«Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε… Μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται» (Λουκ. 8,48,50)
Τὸ ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Μᾶς διηγεῖται δύο θαύματα. Τὸ ἕνα, ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης, εἶνε μικρότερο· τὸ ἄλλο, ἡ ἀνάστασι τῆς νεκρᾶς κόρης, εἶνε μέγιστο. Αὐτὰ λέει τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ θέλω νὰ προσέξουμε ἕνα πρᾶγμα. Ἂν ἡ ἄρρωστη γυναίκα θεραπεύθηκε καὶ ἂν τὸ κορίτσι ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, τὰ δυὸ θαύματα ἔγιναν γιατὶ ἦταν στὸ μέσον ἡ πίστις. Στὴ γυναῖκα ποὺ θεραπεύθηκε ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Καὶ στὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ εἶπε· «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται» (ἔ.ἀ. στ. 48 καὶ 50). Ὁ Χριστὸς ὡς ὅρο τῶν θαυμάτων θέτει τὴν πίστι. Αὐτὸ δείχνει, πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶνε ἡ πίστις. Κι ἅμα ἀνοίξετε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὅλη τὴν ἁγία Γραφή, θὰ δῆτε ὅτι ἡ λέξι «πίστις» εἶνε πολὺ συχνή.
Ἀλλὰ θὰ ρωτήσετε· τί εἶνε αὐτὴ ἡ πίστις;
* * *
Τί εἶνε πίστις! Μερικὰ πράγματα, ἀδελφοί μου, τὰ νιώθουμε, μὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐκφράσουμε. Νιώθεις π.χ. ὅτι ὑπάρχει ἀέρας, βλέπεις ὅτι κουνάει τὰ φύλλα· ἀλλὰ ποιός εἶδε τὸν ἀέρα; Αἰσθάνεσαι τὸν ἠλεκτρισμό, ἀγγίζεις τὸ σύρμα καὶ σὲ τινάζει· ἀλλὰ καλὰ – καλὰ οὔτε καὶ ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ πῇ τί εἶνε ἠλεκτρισμός. Κάθεσαι πάνω στὸ φλούδι τῆς γῆς καὶ νιώθεις τὸ σεισμό, μὰ τὰ βαθύτερα ατια τοῦ σεισμοῦ δὲν μπόρεσε κανεὶς ἀκόμη νὰ ἐξιχνιάσῃ. Ἔχει αὐτὸς ὁ κόσμος μυστήρια. Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα μυστήρια εἶνε καὶ ἡ πίστις. Τί εἶνε πίστις; εἶνε ῥεῦμα, ἀέρας, ἠλεκτρισμός, σεισμός; Εἶνε κάτι ἀνώτερο.
Τί εἶνε πίστις! Ἂν θέλῃς νὰ αἰσθανθῇς τὴν πίστι, ἄκουσε τί λέει ἡ Ἐκκλησία μας στὸ χερουβικό· «Πᾶσαν …ἀποθώμεθα μέριμναν…». Θέλεις νὰ αἰσθανθῇς τί εἶνε ἡ πίστις, νὰ δῇς τὸ οὐράνιο φῶς; Διῶξε ἀπὸ τὸ μυαλό σου κάθε σκέψι γήινη. Μὲ τὴ σκέψι σου κάνε φτερὰ καὶ πέταξε. Πέταξε πέρα ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι, πέρα ἀπὸ τὸν ἥλιο, πέρα ἀπὸ τὰ ἄστρα, πέρα ἀπὸ τοὺς γαλαξίες. Ἀλλ᾿ ὅσο νὰ πετάξῃς, κάπου θὰ σταματήσῃς. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ σταματοῦν οἱ πύραυλοι, ἡ ἀστρονομία, ἡ ἐπιστήμη, τὸ λογικό, ἐκεῖ τότε χρειάζεσαι κάτι ἄλλα φτερά, τὰ φτερὰ τῆς πίστεως. Ἡ πίστι ἔρχεται καὶ σὲ παίρνει καὶ σὲ ἀνεβάζει ψηλά, πολὺ ψηλά, κ᾿ ἐκεῖ ἀκοῦς «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις…», ἀκοῦς τραγούδια ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων ὅπως ὁ ἅγιος Σπυρίδων, βλέπεις θρόνο πάνω στὸν ὁποῖο κάθεται αὐτὸς ὁ Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις. Σοῦ δείχνει πράγματα, ποὺ οὔτε μὲ τὸ μάτι οὔτε μὲ τὸ μικροσκόπιο οὔτε μὲ τὰ ἄλλα ἐπιστημονικὰ μέσα μπορεῖς νὰ δῇς.
Μὲ τὴν πίστι ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὑλικὸ αὐτὸ κόσμο, ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος κόσμος, ὄχι αἰσθητὸς ἀλλὰ ὑπερφυσικός, ἀόρατος, πνευματικός, ἀνώτερος κόσμος, κόσμος ἀύλων καὶ ἀθανάτων πνευμάτων. Ἀντιλαμβάνεται, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ποιητὴς «ὁρατῶν καὶ ἀοράτων».
Μὲ τὴν πίστι ὁ ἄνθρωπος νιώθει ἀκόμη, ὅτι ὑπάρχει Πατέρας στοργικός. Ἕνα «στρουθίον», λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἕνα μυρμήγκι, ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ δέντρο δὲν πέφτει κάτω στὴ γῆ, χωρὶς τὸ θέλημά του. «Ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι» εἶνε μετρημένες (Ματθ. 10,29-30). Τί θὰ πῇ αὐτό; Ὅλες τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας τίς γνωρίζει ὁ Κύριος.
Μὲ τὴν πίστι δεχόμεθα, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ἕνας ἥλιος, μία «τρισήλιος Θεότης», τρεῖς ἥλιοι ἀλλὰ ἕνας ἥλιος, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα. «Δόξα τῇ ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ καὶ ζωοποιῷ καὶ ἀδιαιρέτῳ Τριάδι». «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…». Τί μεγαλεῖα εἶνε αὐτά!
Μὲ τὴν πίστι ἐπίσης ὁμολογοῦμε, ὅτι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ. Ὄχι ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὡς Θεάνθρωπος. Περπάτησε, βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη, μάτωσε ἀπὸ ἀγκάθια, ἀπὸ καρφιά, ἀπὸ τὴν κακία τοῦ κόσμου.
Μὲ τὴν πίστι πρὸ παντὸς ὁμολογοῦμε, ὅτι στὸ Γολγοθᾶ θυσιάστηκε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου καὶ ἔχυσε τὸ ἄσπιλον αἷμα του, καὶ τὸ αἷμα αὐτὸ ἔγινε λουτρό, μέσα στὸ ὁποῖο καθαρίζεται καὶ ἡ πιὸ ἁμαρτωλὴ ψυχή. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ… καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1,7).
Μὲ τὴν πίστι τέλος ὁμολογοῦμε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἔνδοξος, ἀνέβηκε στὰ οὐράνια, καὶ ὅτι θὰ ἔρθῃ πάλι μιὰ μέρα «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς» (σύμβ. πίστ.).
Αὐτὰ εἶνε τὰ θεμέλια, οἱ ῥίζες τῆς ἁγίας μας πίστεως. Ἀρκεῖ ὅμως μόνο νὰ πιστεύουμε; Αὐτά, σοῦ λέει ὁ ἄλλος, τὰ παραδέχομαι· δὲν εἶμαι ἄθεος, μασόνος, χιλιαστής· ἐγὼ πιστεύω… Δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ λέμε «πιστεύω». Τὸ «πιστεύω» νὰ τὸ δείξουμε μὲ μία συνέπεια ζωῆς, νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε μὲ ἔργα ἀγάπης.
Πιστεύεις στὴν ἁγία Τριάδα; Μὲ τὸ στόμα τὸ λές. Μὲ τὴ ζωή σου ὅμως δείχνεις, ὅτι λατρεύεις ἄλλους θεοὺς «τοῦ αἰῶνος τούτου», ποὺ εἶνε ὁ παρᾶς ἢ μαμωνᾶς, οἱ ἡδονές, τὰ εδωλα τοῦ κόσμου, αὐτὸς ὁ σατανᾶς (Β΄ Κορ. 4,4).
Πιστεύεις στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλα; Γιατί λοιπὸν στενοχωριέσαι; γιατί ἀπελπίζεσαι; γιατί φοβᾶσαι; Ὁ Θεός, ποὺ τρέφει τὰ κοράκια, θὰ θρέψῃ κ᾿ ἐσένα. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
Πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καὶ νίκησε τὸ θάνατο; Τότε γιατί λυπᾶσαι καὶ κλαῖς; Γιατί κάνεις ὅπως οἱ εἰδωλολάτραι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ἀναστάσεως; (Α΄ Θεσ. 4,13).
Πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη; Γιατί τότε ἐσὺ κρατᾷς μῖσος; Πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τὸν ἁμαρτωλό; Γιατί λοιπὸν κ᾿ ἐσὺ δὲν συγχωρεῖς τὸ γείτονα ἢ τὸν ἀδελφό σου;
Πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε πάνω ἀπ᾿ ὅλα; Γιατί τότε τὸν περιφρονεῖς, γιατί τὸν βλαστημᾷς;
Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει πίστις ἔμπρακτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.