Δεν είμαι συγγραφέας, Είμαι παπάς. Γι’ αυτό και δυσκολεύομαι να εκφράσω σκέψεις για ένα βιβλίο, το οποίο δεν αποσκοπεί στο να αποκαλύψει συγγραφικές ιδιότητες ή να πουλήσει. Στην ουσία, αν εξαιρέσουμε το προλογικό σημείωμα όλα τα κείμενά του έχουν γραφτεί σε ένα διάστημα δεκαπέντε χρόνων, με μοναδικό σκοπό την μαρτυρία της Εκκλησίας στη νέα γενιά. Γράφτηκαν εξ αφορμής γεγονότων, κειμένων, τραγουδιών, ταινιών, βιβλίων, προβληματισμών που νέοι άνθρωποι συζητούσαν μαζί μου στις νεανικές συντροφιές του Βόλου και της Κέρκυρας, στις κατασκηνώσεις, στις ραδιοφωνικές εκπομπές, από το «Εκπέμπω ένα σήμα» της «Ορθόδοξης Μαρτυρίας», μέχρι την «Νυχτερινή Πτήση» του «Αγίου Σπυρίδωνα». Είναι άρθρα που δημοσιεύτηκαν κατά μεγάλο μέρος στις «Ψηφίδες» και στα «Βήματα», αλλά και στην «Πειραϊκή Εκκλησία», για να αποτυπώσουν την ανάγκη η Εκκλησία, όπως εγώ την βιώνω, να μιλήσει στους νέους.
«Όπως εγώ την βιώνω» Φαντάζει εγωιστική μια τέτοια ρήση. Η Εκκλησία, έχουμε μάθει, είναι σώμα Χριστού. Είναι «εμείς». Είναι κοινωνία πιστών με το Σωτήρα Χριστό, όπως έμαθα στο Λύκειο. Ο αγώνας όλων μας στην Εκκλησία είναι να φέρουμε τους ανθρώπους στο Χριστό, να τους κάνουμε να ξεπεράσουν τον ατομοκεντρισμό, να τους κάνουμε, όπως μάθαμε στην κατασκήνωση «πρόσωπα». Και ναι, η Εκκλησία σήμερα αποτελεί ίσως την τελευταία ελπίδα κοινοτισμού, σε μία εποχή όπου το «εγώ» είναι όχι μόνο το επίκεντρο, αλλά το νόημα τούτου του κόσμου. Επομένως, γιατί «όπως εγώ την βιώνω;».
Μα γιατί κι εσείς κι εγώ είμαστε πρόσωπα. Πρόσωπα με τα χαρίσματα, δοσμένα από το Θεό και όχι δικά μας. Πρόσωπα με τις πτώσεις, την αμαρτωλότητα, την αδυναμία μας, κι ας το ξεχνάμε, καθώς είναι λιγότερο επώδυνο να παρατηρούμε το κάρφος στο μάτι του πλησίον μας, όπως και του κόσμου. Είμαστε πρόσωπα που αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε ελπίδες, να χτίσουμε σχέσεις, να μοιραστούμε, να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Γιατί στην Εκκλησία το πρόσωπο δεν εκμηδενίζεται, αλλά και δεν θεοποιείται. Με τη θέλησή του ό,τι έχει προσθέσει με τον μικρό ή μεγάλο κόπο του στα τάλαντα που ο Θεός του έχει δώσει, τα αντιπροσφέρει στον Δεδωκότα και στους αδελφούς του. Κι έτσι διασώζει το «εγώ» μέσα στο «εμείς». Το «εγώ» διακονεί το «εμείς», αλλά και το «εμείς» τρέφεται από το «εγώ» του καθενός μας. Κανείς δεν είναι αναντικατάστατος, αλλά είναι μοναδικός. Στην διαφορετικότητά του.
Έγινα παπάς γιατί η Εκκλησία είναι ο μοναδικός τρόπος και χώρος στον οποίο το «εγώ» βρίσκει χαρά στο «εμείς» Την χαρά του Χριστού. Την χαρά της αγάπης. Κι αυτό ήθελα πάντοτε να μοιραστώ με τους αδελφούς και συλλειτουργούς μου, γιατί από αυτούς το παρέλαβα, όπως κι εκείνοι από άλλους. Αυτό ήθελα να μοιραστώ με τα παιδιά και τους νέους, με τους οποίους, ακόμη και όταν απορρίπτουν την Εκκλησία, χαίρομαι να βρίσκομαι μαζί. Αυτό ήθελα να μοιραστώ και με τους μεγαλύτερους, είτε αυτοί έχουν την καλή αγωνία για την πίστη είτε παραμένουν απόμακροι, αρνητικοί, αδιάφοροι.
Από έναν κόσμο σαν κι αυτόν τι να κρατήσω; Μας τυραννά το ερώτημα της εκκοσμίκευσης. Φοβόμαστε να έχουμε άποψη για τον κόσμο, γιατί νομίζουμε ότι η πνευματικότητα, η Βασιλεία των ουρανών, η προσευχή, η άσκηση είναι δρόμοι που σε βγάζουν από τον κόσμο. Όμως αυτοί οι τρόποι σε βγάζουν από την αμαρτία. Σε κάνουν να καταλαβαίνεις πόσο σε αγαπά ο Θεός, ελαφρώνουν τα βαρίδια, που δεν σε αφήνουν να βρεις νόημα στη ζωή σου. Να καταλάβεις τι αξίζει πραγματικά και τι όχι.
Ναι, ο κόσμος ζει σα να μην πέρασε ο Χριστός. Όχι όμως όλος ο κόσμος. Δεν είναι όλα του κόσμου άσχημα. Άλλωστε στον κόσμο ζούμε. Την τεχνολογία, την γνώση, την επιστήμη, τα αγαθά του κόσμου χρησιμοποιούμε. Η Εκκλησία δεν θα πάψει να δίνει αυτό που ο κόσμος στερείται. Το νόημα και την προοπτική. Την νίκη κατά του θανάτου. Την Ανάσταση και την Αγάπη. Αυτό που είναι ο Χριστός. Κι έχοντας τον Χριστό, μπορείς για όλα να μιλήσεις. Να πετάξεις σαν την μέλισσα και να πάρεις ό,τι μπορεί να σε βοηθήσει για να συμβάλεις στο να γίνει το μέλι πιο νόστιμο. Και η Εκκλησία είναι η κυψέλη που μεταμορφώνει την γύρη του κόσμου σε μέλι, μαζί με το Χριστό, τους Αγίους και όλους εμάς, σήμερα, τα παιδιά μας αύριο, όλους όσους πιστεύουν και θα πιστεύουν.
Αυτό είναι το μήνυμα το οποίο θα ήθελα να βγει από αυτό το βιβλίο. Κι αυτό το μήνυμα απευθύνεται τόσο στα νέα παιδιά, όσο και στους γονείς, τους ιερείς, τους κατηχητές. Ας ακούσουμε πρώτα τα παιδιά μας. Ας ακούσουμε τι ακούνε, τι βλέπουν, τι διαβάζουν, τι ονειρεύονται, τι τα προβληματίζει, τι τα ευχαριστεί, τι τα κάνει να παραδίδονται ακόμη-ακόμη στην αποχαύνωση του σημερινού κόσμου. Κι αφού ακούσουμε ας προτείνουμε σ’ αυτά και σε όλους τι λέει και τι θέλει ο Χριστός. Ο Χριστός της Εκκλησίας που γίνεται και ο προσωπικός μας Χριστός . Όχι ως κήρυγμα, αλλά ως απόσταγμα της δικής μας μικρής ή μεγάλης προσπάθειας να Τον συναντήσουμε. Στην Θεία Λειτουργία και την άσκηση, στην ελεημοσύνη και την αγάπη, στους Πατέρες και στους Θεολόγους, στους Αγίους και τους μετανοούντες.
Έχουμε πρόταση και λόγο. Είναι βέβαιο ότι δεν είναι αρκετά για να αλλάξει ο κόσμος. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Ας μην ξεχνούμε ότι οι Απόστολοι με τον λόγο, με την τράπεζα της αγάπης, την προσευχή και την κλάση του Άρτου πέτυχαν τον ευαγγελισμό του κόσμου. Κι αυτός είναι ο αγώνας της Εκκλησίας ανά τους αιώνες. Τίποτε λιγότερο από αυτό.
π. Θ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.