Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Τραγούδια για το Πολυτεχνείο





Ο ΔΡΟΜΟΣ
(Κωστούλα Μητροπούλου)

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία,
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά,
ήταν μια λέξη μοναχά «Ελευθερία»,
κι έπειτα είπαν πως την έγραψαν παιδιά.

Ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά,
οτοίχος έγραφε «μοναδική ευκαιρία,
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά». 

Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
έπειτα γήπεδο, στοιχήματα, καυγά,
ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε, όμως, πως την έγραψαν παιδιά.


ΣΤΟ ΠΕΡΙΓΙΑΛΙ ΤΟ ΚΡΥΦΟ 
(Γιώργος Σεφέρης)

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι,
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της,
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκ’ η γραφή. 

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας λάθος
κι αλλάξαμε ζωή.


ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ 
(Οδυσσέας Ελύτης)

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη εσύ δοξαστική,
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα τα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά,
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!


Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό, 
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!


ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ 
(Οδυσσέας Ελύτης)

'Ενα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή

για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή. 


Θέλει νεκροί χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς,
θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους. 


Θεέ μου Πρωτομάστορα, μ’ έχτισες μέσα στα βουνά. 
Θεέ μου Πρωτομάστορα, μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα.

Πάρθηκεν απ’ τους μάγους το σώμα του Μαγιού, 
το ‘χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου. 

Σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ‘χουνε κλειστό, 
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσο. 

Θεέ μου Πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές και Συ. 
Θεέ μου Πρωτομάστορα, μύρισες την Ανάσταση.


ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ 
(Brendan Behan) 
(μετάφραση Βασίλης Ρώτας)

'Ηταν πρωί τ’ Αυγούστου, κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αγέρα στην ανθισμένη γη.
Βλέπω μια κόρη, κλαίει, σπαρακτικά θρηνεί,
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί. 

Είχεν αντρειά και θάρρος κι αιώνια θα θρηνώ,
το πηδηχτό του βήμα, το γέλιο το γλυκό.
Ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί. 

Ω! Να ‘ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να ‘χε πάει.
Κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα ‘ταν τιμή μου που ‘χασα το γελαστό παιδί. 

Βασιλικιά μου αγάπη, μ’ αγάπη θα στο λέω
για τ’ ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω.
Γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ.
Δόξα, τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί.


ΤΟ ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ 
(Γιάννης Νεγρεπόντης)

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ’ ακορντεόν,
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ’ ακορντεόν.

Μα ένα βράδυ σκοτεινό, σαν όλα τ’ άλλα
κράταγε τσίλιες, παίζοντας ακορντεόν,
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ’ ακορντεόν. 

Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σα στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.