Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Αυτοβασανισμός, θρησκεία και πολιτική

  Ο αυτοβασανισμός, ως τρόπος θρησκευτικής και πολιτικής έκφρασης συνδέεται με ατομικές και συλλογικές δράσεις, οι οποίες παράγουν συγκεκριμένο πολιτικό και θρησκευτικό αντίκτυπο. Ο αυτοβασανισμός στο θρησκευτικό πολιτικό και φυλετικό του πλαίσιο παρουσιάζει διαφορετικές μορφές και διαφορετικές σχέσεις εξάρτησης ατόμου και συνόλου ή ατόμου και κοινωνίας. Ο στόχος μας είναι να καταδείξουμε ότι η πολιτική και θρησκευτική εξουσία αποσκοπεί στην καλλιέργεια των αυτοβασανιστικών τάσεων στις διαφορετικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής, για να επιβάλλει την αίσθηση της αδυναμίας ελέγχου της ατομικής ζωής και την πλήρη υποταγή του ατόμου στα πολιτισμικά και πολιτικά δρώμενα της κοινότητας.
H πολιτική ψυχολογία είναι ένας διεπιστημονικός κλάδος αφιερωμένος στην ανάλυση των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στις ψυχολογικές και πολιτικές διαδικασίες. Τούτος ο κλάδος αντλεί τα περιεχόμενά του από διαφορετικές πηγές, που περιλαμβάνουν την πολιτισμική και ψυχολογική ανθρωπολογία, τη γνωστική ψυχολογία, τα οικονομικά, την ιστορία, τις διεθνείς σχέσεις, τη φιλοσοφία, την πολιτική επιστήμη, την πολιτική θεωρία, την ψυχολογία της προσωπικότητας, την κοινωνική ψυχολογία, και κοινωνιολογία. Εξαιτίας της ευαίσθητης σχέσης του με το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, ο τομέας της πολιτικής ψυχολογίας αναπτύσσεται με διαφορετικούς τρόπους, εξαρτώμενους από το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ενσωματώνεται.
Θα αναρωτηθεί κανείς ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση της πολιτικής ψυχολογίας με το φαινόμενο του αυτοβασανισμού στη διαχρονική του θεώρηση ή τη σύγχρονη πολιτική θεωρία. Θεωρούμενος ο αυτοβασανισμός ως μορφή διοχέτευσης ή εκτόνωσης της συναισθηματικής ενέργειας και της αυθόρμητης αντίδρασης κοινωνικών ή θρησκευτικών ομάδων απέναντι στην εξουσιαστική δομή των πολιτικών καθεστώτων, θα μπορούσε κάλιστα να λειτουργήσει ως εσκεμμένη ή συνειδητή πρόθεση μετριασμού της αυθόρμητης εξέγερσης απέναντι σε ένα καταπιεστικό κοινωνικά περιβάλλον όπως είναι το σύγχρονο.
Ο θρησκευτικός κατά βάσιν αυτοβασανισμός ή αυτοτραυματισμός συνδέεται άμεσα με την ατομική απενοχοποίηση και την αποφόρτιση του ατόμου από τα ενοχικά συμπλέγματα που προκαλεί η σχέση του με το περιβάλλον. Ένα σημαντικό κομμάτι της ατομικής συμπεριφοράς με τη σειρά του συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την πολιτική συμπεριφορά των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα η θρησκεία και η πολιτική συγχρωτίζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς ποια είναι η γενεσιουργός αιτία της αυτοβασανιστικής συμπεριφοράς.
Με άλλα λόγια η θρησκεία και η κοινωνία είναι δύο αλληλένδετα φαινόμενα, τις αιτίες γέννησης των οποίων οφείλει να αναζητήσει ο ερευνητής στην ίδια ρίζα. Είναι δηλαδή παραδεκτό στις ανθρωπιστικές επιστήμες ότι δεν μπορεί να υπάρξει σαφής απάντηση στο αν η κοινωνία δημιουργήθηκε από τη θρησκεία ή η θρησκεία γεννήθηκε από την κοινωνία. Παρόλα αυτά με την είσοδο της αριστοτέλειας λογικής, η οποία επηρέασε σε σημαντικό βαθμό το σχηματισμό και την εξέλιξη της δυτικής σκέψης ως την εποχή μας, εξετάζονται ως δύο διακριτά φαινόμενα με τα όρια του ενός να υπεισέρχονται ενίοτε στην περιοχή του άλλου. Αυτός ο διαχωρισμός μας επιτρέπει να εξετάσουμε το φαινόμενο στο θρησκευτικό και κατόπιν στο κοινωνικό πολιτισμικό και κατ’ επέκτασιν πολιτικό του πλαίσιο.
Το θρησκευτικό πλαίσιο
Η διαχρονικότητα του φαινομένου στο θρησκευτικό του πλαίσιο θα μπορούσε να γίνει καλύτερα κατανοητή μέσω συγκεκριμένων παραδειγμάτων, που αντλούνται από τη θρησκευτική ζωή του παρελθόντος και του παρόντος. Στην αρχαία Ρώμη, για παράδειγμα, στις 24 Μαρτίου γιορταζόταν η Ημέρα του Αίματος, βασισμένη στο μύθο του Άττη και της Κυβέλης[1]. Ήδη από τις 15 Μαρτίου, κάτω από τον οξύ ήχο των αυλών που ακούγονταν σε ολόκληρη την πόλη οι άνθρωποι άρχιζαν να χτυπούν τα στήθη τους ολοφυρόμενοι. Ακολουθούσε έναν εννεαήμερο μετάνοιας και εξιλασμού, που συνοδευόταν από ένα τριήμερο πένθους. Κατά την 24η Μαρτίου με τα νεύρα τεντωμένα στο έπακρο από όλες αυτές τις ώρες θρήνων και ουρλιαχτών, στέρησης και κακουχίας, ομοιώματα και πιστοί της Κυβέλης στροβιλίζονταν φρενιασμένα κάτω από τους ήχους ξύλινων σαλπίγγων, κροτάλων και κυμβάλων. Μέσα στη μέθη του χορού, βυθιζόμενοι σε καταληψία, αυτομαστιγώνονται, κακοποιόύν με μαχαιριές τα μπράτσα και τους ώμους τους, για να ραντίσουν με το αίμα τους το ιερό πεύκο και τους βωμούς. Σε αυτή την κατάσταση φρενίτιδας παρατηρείται το ακραίο αλλά συνηθισμένο φαινόμενο του αυτοευνουχισμού των ανδρών.
Στη σύγχρονη εποχή παρατηρείται ένα παρόμοιο φαινόμενο στους Σιΐτες Μουσουλμάνους του Ιράν, την επέτειο του θανάτου του πρώτου ιμάμη Αλ Χουσεΐν, ημέρα μεγάλου θρησκευτικού πένθους. Παντού στα αστικά κέντρα οι πιστοί συγκεντρώνονται σε τεράστιες λιτανείες, όπου ψέλνουν, χορεύουν, κτυπούν το στήθος τους, αυτομαστιγώνονται με αλυσίδες και τέμνουν με με σπαθιά, κοφτερά εργαλεία τα μέτωπα, τους ώμους και τα μπράτσα τους. Σε αυτή την κατάσταση ομαδικής υστερίας και παραληρήματος κάποιοι ρίχνονται κάτω από κάρα που τους συνθλίβουν. Ορισμένοι ποδοπατιούνται και άλλοι πεθαίνουν από τις τελετουργικές συμπλοκές ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που σταδιακά εξελίσσονται σε πραγματικές μάχες.
Ένα ανάλογο παράδειγμα έρχεται από το Τενεσί των Η.Π.Α. και τα μέλη μιας χριστιανικής αίρεσης. Αφού εισέλθουν σε υστερική κατάσταση με μυστικιστικούς ύμνους και κτυπήματα των χεριών, περνούν από χέρι σε χέρι δηλητηριώδη φίδια, που πολύ συχνά τους δαγκώνουν θανάσιμα. Σε μια ασιατική φυλή των Μπάλι απαντάται ο ιερός χορός του σπαθιού, κατά τη διάρκεια του οποίου οι πιστοί χορεύουν σε ιδιαίτερα έντονους ρυθμούς. Συνήθως η ένταση και ο ρυθμός τους οδηγεί σε κατάσταση φρενίτιδας, με αποτέλεσμα να στρέφουν τα σπαθιά ενάντια στον εαυτό τους.
Αυτοβασανισμός και χριστιανισμός
Οι ρίζες του θρησκευτικού αυτοβασανισμού στον χριστιανισμό -ως μία από τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου και συνεπώς ως σημαντικού κέντρου ελέγχου του πλήθους των πιστών- είναι δυνατόν να ανιχνευθούν κατά τον μεσαίωνα, οπότε στον χριστιανισμό καλλιεργείται η άποψη ότι το σώμα είναι κάτι μιαρό και αμαρτωλό, που πρέπει να εξαγνιστεί. Η σάρκα και οι επιθυμίες της, ειδικότερα οι σεξουαλικές, αντιμετωπίζονται ως κάτι περιφρονητέο, που πρέπει να υποταχθεί στη βούληση του πνεύματος. Μέσα από μια τέτοια σύγκρουση δημιουργείται ένα ενοχικό σύμπλεγμα, καθώς το σώμα αφ εαυτού δεν είναι δυνατόν να εγκαταλείψει την ορμέμφυτη φύση του. Τα αισθήματα ενοχής πιέζουν για πράξεις εξιλέωσης και αν η πηγή της ενοχής είναι το σώμα, η εξιλέωση έρχεται μέσω της αυτοταπείνωσης, του εξευτελισμού και της κακοποίησης.
Είναι ιδιαίτερα γνωστές οι περιπτώσεις πολλών αγίων του χριστιανισμού οι οποίοι τρέφονταν μόνο με ψωμί και νερό και κυκλοφορούσαν με το ίδιο ένδυμα που τους άφηνε απροστάτευτους στα έντονα καιρικά φαινόμενα χειμώνα καλοκαίρι. Ο άγιος Δομίνικος, ο άγιος Φραγκίσκος της Aσίζης, ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης, η αγία Αικατερίνη υποβάλλονταν εκούσια στο μαρτύριο της σταύρωσης. Ο αυτοβασανισμός ως πρακτική επίτευξης του εξαγνισμού στη χριστιανική πίστη, οδήγησε τελικά στη δημιουργία ενός ολόκληρου κινήματος. Συγκεκριμένα, το 1260 στη Περούτζια δημιουργήθηκε το κίνημα των «Αυτομαστιγούμενων», από άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, που εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα σε όλη την Ιταλία. Τεράστιες λιτανείες περιφέρονταν στην πόλη και τα πλήθη αυτομαστιγνώνονταν στην πλάτη μέχρι να αιμορραγήσουν. Την ίδια στιγμή ικέτευαν τον Θεό και την Παρθένο να συγχωρήσουν τις αμαρτίες τους. Αυξήθηκαν τόσο σε αριθμό, ώστε ακόμη και η επίσημη εκκλησιαστική αρχή ένιωσε να απειλείται, με αποτέλεσμα να καταδικάσει το κίνημα. Η καταδίκη δεν είχε κανένα αντίκτυπο, καθώς οι Μαστιγούμενοι εξακολούθησαν να αυξάνουν σε αριθμό. Με την εξάπλωση της πανούκλας το 1350 το κίνημα πολλαπλασιάστηκε με τέτοιο ρυθμό, ώστε εξαπλώθηκε στη Γερμανία, τη Φλάνδρα και τη Σουηδία. Ενδεικτικά αναφέρεται το πεντάστιχο που έψελναν τη στιγμή της αυτομαστίγωσης:
Ας χτυπήσουμε τα κουφάρια μας δυνατά
Ας δοξάσουμε το Θεό και ας μαστιγωθούμε περισσότερο
Και εν ονόματι της Λατρείας του Μαρτυρίου Του
Ας χτυπήσουμε την άθλια σάρκα μας ξανά
Ας χτυπήσουμε το φιληδονο κορμί μας.
Οι «Μαστιγούμενοι» εξαφανίστηκαν τον 14ο αι., για να εμφανιστούν και πάλι στη Ρωσία του 18ου αι. Την ίδια εποχή εμφανίστηκε –επίσης στη Ρωσία- η αίρεση «Λευκά Περιστέρια», η οποία κήρυσσε την πρακτική του ευνουχισμού. Από το 1840-1858 αυτοευνουχίστηκαν με τη θέλησή τους 2.500 άνδρες[2], παρόλες τις αλλεπάληλες απαγορεύσεις. Σε πολλές περιπτώσεις τον αυτοευνουχισμό ακολούθησαν και γυναίκες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν ως τρόπο ακρωτηριασμού την εκτομή του μαστού.
Η πρακτική των αυτοτιμωρίας, ωστόσο, δεν είναι προνόμιο της μεσαιωνικής αντίληψης. Ακόμη και σήμερα η πρακτική της δημόσιας αυτομαστίγωσης εξακολουθεί να υπάρχει και στην εποχή μας. Κατά τη διάρκεια του καθολικού Πάσχα και συγκεκριμένα της Μ. Παρασκευής σε πολλές καθολικές κοινωνίες είναι συνηθισμένη η πρακτική της δημόσιας αυτομαστίγωσης. Οι περιοχές όπου το φαινόμενο εξακολουθεί να υπάρχει είναι το Ρίο ντε Τζανέιρο, περιοχές της Β. Ισπανίας, της Ν. Ιταλίας, του Μεξικού και του Ν. Μεξικού. Όσοι συμμετέχουν σε τέτοιου είδους τελετές, δηλώνουν ότι με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζουν άφεση αμαρτιών, είτε για τον εαυτό τους είτε για τα συγγενικά τους πρόσωπα. Τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζεται έξαρση του φαινομένου στις Φιλιπίννες. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι μετά το 1961, κατά τη Μ. Παρασκευή άρχισαν να πραγματοποιούνται πραγματικές οικειοθελείς σταυρώσεις, οι οποίες εντέλει έγιναν τουριστική ατραξιόν[3].
Ο ρόλος του ασκητισμού στην ανάπτυξη του αυτοβασανισμού
Επί αιώνες, από τότε που κήρυξε ο Ιησούς, μικρές χριστιανικές κοινότητες προσπάθησαν να βιώσων τα ιδανικά τους με τρόπο ακραίο και απόλυτα αφιερωμένο. Στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες εγκατέλειψαν τις επίγειες απολαύσεις και εισήλθαν σε μοναστήρια. Υπακούοντας κατά λέξη τις γραφές έστρεψαν την πλάτη τους στις οικογένειές τους και, ως εξωτερικό οδηγό της νέας ζωής τους, χρησιμοποίησαν όρκους φτώχειας, τιμωρίας και υπακοής. Ως σημάδι της περιφρόνησής τους και της συναισθηματικής ενοχής τους, κτυπούσαν τα σώματά τους με σκοινιά και διάφορα άλλα μαστίγια, όπως το φραγγέλιο, μέχρι να τρέξει αίμα. Σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί η πνευματική αγνότητα τιμωρούσαν τον εαυτό τους και τους άλλους.
Οι μονές που αγκάλιασαν τέτοιες αυστηρές πειθαρχίες έγιναν ζωντανά μνημεία του δόγματος της περιφρόνησης του κόσμου (contemptus mundi). Το σημαντικότερο, όμως είναι ότι βαθμιαία έγιναν κέντρα μαθητείας στα οποία εξελίχθηκε το υποκρυπτόμενο ήθος της δυτικής επιστήμης και του δυτικού ορθολογισμού. Ο Max Weber στο έργο του The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism (η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού) υπονοεί ότι το ήθος του χριστιανικού ασκητισμού υπέστη κάποιο μυστήριο μετασχηματισμό, συνεπεία του οποίου μετουσιώθηκε από ανορθολογιστικό αυτοβασανισμό σε «συστηματική μέθοδο λογικής συμπεριφοράς», στόχος της οποίας ήταν να ελευθερώσει όλους εκείνους που την ακολουθούσαν από τη δύναμη των παράλογων παρορμήσεων[4]. Η άποψή του αποτυγχάνει να εξηγήσει πώς μια μορφή ασκητισμού, ουσιαστικά καταστρεπτική και μη ορθολογιστική, μετατράπηκε σε μια μορφή ορθολογισμού, η οποία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό ακόμη και την πολιτική σκέψη. Τούτο το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί μόνο αν αναγνωρίσουμε η φυσική χριστιανική ηθική που ο Weber αποκαλεί «παράλογο αυτοβασανισμό», και η διανοητική τάση που καλλιεργήθηκε τελικά από τα μεγάλα μοναστικά τάγματα, είχε την ίδια λογική και τελικά ακολούθησε το ίδιο ψυχολογικό πρότυπο.
Όταν οι χριστιανοί αυτομαστιγώνονταν, το έκαναν προκειμένου να πετύχουν την αγνότητα. Ο αντικειμενικός στόχος της τιμωρίας ήταν η αγνότητα. Η φαντασίωση την οποία βίωναν οι ασκητές του χριστιανισμού και οι ζηλωτές του μωαμεθανικού κόσμου ήταν ότι προκαλώντας πόνο και πληγές στα σώματά τους, ίσως κατόρθωναν να καταστρέψουν την ακάθαρτη ουσία από την οποία ήταν φτιαγμένοι, έστω κι αν αυτό ήταν τελικά, η έσχατη περιφρόνηση προς την πράξη της ανθρώπινης δημιουργίας εκ μέρους του Θεού που αναζητούσαν εναγωνίως. Η μοναστική εξιδανίκευση της λογικής είχε μια παρόμοια προέλευση. Μια από τις παραδοσιακές θρησκευτικές λειτουργίες της λογικής, από τον Αυγουστίνο και έπειτα, ήταν να τιμωρεί τη λαγνεία και, εγκαθιδρύοντας μια κατάσταση ορθολογικής αγνότητας στην ψυχή, να φέρει τον χριστιανό πλησιέστερα στον Θεό. Η διανοητική πειθαρχία έγινε το αντίστοιχο της φυσικής πειθαρχίας και προσπάθησε να αποβάλλει τη βρωμιά του σώματος καταστέλλοντας τις συγκινήσεις, τις ορέξεις και τις παράλογες παρορμήσεις. Ο σκοπός ενός τέτοιου ορθολογιστικού ασκητισμού ήταν μάλλον η «καταστροφή της αυθόρμητης και στιγμιαίας απόλαυσης»[5]. Σε αυτή τη νέα μορφή θρησκευτικού ορθολογισμού η εμπειρική αλήθεια απορρίφθηκε χάριν της υπερβατικότητας και η αγνότητα έγινε κριτήριο της γνώσης και της πνευματικής επίτευξης.
Από όλες αυτές τις απόψεις που προαναφέρθηκαν είναι φανερό ότι η εξάπλωση του ορθολογισμού που επέβαλε ο ασκητισμός στις μεγάλες μονές της μεσαιωνικής Ευρώπης, ενισχύθηκε στη συγκεκριμένη μορφή του πολιτικοκοινωνικού κινήματος του Πουριτανισμού, που υιοθετήθηκε από τους Διαμαρτυρόμενους μετά τη Μεταρρύθμιση. Τo αυστηρότερο είδος χριστιανού, που διακατεχόταν από τον ψυχαναγκασμό της υπακοής κυριολεκτικά στο γράμμα του θρησκευτικού νόμου, πρακτική που πάνω απ’ όλα ενθαρρυνόταν από το πνεύμα της Μεταρρύθμισης, ακόμη και η πρακτική της άρνησης και τιμωρίας του εαυτού στα μεγάλα μοναστήρια της Ευρώπης δεν ήταν αρκετή. Η επιβολή αυτής της πρακτικής σε κοσμικό, πολιτικό επίπεδο ήταν και είναι ακόμη και σήμερα μια από τις βασικότερες επιδιώξεις των Πουριτανών με ανάλογα αποτελέσματα στην παιδεία και την επιστημονική γνώση.
Κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο
Εκτός από το θρησκευτικό του πλαίσιο ο αυτοτραυματισμός εντάσσεται και σε ένα κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο, ως πρακτική ένταξης σε κοινωνικές ομάδες. Τέτοιου είδους τελετουργικοί ακρωτηριασμοί δε συνοδεύονται από καταληπτικά ή υστερικά φαινόμενα αλλά συγχρόνως δεν είναι αποτέλεσμα καθαρά προσωπικής επιλογής. Αποτελούν περισσότερο απόφαση της ομάδας, που τη θεωρεί πράξη ταξινόμησης και ουσιαστικής συμμετοχής από μέρους του ατόμου. Οι κοινωνικές και πολιτισμικές δομές, όμως, διαμορφώνουν παράλληλα το πολιτικό -με την ευρεία ή τη στενή έννοια- περιβάλλον, μέσα στο οποίο κινείται το άτομο στη διάρκεια της ζωής του. Πιο συγκεκριμένα θα μας απασχολήσουν οι τελετές ενηλικίωσης και το φαινόμενο της περιτομής, ανδρικής ή γυναικείας.
Τελετές ενηλικίωσης: Από την αρχαιότητα ως σήμερα στις διάφορες τελετές ενηλικίωσης απαντάται ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Κεντρικός πυρήνας του μοτίβου είναι η η συμβολικη θυσία με σκοπό την επαναγέννηση σε μια καινούρια ζωή στον κόσμο των ενηλίκων. Το παιδί ή ο έφηβος -ανάλογα με τον εθιμικό κώδικα- οφείλει να δεχθεί να θυσιάσει κάτι από το ίδιο του το κορμί, ώστε να γίνει αποδεκτός ως ισότιμο μέλος στην κοινωνία στην οποία ανήκει. Αναγνωρισμένος ως ενήλικας που μπορεί να προσφέρει στην ομάδα ή την κοινότητα, έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στα μυστήρια της ζωής και της θρησκείας, στην πολιτική ζωή της.
Οι γηγενείς πληθυσμοί της Ν. Γουϊνέας της Ν.Α. Ασίας και της Αυστραλίας θεωρούν τον πόνο που προκαλείται από την εξαγωγή τμήματος της οδοντοφυΐας ως απαραίτητη διαδικασία για την αποκάλυψη των μυστηρίων. Στους αβορίγινες της αυστραλιανής ηπείρου, επίσης, απαντάται το ξερίζωμα των νυχιών και η διάτρηση του ρινικού διαφράγματος στους νέους άνδρες και τις γυναίκες, αμέσως μετά το γάμο. Σε πολλές φυλές της Αφρικής δημιουργούνται κάθετες γραμμές με πυρωμένο σίδερο στην περιοχή των φρυδιών, ενώ οι Ινδιάνοι της Γης του Πυρός κατά τη μύηση των αγοριών κόβουν κάποια τμήματα του στήθους και των μπράτσων με την ιδιαίτερα επώδυνη πρακτική της χρήσης στρογγυλευμένων λίθων ως κοπτικών οργάνων. Στη Ν. Γουϊνέα και πάλι απαντάται σε ορισμένες περιπτώσεις η πρακτική της ρινότμησης[6].
Εδώ ας σημειωθεί ως συμπλήρωμα σε όσα λέχθηκαν προηγούμενως ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, παρόλες τις πολιτισμικές και γεωγραφικές διαφορές, οι νέοι απομακρύνονται από την οικογένεια ή και την κοινότητα. Τούτη η απομάκρυνση συμβολίζει ακριβώς το τέλος της παιδικής ηλικίας και η επανεισαγωγή στην κοινότητα επιτυγχάνεται μέσω της τελετής ενηλικίωσης. Μέσω της τελετής το άτομο από την πλευρά του πιστοποιεί ότι είναι ικανό να αντέξει την οδύνη προκειμένου να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της κοινότητας και η κοινότητα αποκτά ένα νέο μέλος που μπορεί να ενεργήσει αυτόβουλα για το καλό της.
Ο γνωστότερος πιθανώς τελετουργικός ακρωτηριασμός είναι η περιτομή, που διαχωρίζεται από τους υπόλοιπους, καθώς επηρεάζει πολύ συγκεκριμένο και ιδιαίτερα όργανο, το σεξουαλικό, το οποίο έχει πρωταρχική και σωματική και ψυχική σημασία για τη ζωή του ατόμου. Η ανδρική περιτομή συνίσταται γενικώς στην αφαίρεση της ακροβυστίας του πέους. Ανάλογα με το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιείται, διαφοροποιείται μόνον ως προς τον τρόπο και την ηλικία κατά την οποία συμβαίνει τούτος ο τελετουργικός ακρωτηριασμός. Άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιτομής είναι ότι δεν πρόκειται για κάποιο εμφανές σύμβολο που αποδεικνύει την προσχώρηση στην ομάδα, αλλά είναι ένα κρυφό, αόρατο σημάδι ελέγχου αυτής της προσχώρησης για τις κοινωνίες που την αποδέχονται και την εκτελούν, προσθέτοντάς της το συμβολικό νόημα του διαχωρισμού από την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Σε ένα πρωτογενές επίπεδο ο νόμος είναι συνέπεια της ιδέας του ιερού. Το ιερό στις αρχαϊκές κοινωνίες επιβάλλει κανόνες συμπεριφοράς και οι κανόνες συμπεριφοράς στην ιστορική τους πορεία καταγράφονται ως νόμοι, γύρω από τους οποίους συσπειρώνεται μια κοινότητα με θρησκευτική ενότητα. Ο ξένος δεν μπορεί να συμμετέχει στη λατρεία του ιερού, δεσμευμένος από τις ευλογίες ή τις κατάρες που ξεστομίζονται για την προστασία της κοινότητας. Η παρουσία του είναι μίασμα, είναι tabοο για τη θρησκευτική λειτουργία και συνεπώς δεν μπορεί να υπερβεί την αόρατη διαχωριστική γραμμή που περιβάλλει και προστατεύει τον γνήσιο πολίτη ως μέλος μιας κοινότητας.
Η ιουδαϊκή περιτομή γίνεται κατά την όγδοη ημέρα του νεογέννητου και θεωρείται απόδειξη της συμμαχίας του με το θεό, όπως και απόδειξη ότι είναι τμήμα του εκλεκτού λαού του Κυρίου, αντίθετα με αρχαιότερους λαούς που της απέδιδαν σεξουαλικό περιεχόμενο[7]. Εδώ ίσως θα πρέπει να αναφερθούμε στην άποψη του γνωστού νευροβιολόγου Prescot[8], που υποστηρίζει ότι στο πρώιμο αυτό στάδιο ανάπτυξης οι περιοχές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για την αισθητηριακή αντίληψη της περιοχής των γεννητικών οργάνων και άρα συνδέονται με την αίσθηση της ηδονής και της ευχαρίστησης, με την περιτομή έχουν την πρώτη εμπειρία του πόνου. Αυτό φαίνεται πως είναι καθοριστικό για τις παραστάσεις της σεξουαλικής πράξης που αποκτά το άτομο καθώς μεγαλώνει, με αποτέλεσμα τη θεώρησή της ως πράξης επώδυνης.. Ορισμένοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι ακριβώς αυτό ευθύνεται για την ανάπτυξη σαδο-μαζοχιστικών τάσεων.
Η ιδανική ηλικία για την περιτομή στους μουσουλμανικούς λαούς φαίνεται να είναι ανάμεσα στα 7 και 8 χρόνια. Σε αυτή την ηλικία το παιδί είναι σε θέση να καταλαβαίνει τι του κάνουν και κυρίως είναι σε θέση να διατηρήσει την ανάμνηση της πράξης για όλη του τη ζωή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από τους ίδιους. Στο Ισλάμ δεν υφίσταται η άμεση θεϊκή ανταμοιβή που απαντάται στους Ιουδαίους, παρόλα αυτά θεωρείται τελετή απαραίτητη και συνήθως συνοδεύεται από γιορτές.
Το φαινόμενο της περιτομής απαντάται και σε άλλους λαούς κυρίως με προφορική παράδοση και ισχυρό εθιμικό δίκαιο, αν και οι ακολουθούμενες τελετουργίες εμφανίζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους και αντίθετα από την ιουδαϊκή περιτομή είναι σεξουαλικά προσανατολισμένες.
Ιδιαίτερα σκληρή τελετουργική πρακτική, την οποία έχουν υποστεί σήμερα πάνω από 135.000.000 γυναίκες σε όλον τον κόσμο είναι η κλειτοριδεκτομή. Συνήθως πραγματοποιείται ανάμεσα στα 4-8 χρόνια του νεαρού κοριτσιού και εφαρμόζεται κυρίως στην Αφρική, σε ορισμένες περιοχές της Μ. Ανατολής και της Ασίας. Στο 85% περίπου των περιπτώσεων γίνεται πλήρης αφαίρεση της κλειτορίδας, ενώ στο 15% ακολουθείται η πρακτική της φαραωνικής περιτομής, κατά την οποία αφαιρείται η κλειτορίδα , καθώς και τα μικρά και μεγάλα χείλη του αιδοίου. Τα υπολείμματα του δέρματος από τα μεγάλα χείλη ράβονται μεταξύ τους, έτσι ώστε το αιδοίο να πάρει τη μορφή μιας εντελώς λείας επιφάνειας, στην οποία αφήνεται μόνον μια μικρή οπή, για να διαφεύγουν τα ούρα και το αίμα της έμμηνου ρύσης.
Η συνηθέστερη πρακτική που ακολουθείται σύμφωνα με ζωντανές μαρτυρίες[9] είναι η εξής: Το κορίτσι ακινητοποιείται από μια μεγαλύτερη γυναίκα που κάθεται πάνω στο στήθος της και μια άλλη που της κρατάει τα πόδια ανοιχτά. Κατόπιν δίχως τοπική έστω αισθησία ή άλλο μέτρο για τη μείωση του πόνου, η περιτομή γίνεται με κάποιο κομμάτι σπασμένο γυαλί, ψαλίδι, λεπίδα ξυραφιού και διάφορα άλλα αντικείμενα. Ακολουθεί η συρραφή των υπολειμμάτων του δέρματος, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις είναι πιθανό τα πόδια να δεθούν μεταξύ τους για 40 περίπου ημέρες. Στη όλη διαδικασία δε χρησιμοποιούνται απολυμαντικά μέσα, παρά μόνον παραδοσιακά βότανα. Οι μολύνσεις είναι τέτοιες που οδηγούν συχνά στο θάνατο ή σε μόνιμες βλάβες, ανάμεσα στις οποίες βέβαια περιλαμβάνεται και η εξάπλωση του AIDS. Ιδιαίτερα στις ομαδικές περιτομές χρησιμοποιούνται τα ίδια εργαλεία κοπής για όλα τα κορίτσια και όλα αυτά σε μια ηπειρο όπως η Αφρική, στην οποία 1 στους 4 είναι φορέας ή νοσεί από τον ιό. Αν επέλθει θάνατος ή βαριά ασθένεια, τούτο αποδίδεται στους γονείς ή το ίδιο το κορίτσι, διότι δεν επέδειξαν τον πρέποντα σεβασμό προς τα πνεύματα, ή εξαιτίας κάποιας κακόβουλης μαγείας[10].
Οι λόγοι για τους οποίους γίνεται η γυναικεία περιτομή αφορούν συνήθως στον καθορισμό της πολιτισμικής και κοινωνικής ταυτότητας και της ταυτότητας του φύλου, καθώς τα εξωτερικά μέρη του αιδοίου παραπέμπουν σε ανδρικά και όχι γυναικεία χαρακτηριστικά. Σημαντικός παράγων επίσης για την εφαρμογή της κλειτοριδεκτομής σε κοινωνίες με έντονα πατριαρχικό χαρακτήρα είναι ο έλεγχος της γυναικείας σεξουαλικότητας, αφού πιστεύεται ότι με αυτόν τον τρόπο μειώνεται η πιθανότητα της απιστίας ή των προγαμιαίων σχέσεων ή λόγοι αισθητικής, μια και σε ορισμένες κοινωνίες το γυναικείο γεννητικό όργανο θεωρείται άσχημο και αντιαισθητικό.
Καταναγκαστική εργασία: η μαρξιστική άποψη για την ανθρώπινη εργασία ως μέσο αυτο-βασανισμού και αποξένωσης[11]
Η μαρξιστική άποψη για την ανθρώπινη εργασία ως μέσο αυτοβασανισμού επικεντρώνεται κυρίως στην αποξένωση του ατόμου από τον ατομικό του μόχθο, που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να είναι μια προέκταση του εαυτού. Τι είναι αυτό που προκαλεί την αλλοτρίωση και την αποξένωση από την εργασία; Κατ’ αρχήν το γεγονός ότι η εργασία είναι ξένη προς τον εργαζόμενο, δηλαδή δε βοηθά στην αυτοεπιβεβαίωση του ατόμου μέσα από το μόχθο του, αλλά μάλλον σε μια άρνηση του εαυτού. Δεν αισθάνεται ευτυχής, αλλά μάλλον δυστυχισμένος. Δεν ωριμάζει φυσικά ή νοητικά, αλλά μάλλον βασανίζει το σώμα του και καταστρέφει το μυαλό του. Ο εργαζόμενος βιώνει την ύπαρξή του ως άσχετη προς την εργασία και την εργασία του άσχετη προς τον εαυτό. Η εργασία του δεν είναι εθελοντική, αλλά περιορισμένη, καταναγκαστική εργασία. Επομένως, δε συνιστά εσωτερική παρόρμηση και δημιουργική ανάγκη, αλλά εκπλήρωση αναγκών ξένων προς τον εαυτό.
Ο αποξενωτικός χαρακτήρας της γίνεται προφανής, όταν δεν υπάρχει κανένας φυσικός ή άλλος εξαναγκασμός. Τότε η εργασία αποφεύγεται όπως η πανώλη. Αυτή η αλλοτριωμένη εργασία, στην οποία τα ανθρώπινα όντα αποξενώνονται από τον εαυτό τους, είναι εργασία αυτοάρνησης και αυτοβασανισμού. Πολύ περισσότερο όταν τούτη η εργασιακή αποξένωση αποκαλύπτεται στον εργαζόμενο μέσω οικονομικών κριτηρίων, καθώς αυτό που παράγει δεν του ανήκει, αλλά ανήκει σε κάποιον άλλον. Η δραστηριότητα του εργαζόμενου δεν είναι δική του δραστηριότητα. Ανήκει στον όποιο εργοδότη του και έτσι εκφράζει κατά κάποιο τρόπο την απώλεια του εαυτού του. Το αποτέλεσμα, επομένως, είναι ότι ο άνθρωπος (ο εργαζόμενος) δεν είναι ελεύθερος παρά μόνον στις ζωικές λειτουργίες του: φαγητό, πιοτό και αναπαραγωγή, στην καλύτερη περίπτωση στην κατοικία του -για ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας συνολικά θεωρούμενης και όχι του δυτικού κόσμου μόνον- κ.λπ.
Η σχέση εργαζόμενου και εργασίας, ωστόσο, είναι από τα βασικά θεμέλια της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής ως πολιτικό ον. Μετατρεπόμενη διαρκώς και βάσει άγνωστων -ως επί το πλείστον- οικονομικών συμφερόντων η εργασία σε μέσο αυτοβασανισμού και αποξένωσης από τον εαυτό, προσφέρεται ως μέσο διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού από εξουσιαστικά κέντρα με επίσης άγνωστες σκοπιμότητες.
Η συνολική εικόνα – Συμπεράσματα
Η αναζήτηση της συνολικής εικόνας του ζητήματος του αυτοβασανισμού μέσω της θρησκείας και της πολιτικής στη σύγχρονη εποχή από ψυχολογικής άποψης είναι μια ιδέα σύμπλοκη, δίχως διακριτά όρια. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι η κατανόησή μας για τις σύγχρονες μορφές βίας απαιτεί μια διαχρονική θεώρηση του φαινομένου, εκείνη που είναι ριζωμένη σε πανάρχαια taboo και ήθη. Τα taboo και τα ήθη των πρωτόγονων κοινωνιών διαμόρφωσαν χαρακτηριστικά τον θρησκευτικό κώδικα και το καταγραμμένο δίκαιο, που με τη σειρά τους οριοθέτησαν το πολιτικό σώμα (body politic) των αποκαλούμενων δυτικών κοινωνιών. Oι θρησκείες και οι παραγόμενοι νομικοί κώδικες ολοκλήρωσαν την εικόνα της εμπλοκής της θρησκείας στην πολιτική, παρόλο που στις σύγχρονες κοινωνίες μας η εκκλησία και το κράτος είναι συνταγματικά και θεωρητικά διαχωρισμένες έννοιες. Οι πιέσεις της θρησκείας, όμως, στην πολιτική εξουσία είναι δεδομένες –αρκεί το παράδειγμα των ταυτοτήτων, και η εμπλοκή στην εκπαίδευση για την ελληνική πραγματικότητα, ή η εμπλοκή του Βατικανού στην υπόθεση της Πολωνίας.
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα εμπλοκής της εκκλησίας στη διαμόρφωση του πολιτικού γίγνεσθαι μπορούμε να αντλήσουμε από την ιστορία του Βυζαντίου. Η εκκλησία σε όλη τη βυζαντινή ιστορία υποστήριξε την πολιτική δύναμη εκείνων που θεωρούσε φίλους της[12] και επεδίωξε τη συμμετοχή της στο διοικητικό σύστημα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τη συμπερίληψη του κλήρου στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και τη σταδιακή εξύψωση της πολιτικής του δύναμης. Η καταγραφή της Εισαγωγής στα τέλη του 9ου αιώνα ως αποτέλεσμα της νομοθετικής δραστηριότητας της μακεδονικής δυναστείας[13] καθορίζει τα καθήκοντα και δικαιώματα του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, θεωρώντας τους ισοδύναμους φορείς στο ύψιστο ιεραρχικά επίπεδο του πολιτικού οικοδομήματος.
Αν και η συγκεκριμένη διάταξη απαλείφθηκε σύντομα από τον Λέοντα ΣΤ΄ στην αναθεώρηση του συγκεκριμένου έργου, εντούτοις δείχνει σε ποιο βαθμό μπορούσε να επηρεάσει η εκκλησία τα πολιτικά πράγματα -οι νομοθετικοί νεοτερισμοί οφείλονται μάλλον στον πατριάρχη Φώτιο, σύμφωνα με τον Hunger[14]. Επί της ουσίας οι επίσκοποι μετά τον 6ο αιώνα κρίνουν υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου, στις οποίες ενέχονται κληρικοί -και λαϊκοί αργότερον- ενώ παρεμβαίνουν στην πορεία της πολιτικής δικαιοσύνης μέσω του θεσμού του ασύλου. Αναμφίβολα, η χριστιανική ιδεολογία –θεολογικά, φιλοσοφικά ή κοσμικά θεωρούμενη- επηρέασε σε σημαντικό βαθμό το ρωμαϊκό δίκαιο κατά τη βυζαντινή περίοδο και φυσικά τη μετεξέλιξή του, ακόμα και στις παρυφές του 20ου αιώνα. Το ίδιο συνέβη και στη δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία μέσω του καισαροπαπισμού που καλλιέργησε η καθολική εκκλησία και της επιδίωξης κοσμικής και πολιτικής δύναμης. Η Ευρώπη αναπτύχθηκε κατεξοχήν στη σκιά του Βατικανού και ως την εποχή της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης, κατόρθωσε –ιδιαίτερα μέσω του τάγματος των Ιησουϊτών- όχι μόνον να επιβάλλει το contemptus mundi και τα ενοχικά συμπλέγματα που παράγει η άποψη περί της μη καθαρότητας του φυσικού σώματος και των αισθήσεων, αλλά μέσω του θρησκευτικού ιμπεριαλισμού της να τα επιβάλλει σε κοινωνίες του Νέου Κόσμου[15], που ήταν εξορισμού πρωτογενώς συνδεδεμένες με την έννοια του taboo. Δε χρειάζεται να απορεί κανείς, λοιπόν, για το γεγονός ότι τέτοιου είδους μορφές βίας -όπως είναι ο αυτοβασανισμός- είναι εξαπλωμένες στον σύγχρονο κόσμο, με τόσο ολοκληρωτικό τρόπο.
Ο Τζορτζ Όργουελ στο 1984 πρότεινε ότι η απόλυτα ολοκληρωτική κοινωνία είναι εκείνη στον οποία όλοι οι πολίτες εκπαιδεύονται έτσι στην υπακοή, ώστε να μην υπάρχει καμία ανάγκη για αστυνομικούς. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι παρόμοια η τέλεια κοσμική κοινωνία την οποία ευαγγελίζεται όχι μόνο ο χριστιανισμός, αλλά όλες οι θρησκείες της Βίβλου. Είναι εκείνη στην οποία οι άνθρωποι έχουν κατηχηθεί τόσο βαθειά με τις θρησκευτικές αξίες –στην περίπτωση της Δύσης με το όνειρο της παγκόσμιας κυριαρχίας του χριστιανισμού– ώστε δεν υπάρχει πλέον οποιαδήποτε ανάγκη για ιερείς, για τις εκκλησίες, ούτε ακόμη και για την ίδια την ιδέα του Θεού. Θα αναρωτηθούν εύλογα λοιπόν όσοι ζουν στις κοσμικές δημοκρατίες της Δύσης, γιατί εφόσον η κοινωνία μας είναι προϊόν μιας καταπιεστικής, θρησκευτικής κατά βάσιν κουλτούρας, αποτύχαμε τόσο φανερά και τόσο τραγικά να κατανοήσουμε τούτη τη διάσταση του φαινομένου.
Ένας τρόπος για να απαντηθεί τούτη η ερώτηση, είναι να επισημανθεί ότι όλες οι επαναστατικές ιδεολογίες οι όποιοι προέκυψαν από την ιουδαιο-χριστιανική παράδοση, από την εποχή του Μωυσή ως την εποχή του Μαρξ, παρήγαγαν δόγματα που περιφρονούσαν τις συνήθεις πρωτογενείς πηγές της ανθρώπινης ζωτικότητας και τα παρουσίασαν ως «επαναστατικά» ιδεολογήματα. Η ακαμψία και ο ζηλωτισμός του 16ου και 17ου αι. στην Ευρώπη και την Αμερική οδήγησε σε ένα ακραίο φαινόμενο. Οι «φιλελεύθεροι» και στις δύο ηπείρους υιοθέτησαν σε εκπληκτικό και συνάμα ενοχλητικό βαθμό την ιδεολογία της «ελευθερίας» που ανέπτυξαν οι χριστιανοί προπάτορές μας. Αποτυγχάνοντας να αναγνωρίσουμε ότι αυτά τα ίδια τα δόγματα της «ελευθερίας» στα οποία καταφύγαμε για να ξερριζώσουμε το καταπιεστικό παρελθόν μας είναι στη φύση τους καταπιεστικά σε σχέση με τις πρώτογενείς πηγές της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Επανειλημμένα οι κοινωνίες μας πρόδωσαν τον εαυτό τους, ωθώντας μας όλο και βαθύτερα στα βασίλεια της ανελευθερίας με τη ζηλωτική τους συμπεριφορά σε θέματα εκπαίδευσης και ιδεολογίας.
Την ίδια στιγμή τείνουμε να υιοθετήσουμε απερίσκεπτα την ψυχολογική θεωρία που εμπλέκεται στην ιουδαιοχριστιανική και όχι μόνον ιδεολογία. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, όσο τα βαθύτερα αυστηρά ιδανικά του χριστιανισμού ή του μωαμεθανισμού εσωτερικοποιούνται, τόσο περισσότεροι άνθρωποι θα ενδιαφερθούν για καθαρά πνευματικά θέματα, και το πιο ενδιαφέρον, ότι οι τάσεις τους για βία και αμαρτία θα εξαφανισθούν. Στην ιστορική πραγματικότητα, όμως, είναι ακριβώς αυτή η θεωρία η οποία καταρρίπτεται από τους ζηλωτές χριστιανούς ή τους φονταμενταλιστές μωαμεθανούς στην πορεία των αιώνων.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ περιληπτικά διατύπωσε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε παράδοξο της «αγνότητας», όταν παρατήρησε πως «όσο καθαρίζεις τον εαυτό σου, τόσο πιο βρώμικος γίνεσαι»[16]. Αυτό που αναγνώριζε σιωπηρά με τούτη την παραδοχή, ήταν η γοητεία της αμαρτίας – δηλαδή ότι οποιαδήποτε ιδιαίτερη μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς, όρεξης ή παρόρμησης; ρίχνεται στο δοχείο απορριμάτων από εκείνους που επιδιώκουν την αγνότητα, τόσο περισσότερο γίνεται η αμαρτία ψυχαναγκαστική. Η αναζήτηση της αγνότητας, λοιπόν, χρησιμοποιείται στις σύγχρονες κοινωνίες ως ιδεοληψία ενάντια, σε ό,τι ρητά ή σιωπηρά έχει οριστεί ως άσεμνο ή επικίνδυνο για την κοινωνική ή πολιτική σταθερότητα, παράγοντας ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Αυτός είναι κυρίως ο λόγος για τον οποίο –κατά την άποψή μας- είναι εξαιρετικά δύσκολο εξαιτίας του τρόπου με τον οποίον είναι διαρθρωμένες οι αξίες και οι επιδιώξεις μας, να εξαλειφθούν σύγχρονες μορφές βίας που σχετίζονται με τον φαύλο κύκλο της απενοχοποίησης μέσω του αυτοβασανισμού, και της αυτοτιμωρίας. Άλλωστε από ό,τι φαίνεται πιο πάνω η αυτοτιμωρία είναι μια μέθοδος διοχέτευσης του ανθρώπινου δυναμικού στον φαύλο κύκλο επιδιώξης μιας κακώς εννοούμενης αγνότητας και συνεπώς η απομάκρυνσή του από οποιαδήποτε επαναστατική θεώρηση μπορεί να τον οδηγήσει βαθύτερα στην ατομική και συλλογική του εξέλιξη.
Appendix[17]
«Η περιτομή μου έγινε στην ηλικία των 10 ετών. Η γιαγιά μου μού είπε ότι θα πηγαίναμε στο ποτάμι, για να πραγματοποιήσουμε μια τελετή και μετά θα μου έδιναν πολλά πράγματα για να φάω. Αθώο παιδί καθώς ήμουν, με οδήγησαν σαν προβατο στη σφαγή. Όταν φτάσαμε στον ιερό τόπο, με οδήγησαν σε ένα πολύ σκοτεινό δωμάτιο, όπου μου έδεσαν τα μάτια και με έγδυσαν τελείως. Έπειτα με κουβάλησαν δύο δυνατές γυναίκες στην όχθη του ποταμού και με ανάγκασαν να ξαπλώσω στο έδαφος. Δύο γυναίκες μου κρατούσαν σφιχτά τα πόδια και μία καθόταν πάνω στο στήθος μου, για να εμποδίσει την κίνηση του σώματος. Μου έχωσαν ένα κομμάτι ύφασμα στο στόμα για να μην μπορώ να ουρλιάξω. Έπειτα με ξύρισαν. Όταν άρχισε η εγχείρηση, ο πόνος ήταν αφόρητος και έχανα πολύ αίμα. Η εγχείρηση έγινε με ένα σουγιά.
»Όταν όλα τελείωσαν, δεν επιτρεπόταν σε κανένα να με βοηθήσει να περπατήσω. Το μίγμα που έβαλαν πάνω στην πληγή μου, μύριζε φρικτά και με έκανε να πονάω ακόμα περισσότερο. Πέρασα τρομερές στιγμές. Κάθε φορά που ήθελα να ουρήσω, αναγκαζόμουν να στέκομαι όρθια. Τα ούρα σκορπίζονταν πάνω στην πληγή και προκαλούσαν αφόρητους πόνους. Πολλές φορές πίεζα τον εαυτό μου να μην ουρήσει από το φόβο αυτού του τρομερού πόνου. Δε μου προσφέρθηκε κάποιο αναισθητικό κατά την εγχείρηση για να μειωθεί ο πόνος ή αντιβιοτικά για τη μόλυνση. Αιμοραγούσα για πολύ καιρό, με αποτέλεσμα να αποκτήσω αναιμία. Αυτό καταλογίστηκε σε μαγεία από κάποιο κακόβουλο πρόσωπο. Ακόμα υποφέρω από χρόνιες γυναικολογικές παθήσεις». – Χάνα Κορόμα, Σιέρα Λεόνε
Self-torturing, religion and politics
Summary
Self-torturing, as a way of religious and political expression it is connected with individual and collective actions, which produce a concrete political and religious impact. Self-tortures in their religious political and racial context present different forms and different relations of dependence between individual and group or individual and society. Our objective is to show that political and religious rulership aims in producind self-torturing tendencies in the different expressions of human life, in order to impose a sense of weakness of control of individual life and the complete subjugation of the individual in culturalal and political actions of the community.
Βιβλιογραφία
Erikson, E. H., Young Man Luther: A Study in Psychoanalysis and History, W. W. Norton, (New York 1958)
Frazer, J. G., The Golden Bough, Macmillan, (New York 1922).
Hunger, Η., Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια και κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών Τόμος Γ΄2, (μτφρ. Γ. Μακρής) κ.α. (Αθήνα 2000).
Marx K., The Collected Writings of Karl Marx2, (εκδ. Friedrich Engels, μτφρ. Samuel Moore), (London, 1888).
Roux, J.-P., Το αίμα: μύθοι σύμβολα και πραγματικότητα, (μτφρ. Α. Κλαμπατσέα), Λιβάνης, (Αθήνα 1998).
Weber M., The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism, Allen and Unwin, (1930).
Επιστημονικός τύπος
Prescott, J. W., «Genital Pain vs. Genital Pleasure», στο Truth Seeker, (July/August 1989)
Δικτυακοί τόποι
www.amnesty.org
www2.hawaii.edu
www2.hawaii.edu
Σημειώσεις – Παραπομπές
[1] Βλ. τον μύθο και το τυπικό του Άττη στο Frazer, Sir James George, The Golden Bough, Macmillan, (New York 1922).
[2] Roux, Jean-Paul, Το αίμα: μύθοι σύμβολα και πραγματικότητα, (μτφρ. Α. Κλαμπατσέα), Λιβάνης, (Αθήνα 1998): 253.
[3] Περισσότερα μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο hawaii.edu – flagellation, 7.11.2004 στο The Origins of Christian Self-Flagellation.
[4] Weber, ό.π.: 118-9.
[5] Το ίδιο: 119.
[6] Roux, ό.π.: 233-236.
[7] Roux, ό.π.: 253-255.
[8] Prescott, J. W., «Genital Pain vs. Genital Pleasure», στο Truth Seeker, (July/August 1989): 14-21..
[9] Βλ. Appentix, τη ζωντανή μαρτυρία μιας νέας από τη Σιέρα Λεόνε.
[10] Συνήθης πρακτική των μάγων-γιατρών, έτσι όπως περιγράφεται στο Frazer, Sir James George, The Golden Bough, Macmillan, (New York 1922): 325-344.
[11] Περισσότερα για το σημαντικό θέμα της καταναγκαστικής φύσης εργασίας βλ. Marx K., The Collected Writings of Karl Marx2, (εκδ. Friedrich Engels, μτφρ. Samuel Moore), (London, 1888).
[12] Βλ. την περίπτωση της διακυβέρνησης της Πουλχερίας ή της Ειρήνης, που σε καμία περίπτωση δε θα είχε επιβιώσει στην εποχή της αρχαίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
[13] Hunger, Η. Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια και κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών Τόμος Γ΄2, Iμτφρ. Γ. Μακρής κ.α.), (Αθήνα 2000): 325-326.
[14] Στο ίδιο: 325, ιδιαίτερα σημ. 12.
[15] Κυρίως σε κοινωνίες της νοτιοαμερικανικής ηπείρου, όπως οι Ίνκα, οι Μάγια, οι Πουέμπλο κ.α.
[16] Erikson, E. H., Young Man Luther: A Study in Psychoanalysis and History, W. W. Norton, (New York 1958): 61.
[17] Βλ. www.amnesty.org, 11/11/2004, στο Female Genital Mutilation – A Human Rights Information Pack.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.