Σίμων ο Κυρηναίος
Ὁ ἀφηνιασμένος ὄχλος τὸν προστάζει
νὰ φέρη τὸν σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ στὸν ὦμο.
Μετρῶντας τὸν ἀμέτρητο τὸ δρόμο
τρέμουν τὰ γόνατά του, ὁ ἱδρώς του στάζει.
Ἀγκομαχᾶ, τὰ κόκκαλά του τρίζουν,
σὰ νὰ σηκώνη ἀσήκωτο μολύβι,
σὰ να σηκώνη βράχο σκύβει, σκύβει
κι ἀυτοὶ τὸν σπρώχνουν, τὸν γελοῦν, τὸν βρίζουν.
Κι αὐτοὶ γελοὺν κι ἐκεῖνος κρυφοκλαίει,
καὶ μόνον ὁ κατάδικος, σιμά του
βαδίζοντας τὸ δρόμο τοῦ θανάτου
τὸν συμπαθεῖ, τὸν συμπονεῖ, τοῦ λέει:
-Βαρύς, δυστυχισμένε εἶν' ὁ σταυρός μου,
βαρύς! Ξέρεις μὲ τί εῑναι φορτωμένα
τὰ ξύλα του ποὺ θὰ δεχτοὺν ἐμένα;
Μ' αἰώνων ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου.
Ιωάννης Πολέμης
Για την αντιγραφή: Θωμάς Καράτσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.