Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Η αγωνία του Ιούδα - Κ. Βάρναλης

Η αγωνία του Ιούδα

Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα.
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί. Και προσεύχονται.
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει.
Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή.
Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού.
Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα, — αγκομαχώ!Άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι,5ω βράδυ καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αυτή, που αστράβει.
Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,γλιστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι, —10την ερημιά βαρέθηκα κι η πόλη δε μας θέλει!
Ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά,τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε,—ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά·πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι!—15αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.
Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μαςπαραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει.20Όλους μάς καταντήσατε φαντασματ’ άγρια, Πόνοι!
Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.Τί να ’ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια προσταγή;…Μα κάπου θα ’ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις25σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.
Μα κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανόπάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.Λόγος γλυκύς, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα30βυθίζεται μες στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.
Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε — βάγια πολλά και φοινικιές! —και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη (ελπίδες ξαφνικές!)του ’πα σιγά: — «Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»35— «Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη»!
Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,40απ’ τ’ αγαθά, που ’δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!
Ποιός το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιάαπ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχύ Λατίνο,από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω45κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;
Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινάγια κείνους, που την αρετή μάς θέλουν της θυσίας.50Ήρθε γι’ αυτούς, — για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας.
Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει·55ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μού τα χωρίζει.
(Θυμάται τη μάνα του)
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.Μες στα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.Μες στ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.60Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!
Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κι ύστερα, σιγάθα κάνω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.Και ξέρω τί καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα,65θα πουν οι εμπόροι των θεών: «Τον πρόδωσε για χρήμα»!
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.