Του Δημήτρη Αθανασίου.....του αδερφού μου!!!!!
Απολαύστε το....
Μάνα,μάνα μου Ελλάς.
Με τους εννιά τους γιούς.
Ο πρώτος όργωνε την γη σου την ευλογημένη, την πότιζε, την καλλιεργούσε, την θέριζε.
Ο δεύτερος βοσκούσε τα κοπάδια και πότιζε τα ζώα και τα άρμεγε.
Ο τρίτος με μια βάρκα και δίχτυα ψάρευε στην ατέλειωτη σου θάλασσα.
Ο τέταρτος το ξύλο σκάλιζε και κάθε λογής έπιπλα έκανε.
Ο πέμπτος την πέτρα πελέκαγε και σπίτια γέμισε τον τόπο σου και σε αμμουδιές και σε όρη δύσβατα.
Ο έκτος έπαιρνε το μέταλλο και μες στην λάβα του καλοκαιριού σου το λιωνε ,το λύγιζε και σχήμα του δινε κατά βούληση.
Ο έβδομος βούταγε στα βάθη των πελάγων σου και σου φερνε σφουγγάρια, γιούσες και μαργαριτάρια.
Ο όγδοος κάθε βοτάνι πού βγαζε ο τόπος σου το μάζευε και ήξερε που φυτρώνει.
Και κείνος ο μικρός σου, ο Κωνσταντής!!! Ονειροπόλος, σε μια μεριά δεν στέριωνε και πότε με τον έναν αδερφό πήγαινε και πότε πίσω από τον άλλον έτρεχε, γιατί θαρρούσε πως όλα πρέπει να τα μάθει και να τα δεί. Κι ολό γυρνούσε σπίτι λερωμένος και με ματωμένα γόνατα. Και κάθε μέρα είχε να σου πεί μια ιστορία που σε έκανε να γελάς, ενώ τον είχες αγγαλιά και του καθάριζες και ρούχα και πληγές.
Μα η μεγάλη σου χαρά ήταν σαν ήρθε η κόρη σου.
Η μια σου, η μονάκριβη, η πολυαγαπημένη.
Εσένα διάλεξαν οι θεοί να την γεννήσεις.
Και την ονόμασες Αρετή, η Αρέτω, η Αρετούλα σου. Και γέμισε το σπίτι σου ομορφιά!
Και σού φερε στο σπίτι η Αρετή τις τέχνες και τα γράμματα και τους αριθμούς.
Και δίδαξε στους γιούς σου η Αρετή την ποιήση,την φιλοσοφία, το θέατρο, τις επιστήμες, την μουσική, τον χορό, την ιστορία.
Και πήρε ο ένας αδερφός την φλογέρα, ο άλλος τον αυλό, την λύρα, το νταούλι, το κλαρίνο.
Και τα βοτάνια σου τα κάναν φάρμακα.
Και τον χρυσό στον κάναν κόσμημα.
Το μάρμαρο αγάλματα και στους θεούς ευγνώμονες που στείλανε την Αρετή σε σένα το κάναν Παρθενώνες.
Και με κείνη την μικρή βάρκα ξεκίνησαν και γύρισαν τον κόσμο.Και γίνανε εμπόροι και ταξιδευτές σπουδαίοι.
Και έβλεπε ο κόσμος τον πλούτο σου να μεταφέρουν σε κάθε γωνιά και απορούσαν και έλεγαν :
"Της ψαρωκώσταινας οι γιοί δεν είναι τούτοι; Που μάθανε τόσο σπουδαία πράγματα να κάνουν βοσκοί, αγρότες, εργάτες, ξυλουργοί, ψαράδες πράγμα;"
Και ο Κωνσταντής σου όπου κι αν βρισκόταν τραγούδια και ύμνους για την Αρετή τραγούδαγε ο ονειροπόλος και χόρευε.
Και όλοι την Αρέτω σου θελήσαν νύφη να την πάρουν.
Και ήρθε μέρα γιορτινή, μα μέρα πικραμένη.
Προξενητάδες ήρθανε από την Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Και οι οχτώ αδερφοί δεν θέλουνε. Μα πότε τα πηγαίναμε εμείς καλά με τους Βαβυλώνιους; έλεγε ένας.
Σ αυτούς που προσκυνάνε τερατόμορφους θεούς να δώσουμε την Αδερφή μας; φώναζε ο άλλος.
Και κείνοι οι κακούργοι, οι προξενητάδες δεν σταματούσανε να ξεφορτώνουν στην αυλή σου χαλιά πλουμιστά, και από χρυσό και ασήμι και χαλκό κοσμήματα με εκατό σειρές γιορντάνια και άλλα πολλά ,πολλά ,πολλά.
Και ο ονειροπόλος Κωνσταντής θαμπώθηκε από το πολύ γιατί εσύ στο μέτρο τα χες μάθει.
Πώς σε έπεισε; Τι ιστορίες πάλι φαντάστηκε και σου πε;
Μα σου δωσε εγγυήσεις θα μου πεις.
Και την πάντρεψες την Αρετή στα ξένα...
Κι ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι.
Κι έπεσε το θανατικό.
Και μεινες Μάνα μου Ελλάς, μοναχή, σαν καλαμιά στο κάμπο.
Κι άρχισες μοιρολόγια βαριά, ηπειρώτικα. Και στέρεψαν τα μάτια σου, κουράστηκες, σε πιασε το παράπονο.
Κι ανέβηκες ψηλά στον Ψηλορείτη κι άρχισες με μανία κατάρες να πετάς στον Κωνσταντή και αναθέματα.
Κι από το μυριανάθεμα και τις βαριές κατάρες σπάει ο Κωστής το μνήμα του και πάει να σου την φέρει.
Τον έπιασε το φιλότιμο και το γινάτι αντάμα.
Γι αυτό και τώρα τον Κωνσταντή τον καταριέμαι μέσα από την ψυχή μου μπας και σπάσει την ταφόπλακα που μέσα σε ένα πηγάδι τον έχτισαν βαθύ και μας φέρει πίσω την Αρετή στο σπίτι μας.
Κατάρες αδέρφια να αναστηθεί ο Κωνσταντης, μαρμαρωμένος, ξεμαρμάρωτος δεν ξέρω, μα να μας την φέρει πίσω.
Μα θα μου πείτε στο τέλος απέθαναν και οι δύο.
Όχι φίλοι μου δεν απέθαναν έτσι απλά.
Αγκαλιάστηκαν και απέθαναν και οι δύο.
Και πιο άγιος και ευτυχισμένος θάνατος με την Αρετή αγκαλιά δεν υπάρχει.
Καλή λευτεριά αδέρφια.
"Σκέψεις δικές μου με οδηγό την παράδοση...όταν ήμουν μικρός και κάποιος ή κάτι με φόβιζε έτρεχα σπίτι να νιώσω ασφάλεια. Αυτό κάνω και τώρα που όλοι από παντού θέλουν να με τρομοκρατήσουν. Γιατί το σπίτι μου είναι φτιαγμένο με πέτρα ηπειρώτικη κι αντέχει."
Απολαύστε το....
Μάνα,μάνα μου Ελλάς.
Με τους εννιά τους γιούς.
Ο πρώτος όργωνε την γη σου την ευλογημένη, την πότιζε, την καλλιεργούσε, την θέριζε.
Ο δεύτερος βοσκούσε τα κοπάδια και πότιζε τα ζώα και τα άρμεγε.
Ο τρίτος με μια βάρκα και δίχτυα ψάρευε στην ατέλειωτη σου θάλασσα.
Ο τέταρτος το ξύλο σκάλιζε και κάθε λογής έπιπλα έκανε.
Ο πέμπτος την πέτρα πελέκαγε και σπίτια γέμισε τον τόπο σου και σε αμμουδιές και σε όρη δύσβατα.
Ο έκτος έπαιρνε το μέταλλο και μες στην λάβα του καλοκαιριού σου το λιωνε ,το λύγιζε και σχήμα του δινε κατά βούληση.
Ο έβδομος βούταγε στα βάθη των πελάγων σου και σου φερνε σφουγγάρια, γιούσες και μαργαριτάρια.
Ο όγδοος κάθε βοτάνι πού βγαζε ο τόπος σου το μάζευε και ήξερε που φυτρώνει.
Και κείνος ο μικρός σου, ο Κωνσταντής!!! Ονειροπόλος, σε μια μεριά δεν στέριωνε και πότε με τον έναν αδερφό πήγαινε και πότε πίσω από τον άλλον έτρεχε, γιατί θαρρούσε πως όλα πρέπει να τα μάθει και να τα δεί. Κι ολό γυρνούσε σπίτι λερωμένος και με ματωμένα γόνατα. Και κάθε μέρα είχε να σου πεί μια ιστορία που σε έκανε να γελάς, ενώ τον είχες αγγαλιά και του καθάριζες και ρούχα και πληγές.
Μα η μεγάλη σου χαρά ήταν σαν ήρθε η κόρη σου.
Η μια σου, η μονάκριβη, η πολυαγαπημένη.
Εσένα διάλεξαν οι θεοί να την γεννήσεις.
Και την ονόμασες Αρετή, η Αρέτω, η Αρετούλα σου. Και γέμισε το σπίτι σου ομορφιά!
Και σού φερε στο σπίτι η Αρετή τις τέχνες και τα γράμματα και τους αριθμούς.
Και δίδαξε στους γιούς σου η Αρετή την ποιήση,την φιλοσοφία, το θέατρο, τις επιστήμες, την μουσική, τον χορό, την ιστορία.
Και πήρε ο ένας αδερφός την φλογέρα, ο άλλος τον αυλό, την λύρα, το νταούλι, το κλαρίνο.
Και τα βοτάνια σου τα κάναν φάρμακα.
Και τον χρυσό στον κάναν κόσμημα.
Το μάρμαρο αγάλματα και στους θεούς ευγνώμονες που στείλανε την Αρετή σε σένα το κάναν Παρθενώνες.
Και με κείνη την μικρή βάρκα ξεκίνησαν και γύρισαν τον κόσμο.Και γίνανε εμπόροι και ταξιδευτές σπουδαίοι.
Και έβλεπε ο κόσμος τον πλούτο σου να μεταφέρουν σε κάθε γωνιά και απορούσαν και έλεγαν :
"Της ψαρωκώσταινας οι γιοί δεν είναι τούτοι; Που μάθανε τόσο σπουδαία πράγματα να κάνουν βοσκοί, αγρότες, εργάτες, ξυλουργοί, ψαράδες πράγμα;"
Και ο Κωνσταντής σου όπου κι αν βρισκόταν τραγούδια και ύμνους για την Αρετή τραγούδαγε ο ονειροπόλος και χόρευε.
Και όλοι την Αρέτω σου θελήσαν νύφη να την πάρουν.
Και ήρθε μέρα γιορτινή, μα μέρα πικραμένη.
Προξενητάδες ήρθανε από την Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Και οι οχτώ αδερφοί δεν θέλουνε. Μα πότε τα πηγαίναμε εμείς καλά με τους Βαβυλώνιους; έλεγε ένας.
Σ αυτούς που προσκυνάνε τερατόμορφους θεούς να δώσουμε την Αδερφή μας; φώναζε ο άλλος.
Και κείνοι οι κακούργοι, οι προξενητάδες δεν σταματούσανε να ξεφορτώνουν στην αυλή σου χαλιά πλουμιστά, και από χρυσό και ασήμι και χαλκό κοσμήματα με εκατό σειρές γιορντάνια και άλλα πολλά ,πολλά ,πολλά.
Και ο ονειροπόλος Κωνσταντής θαμπώθηκε από το πολύ γιατί εσύ στο μέτρο τα χες μάθει.
Πώς σε έπεισε; Τι ιστορίες πάλι φαντάστηκε και σου πε;
Μα σου δωσε εγγυήσεις θα μου πεις.
Και την πάντρεψες την Αρετή στα ξένα...
Κι ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι.
Κι έπεσε το θανατικό.
Και μεινες Μάνα μου Ελλάς, μοναχή, σαν καλαμιά στο κάμπο.
Κι άρχισες μοιρολόγια βαριά, ηπειρώτικα. Και στέρεψαν τα μάτια σου, κουράστηκες, σε πιασε το παράπονο.
Κι ανέβηκες ψηλά στον Ψηλορείτη κι άρχισες με μανία κατάρες να πετάς στον Κωνσταντή και αναθέματα.
Κι από το μυριανάθεμα και τις βαριές κατάρες σπάει ο Κωστής το μνήμα του και πάει να σου την φέρει.
Τον έπιασε το φιλότιμο και το γινάτι αντάμα.
Γι αυτό και τώρα τον Κωνσταντή τον καταριέμαι μέσα από την ψυχή μου μπας και σπάσει την ταφόπλακα που μέσα σε ένα πηγάδι τον έχτισαν βαθύ και μας φέρει πίσω την Αρετή στο σπίτι μας.
Κατάρες αδέρφια να αναστηθεί ο Κωνσταντης, μαρμαρωμένος, ξεμαρμάρωτος δεν ξέρω, μα να μας την φέρει πίσω.
Μα θα μου πείτε στο τέλος απέθαναν και οι δύο.
Όχι φίλοι μου δεν απέθαναν έτσι απλά.
Αγκαλιάστηκαν και απέθαναν και οι δύο.
Και πιο άγιος και ευτυχισμένος θάνατος με την Αρετή αγκαλιά δεν υπάρχει.
Καλή λευτεριά αδέρφια.
"Σκέψεις δικές μου με οδηγό την παράδοση...όταν ήμουν μικρός και κάποιος ή κάτι με φόβιζε έτρεχα σπίτι να νιώσω ασφάλεια. Αυτό κάνω και τώρα που όλοι από παντού θέλουν να με τρομοκρατήσουν. Γιατί το σπίτι μου είναι φτιαγμένο με πέτρα ηπειρώτικη κι αντέχει."
Δημήτρης Αθανασίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.