με πίστη προς τον Χριστό, σα να φωνάζει “Όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν” (Λουκ. 23,47). Το κεφάλι του φέρει φωτοστέφανο (βλ. Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.176). Γιατί εκτός από την αθωότητα του Χριστού, ο εκατόνταρχος ομολόγησε και την θεότητά Του: “αληθώς Θεού υιός ην ούτος” (Ματθ. κζ΄ 55). Αυτήν ακριβώς την ομολογία δηλώνει το υψωμένο σε θέση ευλογίας δεξί χέρι του εκατόνταρχου, στο ύψος του μετώπου του, σα να θέλει να το σταυρώσει. Ο Κρανίου τόπος Ο Χριστός σταυρώθηκε “εις τον λεγόμενον Κρανίου τόπος, ος λέγεται Εβραϊστί Γολγοθά” (Ιω. ιθ΄ 17). Στην εικόνα λοιπόν της Σταυρώσεως, κάτω από την βραχώδη κορυφή του Γολγοθά, που απεικονίζεται ως σπήλαιο πάνω στο οποίο είναι στημένος ο Σταυρός του Κυρίου, διακρίνεται, μέσα στο σπήλαιο, ένα κρανίο. Πάνω στο κρανίο αυτό στάζει το αίμα που πηγάζει από τα πόδια του Χριστού. Κατά μια αρχαία παράδοση που διασώζει πρώτος ο Ωριγένης, το κρανίο αυτό είναι το κρανίο του Αδάμ, ο οποίος πέθανε και θάφτηκε στον Γολγοθά (βλ. Ωριγένους, Εις το κατά Ματθαίον, ΒΕΠΕΣ 14, 390). Την εκδοχή αυτή υιοθετεί και ο ιερός Χρυσόστομος ο οποίος μάλιστα ερμηνεύει και θεολογικά την παράδοση αυτή: “Τινές φασιν εκεί τον Αδάμ τελευτηκέναι και κείσθαι, και τον Ιησούν εν τω τόπω, ένθα ο θάνατος εβασίλευσεν, εκεί και το τρόπαιον στήσαι. Και γαρ τρόπαιον εξήει βαστάζων τον σταυρόν κατά της του θανάτου τυραννίδος” (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις το κατά Ιωάννην Ομιλία πε΄, στη σειρά Άπαντα των αγίων πατέρων, τ.75, σ.373). Έτσι το αίμα του Κυρίου καθαρίζει και εκπλύνει τις αμαρτίες του γένους των ανθρώπων, του οποίου γενάρχης υπήρξε ο Αδάμ. Εξ άλλου, κατά τον Ι. Αυγουστίνο, το όνομα του γενάρχη, έτσι όπως γράφεται με τα ελληνικά γράμματα ΑΔΑΜ, περιέχει τα αρχικά των σημείων του ορίζοντα (Α-νατολή, Δ-ύσις, Ά-ρκτος, Μ-εσημβρία), πράγμα που σημαίνει ως αυτός εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γένος ανά τους αιώνες, και επομένως πρώτος δέχεται το λυτρωτικό αίμα του Χριστού που αφορά σε όλους τους ανθρώπους (βλ. Κ. Καλοκύρη, Εορταί δώδεκα, ΘΗΕ, τ.5, στ. 752). Την όλη παράσταση της Σταυρώσεως συμπληρώνουν ο ήλιος και η σελήνη που ζωγραφίζονται δεξιά και αριστερά του Σταυρού αντίστοιχα (στο πάνω μέρος της εικόνας), και αντιπροσωπεύουν τον ορατό κόσμο που έφριξε βλέποντας την Σταύρωση του Δημιουργού. Ζωγραφίζονται δε σε σχήμα ανθρωπίνων προσώπων, “ο μεν ήλιος με χρώμα κόκκινον αιματώδες, η δε σελήνη στακτόχρους, με τας ακτίνας γυρισμένας προς το μέρος του Χριστού, εις σημείον ότι εσκοτίσθησαν κατά την Σταύρωσιν. Εικονίζονται δε και άγγελοι κλαίοντες, πλην και ούτοι περιττεύουν” (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.177). Η επιγραφή της εικόνας είναι: Η ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ και ιστορείται στον δυτικό τοξωτό τοίχο του ναού, ή στο εικονοστάσι πάνω από το τέμπλο μαζί με το δωδεκάορτο.    

Όσιος Ιάκωβος ο ασκητής, ο βιαστής και δολοφόνος άγιος


Συνήθως η παρουσίαση του βίου ενός αγίου, στο πνεύμα της απόδοσης τιμής στο πρόσωπό του, ακολουθεί μια γραμμή έξαρσης των προτερημάτων του και των αντοχών του, σε τέτοιο υπερθετικό βαθμό, που δημιουργείται ένα αίσθημα απόστασης στις ψυχές των πιστών: οι ικανότητες του αγίου μοιάζουν ασύλληπτες ή και υπερφυσικές, ώστε κάθε προσπάθεια μίμησής του να δείχνει αδύνατη και απραγματοποίητη. Παράλληλα, δημιουργείται ένα είδος τυποποίησης της πνευματικής ζωής, στο πλαίσιο του οποίου φαίνεται πως η αγιότητα – και συνάμα οι αποδεκτές μορφές διαβίωσης – να υπακούουν σε ορισμένες μόνο προδιαγραφές, έξω από τις οποίες δεν υπάρχει περιθώριο για την εν Χριστώ ελευθερία.

osiakbda

Εκτός από την εγγενή αντίφαση που προφανώς διαπιστώνεται εδώ, μοιάζει να λησμονείται σε αυτή τη γραμμή σκέψης το «σκάνδαλο» (για τον ιουδαϊκό και τον ελληνικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων) του Σταυρού, η επίσης «σκανδαλώδης» είσοδος του ληστή στη Βασιλεία, αλλά και ένα άλλο πλήθος παραδειγμάτων από το σύνολο της εκκλησιαστικής παράδοσης, όπου ανατρέπεται ο πνευματικός νομικισμός,  ο ηθικός καθωσπρεπισμός και κάθε στενόχωρη και μικρόψυχη θεώρηση της ζωής του Πνεύματος.

Μια τέτοια ακριβώς περίπτωση, και ίσως γι’ αυτό και όχι και τόσο πολύ γνωστή, είναι αυτή του σήμερα τιμώμενου αγίου. Ο όσιος Ιάκωβος ήταν ένας αναχωρητής που ζούσε για 15 χρόνια ασκούμενος σκληρά σε μια σπηλιά κοντά σε μια κωμόπολη που ονομαζόταν Πορφυριώνη. Ήταν μάλιστα τόσο αυστηρός και ικανός, που κάποτε συνέβη το εξής: Μια ομάδα αναιδών ανθρώπων θέλησε να τον περιπαίξει και πλήρωσαν μια πόρνη για να τον επισκεφτεί. Εκείνη πράγματι μπήκε ορμητικά στη σπηλιά του, παρακινώντας τον να αμαρτήσει μαζί της. Ο όσιος έμεινε ψύχραιμος, τη δίδαξε και κατάφερε να την κάνει να μετανοήσει για τις πράξεις και το βίο της.

Κανένας άνθρωπος όμως δεν μπορεί να μείνει απρόσβλητος από τις επιθέσεις του πειρασμού και αυτό θα πρέπει να το θυμούνται διαρκώς, κυρίως εκείνοι που νομίζουν ότι είναι σταθερά ενάρετοι. Μόνο έτσι δεν θα απελπισθούν όταν έλθουν οι δύσκολες ώρες της δοκιμασίας, και θα καταφέρουν να μετανοήσουν, όπως επισημαίνει ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, παραδίδοντας το βίο του εν λόγω αγίου.

Συνέβη λοιπόν το εξής: Ένας μεγάλος άρχοντας της περιοχής είχε μια κόρη που ταλαιπωρούνταν από δαιμόνιο και την πήγε στον όσιο να τη γιατρέψει. Ο ασκητής άγιος όντως την απάλλαξε από αυτό, αλλά ο πατέρας της ήθελε να την αφήσει στο σπήλαιο μαζί του, φοβούμενος μήπως το δαιμόνιο επιστρέψει. Μάλιστα, άφησε στον όσιο και το γιο του επίσης, θέλοντας από ευλάβεια να δώσει στα παιδιά του το καλύτερο δυνατό πρότυπο διαπαιδαγώγησης.

Κάποτε όμως, ο εγκρατής ασκητής, αυτός που μπόρεσε να αντισταθεί παλιότερα στον πειρασμό της πόρνης γυναικός, δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και όρμησε στην κοπέλα και τη βίασε. Θολωμένος δε από το πάθος του και φοβούμενος το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε εναντίον του, σκότωσε το ίδιο το κορίτσι αλλά και τον αδελφό της, για να μην αποκαλύψουν την πράξη του. Στη συνέχεια πέταξε τα πτώματά τους σε έναν ποταμό του τόπου εκείνου. Πλήρως απελπισμένος, εγκατέλειψε τη σπηλιά του και αποφάσισε να επιστρέψει στον κόσμο.

Στο δρόμο όμως συνάντησε ένα μοναχό, ο οποίος τον συμβούλεψε να ασκηθεί ακόμη σκληρότερα για να εξιλεωθεί στα μάτια του Θεού. Κλείστηκε λοιπόν σε ένα τάφο και εκεί έμεινε προσευχόμενος και κακοπαθώντας. Ο Θεός δεν θέλησε να τον αφήσει χωρίς σημάδι αποδοχής της μετάνοιάς του και ακολούθησε το εξής γεγονός: Στην Πορφυριώνα έπεσε μεγάλη ξηρασία και ο Επίσκοπος πληροφορήθηκε ότι μόνο αν δεχόταν ο Ιάκωβος να προσευχηθεί, θα ξανάβρεχε και πάλι. Έτσι, ο Επίσκοπος μετέβη στον τόπο της άσκησης του Ιακώβου, επικεφαλής πλήθους λαού παρακαλώντας τον να προσευχηθεί. Εκείνος δέχθηκε, και οι ουρανοί έριξαν το πολύτιμο νερό τους και μαζί το εξίσου πολύτιμο σημάδι ότι ο Θεός δέχεται τη μετάνοια του αμαρτήσαντός, οσοδήποτε βαρύ και αν ήταν το παράπτωμά του!

Ο Ιάκωβος, μετά από το ευοίωνο σημείο, πρόσθεσε και άλλους κόπους στον εγκλεισμό του και παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, ζώντας για μια δεκαετία συνολικά στην κατάσταση αυτή της έσχατης κακοπάθειας.

Πηγή:https://www.pemptousia.gr/2016/01/osios-iakovos-o-askitis-o-viastis-ke-dolofonos-agios/#:~:text=%CE%9F%20%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82%20%CE%99%CE%AC%CE%BA%CF%89%CE%B2%CE%BF%CF%82%20%CE%AE%CF%84%CE%B1%CE%BD%20%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82,%CF%80%CF%8C%CF%81%CE%BD%CE%B7%20%CE%B3%CE%B9%CE%B1%20%CE%BD%CE%B1%20%CF%84%CE%BF%CE%BD%20%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CE%BA%CE%B5%CF%86%CF%84%CE%B5%CE%AF.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...