Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Ο Βραχμάνος, η Τίγρη και το Τσακάλι (Ινδικό Παραμύθι)

Μια φορά κι ένα καιρό, ένας Βραχμάνος κίνησε να πάει σ' ένα προσκύνημα. Στο δρόμο του, είδε μια τίγρη κλειδωμένη μέσα σ' ένα κλουβί να ξαπλώνει νωχελικά. Βλέποντας το καημένο το θηρίο το λυπήθηκε, που ήταν αιχμάλωτο. Αλλά μετά, σκεφτόμενος τι μεγάλο κίνδυνο θα αποτελούσαν τα άγρια ζώα αν δεν ήταν φυλακισμένα, αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του.
"Ω Βραχμάνε, ω ευγενή Βραχμάνε," τον κάλεσε η τίγρη, που είχε διακρίνει τη συμπάθεια στο βλέμμα του άγιου περιπλανητή, "λυπήσου με. Ελευθέρωσέ με προτού φύγεις. Είμαι διψασμένη και θέλω να πάω σ' εκείνο το ρυάκι να πιω νερό."
"Δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη," είπε ο Βραχμάνoς, κατευθύνοντας τα βήματά του πίσω στο κλουβί. "Όχι, δεν θα τολμούσα να σε αφήσω ελεύθερη, επειδή θα με έτρωγες προτού να πας για να πιεις νερό στο ρυάκι. Όχι, φοβάμαι ..."
"Ω άγιε βασιλιά, ω αληθινά αφοσιωμένε πατέρα," ικέτευσε η τίγρη με δάκρυα στα μάτια, "σε παρακαλώ, λυπήσου με. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ πολύ, δείξε οίκτο για μένα. Δε θα μπορούσα να είμαι τόσο αγνώμων ώστε να σε φάω ως αντάλλαγμα για την καλοσύνη σου. Ω, πως μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο;"
Ο Βραχμάνος συγκινήθηκε πολύ από την ικεσία της τίγρης, και έτσι ξεκλειδώνοντας την πόρτα την άφησε ελεύθερη. Μετά, βιάστηκε να συνεχίσει το δρόμο του μια και η τίγρη τον είχε ήδη καθυστερήσει. Αλλά, προς μεγάλη του κατάπληξη, εκείνη πετάχτηκε μπροστά του και, κόβωντάς του το δρόμο, φώναξε:
"Μείνε, ω παντογνώστη, μείνε. Είχες υποψίες και φοβόσουνα ότι θα μπορούσα να σε φάω αν με άφηνες έξω από το κλουβί. Μ' αυτό τον τρόπο, όμως, έβαλες την ιδέα της τροφής στο κεφάλι μου. Έτσι, θα σε φάω και θα ικανοποιήσω την πείνα μου, προτού πάω για να σβήσω τη δίψα μου. Οι γιατροί λένε ότι δεν είναι καλό να πίνεις με άδειο στομάχι."
"Ω, μα υποσχέθηκες ότι δε θα μου έκανες κακό να σε ελευθέρωνα από το κλουβί!" είπε ο Βραχμάνος τρέμοντας από φόβο. "Είσαι ένα αχάριστο κάθαρμα"
"Είτε υποσχέθηκα είτε όχι," απάντησε η τίγρη με μια αινιγματική έκφραση στο πρόσωπο, "είμαι πεινασμένη, και πρέπει να σε φάω. Εξάλλου, δεν μπορώ να αγνοήσω τη συμβουλή του γιατρού και να πάω να πιω με άδειο στομάχι."
Ο καημένος ο Βραχμάνος τώρα, στεκόταν τρέμοντας, ανίκανος να αρθρώσει λέξη, ενώ η τίγρης, ανυπόμονη για το κολατσιό της, τον πλησίασε με μικρά πηδηματάκια. Τότε ο Βραχμάνος σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να προσπαθήσει να εξασφαλίσει ακόμη λίγο χρόνο για τη ζωή του από τον εχθρό, αν αυτό ήταν δυνατόν.
"Άκουσε, φίλη μου," είπε στην τίγρη, ευγενικά αλλά με σταθερή φωνή. "Βρισκόσουνα σε άμεσο και συνεχή πόνο κλειδωμένη σ' εκείνο το κελί. Σε ελευθέρωσα επειδή μου υποσχέθηκες ότι δε θα μου έκανες κακό, όταν θα ήσουν λεύτερη. Αλλά τώρα, θες να με φας. Ας ζητήσουμε από πέντε δικαστές να μας πούνε αν είναι δίκαιο το να με φας."
"Πολύ καλά," συμφώνησε η τίγρη απρόθυμα, και συνόδευσε το Βραχμάνο προς το μέρος όπου στεκόταν ένα δέντρο Ινδοσυκής, μελαγχολικό και με γένια, σα δικαστής.
"Ω σοφό γέρικο δέντρο, άκουσε και κρίνε," παρακάλεσε ο Βραχμάνος με ενωμένα τα χέρια, γονατισμένος μπροστά του.
"Μπες στο θέμα," είπε το δέντρο με γεροντική αξιοπρέπεια.
"Αυτή η τίγρη," είπε ο Βραχμάνος, "ήταν κλεισμένη σ' ένα κλουβί. Με είδε καθώς περνούσα και με ικέτευσε να την απελευθερώσω μια και διψούσε και ήθελε να πάει σ' ένα κοντινό ρυάκι και να πιει νερό. Φοβόμουν ότι θα με σκότωνε αν άνοιγα την πόρτα του κλουβιού. Αλλά ορκίστηκε ότι δε θα της περνούσε ποτέ απ' το μυαλό να με σκοτώσει. Έτσι την άφησα ελεύθερη, και τώρα θέλει να με φάει. Πες μου, ω σοφό, είναι δίκαιο να το κάνει αυτό;"
"Οι άνθρωποι έρχονται συχνά για να ξαποστάσουν κάτω από τη δροσερή σκιά των πράσινων κλαδιών μου," είπε το δέντρο, "αλλά το χειμώνα, επειδή δεν χρειάζονται την προστασία μου κόβουν τα κλαδιά μου και καίνε τη φυλλωσιά μου σαν καύσιμο στις φωτιές τους. Ας αφήσουμε την τίγρη να φάει τον άνθρωπο, αφού το ανθρώπινο είδος πάσχει από κακοήθεια κι αγνωμοσύνη."
"Ω σοφέ δικαστή, αληθή τα λόγια σου!" αναφώνησε η τίγρη και πήδηξε προς το μέρος του Βραχμάνου, λέγοντας: "Λοιπόν, σοφέ, η σάρκα σου μυρίζει ωραία!"
"Περίμενε, περίμενε, φίλη μου, υπάρχουν τέσσερις δικαστές που πρέπει να συμβουλευτούμε ακόμη", είπε ο Βραχμάνος. Και απευθύνθηκε στο περιστέρι που είχε τη φωλιά του στο άλσος:
"Ω ευγενικό και τρυφερό περιστέρι, άκουσε και κρίνε."
"Μπες στο θέμα," είπε το περιστέρι αγαπησιάρικα.
Ο Βραχμάνος του αφηγήθηκε την ιστορία πως η τίγρη ικέτευσε να αφεθεί ελεύθερη και υποσχέθηκε να μην του κάνει κακό, αλλά να που τώρα ήθελε να τον φάει.
"Οι άνθρωποι αγαπούν το πυρόξανθο χρώμα της φυλής μου," είπε το περιστέρι, "και θαυμάζουν τη μουσική μας. Αλλά, κάθε φορά που μας βλέπουν μας πετάνε πέτρες ή απλώνουν δίχτυα για να μας πιάσουν. Οι άνθρωποι είναι στ' αλήθεια τα πιο αγνώμονα όντα στη γη, ενώ τα ζώα είναι ευγενή. Ας αφήσουμε τους ευγενείς να επικρατήσουν."
"Λοιπόν;" ρώτησε η τίγρη, θριαμβευτικά.
"Έλα, ας πάμε να ρωτήσουμε τη γνώμη εκείνου του βοδιού," είπε ο Βραχμάνος σκεφτόμενος ότι το οικόσιτο ζώο θα μπορούσε να εκφέρει γνώμη υπέρ του. Η τίγρη τον ακολούθησε, περήφανη για την ευγένεια που της είχε αποδώσει το περιστέρι.
"Ω ιερό βόδι! Ω άγιε σύντροφε της άγιάς μας αγελάδας! Άκουσέ με και απόδωσε σε μένα την πιο λελογισμένη σου κρίση," είπε ο Βραχμάνος πλησιάζοντας το μοσχάρι. "Ήμουνα στο δρόμο καθ' οδόν για ένα προσκύνημα όταν συνάντησα αυτή την τίγρη, κλεισμένη σ' ένα κλουβί. Με ικέτευσε να την απελευθερώσω γιατί όπως είπε διψούσε. Φοβόμουνα ότι θα μπορούσε να με σκοτώσει, αλλά με διαβεβαίωσε ότι αν την άφηνα ελεύθερη θα ήμουν ασφαλής. Έτσι, άνοιξα το κλουβί. Αλλά, όπως ξεκίνησα για να συνεχίσω το ταξίδι μου, ήρθε και μου είπε ότι πρέπει να με φάει προτού σβήσει τη δίψα της."
"Με τιμάς αποκαλώντας με άγιο και ιερό," είπε το βόδι. "Αλλά, το κάνεις αυτό την ώρα της ανάγκης σου. Αυτoί είναι οι τρόποι της φυλής σου. Όταν ήμουνα νέο και δυνατό και δούλευα για τον αδελφό σου τον αγρότη, με τάιζε και με αντιμετώπιζε με φροντίδα. Τώρα που είμαι γέρικο και ανίκανο, με εγκατέλειψε στην ερημιά για να συντηρήσω μονάχο τον εαυτό μου όσο καλύτερα μπορώ. Γι' αυτό νιώθω, ότι αν οι άνθρωποι είναι αγνώμονες, τα ζώα θα έπρεπε να τους πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα."
"Πεινάω για τη σάρκα σου, ω σοφέ. Πεινάω!" κραύγασε η τίγρη τρέχοντας προς το μέρος του Βραχμάνου.
"Περίμενε, περίμενε, υπάρχουν ακόμη δύο δικαστές με τους οποίους πρέπει να μιλήσουμε," είπε ο Βραχμάνος, αν και δεν έλπιζε ότι θα βρισκόταν κανείς για να αναγνωρίσει την αξία της πράξης του. "Να ο δρόμος. Άσε με να ζητήσω τη γνώμη του." Κι έτσι αφηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία στο δρόμο.
"Καλέ μου άνθρωπε," του απάντησε αυτός, "πως μπορείς να περιμένεις από μένα να αποδώσω δικαιοσύνη; Κοίταξέ με. Είμαι χρήσιμος σε όλους, σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους, ζώα και πουλιά. Αν και όλοι με ποδοπατάνε δε μου δίνουν τίποτα άλλο από στάχτες και τα σκουπίδια τους, και μόνο φλούδια από σπόρια για να φάω."
Ο Βραχμάνος βούλιαξε στην απελπισία. Παρ' όλα αυτά μια ισχνή ελπίδα γεννήθηκε μέσα του, όταν είδε το τσακάλι να έρχεται προς το μέρος τους. Αυτό, ίσως, να τον υποστήριζε.
"Ω, Θείε μου Τσακάλι, άκουσέ με και απόδωσε δικαιοσύνη!" ικέτευσε.
"Πες μου ολόκληρη την ιστορία από την αρχή μέχρι το τέλος," είπε το τσακάλι.
Ο Βραχμάνος αφηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν με κάθε λεπτομέρεια.
"Ω, πόσο ηλίθιο εκ μέρους μου, αλλά μου διέφυγε η ουσία ολόκληρης της ιστορίας. Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου την αφηγηθείς ξανά απ' την αρχή;"
Ο Βραχμάνος είπε ξανά την ιστορία.
"Είναι πολύ παράξενο," είπε το τσακάλι κουνώντας το κεφάλι του, "όλα φαίνονται να μπαίνουν απ' το ένα αυτί και να βγαίνουν απ' το άλλο. Τώρα, για να δούμε ακριβώς πως έγιναν τα γεγονότα. Εσύ, αγαπητέ Βραχμάνε, ήσουνα, νομίζω, μέσα στο κλουβί και η τίγρη περνούσε ..."
"Όχι, όχι" διέκοψε η τίγρη, "είσαι ηλίθιο! Εγώ ήμουνα στο κλουβί."
"Και βέβαια!" αναφώνησε το τσακάλι υποκρινόμενο το ηλίθιο. "Ναι! Εγώ ήμουνα στο κλουβί -ω, όχι δεν ήμουνα- ωιμέ, ωιμέ! Τι έπαθε το μυαλό μου; Για να δω, το κλουβί ήταν μέσα στην τίγρη και ο Βραχμάνος περνούσε -όχι, όχι, πάλι δεν τα λέω σωστά ... Λοιπόν αγαπητοί μου φίλοι, συνεχίστε το δρόμο σας και ρωτήστε κάποιον άλλο, γιατί εγώ αποκλείεται να καταλάβω τι μου λέτε!"
"Θα καταλάβεις!" φώναξε η τίγρη εξαγριωμένη από την ηλιθιότητα του τσακαλιού. "Θα σε αναγκάσω να καταλάβεις!"
"Κοίτα εδώ. Είμαι η τίγρη."
"Ναι," είπε το τσακάλι.
"Κι αυτός είναι ο Βραχμάνος."
"Ναι," συμφώνησε το τσακάλι.
"Και αυτό είναι το κλουβί."
"Κι εγώ ήμουνα μέσα στο κλουβί. Κατάλαβες;"
"Ναι, όχι. Δηλαδή θα ήθελα να μπορούσα να το δω πιο ξεκάθαρα."
"Είσαι ηλίθιο! Απόλυτα ηλίθιο!" κραύγασε η τίγρη.
"Ναι, ίσως και να είμαι," είπε το τσακάλι. "Αλλά θα ήθελα να ήξερα πως μπήκες στο κλουβί!"
"Πως; Ε, μα με το συνηθισμένο τρόπο, βέβαια, βρε βλάκα!" Λέγοντας αυτό πήδηξε μέσα στο κλουβί και φώναξε: "Μ' αυτό τον τρόπο. Τώρα καταλαβαίνεις;"
"Απόλυτα!" διαβεβαίωσε το τσακάλι. Και τότε, κινούμενο γρήγορα, έκλεισε την πόρτα, φυλακίζοντας μέσα την τίγρη. Ο Βραχμάνος ευχαρίστησε το τσακάλι για τη βοήθεια και συνέχισε το δρόμο του...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.