Δημήτρης Κοσμόπουλος*
Στον Σταύρο Ζουμπουλάκη, για τον παντελή συντριμμό του θανάτου
Στην
εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου2 διαβάζεται ο οίκος, που είναι ποίημα
του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού: “Τείχισόν μου τας φρένας, Σωτήρ μου· το
γαρ τείχος του κόσμου ανυμνήσαι τολμώ, την άχραντον Μητέρα Σου· εν
πύργω ρημάτων ενίσχυσόν με, και εν βάρεσιν εννοιών οχύρωσόν με·” Ο
Ιωάννης Δαμασκηνός είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της
εκκλησιαστικής Υμνογραφίας. Σ΄αυτό το ποίημα δίνοντας ένα σπουδαίο
μάθημα ποιητικής, αναγνωρίζει ότι χρειάζεται άνωθεν δωρεά και φωτισμός
για να μιλήσει η πήλινη ανθρώπινη γλώσσα για την Παναγία. Συνεχίζει στο
ίδιο ποίημα: “σύ ουν μοι δώρησαι γλώτταν, προφοράν, και λογισμόν
ακαταίσχυντον· πάσα γαρ δόσις ελλάμψεως παρά Σού καταπέμπεται Φωταγωγέ,
ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον.” Για τη ζωή της Εκκλησίας η Παναγία είναι
“ο καρπός των κτισμάτων”, όπως λέει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας. Μ΄
άλλα λόγια το πρόσωπο εκείνο στο οποίο κατατείνει σύνολη η κτιστή
δημιουργία.
Όπως
το δένδρο δίνει τον καρπό έτσι και η κτίση υπάρχει για την Παρθένο
Μαρία, και η Παρθένος Μαρία για τον Χριστό. Γι αυτό ο Δαμασκηνός τονίζει
αυτό που ζει η Εκκλησία: “Η Παναγία είναι η ευεργέτιδα όλης της κτίσης.
Γιατί γέννησε τον ίδιο το Θεό”3 Ο ποιητής του μεγάλου Κανόνα Άγιος
Ανδρέας Κρήτης δανείζεται την φράση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για
την Παναγία ως “μετά Θεόν Θεό” και στο προσόμοιο της Κυριακής εσπέρας
μελωδεί : “Χαίροις μετά Θεόν η Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα”.
Με
περισσή αυταρέσκεια οι νεώτεροι χρόνοι και ειδικά ο 20ος αιώνας
αυτοχαρακτηρίσθηκαν χρόνοι της απιστίας. Ωστόσο, ισχύει πάντα αυτό που
έλεγε ο Αγιορείτης Γέροντας Παΐσιος: “ο ειλικρινής άπιστος γυρεύει σχέση
με το Θεό κι είναι πιστός με άλλο τρόπο”. Στους ίδιους χρόνους η τέχνη
γύρεψε για τον εαυτό της τη θέση που άφηνε κενή ο εξορισμένος από τα
ανθρώπινα πράγματα Θεός. Έγινε η νέα θρησκεία. Στις κορυφαίες στιγμές
της αλήθειας της, όταν δηλαδή φανέρωσε το ανείπωτο, η λογοτεχνία
γονιμοποιήθηκε από την πνευματική παράδοση και γύρεψε το νόημα που
διαρκεί. Μπορεί ο Ελύτης να διαπίστωνε ότι ο πιστός παραχώρησε την θέση
του στον άπιστο (Ανοιχτά χαρτιά), οι καιροί μας όμως δείχνουν πως η
υπόθεση της πίστης παραμένει η πρώτη και τελευταία δίψα του ανθρώπου. Σ΄
αυτό το πλαίσιο η Παναγία, μάνα του Χριστού και μάνα των ανθρώπων
συναντάται σε όλο το εύρος της λογοτεχνικής μας παράδοσης.
Δημοτικά τραγούδια για την Παναγία
Παρούσα
σε κάθε στιγμή της ζωής του θεωρεί ο λαός την Παναγία. Την επικαλείται
αδιάπτωτα, με την ίδια πάντα ένταση, στις χαρές και τις συμφορές του.
«Την
Παναγιά παρακαλώ και λέω τση να ραίνει / με τη ντροσά του ουρανού όλη
την οικουμένη./ Την Παναγιά παρακαλώ βάλσαμο να σταλάζει / στου
πονεμένου την καρδιά που βαριαναστενάζει. / Την Παναγιά παρακαλώ και τση
ζητώ τη χάρη / στου καθενούς τη σκοτεινιά να φέγγει σα φεγγάρι»
(απειραθίτικα δίστιχα από τη Νάξο).
Κυρά-Φανερωμένη
μου, του Λευκαδίτη σκέπη / χαρά στον που σε προσκυνά, χαρά στον που σε
βλέπει / σεμνή Παρθένο να κρατάς στ' απέριττο θρονί σου / το γιόκα σου
τον ακριβό και το μονογενή σου» (για τη Φανερωμένη Λευκάδας)
Στην
πόρτα του Παραδείσου στέκεται -για την προφορική λαϊκή μούσα- η Παναγία
μαζί με τον Χριστό: “Άνοιξε, πόρτα μου, άνοιξε, πόρτα του
Παραδείσου/ότι η ψυχή που κίνησε θέλει για νά΄μπει μέσα,/να προσκυνήσει
το Χριστό και την Αγια -Τριάδα,/και την Κυρά την Δέσποινα και όλους τους
αγίους. (Συλλογή τραγουδιών και μανιάτικων μοιρολογιών Κ.Πασαγιάννη,
1928)
Την Παναγία
επικαλούνται σταθερά τα δημοτικά τραγούδια στην δύσκολη περίσταση και
στην θλίψη : Πολλές φορές με βόηθησες, βοήθα με και τώρα/κι εγω να μπω
στη χάρη σου μ΄ένα μεγάλο τάμα./Να φέρω αμάξι το κερί και με τ΄ασκί το
λάδι/και με τ΄αργυροκάνιστρο να φέρω το λιβάνι./Να κάμω το έμπα σου
χρυσό, το έβγα σου ασημένιο,/ και την Αγία τράπεζα να την
περιχρυσώσω./Ευτύς τ΄άκουσε ο ουρανός κι ευτύς γαλήνη εγίνη./Εγίνηκε ο
ουρανός γυαλί κι η θάλασσα καθρέφτης.” (Παραλλογές, επιμέλεια Γιώργος
Ιωάννου)
Η λόγια παράδοση
Παράλληλα
με την προφορική συλλογική δημιουργία του δημοτικού τραγουδιού από τον
18ο αιώνα αρχίζουν και τα πρώτα δείγματα της γραπτής ποίησης. Τα Άνθη Ευλαβείας
τυπώνονται στην Βενετία το 1708. Εκεί, η ελληνική κοινότητα βρίσκεται
στην ακμή της. Πρόκειται για ομαδική έκδοση των μαθητών της Φλαγγινείου
Σχολής, οι οποίοι υπό την καθοδήγηση του ιεροδιδασκάλου τους Ιωάννη
Πατούσα, Γυμνασιάρχη του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου, συνθέτουν πεζά και
ποιητικά γυμνάσματα, γραμμένα στα λατινικά, στα ιταλικά, στα
αρχαιοελληνικά, και στην κοινή ελληνική. Χαρακτηριστικό είναι το
ποίημα «Εις την μετάστασιν της Πανάγνου» του Φραγκίσκου Κολομπή,
ιεροδιακόνου εκ Κεφαλληνίας, ωδάριον, το παρ΄Ιταλοίς λεγόμενον σονέτο :
“Σαν εις άρμα λαμπρόν, στα χρυσωμένα
των αγγέλων φτερά, επέτα η θεία
Μητέρα του Θεού, εις την οποία
ήταν όλα τα κάλλη μαζωμένα.
Τούτα βλέπουσ' η γη με πικραμένα
μάτια με στεναγμούς, είπε : «Μαρία
πού μ΄ αφίνεις εδώ στην ερημία;
ή πώς να ζήσω 'γω χωρίς εσένα;»
Είναι πολεμικός νόμος να σέρνη
πίσω του ο νικητής τους νικημένους
όταν θριαμβικήν δόξα λαβαίνη.
Κι' εμέ και τους υιούς μου υποκειμένους
έκαμες. Μαρία· λοιπόν τυχαίνει
να μας σύρης αυτού γλυκά δεμένους.”
Την
ίδια περίπου εποχή αρχίζει το έργο του ο Κωνσταντίνος Δαπόντες, ο
κατοπινός Καισάριος Δαπόντες ο ιερομόναχος.” Μελωδικώτατος εις την
ασματικήν ποίησιν “ κατά τον Κοδρικά, “μελωδός και στιχουργός ουχί των
ευκαταφρονήτων” κατά τον Σάθα, ο οποίος είναι ο πρώτος που τον
παρουσιάζει στον γ΄ τόμο της Μεσσαιωνικής Βιβλιοθήκης (Βενετία 1872). Ο Δαπόντες ειδικά στον Κήπο Χαρίτων,
που είναι η εκτενέστερη αυτοβιογραφική ποιητική του σύνθεση είναι μαζί
με τον Βιτσέντζο Κορνάρο οι σπουδαιότερες ελληνικές ποιητικές μορφές
του 18ου αιώνα. Στον Δαπόντε ανιχνεύονται τα πρώτα προσολωμικά ίχνη της
νεώτερης λυρικής μας παράδοσης. Στον Κήπο Χαρίτων οι αναφορές στη Θεοτόκο μέσα στα όρια ενός λυρικού αφηγήματος είναι πολλαπλές. Στον Λόγο ή Ευχή εξαγορευτική
διαβάζουμε ασματικούς δεκαπεντασύλλαβους. “Αλλ΄επειδή κεφάλαιον των
νέων των δογμάτων/υπάρχεις, και προοίμιον των του Χριστού
πραγμάτων,/άρχομαι ήδη από Σού, Κυρία μου Μαρία,/αρχή της σωτηρίας μου
και νυν και αιωνία./Αρχίζω τώρα από Σού, Παρθένε Παναγία, /η τον χριστόν
γεννήσησα αγνή εν Παρθενία./[...]Εγώ είμαι, Κυρία μου, δραχμή Σου η
χαμένη,/Εσύ΄σαι η νοικοκυρά η Κεχαριτωμένη./Σάρωσον την οικία Σου
σαρώνουσα μ΄ευρήσεις/και Σύ χαρείς δε και τους Σούς πάντας
χαροποιήσεις[...]”
Στο Σολωμό
“Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου”
Από
το δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού στην διασταύρωσή του με
την προαναφερθείσα λόγια παράδοση, στο χωνευτήρι μιας ιδιοφυούς
ποιητικής ιδιοσυγκρασίας, ανθίζει η γλώσσα του Διονυσίου Σολωμού. Με
βαθύτατη χριστιανική πίστη, παρά το ότι στην ποίησή του ελάχιστα είναι
τα ποιήματα με καθαρώς θρησκευτικά θέματα, ο Σολωμός όντας νέος παλεύει
για τον απεγκλωβισμό του από την ιταλική γλώσσα και την διαμόρφωση της
δικής του ελληνικής ποιητικής. Ωστόσο στις περίφημες Rime improvvisate,
στα νεανικά του δηλαδή σονέτα γραμμένα στην ιταλική κατ΄απομίμηση των
προτύπων του Μοnti, του Mantzoni και άλλων, τα περισσότερα ποιήματα
έχουν ως θέμα τους την Θεοτόκο Μαρία, σε όλες τις φάσεις της ζωής της.
Το σονέτο La Castita (η αγνότητα) αναφέρεται στην μετάσταση της Θεοτόκου:
“Ανοίγει
μές στο μυστικό περβόλι ένα ρόδο λαμπρό την κονταυγή βεργολυγώντας πάνω
στο στελέχι του, ολότελα κρυμμένο μές στα φύλλα του, που γίνονται
παρθενική σκέπη της ντροπαλοσύνης του. Μέσ΄από κείνα μόλις που σταλάζει
και κάθεται απάνω του άχραντη δρόσο τ΄ουρανού, και μόλις που τολμά τα
φύλλα αυτά να τα φιλήση ο ζέφυρος ο πιο αγνός με την ερωτική πνοή του.
Όποιος μ΄αυτό την άσπιλή του κόμη ανθοστολίση, θα σκεπαστή όλη η όψη του
με την παρθενικότητα, που τόσο χαίρεται σ΄αυτήν η πρώτη αγάπη. Με το
ρόδο αυτό πλέξανε στεφάνι οι Άγγελοι, όταν έφτασε στον Παράδεισο η
Δέσποινα, που για κείνην, ύστερ΄από το Θεό, αγάλλονται οι ουρανοί.” 4
Σε
ένα από τα πιο καθαρά με την λυρική έννοια του όρου ποιητικά του
κατορθώματα, τον Κρητικό, γραμμένο στα 1833-1834, εμφανίζεται η
οραματική μορφή μιας γυναικείας παρουσίας, στην οποία πολλοί ερμηνευτές
συναντούν το πρόσωπο της Παναγίας.”[...]Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε
μία φεγγαροντυμένη./Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,/Στα
μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.”
Παλαμάς, Σικελιανός
Για
τον Παλαμά και τον Σικελιανό ο λυρισμός δεν είναι μια στενά
γραμματολογική κατηγορία. Ο Παλαμάς στα τρία περίφημα κείμενά του για
τον λυρισμό του “εμείς”, του “εγώ”, και των “όλων”, εξηγεί ότι το
λυρικό αίτημα είναι αίτημα υπέρβασης και συνομιλίας με τις πνευματικές
παρακαταθήκες. Μέσα στο μείζον λυρικό του αρχιτεκτόνημα υπάρχουν αρκετά
ποιήματα δεητικά προς την Παναγία. Το χαρακτηριστικότερο ίσως είναι από
την Ασάλευτη ζωή (1920), Η Παναγιά στην Κόλαση.
«Το
άρμα ξεκινάει, το σέρνουν/ πνεύματα χερουβικά, /λάμπει η Παναγιά στην
Κόλαση./ “ Έλεος, Λιόκαλη Κυρά!” /Ω οι δαρμοί των κολασμένων/ μες στην
αβυσσόθρεφτη φωτιά…/Κι έξαφνα γρικιέτ’ ένα παράπονο/ και περήφανα
ξεσπά:/“Ειμ’ εγώ που λάτρεψα τον ήλιο,/ γι’ αυτό μ’ άρπαξε και η
Νύχτα;Πες μου Λιόκαλη Κυρά!/ Της ζωής το φως που βύζαξα μου ’γινε
αγκαλιά της Κόλασης/ και φιλί του Σατανά;”».
Η
λυρική αντίληψη του Σικελιανού η πραγματωμένη στο έργο του,
διατυπώνεται στο κείμενό του για την φύση και την αποστολή του λυρισμού
(1938). Εκεί μιλά για “[...] έναν τρόπο σταθερό, τον πόλο μιας υπέρτατης
αρχής[...]της αρχής της υπερβατικότητας (principe de transcendense),
καθώς η αρχή αυτή είναι συσσωματωμένη με το πιο βαθύ κεφάλαιο της
ανθρώπινης αισθαντικότητας”. Στα όρια αυτής της αντίληψης για τον
λυρισμό ως αίτημα μεταμόρφωσης του κόσμου, και ο Παλαμάς και ο
Σικελιανός συνεχίζουν αυτό που ξεκίνησε με τον Σολωμό.
Η Παναγία και η βιβλική παράδοση λειτουργούν καταλυτικά στον σικελιανικό λυρικό βίο, ειδικώτερα στα έργα Μήτηρ Θεού (1917-1919)και Πάσχα των Ελλήνων(1920).
“[...]
Κι αν κλείσω και τα βλέφαρα, Τη βλέπω˙ ώ, πόσα, πόσα,/τριγύρω απ΄το
καντήλι Της, του σκοταδιού τα κρόσσια, /και των ματιών Της η άβυσσο, κ΄η
ασάλευτή Της όψη,/σα σπάθα που μπορεί και την καρδιά στα δυό να
κόψει!/Ωσάν αιτίνα κάθεται μες στην αιτοφωλιά Της˙/από τη γέννα
εσκώθηκε, κι απάρθενη η κοιλιά Της./Λεχώνα στέκει ασάλευτη μες στην
υπομονή Της,/σφίγγοντας, ωσά νέο λιοντάρι, το μονογενή Της!.” (Μήτηρ Θεού)
Τ.Κ.Παπατσώνης, ο κορυφαίος ανανεωτής.
“[...]τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ' ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα[...]”
διαβάζουμε στον Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου. Ταξινομητικές
αυθαιρεσίες και σκοπιμότητες αρχίζουν να διαλύονται την τελευταία
δεκαετία σχετικά με την περίπτωση του Τάκη Παπατσώνη. ΄Ηδη από το 1919
με το ποίημα Beata Beatrix ο Παπατσώνης σπάει τις καθιερωμένες
ποιητικές μορφές, τόσο ώστε να αναρωτιέται ο Παλαμάς “ποίος τάχα να
είναι ο πρόγονος εις την οικογένεια του οποίου θα ηδύνατο ο νέος ούτος
να καταταχθή”5 Το συναρπαστικό είναι πως ο μοντερνισμός του Παπατσώνη
έχει βαθιά εκκλησιαστική ρίζα. Μολαταύτα ο σπουδαίος ποιητής προλαμβάνει
τις παρεξηγήσεις. Όταν δηλώνει ότι “δεν μου αρέσει ο τίτλος του
χριστιανού ποιητή. Όχι πως με θίγει, αλλά γιατί είναι πολύ στεγνός”6
ξεκαθαρίζει όπως και με το έργο του ότι είναι άλλο πράγμα η χριστιανική
πίστη και άλλο πράγμα το ποιητικό αποτέλεσμα. Μια ιδεολογική αντίληψη
για την ποίηση ως ancilla Theologiae εξυπηρετεί για τον Παπατσώνη
στρατευμένες συναισθηματικότητες. Ήδη από το 1919 ο Παπατσώνης γράφει το
μακρύ ποίημα Λιτανείες της Παναγίας:
“[...]Ώ
Κιβωτέ σιωπηλή, ώ μεγάλη Αδελφοσύνη/που μας ενώνει. Η Παναγία όλο
Γαλήνη./Διαθήκη καινούργια με μιά Παρθένο!/Παρθένο ταπεινήν, ως το πρώτο
τυχόν δένδρο!/Διαθήκη του γλυκού ασπασμού όλων προς όλους,/έξω από
μάταιες εντρύφησες και δόλους[...]”
Κατά
την σκληρή αλλά αληθινή παρατήρηση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου7: “Με τον
Παπαδιαμάντη και τον Παπατσώνη είμαστε μακρυά από την αρκετά
διαδεδομένη και πολυπαινεμένη αίρεση πολλών Νεοελλήνων ποιητών: Η
Παναγία να είναι σαν την όποια μάνα, έστω και τραγική, του όποιου, έστω
και αδικοσκοτωμένου αγοριού. Παραιτήθηκαν και οι δύο από τη φιλοδοξία να
κατασκαευάσουν μια Παναγία, άλλη από εκείνη που πήραν από τους Πατέρες
τους[...]”
“Η Παναγία των Πατέρων” μέχρι τους νεώτερους
Μέσα
στην κοίτη του ποταμού της λυρικής παράδοσης υπάρχουν οι ποιητές
εκείνοι οι οποίοι μήτε την “χριστιανική” ωραιολογία εξέφρασαν, μήτε
μίλησαν για την Παναγία με όρους ψυχολογικούς. Αξιώθηκαν να ψάλλουν το
“Πεποικιλμένη”, κατά την προτροπή του Σκιαθίτη Γέροντα, και τούτο αρκεί.
“Εἶχα
τάξιμο νά ὑπάγω στήν Κεχριάν, νά ψάλλω τό "Πεποικιλμένη", εἰς τά
Ἐνιάμερα, τήν 23 Αὐγούστου. Ἀπό δέκα χρόνων δέν εἶχα ἐπισκεφθῆ τήν
Παναγίαν τήν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν' ἀσπασθῶ τήν σεβασμίαν παλαιάν
Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁπού εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῶα,
ἔνθεν καί ἔνθεν, ὁ ἱερός Κοσμᾶς, (αὐτός ὁ θεσπέσιος ποιητής τῆς
Πεποικιλμένης) ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρός τήν
σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ' ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ "Γυναῖκά
σε θνητήν, ἀλλ' ὑπερφυῶς καί Μητέρα Θεοῦ" καί τὸ "Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε
οὐρανόν ὑπεδέξαντο..."[...]- Δὲν πῆγες, μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε, στὴν Παναγία
τὴν Κεχριά; Ἐγὼ θὰ πάω. Τώρα ποὺ νύκτωσε; Τί λές!
- Ἔχει φεγγαράκι.[...]Τέλος ἠξιώθην νὰ ψάλω τὸ `Πεποικιλμένη´, καὶ τοῦτο ἀρκεῖ. “8
Στα 1974 ο πυρετικός Νίκος Καρούζος,
ποιητής βαθιάς υποστατικής δίψας, ακροβατώντας ανάμεσα σε πίστη και
απιστία αντικρούει τον χειμώνα του θανάτου μέσω της προσφυγής στην
Θεοτόκο.
( Το ποίημα “Η
αντίκρουση του χειμώνα”): “Κρατώντας την εσθήτα της Παναγίας/ο έσχατος
τ' Ουρανού με χιλιάδες έντομα στην όραση μ' αξεθύμιαστα/γιασεμιά στο
νυμφώνα/μ' άλλα θεάματα της αγάπης από μέσα/και μ' άλλα γεγονότα
σπιθοβολώντας/αγγίζει τους ραχητικούς και θεραπεύει την αρθρίτιδα
μαλάζει τους/πρησμένους αστραγάλους/αφήνει τρυφερά την αλήθεια πάνω σ'
όλες τις αρρώστιες/και κείνες χάνονται καθώς τα ευδιάλυτα νέφη./Σιγά
σιγά ρυθμίζεται κι ο θάνατος...”
Στα Γυάλινα Γιάννενα (1989) του Μιχάλη Γκανά είναι η Παναγία που παραστέκει στη βαριά άρρωστη μάνα.( Το ποίημα “Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού”)
“Τα
χέρια σου τα κέρινα/η Παναγιά εκράτει./ Χιόνιζε στα σεντόνια σου/και σ’
όλο το κρεβάτι./Η κόκκινη λιανή γραμμή/του πλαστικού σωλήνα,/από τη
φανερή πληγή/
σαν ποταμάκι εκίνα./Κι έφευγαν απ’ τα μάτια σου/σκιαγμένα τα τρυγόνια/
και μ’ έφερναν σ’ άλλους καιρούς/και στα μικρά μου χρόνια./Μικρά πολύ πικρά πολύ/
χτισμένα γύρα γύρα/και μόνο από τη χούφτα σου/ σπυρί χαράς επήρα.”
Εξίσου πυρετικό, και το πιο τρομερό και αδικοχαμένο παιδί της μετά το ΄80 ποίησής μας. Ο Ηλίας Λάγιος:
“Ίστατο
η μήτηρ, κλαίουσα και ριγούσα/να επισκοπή του Υιού της το μαρτύριο·/τω
όντι, φριχτό εμπροστά της το μυστήριο/πλέχουνταν του θανάτου·κι΄ως
απούσα/η μάννα ησθάνετο· κι αδύναμη ούσα/το τέκνον να στηρίξη, ένα
κριτήριο/αγάπης βάνει: δέεται στον Κύριο ν΄αποθάνη αντ΄αυτού την
επιούσα./Της γέννεται το θέλημα· πεθνήσκει/κι ά συνοδεύουν την ψυχή της
ίσκιοι/φωτός· φευγίτσα η μάννα για τον γιό της. /Μ΄αυτός δεν είναι
θάνατος· μεγάλη/εορτή μου μοιάζει· ακούστε ηδέως που ψάλλει/ως
προσφέρνεται η ρίζα στον βλαστό της.”9 (Το ποίημα Stabat Mater).
Οι ποιητές ξεπληρώνουν το τάμα τους, με τον τρόπο του ο καθένας. Μια μακρά σειρά αναμμένων κεριών.
* Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος.
πηγή: Kαθημερινή, Αύγουστος 2013
Αναδημοσίευση από: Antifono.gr
Αναδημοσίευση: http://albanaki.blogspot.gr/2013/08/blog-post_4652.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.