Κάποτε ένας άνδρας, το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε ένα δάσος.
Καθώς περνούσαν κάτω από ένα δένδρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε στάχτη!
Ομως ο άνδρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και συνέχισε την πορεία του μαζί με τα δύο του ζώα. (Κάποιες φορές περνάει κάποιος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι νεκροί την καινούργια κατάσταση)
. Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο.
Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός και αυτοί ίδρωναν και διψούσαν.
Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μια πανέμορφη μαρμάρινη πύλη, που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι.
Ο διαβάτης κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο.
- «Καλημέρα», είπε.
- «Καλημέρα», απάντησε ο φύλακας.
- «Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;».
- «Εδω που ήρθες είναι ο Παράδεισος».
- «Τι καλά που φτάσαμε στον παράδεισο, γιατί διψάμε».Είπε ο άνδρας.
- «Μπορείτε, κύριε, να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε», είπε ο φύλακας και του έδειξε την πηγή.
- «Το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης».
- «Λυπάμαι πολύ», είπε ο φύλακας, «αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα».
Ο άνδρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία, μια και διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει μόνο αυτός.Ο σκύλος και το άλογό του ήταν στην ίδια κατάσταση με αυτόν.
Έτσι.... ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του.
Αφού περπάτούσαν αρκετή ώρα στον ανηφορικό δρόμο, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις έφτασαν σε ένα άλλο μέρος. Η είσοδός του ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα περικυκλωμένη από δέντρα. Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άνδρας και είχε το κεφάλι του καλυμμένο με ένα καπέλο.
- «Καλημέρα», είπε ο διαβάτης.
Ο άνδρας έγνεψε ως απάντηση με το κεφάλι του.
- «Διψάμε πολύ το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ».
- «Υπάρχει πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια», είπε ο άνδρας δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνδρας, το άλογο και ο σκύλος του πήγαν στην πηγή και έσβησαν τη δίψα τους. Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άνδρα.
- «Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε», του απάντησε εκείνος.
- «Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος;», ρώτησε ο άνδρας.
- «Παράδεισος».
- «Παράδεισος; Μα ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μού είπε ότι εκείνο το μέρος ήταν ο παράδεισος».
- «Εκείνο δεν ήταν ο παράδεισος, αλλά η κόλαση», απάντησε ο φύλακας. Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- «Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας. Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προξενήσει μεγάλο μπέρδεμα», είπε ο διαβάτης.
- «Σε καμία περίπτωση», αντέτεινε ο άνδρας, «στην πραγματικότητα μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερους φίλους τους..
Καθώς περνούσαν κάτω από ένα δένδρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε στάχτη!
Ομως ο άνδρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και συνέχισε την πορεία του μαζί με τα δύο του ζώα. (Κάποιες φορές περνάει κάποιος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι νεκροί την καινούργια κατάσταση)
. Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο.
Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός και αυτοί ίδρωναν και διψούσαν.
Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μια πανέμορφη μαρμάρινη πύλη, που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι.
Ο διαβάτης κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο.
- «Καλημέρα», είπε.
- «Καλημέρα», απάντησε ο φύλακας.
- «Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;».
- «Εδω που ήρθες είναι ο Παράδεισος».
- «Τι καλά που φτάσαμε στον παράδεισο, γιατί διψάμε».Είπε ο άνδρας.
- «Μπορείτε, κύριε, να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε», είπε ο φύλακας και του έδειξε την πηγή.
- «Το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης».
- «Λυπάμαι πολύ», είπε ο φύλακας, «αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα».
Ο άνδρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία, μια και διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει μόνο αυτός.Ο σκύλος και το άλογό του ήταν στην ίδια κατάσταση με αυτόν.
Έτσι.... ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του.
Αφού περπάτούσαν αρκετή ώρα στον ανηφορικό δρόμο, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις έφτασαν σε ένα άλλο μέρος. Η είσοδός του ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα περικυκλωμένη από δέντρα. Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άνδρας και είχε το κεφάλι του καλυμμένο με ένα καπέλο.
- «Καλημέρα», είπε ο διαβάτης.
Ο άνδρας έγνεψε ως απάντηση με το κεφάλι του.
- «Διψάμε πολύ το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ».
- «Υπάρχει πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια», είπε ο άνδρας δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνδρας, το άλογο και ο σκύλος του πήγαν στην πηγή και έσβησαν τη δίψα τους. Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άνδρα.
- «Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε», του απάντησε εκείνος.
- «Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος;», ρώτησε ο άνδρας.
- «Παράδεισος».
- «Παράδεισος; Μα ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μού είπε ότι εκείνο το μέρος ήταν ο παράδεισος».
- «Εκείνο δεν ήταν ο παράδεισος, αλλά η κόλαση», απάντησε ο φύλακας. Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- «Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας. Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προξενήσει μεγάλο μπέρδεμα», είπε ο διαβάτης.
- «Σε καμία περίπτωση», αντέτεινε ο άνδρας, «στην πραγματικότητα μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερους φίλους τους..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.