Ο Λωτ είχε εγκατασταθεί στη Χαναάν μαζί με τον θείο του. Με την
ευλογία του Θεού τα κοπάδια τους αυξήθηκαν πολύ. Ο Λωτ έβλεπε πως ο
τόπος που είχαν στη διάθεσή τους για βοσκή δεν ήταν αρκετός, γι’ αυτό
αποφάσισε να φύγει μακριά από τον Αβραάμ και να εγκατασταθεί σ’ ένα
εύφορο μέρος κοντά στην πόλη Σόδομα.
Οι κάτοικοι των Σοδόμων ήταν πάρα πολύ ανήθικοι και αμαρτωλοί και προκαλούσαν την οργή του Θεού με την αμαρτωλή ζωή τους. Μέσα σ’ αυτήν την πόλη μόνον ο Λωτ με την οικογένειά του εξακολουθούσαν να είναι ευσεβείς και να τηρούν το θέλημα του Θεού. Ο Θεός μίλησε στον Αβραάμ και του είπε πως είχε αποφασίσει να καταστρέψει τα Σόδομα. Ο Αβραάμ ήταν πονόψυχος και παρακάλεσε το Θεό να λυπηθεί την όμορφη πόλη, αν υπήρχαν έστω και δέκα δίκαιοι άνθρωποι ανάμεσα στους κατοίκους της. Ο Θεός υποσχέθηκε πως δεν θα την κατέστρεφε, αν βρίσκονταν δέκα δίκαιοι ανάμεσα στον πληθυσμό της. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχαν άλλοι εκτός από τον Λωτ, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του. Έστειλε λοιπόν ο Θεός δυο αγγέλους με τη μορφή δύο ανδρών στον Λωτ και του μήνυσε πως τα Σόδομα θα καταστραφούν με φωτιά και θειάφι, που θα πέσει από τον ουρανό. Αυτός με την οικογένειά του έπρεπε αμέσως να εγκαταλείψουν την πόλη. Καθώς θα έφευγαν, δεν θα έπρεπε να κοιτάξουν πίσω, μόνο μπροστά. Θα πλήρωνε πολύ ακριβά την περιέργειά του όποιος έστρεφε πίσω το κεφάλι.
Με πόνο στην καρδιά για την πόλη και τους κατοίκους της ο Λωτ έκανε όπως του υπέδειξαν οι δυο άγγελοι. Ξημερώματα έφυγαν από το σπίτι τους κουβαλώντας μαζί τους λίγα πολύτιμα πράγματα αυτός, η γυναίκα του και οι δυο θυγατέρες του, προειδοποιημένοι όλοι να μην γυρίσουν πίσω το κεφάλι ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι κι αν ακούσουν πίσω τους. Καθώς απομακρύνονταν ακούγονταν τρομεροί κρότοι από χιλιάδες κεραυνούς, χαλασμός κόσμου.
Ο Λωτ με τις τρεις γυναίκες προχωρούσαν κατατρομαγμένοι. Κάποια στιγμή η γυναίκα του Λωτ ξέχασε την εντολή του Θεού κι έστρεψε περίεργη το βλέμμα της προς την πόλη που καιγόταν. Στη στιγμή έμεινε ακίνητη, έγινε μια κολόνα από αλάτι (στήλη άλατος). Ο Λωτ και οι θυγατέρες του δεν μπόρεσαν να τη βοηθήσουν. Έπρεπε να συνεχίσουν να προχωρούν, χωρίς να στρέψουν πίσω το κεφάλι, παρόλο που είχαν λυπηθεί πάρα πολύ. Έφτασαν σε μια πόλη που την έλεγαν Σηγώρ. Εκεί εγκαταστάθηκαν οι τρεις τους, οι μόνοι που σώθηκαν από τα Σόδομα.
Κάντε κλικ εδώ, για να ακούσετε την αφήγηση του κειμένου.
Πηγή/Αναδημοσίευση:http://www.pemptousia.gr
Οι κάτοικοι των Σοδόμων ήταν πάρα πολύ ανήθικοι και αμαρτωλοί και προκαλούσαν την οργή του Θεού με την αμαρτωλή ζωή τους. Μέσα σ’ αυτήν την πόλη μόνον ο Λωτ με την οικογένειά του εξακολουθούσαν να είναι ευσεβείς και να τηρούν το θέλημα του Θεού. Ο Θεός μίλησε στον Αβραάμ και του είπε πως είχε αποφασίσει να καταστρέψει τα Σόδομα. Ο Αβραάμ ήταν πονόψυχος και παρακάλεσε το Θεό να λυπηθεί την όμορφη πόλη, αν υπήρχαν έστω και δέκα δίκαιοι άνθρωποι ανάμεσα στους κατοίκους της. Ο Θεός υποσχέθηκε πως δεν θα την κατέστρεφε, αν βρίσκονταν δέκα δίκαιοι ανάμεσα στον πληθυσμό της. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχαν άλλοι εκτός από τον Λωτ, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του. Έστειλε λοιπόν ο Θεός δυο αγγέλους με τη μορφή δύο ανδρών στον Λωτ και του μήνυσε πως τα Σόδομα θα καταστραφούν με φωτιά και θειάφι, που θα πέσει από τον ουρανό. Αυτός με την οικογένειά του έπρεπε αμέσως να εγκαταλείψουν την πόλη. Καθώς θα έφευγαν, δεν θα έπρεπε να κοιτάξουν πίσω, μόνο μπροστά. Θα πλήρωνε πολύ ακριβά την περιέργειά του όποιος έστρεφε πίσω το κεφάλι.
Με πόνο στην καρδιά για την πόλη και τους κατοίκους της ο Λωτ έκανε όπως του υπέδειξαν οι δυο άγγελοι. Ξημερώματα έφυγαν από το σπίτι τους κουβαλώντας μαζί τους λίγα πολύτιμα πράγματα αυτός, η γυναίκα του και οι δυο θυγατέρες του, προειδοποιημένοι όλοι να μην γυρίσουν πίσω το κεφάλι ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι κι αν ακούσουν πίσω τους. Καθώς απομακρύνονταν ακούγονταν τρομεροί κρότοι από χιλιάδες κεραυνούς, χαλασμός κόσμου.
Ο Λωτ με τις τρεις γυναίκες προχωρούσαν κατατρομαγμένοι. Κάποια στιγμή η γυναίκα του Λωτ ξέχασε την εντολή του Θεού κι έστρεψε περίεργη το βλέμμα της προς την πόλη που καιγόταν. Στη στιγμή έμεινε ακίνητη, έγινε μια κολόνα από αλάτι (στήλη άλατος). Ο Λωτ και οι θυγατέρες του δεν μπόρεσαν να τη βοηθήσουν. Έπρεπε να συνεχίσουν να προχωρούν, χωρίς να στρέψουν πίσω το κεφάλι, παρόλο που είχαν λυπηθεί πάρα πολύ. Έφτασαν σε μια πόλη που την έλεγαν Σηγώρ. Εκεί εγκαταστάθηκαν οι τρεις τους, οι μόνοι που σώθηκαν από τα Σόδομα.
Κάντε κλικ εδώ, για να ακούσετε την αφήγηση του κειμένου.
Πηγή/Αναδημοσίευση:http://www.pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.