Ησαύ και Ιακώβ
Ο Ισαάκ αποκτά δύο γιους και έτσι συνεχίζεται η γενιά που άρχισε από τον πατριάρχη Αβραάμ. Η ιστορία του Ησαύ και του Ιακώβ παρουσιάζεται από το 25ο μέχρι το 35ο κεφάλαιο του βιβλίου της Γένεσης.
Ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα απέκτησαν δύο δίδυμα αγόρια, τον Ησαύ και τον Ιακώβ. Ο Ησαύ ήταν κυνηγός. Του άρεσε να γυροφέρνει στα βουνά και στα λαγκάδια. Ήταν κοκκινωπός κι όταν μεγάλωσε έγινε πολύ τριχωτός. Ήταν ο πρωτότοκος, ο αγαπημένος του πατέρα του.
Ο Ιακώβ ήταν ήρεμος και πράος. Αγαπούσε τη ζωή του σπιτιού. Έμενε κοντά στη μητέρα του και τη βοηθούσε στις δουλειές της. Κι αυτή του είχε περισσότερη αδυναμία.
Μια μέρα ο Ιακώβ μαγείρεψε φακές. Ο Ησαύ γύρισε πολύ κουρασμένος και πεινασμένος από το κυνήγι. Οι φακές μοσχοβολούσαν. Ζήτησε ένα πιάτο από τον αδελφό του. Κι εκείνος εκμεταλλεύθηκε την πείνα του.
«Θα σου δώσω», του είπε πονηρά, «αν μου πουλήσεις το δικαίωμα που έχεις ως πρωτότοκος».
Το αντάλλαγμα ήταν πολύ μεγάλο. Το δικαίωμα του πρωτότοκου σήμαινε ότι ο Ησαύ θα κληρονομούσε όλα τα υπάρχοντα αλλά και όλες τις ευλογίες του πατέρα τους. Όμως ο Ησαύ μπροστά στην πείνα του δεν λογάριασε τίποτα. «Τι να τα κάνω τα πρωτοτόκια», είπε, «αφού δεν κρατιέμαι στα πόδια μου;». «Ορκίσου μου ότι μου τα δίνεις», επέμενε ο Ιακώβ. Ο Ησαύ ορκίστηκε κι έτσι για ένα πιάτο φακές αντάλλαξε τα πρωτοτόκια («αντί πινακίου φακής»).
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Ισαάκ γέρασε πολύ, θέλησε να ευλογήσει τον πρωτότοκο γιο του, τον Ησαύ. Τον φώναξε λοιπόν και του είπε: «Παιδί μου, πλησιάζει η ώρα του θανάτου μου. Θέλω να σ’ ευλογήσω. Πήγαινε να κυνηγήσεις. Άμα πετύχεις κάτι στο κυνήγι, μαγείρεψέ το. Φτιάξε ένα καλό φαγητό και φέρε μου να φάω και να σου δώσω μέσα από την καρδιά μου την ευλογία μου». Ο Ησαύ έφυγε γρήγορα, πρόθυμος να εκτελέσει την επιθυμία του πατέρα του. Η Ρεβέκκα άκουσε τα λόγια του Ισαάκ. Φώναξε τον αγαπημένο της Ιακώβ και του είπε: «Σήμερα ο πατέρας σου θα ευλογήσει τον αδελφό σου. Τον άκουσα να του ζητάει να κυνηγήσει και να μαγειρέψει γι’ αυτόν κι έτσι να πάρει την ευλογία και τα δικαιώματά του. Άκου τι θα σου πω και πράξε όπως θα σε προστάξω. Πήγαινε στο κοπάδι και διάλεξε δυο κατσικάκια τρυφερά και καλοκαμωμένα. Ετοίμασέ τα και φέρ’ τα μου να τα μαγειρέψω σύμφωνα με το γούστο του πατέρα σου. Θα του προσφέρεις εσύ το φαγητό κι εσύ θα πάρεις τις ευλογίες του».
«Μα μητέρα, είμαι τόσο διαφορετικός από τον Ησαύ! Εκείνος είναι τριχωτός. Ο πατέρας μας δεν βλέπει, αλλά θα με καλέσει κοντά του, θα με αγγίξει και θα καταλάβει ότι είμαι ο Ιακώβ. Αντί να με ευλογήσει θα με καταραστεί, γιατί τον κορόιδεψα».
«Μη σε νοιάζει», του είπε η Ρεβέκκα, «φέρε τα κατσικάκια κι όλα θα τα τακτοποιήσω».
Πράγματι, ο Ιακώβ έκανε όπως τον συμβούλεψε η μητέρα του. Εκείνη μαγείρεψε το πιο νόστιμο φαγητό. Ύστερα φόρεσε στον Ιακώβ το ρούχο του Ησαύ και στα μπράτσα και το λαιμό του τύλιξε κομμάτια από την προβιά των κατσικιών. Του παρέδωσε το φαγητό και τον έστειλε στον πατέρα του.
Ο Ισαάκ δεν έβλεπε από τα γεράματα. «Πατέρα», είπε σιγανά ο Ιακώβ, «είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκος. Σου έφερα το φαγητό που ζήτησες. Φάγε, ευχαριστήσου και δώσε μου την ευλογία σου».
«Έλα, παιδί μου, κοντά», είπε ο Ισαάκ. «Πώς πέτυχες τόσο γρήγορα το κυνήγι;»
«Ο Θεός μού το έφερε μπροστά μου», είπε πολύ σιγά ο Ιακώβ, για να μην τον καταλάβει ο πατέρας του.
«Έλα κοντά μου, να σ’ αγγίξω, γιατί δε βλέπω καλά», επέμενε ο Ισαάκ. Ο Ιακώβ πλησίασε κι έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον πατέρα του. Εκείνος έπιασε την προβιά των κατσικιών στα μπράτσα και το σβέρκο και πίστεψε πως ήταν ο Ησαύ. Έφαγε με πολλή ευχαρίστηση το καλομαγειρεμένο φαγητό κι ύστερα έδωσε όλες τις ευλογίες και τα δικαιώματα του πρωτότοκου στον Ιακώβ.
Αργότερα επέστρεψε και ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε τα φαγητό και πήγε στον πατέρα του για την ευλογία. Γρήγορα αποκαλύφθηκε η απάτη του Ιακώβ. Ο Ισαάκ στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, αλλά δεν μπορούσε πια να πάρει πίσω ό,τι με ευλογία είχε δώσει στον Ιακώβ. Μεγάλο μίσος μπήκε τότε στην καρδιά του Ησαύ για τον αδελφό του. Μέρα με τη μέρα γινόταν σκυθρωπός. Σκεφτόταν κι έλεγε: «Ο πατέρας μου είναι πολύ ηλικιωμένος. Δεν θ’ αργήσει να πεθάνει. Τότε θα σκοτώσω τον αδελφό μου». Η Ρεβέκκα κατάλαβε τον σκοπό του Ησαύ και τρόμαξε. Φώναξε τον Ιακώβ και τον συμβούλεψε να φύγει, για να γλιτώσει. Τον έστειλε στη Χαρράν, στη Μεσοποταμία, στον αδελφό της, και του ζήτησε να μείνει εκεί μέχρι να περάσει ο θυμός του αδελφού του. Εκείνη θα τον ειδοποιούσε πότε να επιστρέψει.
Κάντε κλικ εδώ, για να ακούσετε την αφήγηση του κειμένου
Πηγή/Αναδημοσίευση:http://www.pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.