Νοτιάς. Υγρός καιρός αστέγνωτος
Έξω στο πέρασμα του απλωμένες μέρες.
Στάζοντας ξημερωνει
Ή κλαίγοντας όπως αρέσκεται να λέει
Περιαυτολογώντας το συνηθέστερο.
Κάθε πρωί το φως τα πρώη φύλλα όλα
Οι σιδεριές στου ουρανού τα παράθυρα
Μη και του φύγει η μανιακή
Συνήθεια να υπάρχει
Όλα σα να’ναι καμωμένα
Από σπυριάρικο νερό.
Παλιά αυτό λεγόταν δροσοσταλίδες
Πάχνη πάνω στα φύλλα όλα.
Ύστερα μετανομάστηκε υγρασία.
Υγρασία.
Πονούν θανάσιμα οι αρθρώσεις.
Την περισσότερη ώρα μένεις καθηλωμένος
Στην κουνιστή σου μνήμη.
Τι έγινε; Έσπρωξες μονολόγους
Αυτήν την κλασική βαριά επίπλωση του χρόνου;
Μήπως σήκωσες γεμάτο το απροχώρητο;
Νοτιάς. Πονούν θανάσιμα τα κόκαλα.
Εννοώ εκείνες τις ατομικές μας κρεμάστρες
Να ταξιδεύει ατσαλάκωτο το σχήμα μας
Πλασιέ εδώ εκεί της διάρκειάς μας.
Η διάρκειά μας έργο ανεπίγραφο
Περίφημου ανώνυμου διακόπτη
Τύψη επιδερμική της ανυπαρξίας
Ψευδώνυμό της εύηχο πολύ αβανταδόρικο
Όταν πρωτοδημοσιεύει σώματα
-μιας εντελώς ατάλαντη ερασιτεχνική αιωνιότης.
Η διάρκεια μας: μειοδότης της διάρκειας.
Γι’αυτούς τους πόνους λένε πως δεν υπάρχει
Μια πιο θαυματουργή σκόνη που γινόμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.