Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή. Δυὸ ἄνθρωποι πῆγαν μέσα στὸ ναό, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν· ὁ ἕνας Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Κι ὁ Φαρισαῖος στάθηκε κι αὐτὰ παρακαλοῦσε μέσα του·
" σὲ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τοὺς ἅρπαγες, τοὺς ἄδικους, τοὺς μοιχούς, οὔτε καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν Τελώνη. Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ δέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα κερδίζω"
. Ὅμως ὁ τελώνης ἔστεκε μακριὰ καὶ δὲν ἤθελε μήτε τὰ μάτια του νὰ σηκώση στὸν οὐρανό, μόνο χτυποῦσε τὸ στῆθος του κι ἔλεγε.
" Θεέ μου, εὐσπλαχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό"
. Σᾶς λέγω, αὐτὸς κατέβη ἀθωωμένος σπίτι του παρὰ ὁ ἄλλος, γιατὶ ὅποιος ἀνυψώνεται θὰ ταπεινωθῆ κι ὅποιος ταπεινώνεται θ’ ἀνυψωθῆ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.