Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Οι Προσευχές που δεν εισακούονται

Ο Κύριος μας έδωσε εντολή να Τον αγαπάμε με όλη την καρδιά, με όλο το νου και με όλη την ψυχή μας. Αλλά χωρίς προσευχή, πώς είναι δυνατόν να αγαπάς; Γι’ αυτό ο νους και η καρδιά πρέπει να είναι πάντα ελεύθερα για προσευχή (όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης). Η απόλυτη αναγκαιότητα της προσευχής φαίνεται από τη θέση που έχει στη ζωή του Κυρίου σε όλη τη διάρκεια της δημόσιας δράσης Του, αλλά και από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος όταν αναφέρεται σ’ αυτήν χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «πάντοτε», «αδιαλείπτως», «εν παντί καιρώ νυκτός και ημέρας», τονίζοντας έτσι τον εξαιρετικό και καθοριστικό της ρόλο στη ζωή του ανθρώπου.
     Διαβάζοντας κανείς τα παραπάνω, θα υποψιασθεί τουλάχιστον ότι η προσευχή δεν έχει διακοσμητικό και επιφανειακό ρόλο,αλλά είναι κάτι το βαθύτερο, ουσιαστικότερο και απαραίτητο στη ζωή κάθε Χριστιανού. Πώς όμως ο καθένας από εμάς θα μπορέσει να εφαρμόσει, αλλά και να βιώσει τους λόγους του Κυρίου και των αγίων μας;
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας από τη μεγάλη τους πείρα σημειώνουν ότι η πνευματική ζωή είναι επιστήμη επιστημών και τέχνη τεχνών. Έτσι, λοιπόν, η προσευχή για να μην καταλήγει σε μια απρόσωπη, κουραστική και επιδερμική εμπειρία, αλλά να ‘ναι μια προσωπική, καρδιακή και αγαπητική ένωση με το Θεό, πρέπει να ασκείται με τις ανάλογες προϋποθέσεις:
  •       Να διατηρούμε σταθερή την ώρα της, ρυθμίζοντας το πρόγραμμά μας κατά τρόπο που να μη μας παρουσιάζονται εμπόδια κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
  • Να προσπαθούμε να αγωνιζόμαστε καθημερινά, να μην αποσπόμαστε από τις διάφορες μέριμνες, τα υλικά αγαθά, την ανθρωπαρέσκεια, και γενικότερα τη φιληδονία. Απαλλαγμένοι απ’ όλα, να προσηλωνόμαστε στην προσευχή. Για τον προσευχόμενο δεν υπάρχει τίποτε άλλο, εκτός απ’ το Θεό.Να έχουμε τακτική μυστηριακή ζωή (Θεία Κοινωνία, Εξομολόγηση).
Η προσευχή απαιτεί:
  • αγαπητική διάθεση προς το Θεό. Η αγάπη είναι το παν στην προσευχή∙ η προϋπόθεση και το τέλος της
  • πίστη ότι ο Κύριος παρίσταται ενώπιόν μας
  • επιμονή∙ δηλαδή χωρίς να απογοητευόμαστε αν δεν εκπληρωθεί το αίτημά μας ακριβώς όπως το θέλαμε και στον ποθητό χρόνο
  • αποφυγή φανταστικών στοιχείων∙ δηλαδή χωρίς να περισπάται ο νους μας την ώρα της προσευχής από διάφορες σκέψεις και εικόνες, ακόμη και καλές∙ να προσέχουμε μόνο στα λόγια της προσευχής
  • ταπείνωση και μετάνοια∙ δηλαδή διάθεση για αλλαγή ζωής και επίγνωση της αμαρτωλότητάς μας.


Εμπόδια στην καλή και καθαρή προσευχή είναι η υπερηφάνεια, η κατάκριση, η πολυλογία, η προσκόλληση στα γήινα και η εν γένει αθέτηση των εντολών του Θεού.
Όσον αφορά το τι πρέπει να περιλαμβάνει η προσευχή, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη των αγίων της Εκκλησίας μας, πρέπει να περιέχει ευχαριστία, δοξολογία, εξομολόγηση των αμαρτιών μας με συναίσθηση, και τέλος αναφορά των αιτημάτων μας προς το Θεό. Για να διευκολυνθούμε στην προσευχή υπάρχουν σε χριστιανικά βιβλιοπωλεία προσευχητάρια με ακολουθίες και προσευχές γραμμένες με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Παράλληλα πάντως με τον παραπάνω τρόπο προσευχής, κάθε Χριστιανός θα βοηθεί πολύ στην προσευχή με την επίκληση του ονόματος του Χριστού, την γνωστή και ως ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Τα πλεονεκτήματα της ευχής είναι, πρώτον η καταπληκτική της δύναμη, λόγω της συνεχούς επίκλησης του ονόματος του Χριστού, δεύτερον ότι μπορεί εύκολα να μείνει συγκεντρωμένος ο νους στις λέξεις και να μην μετεωρίζεται, τρίτον επειδή είναι τόσο μικρή και πρακτική στην εξάσκησή της, μπορεί να λέγεται παντού, είτε όταν περπατάς στον δρόμο είτε όταν ξαπλώνεις, είτε όταν εργάζεσαι και τέταρτον ότι ζητάς οτιδήποτε είναι ωφέλιμο και εποικοδομητικό για την ψυχή σου, επειδή στη λέξη έλεος περιλαμβάνονται όλα τ’ αγαθά του Θεού.
Ένα συνηθισμένο ερώτημα των πιστών είναι γιατί δεν εισακούονται πολλές φορές οι προσευχές μας, μιας και ο ίδιος ο Χριστός έχει διακηρύξει «αιτείτε και δοθείσετε υμίν∙ ζητείτε και ευρήσετε∙ κρούετε και ανοιγήσεται υμίν». Φυσικά είναι απόλυτα ξεκάθαρο, ότι δεν υπάρχει περίπτωση ο Θεός να μην ενδιαφέρεται για οποιοδήποτε λόγο να μας ακούσει. Ο Χριστός είναι συνεχώς δίπλα μας και πάντα μας ακούει, αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι το «τζίνι του Αλαντίν» για να μας κάνει τα χατίρια. Σαν παντογνώστης και πάνσοφος που είναι, φαίνεται μερικές φορές ότι δεν ανταποκρίνεται στα αιτήματά μας, πράγμα που μπορεί να συμβαίνει για τους εξής λόγους:


  • για να συνεχίσουμε να προσευχόμαστε, να μην επαναπαυόμαστε εύκολα και έτσι να προοδεύουμε πνευματικά,
  • διότι δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε την εκπλήρωση του αιτήματός μας,
  • γιατί πολλές φορές δε ζητούμε τα συμφέροντα για την ψυχή μας.

Η προσευχή είναι ένα τόσο μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του χριστιανού που δε θα εξαντλούνταν ούτε σε πολυσέλιδα βιβλία. Πιστεύουμε όμως και ελπίζουμε ότι αρχίζοντας από αυτά τα λίγα, μπορούμε να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μας!
 via

Πηγή: http://www.inagiounikolaoutouneou.gr/apps/gr/spag/3_1325099104.html

Z. Bauman, Ο μεταναστευτικός «ηθικός πανικός» και οι (κατα)χρήσεις του

πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ
(Το κείμενο με τίτλο «The Migration Panic And Its (Mis)uses» δημοσιεύθηκε στο www.socialeurope.eu, στις 17.12.2015) 
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου
Οι τηλεοπτικές ειδήσεις, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, οι ομιλίες των πολιτικών, τα «τιτιβίσματα», όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να εστιάσουν ή να εκτονώσουν τα άγχη και τις φοβίες του κοινού, ξεχειλίζουν πλέον από αναφορές στη «μεταναστευτική κρίση» –η οποία υποτίθεται πως πλημμυρίζει την Ευρώπη και προμηνύει την κατάρρευση και τον χαμό του τρόπου ζωής που αυτή γνωρίζει, εξασκεί και λατρεύει. Αυτή η κρίση χρησιμεύει προς το παρόν ως ένα είδος πολιτικώς ορθού κωδικού ονόματος για την τρέχουσα φάση του αέναου αγώνα που διεξάγουν οι καθοδηγητές της κοινής γνώμης για την κατάκτηση και την υποταγή των σκέψεων και των συναισθημάτων των ανθρώπων. Ο αντίκτυπος των ειδήσεων που μεταδίδονται από το εν λόγω πεδίο μάχης κοντεύει πια να προκαλέσει έναν πραγματικό «ηθικό πανικό» (φαινόμενο το οποίο, σύμφωνα με τον πιο κοινά αποδεκτό ορισμό που καταγράφει η Wikipedia, είναι «ένα αίσθημα φόβου που εξαπλώνεται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων ότι κάτι κακό απειλεί την κοινωνική ευημερία»).[1]
Καθώς γράφω αυτές τις λέξεις, μια ακόμα τραγωδία –συνοδευόμενη από σκληρή αδιαφορία και ηθική τύφλωση- είναι έτοιμη να ξεσπάσει. Ολοένα και πυκνώνουν τα σημάδια ότι η κοινή γνώμη, σε αγαστή σύμπνοια με τα εντυπωσιοθηρικά ΜΜΕ, σταδιακά αλλά αναπόδραστα πλησιάζουν το σημείο της «κούρασης με την προσφυγική τραγωδία». Τα πνιγμένα παιδιά, τα βιαστικά υψωμένα τείχη, τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, τα υπερπλήρη στρατόπεδα συγκέντρωσης («κέντρα υποδοχής») και οι κυβερνήσεις που διαγωνίζονται στη ρίψη αλατιού στις πληγές της εξορίας, του παρά τρίχα γλυτωμού και των εξουθενωτικών κινδύνων του ταξιδιού προς την ασφάλεια αντιμετωπίζοντας τους πρόσφυγες σαν καυτές πατάτες – όλα αυτά τα ηθικά αίσχη αποτελούν ολοένα και λιγότερο «ειδήσεις» και πετιούνται ολοένα και συχνότερα κάπου «μέσα στις ειδήσεις». Αλίμονο, η μοίρα όλων των συγκλονισμών είναι η μετατροπή τους σε μια βαρετή ρουτίνα κανονικότητας –κι η μοίρα των ηθικών πανικών είναι η περιτύλιξή τους σ’ ένα πέπλο λησμοσύνης, η κατανάλωση και η εξαφάνισή τους από τα μάτια και τις συνειδήσεις μας. Ποιος θυμάται πια τους Αφγανούς πρόσφυγες που ζητούσαν άσυλο στην Αυστραλία κι έριχναν τα κορμιά τους πάνω στα συρματοπλέγματα της Woomera ή έλιωναν κλεισμένοι στα μεγάλα κέντρα κράτησης που η Αυστραλιανή κυβέρνηση έχτισε στο Nauru και το Νησί των Χριστουγέννων «για να εμποδίσει την είσοδό τους στα χωρικά της ύδατα»; Ή τους δεκάδες Σουδανούς εξόριστους που σφαγιάστηκαν από την αστυνομία στο κέντρο του Καΐρου «αφού απεκδύθηκαν των δικαιωμάτων τους από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ»;[2]

Η μαζική μετανάστευση δεν είναι φυσικά νέο φαινόμενο˙ συνόδευσε τη νεωτερική εποχή από την απαρχή της (αν και σε μεταβαλλόμενες, και κάποιες φορές αντιστρεφόμενες, κατευθύνσεις) –καθώς ο «σύγχρονος τρόπος ζωής μας» περιλαμβάνει εγγενώς την παραγωγή «περιττών ανθρώπων» (τοπικά «άχρηστων» –πλεοναζόντων και μη απασχολήσιμων- ελέω οικονομικής προόδου, ή τοπικά ανυπόφορων –απόβλητων ως αποτέλεσμα αναταραχών, συγκρούσεων και αλληλοσπαραγμών που οφείλονται σε κοινωνικούς/πολιτικούς μετασχηματισμούς και στους αγώνες ισχύος που ακολουθούν). Ωστόσο, τώρα υφιστάμεθα τις πρόσθετες συνέπειες της βαθιάς, και φαινομενικά αδιέξοδης, αποσταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής, στον απόηχο των απερίσκεπτων, ανόητα μυωπικών και πασίδηλα αποτυχημένων πολιτικών και στρατιωτικών επεμβάσεων των Δυτικών δυνάμεων στην περιοχή.
Οι παράγοντες που πυροδοτούν τις τωρινές μαζικές ροές στα σημεία εκκίνησής τους είναι λοιπόν διττοί· αντίστοιχα διττός είναι και ο αντίκτυπος των ροών αυτών στα σημεία προορισμού και οι αντιδράσεις των χωρών υποδοχής. Στα «ανεπτυγμένα» μέρη του κόσμου, στα οποία τόσο οι οικονομικοί μετανάστες όσο και οι πρόσφυγες αναζητούν καταφύγιο, τα επιχειρηματικά συμφέροντα επιβουλεύονται και καλωσορίζουν την εισροή του φτηνού εργατικού δυναμικού που υπόσχεται γι’ αυτούς μεγάλα κέρδη (όπως εύστοχα το συνόψισε ο Ντόμινικ Κασιάνι: «οι βρετανοί εργοδότες έχουν γίνει εξπέρ στο να βρίσκουν φτηνούς ξένους εργάτες –χρησιμοποιούν γραφεία απασχόλησης που εργάζονται πυρετωδώς στην ηπειρωτική Ευρώπη ακριβώς για το σκοπό αυτόν»)·[3] για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, από την άλλη, που ήδη κατατρύχεται από την υπαρξιακή και εργασιακή ανασφάλεια της κοινωνικής του θέσης και προοπτικής, αυτή η εισροή σηματοδοτεί ακόμα μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας, βαθύτερη αβεβαιότητα και μειούμενες πιθανότητες βελτίωσης της ζωής τους: πρόκειται για μια πολιτικά και κοινωνικά εκρηκτική κατάσταση, και οι πολιτικοί προσπαθούν πολύ άγαρμπα να ισορροπήσουν τις ασύμβατες επιθυμίες να εξυπηρετήσουν τους κεφαλαιοκράτες αφέντες τους και ταυτόχρονα να καθησυχάσουν τους φόβους των ψηφοφόρων τους. 
Εν γένει, όπως έχουν τα πράγματα προς το παρόν και όπως φαίνονται ότι θα είναι για πολύ καιρό στο μέλλον, η μαζική μετανάστευση είναι απίθανο να σταματήσει· παρά τις προσπάθειες να αποθαρρυνθεί ή και την αυξανόμενη εφευρετικότητα των προσπαθειών να σταματήσει. Όπως έξυπνα παρατήρησε ο Ρόμπερτ Ουάιντερ στον πρόλογο της β΄ έκδοσης του βιβλίου του Bloody Foreigners,[4] «Μπορούμε να καθόμαστε στην παραλία όσο θέλουμε και να φωνάζουμε στα κύματα, αλλά η παλίρροια δεν θα μας ακούσει, ούτε η θάλασσα θα υποχωρήσει». Η ανέγερση τειχών για να σταματήσουν οι μετανάστες πριν «μπουν στις δικές μας αυλές» μοιάζει σε γελοίο βαθμό με την ιστορία του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Διογένη, ο οποίος μια μέρα έπιασε το πιθάρι στο οποίο έμενε και άρχισε να το κυλά άσκοπα πάνω κάτω στους δρόμους της Σινώπης. Όταν τον ρώτησαν για την παράξενη συμπεριφορά του, αυτός απάντησε ότι, μια κι έβλεπε τους γείτονές του να αμπαρώνουν τις πόρτες τους και να ακονίζουν τα σπαθιά τους εν όψει της πολιορκίας της πόλης από τα στρατεύματα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, ντρεπόταν να αδρανεί κι είπε να συνεισφέρει κι εκείνος κάπως στην άμυνα της πόλης. 
Αυτό όμως που έγινε τα τελευταία χρόνια, είναι ότι στους μετανάστες που χτυπούν τις πόρτες της Ευρώπης προστίθενται ένας εκρηκτικά αυξημένος αριθμός προσφύγων και αιτούντων άσυλο. Αυτή η έκρηξη προκλήθηκε από το αυξανόμενο πλήθος των κρατών που «αποτυγχάνουν» ή είναι ήδη «αποτυχημένα», των περιοχών όπου δεν υπάρχει καν κράτος και άρα αποτελούν θέατρα ανομίας, ατελείωτων φυλετικών και θρησκευτικών πολέμων, μαζικών σφαγών και ασταμάτητης λεηλασίας. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή είναι η παράπλευρη ζημιά που προκάλεσαν οι θανατηφόρα λανθασμένες, ατυχείς και καταστροφικές στρατιωτικές αποστολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι οποίες τελείωσαν με την αντικατάσταση των δικτατορικών τους καθεστώτων από ένα 24-ωρο θέατρο αναρχίας και φρενιτιώδους βίας, που υποβοηθείται και υποκινείται από ένα παγκόσμιο εμπόριο όπλων που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και ενισχύεται από την άπληστη εξοπλιστική βιομηχανία και τη σιωπηρή (αν και συχνά υπερήφανα επιδεικνυόμενη σε διεθνή εμπορικά φόρα) υποστήριξη κυβερνήσεων διψασμένων για μεγέθυνση του ΑΕΠ. Η πλημμύρα των προσφύγων που, κάτω από την κυριαρχία της αυθαιρεσίας και της βίας, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, και να αναζητήσουν καταφύγιο από τα πεδία των μαχών, ήρθε να προστεθεί στη σταθερή ροή των αποκαλούμενων «οικονομικών μεταναστών», οι οποίοι έλκονται στη Δύση από την ανθρώπινη επιθυμία τους να αφήσουν τα άγονα εδάφη τους (τις πτωχευμένες χώρες τους που δεν προσφέρουν καμιά προοπτική) για πιο πράσινα βοσκοτόπια (τους ονειρικούς παραδείσους των άπλετων ευκαιριών). Γι’ αυτό το πλατύ ποτάμι των ανθρώπων που αναζητούν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης (ένα ποτάμι με ροή σταθερή από τις απαρχές της ανθρωπότητας, που όμως φούσκωσε από τη σύγχρονη βιομηχανία περιττών ανθρώπων και «σπαταλημένων ζωών»[5]), ο Πολ Κόλιερ γράφει τα ακόλουθα[6]: 
«Το πρώτο γεγονός είναι πως το εισοδηματικό χάσμα ανάμεσα στις φτωχές και τις πλούσιες χώρες είναι τερατώδες και η παγκόσμια διαδικασία οικονομικής μεγέθυνσης θα το διατηρήσει έτσι για πολλές δεκαετίες. Το δεύτερο είναι πως η μετανάστευση δεν θα μειώσει δραστικά αυτό το χάσμα διότι οι μηχανισμοί ανάδρασης είναι πολύ αδύναμοι. Το τρίτο είναι πως, καθώς η μετανάστευση θα συνεχίζεται, οι μεταναστευτικές κοινότητες θα συνεχίσουν για δεκαετίες να πληθαίνουν. Οπότε, το εισοδηματικό χάσμα θα παραμένει, και οι παράγοντες διευκόλυνσης της μετανάστευσης θα πολλαπλασιάζονται. Το βέβαιο συμπέρασμα είναι πως η μετανάστευση από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες θα επιταχυνθεί. Για το προβλέψιμο μέλλον, η διεθνής μετανάστευση δεν θα φτάσει σε ισορροπία: αντίθετα, είμαστε μάρτυρες των απαρχών μιας ανισορροπίας επικών διαστάσεων». 
Ο Κόλιερ υπολογίζει πως, μεταξύ του 1960 και του 2000 (οπότε τελείωναν και τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία), «η μετανάστευση από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες απογειώθηκε από τα 20 εκατομμύρια (και λιγότερο) στα 60 εκατομμύρια (και περισσότερο). Επιπλέον, οι αυξητικές τάσεις επιταχύνονταν με το πέρασμα των δεκαετιών. […] Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι μετά το 2000 η επιτάχυνση συνεχίστηκε». Θα λέγαμε πως, αφημένοι στη δική τους λογική και δυναμική, οι πληθυσμοί των φτωχών και πλούσιων χωρών συμπεριφέρονται όπως ένα υγρό σε συγκοινωνούντα δοχεία. Ο αριθμός των μεταναστών είναι βέβαιο ότι θα αυξάνει έως ότου επιτευχθεί ισορροπία, μεταξύ των επιπέδων ευημερίας των «ανεπτυγμένων» και των «αναπτυσσόμενων» (;) τομέων του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη μας. Ωστόσο, ένα τέτοιο αποτέλεσμα πιθανότατα θα χρειαστεί πολλές δεκαετίες μέχρι να επιτευχθεί – ακόμα κι αν αποκλείσουμε τις απρόβλεπτες καμπές της ιστορικής μοίρας. 
Μια ιστορία που δεν τελειώνει 
Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτά αποτελούν γενικά και υπεριστορικά προβλήματα της ύπαρξης «ξένων ανάμεσά μας», που εμφανίζονται σε όλες τις εποχές και κατατρύχουν όλα τα τμήματα του πληθυσμού, με λίγο-πολύ παρόμοια ένταση και σε λίγο-πολύ παρόμοιο βαθμό. Οι πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές προκαλούν αναπόφευκτα τις αντιφατικές παρορμήσεις της «μεικτοφιλίας» (της έλξης προς τα πολύχρωμα, ετερόκλητα περιβάλλοντα που προμηνύουν άγνωστες και ανεξερεύνητες εμπειρίες και άρα την ευχαρίστηση της περιπέτειας και της ανακάλυψης) και της «μεικτοφοβίας» (του φόβου του μη διαχειρίσιμου όγκου των άγνωστων, ανεξημέρωτων, άβολων και ανεξέλεγκτων ερεθισμάτων). Η πρώτη παρόρμηση είναι το βασικότερο θέλγητρο της αστικής ζωής. Η δεύτερη, αντίθετα, είναι το πιο τρομακτικό της τραύμα, ιδίως στα μάτια των λιγότερο τυχερών και εύπορων, οι οποίοι (σε αντίθεση με τους πλούσιους και τους προνομιούχους, που έχουν τη δυνατότητα να απομονωθούν σε «περιφραγμένες κοινότητες» προστατευόμενοι από την ενοχλητική, μπερδεμένη και συχνά τρομακτική αναταραχή και φασαρία των πολύβουων δρόμων της πόλης) δεν μπορούν εύκολα να απομακρυνθούν από τις αμέτρητες παγίδες και ενέδρες που είναι διάσπαρτες στο ετερογενές και συχνά δύσπιστο και εχθρικό αστικό περιβάλλον, στους κρυφούς του οποίου κινδύνους είναι καταδικασμένοι να μείνουν εκτεθειμένοι για όλη τους τη ζωή. Όπως μας πληροφορεί ο Αλμπέρτο Ναρντέλι, «σχεδόν το 40% των Ευρωπαίων αναφέρουν το μεταναστευτικό ως το πιο σοβαρό ζήτημα που έχει να επιλύσει η ΕΕ[7] – αναδεικνύοντάς το πρώτο. Μόλις ένα χρόνο πριν, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μικρότερο από 25%. Αντίστοιχα, ένας στους δύο Βρετανούς αναφέρουν πλέον το μεταναστευτικό ως ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τη χώρα».Οι πρόσφυγες που ξεφεύγουν από την κτηνωδία του πολέμου και του ολοκληρωτισμού ή την αγριότητα μιας πεινασμένης και αδιέξοδης ύπαρξης χτυπούν τις πόρτες κάποιων άλλων, κι αυτό συμβαίνει από τις αρχές της σύγχρονης εποχής. Για τους ανθρώπους που αφουγκράζονται τα χτυπήματα πίσω από τις πόρτες τους, οι πρόσφυγες ήταν πάντα, όπως και τώρα, ξένοι. Οι ξένοι τείνουν να προκαλούν άγχος ακριβώς γιατί δεν τους ξέρουμε — είναι απρόβλεπτοι κι αυτό έχει κάτι το τρομακτικό, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε καθημερινά, από τους οποίους νομίζουμε ότι ξέρουμε τι να περιμένουμε· ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι όλοι αυτοί οι ξένοι δεν θα καταστρέψουν τα πράγματα που αγαπάμε, δεν θα σακατέψουν ή θα διαλύσουν τον συνηθισμένο τρόπο ζωής μας, που τόσο μας παρηγορεί; Τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συνηθίσει να συμβιώνουμε, στις γειτονιές, τους δρόμους και τα γραφεία μας τους χωρίζουμε κοινότοπα σε φίλους και «εχθρούς», τους συναναστρεφόμαστε με ευχαρίστηση ή απλώς τους ανεχόμαστε· πάντως, σε όποια κατηγορία κι αν τους βάλουμε, γνωρίζουμε καλά πώς να τους φερθούμε και πώς να οργανώσουμε τη συνύπαρξή μας μαζί τους. Για τους ξένους, ωστόσο, γνωρίζουμε τόσο ελάχιστα πράγματα, που δεν μπορούμε να διαβάσουμε κατάλληλα τις κινήσεις τους ώστε να προετοιμάσουμε τις αντιδράσεις μας, ούτε να μαντέψουμε τις προθέσεις τους και τι ετοιμάζουν. Η άγνοια πώς να κινηθούμε, πώς να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση που δεν οφείλεται σε μας και δεν την ελέγχουμε, είναι ένα μείζον αίτιο του άγχους και του φόβου. 
Στον ολοένα και πιο απορυθμισμένο, πολυκεντρικό, εξαρθρωμένο κόσμο μας, η μόνιμη αμφισημία της αστικής ζωής δεν είναι ο μόνος λόγος για να αισθάνεται κανείς αμήχανος ή φοβισμένος στη θέα άστεγων νεοφερμένων, ή για να εξάπτει την εχθρότητα εναντίον τους και να προκαλεί σε βία – και, επίσης, για να χρησιμοποιεί ή να καταχράται τα ολοφάνερα δεινά της φτώχειας, της δυστυχίας και της αδυναμίας τους. Μπορεί κανείς να αναφέρει δύο ακόμα παρορμήσεις, που προστίθενται από τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής και συγκατοίκησής μας μετά-την-απορρύθμιση· πρόκειται για δύο παράγοντες σαφώς διακριτούς μεταξύ τους, που επηρεάζουν μάλλον διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων. Καθένας από αυτούς εντείνει την πικρία και την επιθετικότητα που εκδηλώνεται προς τους μετανάστες – αλλά σε διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού υποδοχής. 
Λαγοί και βατράχια 
Η πρώτη παρόρμηση ακολουθεί, έστω και σε σύγχρονη μορφή, το σχήμα που περιέγραφε ο Αίσωπος στον μύθο με τους λαγούς και τα βατράχια. Οι λαγοί του μύθου δεν ήξεραν πλέον πού να καταφύγουν για να γλιτώσουν από το κυνηγητό των άλλων ζώων. Με το που έβλεπαν έστω κι ένα ζώο να τους πλησιάζει, το έβαζαν στα πόδια. Μια μέρα συνάντησαν μια αγέλη αφηνιασμένων αλόγων, και πανικόβλητοι έτρεξαν για μια κοντινή λίμνη, αποφασισμένοι να πνιγούν παρά να συνεχίσουν να ζουν μέσα στο φόβο. Αλλά καθώς πλησίαζαν στην όχθη, κάποιοι βάτραχοι, τρομαγμένοι με τη σειρά τους απ’ τους επερχόμενους λαγούς, πήδηξαν βιαστικά μες στο νερό. «Τελικά», είπε ένας λαγός, «τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα». Δεν υπάρχει πια λόγος να διαλέξουν τον θάνατο από μια ζωή στο φόβο. Το ηθικό δίδαγμα του μύθου είναι ξεκάθαρο: η ικανοποίηση που ένιωσε ο λαγός –ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα από την καθημερινή απόγνωση του θηράματος– προήλθε από τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχει πάντα κάποιος που κουβαλάει βαρύτερο σταυρό από τον ίδιο. 
Στην κοινωνία μας, την κοινωνία των ανθρώπινων ζώων, υπάρχουν άφθονοι «λαγοί που κυνηγιούνται απ’ τα άλλα ζώα» και βρίσκονται σε μια θέση παρομοίως δεινή με αυτή του μύθου: στις τελευταίες δεκαετίες, ο αριθμός τους όλο και αυξάνεται, κι απ’ ό,τι φαίνεται χωρίς σταματημό. Ζουν μέσα στη δυστυχία, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση, εντός μιας κοινωνίας που τους έχει κάνει παρίες την ίδια στιγμή που επαίρεται για την πρωτοφανή άνεση και πολυτέλειά της. Οι λαγοί μας λοιδορούνται και καταδικάζονται από τα «άλλα ανθρώπινα ζώα», και προσβάλλονται που οι άλλοι τους εξευτελίζουν και τους απαξιώνουν — ενώ ταυτόχρονα λογοκρίνονται, χλευάζονται και ταπεινώνονται από το δικαστήριο της ίδιας της συνείδησής τους για την καταφανή ανικανότητά τους να αρθούν στο ύψος αυτών των άλλων. Σε έναν κόσμο όπου όλοι θεωρείται δεδομένο ότι θα «ζουν για τον εαυτό τους», και μάλιστα αναμένεται και προτρέπονται να το κάνουν, τέτοιοι ανθρώπινοι λαγοί που αποστερούνται τον σεβασμό, τη φροντίδα και την αναγνώριση από τους άλλους, είναι ακριβώς σαν αυτούς του Αισώπου που «κυνηγιούνται απ’ τα άλλα ζώα», πεταμένοι στην εσχατιά που προορίζεται για τα δίκαια λάφυρα του διαβόλου· και αφημένοι εκεί για πάντα χωρίς ελπίδα, πόσο μάλλον υπόσχεση, για λύτρωση ή για απόδραση. 
Για τους απόκληρους που νομίζουν ότι έχουν φτάσει στον πάτο, η ανακάλυψη ότι υπάρχει κι άλλο ένα επίπεδο πιο κάτω από αυτό στο οποίο τους έχουν σπρώξει είναι ένα συμβάν λυτρωτικό που διασώζει την αξιοπρέπεια και ό,τι έχει απομείνει από την αυτοεκτίμησή τους. Η άφιξη ενός πλήθους άστεγων προσφύγων που έχουν απωλέσει τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, όχι μόνο στην πράξη αλλά και με το γράμμα του νόμου, προσφέρει τη (σπάνια) ευκαιρία για ένα τέτοιο συμβάν. Και μας βοηθά να εξηγήσουμε τη σύμπτωση του πρόσφατου μεταναστευτικού κύματος με την άνοδο της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, του σοβινισμού — και τις εκπληκτικές όσο και πρωτοφανείς εκλογικές επιτυχίες των ξενοφοβικών, ρατσιστικών, σοβινιστικών κομμάτων και κινημάτων και των υπερ-εθνικιστών ηγετών τους. 
Les Bas profonds[8]
Το «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν συγκεντρώνει ψήφους κυρίως από τα πολύ χαμηλά στρώματα της γαλλικής κοινωνίας (τους απόκληρους, τους περιθωριοποιημένους, τους φτωχούς και αποκλεισμένους) και εξασφαλίζει την υποστήριξή τους άλλοτε διακηρύσσοντας ανοιχτά κι άλλοτε υπονοώντας σιωπηρά το σύνθημα «η Γαλλία για τους Γάλλους». Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθούν σ’ ένα τέτοιο σύνθημα αυτοί που απειλούνται με αποκλεισμό από την ίδια τους την κοινωνία στην πράξη, αν και όχι (ακόμα) τυπικά: εν τέλει, ο εθνικισμός τούς παρέχει το όνειρο μιας σωσίβιας λέμβου (ή ενός μηχανισμού αναβίωσης;) για την ξεθωριασμένη ή ήδη τσακισμένη αυτοεκτίμησή τους. Το να είναι Γάλλοι (ή Γαλλίδες) είναι το (ίσως μοναδικό εφικτό) χαρακτηριστικό που τους τοποθετεί στην ίδια κατηγορία με τους «καλούς καγαθούς», υψηλόφρονες και ισχυρούς ανθρώπους στην κορυφή, και ταυτόχρονα τους θέτει ψηλότερα από τους παρομοίως δυστυχείς αλλοδαπούς, τους ανέστιους νεοφερμένους. Οι μετανάστες είναι ακριβώς ο σωτήριος πάτος που βρίσκεται ακόμα πιο κάτω – χαμηλότερα από το σημείο που κρατούνται οι εγχώριοι Άθλιοι· ένας πάτος που καθιστά τη θέση των τελευταίων λίγο λιγότερο ταπεινωτική, και συνεπώς λίγο λιγότερο πικρή, αβάσταχτη και ανυπόφορη. 
Υπάρχει κι άλλος ένας εξαιρετικός (με την έννοια ότι βρίσκεται πέραν της «κανονικής», υπεριστορικής δυσπιστίας για τους ξένους) λόγος ανησυχίας και αγανάκτησης με τη μαζική εισροή μεταναστών και προσφύγων. Και αυτός αφορά περισσότερο ένα κάπως διαφορετικό τμήμα της κοινωνίας: το αναδυόμενο «πρεκαριάτο», ανθρώπους που φοβούνται μη χάσουν τα αγαπημένα και ζηλευτά τους αποκτήματα και την κοινωνική τους θέση περισσότερο απ’ όσο το φοβούνται οι ανθρώπινοι «αισώπειοι λαγοί», που είναι απεγνωσμένοι από το γεγονός ότι τα έχουν ήδη χάσει ή δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να τα αποκτήσουν. 
Ξένοι στην ακτή – και στον δρόμο 
Δεν μπορεί κανείς παρά να παρατηρήσει ότι η μαζική και ξαφνική εμφάνιση των ξένων στους δρόμους μας, ούτε οφείλεται σε εμάς, ούτε βρίσκεται υπό τον έλεγχόμας. Κανείς δεν μας συμβουλεύτηκε, κανείς δεν μας ρώτησε αν συμφωνούμε. Και δεν είναι να απορεί κανείς που τα διαδοχικά κύματα μεταναστών αντιμετωπίζονται εχθρικά ως (για να θυμηθούμε τον Μπρεχτ) «προάγγελοι κακών ειδήσεων». Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες ενσωματώνουν την κατάρρευση της τάξης (ό,τι κι αν εννοούμε με τον όρο αυτό: μια κατάσταση πραγμάτων στην οποία οι σχέσεις μεταξύ αιτίων και αιτιατών είναι σταθερές, κατανοητές και προβλέψιμες, επιτρέποντας στους κοινωνούς της να σχεδιάζουν πώς θα κινηθούν εντός της), που παύει πλέον να είναι δεσμευτική: θυμίζουν τους ανθρώπους με τα ολόσωμα πλακάτ που γράφουν «το τέλος του κόσμου είναι κοντά». Όπως λέει σε μια οδυνηρά εύστοχη φράση ο Τζόναθαν Ράδερφορντ, «μεταφέρουν τα άσχημα νέα από την άλλη άκρη του κόσμου μέχρι την πόρτα μας». Μας κάνουν να συνειδητοποιούμε κι επιμένουν να μας θυμίζουν αυτά που μας αρέσει να ξεχνάμε ή καλύτερα να ξορκίζουμε: ότι υπάρχουν κάποιες παγκόσμιες, μακρινές, καμιά φορά ακουστές αλλά πάντα αόρατες, ασαφείς, σκοτεινές και μυστηριώδεις δυνάμεις αρκετά ισχυρές ώστε να επεμβαίνουν και στις δικές μας τις ζωές και να αγνοούν τις προτιμήσεις μας. 
Αυτοί οι νομάδες –όχι κατ’ επιλογήν αλλά καταδικασμένοι από μια άκαρδη μοίρα– μας θυμίζουν, με ενοχλητικό και εξοργιστικό τρόπο, την (αθεράπευτη;) ευαλωτότητα της δικής μας θέσης και την ευθραυστότητα της δικής μας κερδισμένης ευημερίας. Και είναι μια ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη συνήθεια να κατηγορούμε και να τιμωρούμε τους αγγελιαφόρους για το μισητό περιεχόμενο του μηνύματος που μεταφέρουν εκ μέρους των περίπλοκων, ανεξιχνίαστων, τρομακτικών και δικαίως μισητών παγκόσμιων δυνάμεων που υποπτευόμαστε ως υπαίτιων για το αγωνιώδες και ταπεινωτικό συναίσθημα υπαρξιακής αβεβαιότητας που διαλύει την αυτοπεποίθησή μας και καταστρέφει τα σχέδια που κάνουμε για τις ζωές μας. Και ενώ δεν μπορούμε να κάνουμε σχεδόν τίποτα για να χαλιναγωγήσουμε τις διαφεύγουσες και μακρινές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, μπορούμε τουλάχιστον να διοχετεύσουμε τον θυμό που μας προκάλεσαν και εξακολουθούν να μας προκαλούν, και να ξεφορτώσουμε αυτόν το θυμό, εμμέσως, προς τα κοντινά και ευπρόσιτα προϊόντα τους. Φυσικά, δεν θα φτάσει πουθενά κοντά στη ρίζα των προβλημάτων, αλλά μπορεί να μας ανακουφίσει έστω και για λίγο από τον εξευτελισμό της κακοτυχίας μας και της ανικανότητάς μας να αντισταθούμε στην παραλυτική επισφάλεια της δικής μας θέσης στον κόσμο. 
Η στρεβλή αυτή λογική και η νοοτροπία που γεννά προσφέρουν ένα καλά προετοιμασμένο, γόνιμο έδαφος, που προκαλεί πολλούς ψηφοθήρες να το βοσκήσουν — μια ευκαιρία που δεν θα ήθελαν επ’ ουδενί να χάσουν ολοένα και περισσότεροι πολιτικοί. Η εκμετάλλευση της αγωνίας που προκαλεί η εισροή των ξένων, η οποία αναμένεται να σπρώξει κι άλλο προς τα κάτω μισθούς και επιδόματα που καιρό τώρα αρνούνται να μεγαλώσουν, να μακρύνει κι άλλο τις ουρές των ανθρώπων που στήνονται εις μάτην για δουλειές που μένουν πεισματικά σπάνιες, είναι ένας πειρασμός στον οποίο ελάχιστοι πολιτικοί που ήδη έχουν ή εποφθαλμιούν κάποιο αξίωμα θα μπορούσαν να αντισταθούν. 
Οι στρατηγικές που επιστρατεύουν οι πολιτικοί για να αρπάξουν αυτή την ευκαιρία μπορεί να είναι –και είναι– πολλές και ποικίλες, αλλά ένα πράγμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: η πολιτική του αμοιβαίου διαχωρισμού και της τήρησης αποστάσεων, η οικοδόμηση τειχών αντί για γέφυρες και η καταφυγή σε ηχομονωμένους «ηχοθαλάμους» αντί για ανοιχτές γραμμές απαραμόρφωτης επικοινωνίας (ακόμα και η νίψη των χειρών ή η διακήρυξη της αδιαφορίας, μεταμφιεσμένης έστω σε ανεκτικότητα) δεν οδηγούν πουθενά, παρά μόνο στην έρημο της αμοιβαίας δυσπιστίας, αποξένωσης και επιδείνωσης. Παρότι μοιάζει βραχυπρόθεσμα καθησυχαστική (γιατί διώχνει την πρόκληση εκτός πεδίου), αυτή η απατηλή, αυτοκτονική πολιτική συσσωρεύει εκρηκτικές ύλες που είναι έτοιμες να εκραγούν στην πρώτη φυτιλιά. Κι έτσι, ένα συμπέρασμα πρέπει να είναι εξίσου ξεκάθαρο: ο μόνος δρόμος που μας απομακρύνει από την τωρινή δυσφορία και τη μελλοντική συμφορά περνά μέσα από την απόρριψη του ύπουλου πειρασμού του διαχωρισμού. Ακόμα καλύτερα, μέσα από την ακύρωσή του, την αποσυναρμολόγηση των φραχτών των «κέντρων υποδοχής και φιλοξενίας» και το πλησίασμα των ενοχλητικών διαφορών, ανομοιοτήτων και των αυτοεπιβαλλόμενων χασμάτων σε στενή, καθημερινή και όλο και πιο άμεση επαφή –η οποία ελπίζω ότι θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας γόνιμης σχέσης των δύο μερών αντί για την τωρινή, αυτοτροφοδοτούμενη σχάση ανάμεσά τους. 
Ένας μακρύς και φιδωτός δρόμος 
Ξέρω, ξέρω: ένα τέτοιο σχέδιο δράσης προμηνύει μια μακρά, ταραχώδη και ακανθώδη περίοδο· δεν είναι πιθανό να επιφέρει άμεση ανακούφιση, και μάλιστα μπορεί να πυροδοτήσει περισσότερο φόβο και να παροξύνει την καχυποψία και την εχθρότητα. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια εναλλακτική, πιο άνετη και λιγότερο επικίνδυνη, σύντομη λύση στο πρόβλημα. Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε κρίση – και δεν υπάρχει άλλη έξοδος από αυτή την κρίση εκτός από την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους. Το πρώτο εμπόδιο στην οδό διαφυγής από την αμοιβαία αποξένωση είναι η άρνηση του διαλόγου, η σιωπή – της αυτοαποξένωσης, της ψυχρότητας, της απροσεξίας, της περιφρόνησης, της αδιαφορίας. Αντί για το δίπολο της αγάπης και του μίσους, η διαλεκτική της περιχαράκωσης πρέπει συνεπώς να γίνει αντιληπτή με όρους τριάδας: αγάπη, μίσος και αδιαφορία ή παραμέληση. 
Για την αμαρτία της αδιαφορίας, ο Πάπας Φραγκίσκος είχε τα ακόλουθα να πει στις 8 Ιουλίου 2013, κατά την επίσκεψή του στη Λαμπεντούζα – εκεί και τότε που ξεκίνησαν ο τωρινός «ηθικός πανικός» και η επακόλουθη ηθική πανωλεθρία μας: 
«Πόσοι εξ ημών, εμού περιλαμβανομένου, έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας… Δεν προσέχουμε πια τον κόσμο που ζούμε, δεν μας νοιάζει· δεν προστατεύουμε αυτό που ο Θεός δημιούργησε για όλους, και καταλήγουμε να μη νοιαζόμαστε ούτε ο ένας για τον άλλο! Και όταν η ανθρωπότητα συνολικά χάνει τον προσανατολισμό της, καταλήγει σε τραγωδίες όπως αυτή που εκτυλίχθηκε εδώ… Πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: ποιος είναι υπεύθυνος για το αίμα αυτών εδώ των αδελφών μας, αντρών και γυναικών; Κανείς! Αυτή είναι η απάντησή μας: δεν είμαι εγώ· εγώ δεν έχω καμία ευθύνη γι’ αυτό που συνέβη˙ πρέπει να είναι κάποιος άλλος, αλλά σίγουρα δεν είμαι εγώ… Σήμερα κανείς στον κόσμο δεν αισθάνεται υπεύθυνος· έχουμε χάσει κάθε αίσθημα ευθύνης για τους αδελφούς και τις αδελφές μας… Η κουλτούρα της άνεσης, που μας κάνει να σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας, μας κάνει αναίσθητους στις οιμωγές των άλλων ανθρώπων, μας κάνει να ζούμε σε σαπουνόφουσκες που, αν και όμορφες, είναι ανούσιες· μας προσφέρουν μια φευγαλέα και άδεια ψευδαίσθηση που έχει ως αποτέλεσμα την αδιαφορία μας για τους άλλους· στην πραγματικότητα, οδηγούν στην παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας, καταπέσαμε στην παγκοσμιοποιημένη αδιαφορία. Συνηθίσαμε τις συμφορές των άλλων: δεν με επηρεάζει, δεν με αφορά, δεν είναι δική μου δουλειά!». 
Ο Πάπας Φραγκίσκος μας καλεί «να αφαιρέσουμε τον Ηρώδη που ελλοχεύει στις καρδιές μας· να ζητήσουμε από τον Κύριο τη χάρη Του για να μπορέσουμε να θρηνήσουμε για την αδιαφορία μας, να θρηνήσουμε για τη σκληρότητα του κόσμου μας, της ίδιας της καρδιάς μας, και όλων αυτών που προστατευμένοι στην ανωνυμία παίρνουν αποφάσεις για την κοινωνία και την οικονομία μας που ανοίγουν τις πόρτες σε τραγωδίες όπως αυτή». Και, έχοντας πει αυτά, ρωτά: «Έχει θρηνήσει κανείς; Σήμερα, έχει θρηνήσει κανείς στον κόσμο μας;». 
[2] Βλ. Agier, M. (2010) Managing the Undesirables, Polity Press,http://www.polity.co.uk/book.asp?ref=9780745649016
[3] Casciani, D. (2015) “Why migration is changing almost everything”,http://www.bbc.com/news/uk-31748423
[4] Winder, R. (2013) Bloody Foreigners: The Story of Immigration to Britain, Abacus. 
[5] Bauman, Z. (2005) Σπαταλημένες Ζωές: Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας, Κατάρτι. 
[6] Collier, P. (2014) Exodus: Immigration and Multiculturalism in the 21st Century, Penguin. 
[8] Τα απύθμενα βάθη (γαλλικά στο πρωτότυπο) 
 

Η θανατική ποινή, οι θρησκείες και η ορθόδοξη θεολογία

 Η εισήγηση των μαθητριών του Λυκείου Γαζίου, όπως παρουσιάστηκε στο 2ο Μαθητικό Θεολογικό Συνέδριο στη Θεσσαλονίκη (27-28 Φεβρουαρίου 2016)

·       Γιατί σκοτώνουμε ανθρώπους που σκοτώνουν ανθρώπους, για να δείξουμε ότι είναι λάθος το να σκοτώνεις ανθρώπους;  
                                                                                                       (Διεθνής Αμνηστία)
   Εισαγωγικά – Γενικά στοιχεία
Οι ανθρώπινες κοινωνίες σε όλα τα στάδια της ιστορικής τους εξέλιξης, συνοδεύονται από την βία και το έγκλημα, ενώ η αντιμετώπισή τους καθώς και η τιμωρία των εγκληματιών αποτελούν ζητήματα προβληματισμού. Οι πρωτόγονες μάλιστα κοινωνίες στηρίζονται πάνω στην εκδίκηση και στην επικράτηση του ισχυρού. Η θανατική ποινή, ως εσχάτη των ποινών, έχει μακραίωνη ιστορία αφού υπάρχουν αναφορές από την ελληνική μυθολογία μέχρι τη σημερινή εποχή, όπου πλέον η ανθρώπινη ζωή είναι αναμφισβήτητο πανανθρώπινο δικαίωμα. Η εφαρμογή της θανατικής ποινής όμως διχάζει την κοινή γνώμη, πολιτικούς και επιστήμονες. Συχνά, όταν διαπράττονται ειδεχθή εγκλήματα, η συζήτηση για τη θανατική ποινή έρχεται στο προσκήνιο ακόμη και με μη πολιτισμένο τρόπο. Είναι επίσης ένα θέμα που κεντρίζει το ενδιαφέρον και φουντώνει τις συζητήσεις των νέων ανθρώπων και ειδικά των μαθητών. Στο σχολείο μας, το ζήτημα της θανατικής ποινής είναι από τα πλέον αμφιλεγόμενα και συζητιέται διεξοδικά στο μάθημα των Θρησκευτικών. Στα πλαίσια μάλιστα του μαθήματος καταγράφονται οι θέσεις των μαθητών με ανώνυμο ερωτηματολόγιο με πληθώρα χρήσιμων συμπερασμάτων και αφορμών για σκέψη και προβληματισμό.
Στις μέρες μας, 58 χώρες συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη μέθοδο «απονομής δικαιοσύνης», ενώ 98 χώρες την έχουν καταργήσει και 35 χώρες δεν την έχουν εφαρμόσει την τελευταία δεκαετία. Στη χώρα μας ο τελευταίος Έλληνας πολίτης εκτελέστηκε το 1973 μετά από καταδίκη του για ποινικό αδίκημα, όμως η θανατική ποινή καταργήθηκε 20 χρόνια μετά από τον νόμο.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η θανατική ποινή δεν προλαμβάνει κανένα έγκλημα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για καθ’ έξιν εγκληματίες ή για ψυχρούς φανατισμένους δολοφόνους, οι οποίοι δεν υπολογίζουν τη ζωή τους ή θεωρούν τη διαφυγή τους πιο πιθανή. Εξάλλου, στατιστικές έχουν δείξει ότι στις χώρες όπου εφαρμόζεται η θανατική ποινή δεν παρουσιάζεται χαμηλότερο ποσοστό εγκληματικότητας σε σχέση με τις χώρες όπου δεν εφαρμόζεται.
Στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες δεν μπορεί να εφαρμόζεται ως ποινή η ίδια η εγκληματική πράξη για την οποία καταδικάζεται ο δράστης, καθώς με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος βίας και ένα αντιφατικό κοινωνικό μήνυμα.
   
Η Θανατική ποινή στις θρησκείες
«An eye for an eye ends up making the whole world blind» συνήθιζε να λέει ο ηγέτης της σύγχρονης Ινδίας Μαχάτμα Γκάντι. Στην πράξη όμως δεν υπάρχει καμία επίσημη γραμμή των Ινδουιστών για τη θανατική ποινή. Ωστόσο, ο Ινδουισμός αντιτίθεται στη θανατική ποινή, στη βία και στην εκδίκηση, σύμφωνα με την αρχή της μη-βίας. Η συζήτηση για τη θανατική ποινή στην Ινδία αναβίωσε το 2004. Επί του παρόντος, περισσότερα από 100 άτομα έχουν καταδικαστεί σε θάνατο στην Ινδία, αν και ο αριθμός των εκτελέσεων στη χώρα αυτή είναι πολύ χαμηλός.
Η θανατική ποινή είναι σαφώς σε αντίθεση με την βουδιστική διδασκαλία. Οι Βουδιστές δίνουν μεγάλη έμφαση στην αποχή βίας και στην συμπόνια για όλη τους τη ζωή. Ο πρώτος Κανόνας απαιτεί από τους πολίτες να απέχουν από ό,τι τραυματίζει ή σκοτώνει κάποιο ζωντανό πλάσμα. Ο Βούδας δεν μίλησε ρητά για τη θανατική ποινή, αλλά οι διδασκαλίες του δεν δείχνουν να επικροτούν τη σωματική τιμωρία, όσο κακό και αν είναι το έγκλημα που διαπράχθηκε. Ο Βουδισμός πιστεύει ουσιαστικά στον κύκλο της γέννησης και της αναγέννησης (Samsara) και διδάσκει ότι αν η θανατική ποινή χρησιμοποιείται, θα έχει βλαβερές επιπτώσεις στις ψυχές και των δύο - δράστη και τιμωρού -στις μελλοντικές μετενσαρκώσεις. Παρά τη διδασκαλία του Βουδισμού όμως, αρκετές χώρες με σημαντικούς βουδιστικούς πληθυσμούς διατηρούν τη θανατική ποινή, όπως για παράδειγμα, η Ταϊλάνδη και η Κίνα.
Από το 1959, η Διάσκεψη των αμερικανικών ραβίνων (CCAR) και η Ένωση για την αναμόρφωση του Ιουδαϊσμού (URJ) αντιτάχθηκαν επισήμως στη θανατική ποινή. Οι ραβίνοι αποφάσισαν ότι «τόσο στην ιδέα όσο και στην πράξη, στην εβραϊκή παράδοση η θανατική ποινή βρέθηκε απεχθής» και ότι δεν υπάρχει καμία πειστική απόδειξη "ότι η θανατική ποινή λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας στο έγκλημα."
Η θανατική ποινή έχει τεθεί εκτός νόμου στην πλειοψηφία των εθνών του κόσμου, αλλά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως στη Μέση Ανατολή. Ένας από τους κύριους λόγους για τη χρήση της θανατικής ποινής σε αυτήν την περιοχή είναι ότι επιτρέπεται ρητά από το Κοράνι, το ισλαμικό ιερό κείμενο. Ως εκ τούτου, τα περισσότερα έθνη που θεωρούν το Ισλάμ ως θρησκεία του κράτους επιτρέπουν και ενθαρρύνουν τη χρήση της θανατικής ποινής. Αρκετοί είναι οι στίχοι του Κορανίου που υποστηρίζουν τη χρήση της θανατικής ποινής, όταν χρησιμοποιείται ως νόμιμο μέσο για την αναζήτηση δικαιοσύνης. Μουσουλμάνοι που υποστηρίζουν τη θανατική ποινή πιστεύουν ότι η χρήση της προσφέρει ένα αποτελεσματικό αποτρεπτικό μέσο κατά της εγκληματικότητας και ως εκ τούτου, συμβάλλει στην προαγωγή της δικαιοσύνης. Ο ισλαμικός νόμος επιτρέπει τη χρήση της θανατικής ποινής ως τιμωρία του εκ προθέσεως φόνου και άλλων εγκλημάτων όπως ο βιασμός, η μοιχεία, η προδοσία, η αποστασία, ο σοδομισμός και η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Παρά το γεγονός ότι η θανατική ποινή εξακολουθεί να υποστηρίζεται ευρέως στα ισλαμικά κράτη, υπάρχουν αυξανόμενες ομάδες μουσουλμάνων που υποστηρίζουν την κατάργηση της θανατικής ποινής. Όσοι αντιτίθενται στη θανατική ποινή διαφωνούν με την επικρατούσα τάση ερμηνείας του Κορανίου.


Θανατική ποινή και ορθόδοξη θεολογία
Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, η θανατική ποινή επιβαλόταν ως τιμωρία για διάφορες πράξεις όπως φόνος, απαγωγή, μοιχεία. Ωστόσο, ο Θεός έδειξε έλεος όταν υπήρχε η μετάνοια. Παράδειγμα αποτελεί ο Δαβίδ, ο οποίος είχε διαπράξει μοιχεία και φόνο, αλλά παρόλα αυτά δεν θανατώθηκε και συγχωρέθηκε από το Θεό λόγω της μετάνοιάς του.
Στην Καινή Διαθήκη είναι διάχυτες οι έννοιες της μετάνοιας και της συγχώρεσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της μοιχαλίδας για την οποία με βάση το Μωσαϊκό νόμο προβλεπόταν θάνατος διά λιθοβολισμού.  Όταν όμως οι Φαρισαίοι ρώτησαν το Χριστό αν έπρεπε να τη λιθοβολήσουν, εκείνος απάντησε χαρακτηριστικά: « Όποιος από εσάς είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος πέτρα πάνω της…».
Στη ζωή, στη λατρεία και στην πράξη της Εκκλησίας, η θανατική ποινή δεν έχει χώρο. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, ο Οποίος υπέστη άδικα τη χειρότερη και πιο ατιμωτική ποινή της εποχής, δεν συμφωνεί με αυτή τη μέθοδο … «απονομής δικαιοσύνης».
Επίσης, η Εκκλησία διδάσκει την αγάπη στον άνθρωπο ως πρόσωπο και όχι ως μαζοποιημένο άτομο. Με αυτή τη λογική, κάθε ανθρώπινη ζωή είναι δώρο Θεού και αυταξία. Η ορθόδοξη θεολογία στηλιτεύει την αφαίρεση ζωής από οποιονδήποτε θύτη, αλλά δεν φτάνει να ζητήσει την αφαίρεση της δικής του ζωής ως εκδίκηση ή ως μία κακώς εννοούμενη κοινωνική εξισορρόπηση.   Η Εκκλησία διδάσκει τη μετάνοια, η ευκαιρία της οποίας διαρκεί διά βίου. Η θανατική ποινή συντομεύει βίαια αυτή την ευκαιρία. Η ζωή του καθενός είναι ο χρονικός ορίζοντας στον οποίο ο καθένας καλείται να «τα βρει» με την ψυχή του και με το Θεό. Όλα είναι δυνατά και εφικτά, όπως έδειξε το παράδειγμα του κακούργου πάνω στο Σταυρό, εκ δεξιών του Χριστού. Άλλωστε, η Εκκλησία δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς ή αμαρτωλούς και αναμάρτητους. Απέναντι στο Θεό, η διάκριση όλων μας είναι ανάλογα με την καλλιέργεια της μετάνοιας και με την προοπτική της αιωνιότητας της ύπαρξής μας.
 Ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα της θανατικής ποινής είναι το μη αναστρέψιμο αυτής σε περίπτωση δικαστικής πλάνης. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος που θανατώθηκε ήταν τελικά αθώος, όποτε η δικαιοσύνη έχει πράξει άδικα. Το ζήτημα αυτό είναι μέγα ηθικό πρόβλημα για τη διδασκαλία του Χριστιανισμού και μάλιστα από ένα οργανωμένο κράτος που έχει ως βασικότερο καθήκον το σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης ζωής.
Η θεολογία του προσώπου στην οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα δεν μπορεί να μην ενδιαφέρεται εκτός από το πρόσωπο του δράστη και για τα πρόσωπα των μελών της οικογένειάς του. Αντί άλλων επιχειρημάτων για ευαισθησία και σεβασμό στο δράμα των πονεμένων και συνήθως στιγματισμένων αυτών ανθρώπων, θα παραθέσουμε τα λόγια από συνέντευξη ενός Αμερικανού δημοσιογράφου: «Τα παιδιά των θανατοποινιτών υποφέρουν σιωπηλά. Ξέρω ένα 9χρονο κοριτσάκι που γράφει στο ημερολόγιό του: Ο μπαμπάς θα πεθάνει σήμερα, κάθε φορά που ανακοινώνεται νέα ημερομηνία εκτέλεσης του πατέρα της».
Το μίσος δεν μπορεί να ξεπεραστεί με τη βία, αλλά μόνο με την αγάπη. Κλείνουμε με τα συγκλονιστικά λόγια που ακούστηκαν σε δικαστήριο των Η.Π.Α. από συγγενή θύματος: «Η αγάπη δε ζητάει εκδίκηση. Δε ζητάμε μια ζωή για τη ζωή που χάθηκε. Η αγάπη θέλει γιατρειά και ειρήνη. Το μίσος δεν μπορεί να ξεπεράσει το μίσος και τη βία. Μόνο η αγάπη μπορεί. Η αγάπη είναι το φως, το κερί που δεν μπορεί να σβηστεί από όλο το σκοτάδι του κόσμου. Γι’ αυτό, δε ζητάμε τη θανατική ποινή».
Σας ευχαριστούμε…

Ευαγγελία Σπυριδάκη, Γ4
Ιωάννα Τσάκα, Β4
Μαρία Καούνη, Β6
Νίκη Μιχαλάκη, Β6

Πηγή/Αναδημοσίευση:http://theologosnaf.blogspot.gr/2016/03/blog-post.html

Γιατί δε μας "ακούει" ο Θεός;

     
   Είναι κοινό μυστικό ότι ζούμε σε μία εποχή και μία κοινωνία όπου οι πάντες και τα πάντα κρίνονται και κατακρίνονται όταν δε μας ικανοποιούν ή δεν ανταποκρίνονται άμεσα στο κάλεσμά μας. Όπως είναι φυσικό δεν ήταν δυνατό να ξεφύγει από αυτό ούτε ο Θεός. Το αντίθετο μάλιστα, Αυτός είναι ο βασικότερος αποδέκτης παραπόνων, κατηγοριών, αμφισβητήσεων και λοιπών ισχυρισμών. epikaira.JPG
    Ακούμε συχνά πως ο Θεός δε μας ακούει όταν του μιλάμε, όταν δηλαδή υποτίθεται ότι προσευχόμαστε σε Αυτόν - συνήθως με τρόπο να φαίνεται στους άλλους η ψευδοευσέβειά μας- ξεχνώντας τα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού:
 Κατά Ματθαίον ΣΤ' 5 Καί όταν προσεύχη, ουκ έση ως οι υποκριταί ότι φιλούσιν εν ταίς συναγωγαίς και εν ταίς γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι, όπως αν φανώσι τοίς ανθρώποις αμήν λέγω υμίν, ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. 6 σύ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείόν σου και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τώ πατρί σου τώ εν τώ κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τώ κρυπτώ αποδώσει σοι εν τώ φανερώ.
    Σε αυτή την παραπάνω αντίληψη περί βαρυκοΐας του Θεού θα προσθέσουμε μία ακόμη αρκετά διαδεδομένη. Πολλές φορές όταν κάποιος σαν δοκιμάζεται ή αντιμετωπίζει μια δυσκολία και του πει κανένας χριστιανός: «έχει ο Θεός», θα ανταπαντήσει με ύφος: «ο Θεός έχει, εμείς δεν έχουμε!».
    Μας προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση αυτή η «σκληροκαρδία», η «ψυχρότητα», η «αδιαφορία» του Θεού και με όλο το δίκαιο μαζί μας Τον δικάζουμε εκ νέου και Τον σταυρώνουμε ξανά. Πώς τολμά ο Θεός να μην υπακούει αμέσως σε ότι του παραγγέλουμε; Ειδικά όταν εμείς αποδεικνυόμαστε πρωτοπόροι στον πνευματικό στίβο επισκεπτόμενοι στα πεταχτά και βιαστικά την εκκλησία για να ανάψουμε ένα κερί, νηστεύοντας -και μάλιστα κουραζόμενοι- μία ή και καμία μέρα του έτους, μη εκκλησιαζόμενοι, μη εξομολογούμενοι, μη προσευχόμενοι και δοξολογούντες τον Κύριο τακτικώς και καθημερινώς, εμπαίζοντες και εξευτελίζοντες το τίμιο όνομά Του σε χυδαία ανέκδοτα, επικαλούμενοι Αυτόν και την Παναγία μόνο για να βλασφημήσουμε, επιδιδόμενοι στον πάσης φύσεως τζόγο, στην πορνεία, τη μοιχεία, την ανωμαλία, τιμώντες τα παιδιά μας σφάζοντάς τα από τις πρώτες τους εβδομάδες στην κοιλιά της μητέρας τους, κοινωνώντας αναξίως -φοβούμαστε τις περισσότερες φορές- και δίχως ως ορίζει η Εκκλησία το τίμιο Σώμα και το τίμιο Αίμα Του και εν τέλει υψηλοφρονούντες ότι είμαστε σωστοί σε όλα απέναντι στο Θεό. Ότι εντάξει ο Θεός θα μας βάλει με τους καλούς, θα παραβλέψει τα λίγα (!!!) στραβά μας. Αλλά πάραυτα ο Θεός δεν ακούει!
    Αλήθεια όμως τι ζητούμε πολλές φορές απ'Αυτόν; Ζητούμε «τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών» όπως εκφωνεί ο ιερέας στη Θεία Λειτουργία; Επιδιώκουμε να γίνει το θέλημά Του καθώς σύμφωνα με τον άγιο Νείλο τον ασκητή ο Θεός μόνο γνωρίζει το συμφέρον μας ενώ εμείς όχι; Προσευχόμαστε για αυτούς που έχουν ανάγκη; Είτε είναι κεκοιμημένοι που έφυγαν δίχως καλές σχέσεις με το Θεό είτε είναι εν ζωή αλλά ασθενούν, βασανίζονται ή βρίσκονται αιχμάλωτοι; Ή μήπως αιτούμαστε υλικά και του κόσμου τούτου αιτήσεις όπως π.χ. ο Θεός να μας βοηθήσει να βγάλουμε πολλά χρήματα, να αποκτήσουμε ακριβό αυτοκίνητο για προβολή, πολλά ακίνητα και γενικώς να καλοπερνάμε; Ή μήπως όταν είμαστε σε κόντρα με κάποιον ή μας έκανε κάτι πολύ άσχημο δεν ευχόμαστε ή ακόμη ζητάμε από το Θεό να τον τιμωρήσει ή το πλέον ακραίο και να του στερήσει τη ζωή; Δεν ευχόμαστε το θάνατό του; Ακραίο; Όχι. Γνωρίζουμε μια τέτοια περίπτωση. Πάραυτα, ακόμη και εδώ, το ότι ο Θεός ανέχεται να ακούει τέτοια πράγματα και δε μας εξαφανίζει παραχρήμα όπως εξήρανε τη συκή δείχνει το έλεός Του.
    Πρέπει να κατανοήσουμε πως ο Θεός δεν είναι ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ ή κάποιο απέραντο πολυκατάστημα το οποίο θα επισκεφθούμε όποτε το θελήσουμε και θα βρούμε ότι μας έμαθε τόσο έντεχνα ο διάβολος να επιθυμούμε. Εμείς δυστυχώς αιτούμεθα για να εντυπωσιάζουμε, να καλοπερνάμε και να υπερηφανευόμαστε. Ο Θεός όμως είναι πολύ διαφορετικός:
 Κατά Ματθαίον ΙΑ' 28 Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. 29 άρατε τον ζυγόν μου εφ' υμάς και μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμι και ταπεινός τή καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών 30 ο γάρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστιν.
   Ο Θέος είναι πράος και ταπεινός και ο ίδιος λέει σχετικά με την προσευχή:
Κατά Ματθαίον ΣΤ' 7 Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί, δοκούσι γάρ ότι εν τή πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται. 8 μη ούν ομοιωθήτε αυτοίς οίδε γάρ ο πατήρ υμών ών χρείαν έχετε πρό τού υμάς αιτήσαι αυτόν. 9 Ούτως ούν προσεύχεσθε υμείς Πάτερ ημών ο εν τοίς ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου 10 ελθέτω η βασιλεία σου γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γής. 11 τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν σήμερον 12 και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοίς οφειλέταις ημών 13 και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από τού πονηρού. ότι σού εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας αμήν.
    Το να ζητήσει κανείς υλικά αγαθά, επιτυχία, χρήματα και άλλα παρεμφερή από το Θεό δίχως τίποτε άλλο επιδιώκοντας μόνο να ικανοποιήσει την επίγεια ζωή του και τον εγωισμό του αποτελεί μέγα σφάλμα. Καλύτερα να τα ζητήσει από το διάβολο, ο οποίος σίγουρα θα προστρέξει:
 Επιστολή Πέτρου Α' Ε' 8 νήψατε, γρηγορήσατε ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη
    Άλλωστε όσοι ακολούθησαν το διάβολο, γρήγορα έλαβαν ότι ποθούσαν ούτως ώστε να δεθούν σφιχτά με αυτόν. Ίσως πει κανείς: «κακό είναι να ζητώ να αποκτήσω ένα σπίτι ή π.χ. να έχω μια καλή δουλειά;» Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Κύριος:
 Κατά Ματθαίον ΣΤ' 24 ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά. 25 Διά τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τή ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τώ σώματι υμών τι ενδύσησθε ουχί η ψυχή πλείόν εστιν της τροφής και το σώμα τού ενδύματος~ 26 εμβλέψατε εις τα πετεινά τού ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών~ 27 τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα~ 28 και περί ενδύματος τι μεριμνάτε~ καταμάθετε τα κρίνα τού αγρού πώς αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει

   Τα πουλιά ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν αλλά ο Θεός δεν τα αφήνει, τον άνθρωπο λοιπόν θα εγκαταλείψει; Ή μήπως εμείς ξέρουμε καλύτερα από το Θεό τι ανάγκες έχουμε;
    Και συνεχίζει:
 Κατά Μάρκον Η' 36 τι γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού~ 37 ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού~
    Πάραυτα αρκετοί πατέρες λένε ότι δεν είναι πάντα κακό στην προσευχή μας να αιτούμεθα στο Θεό και για υλικά αγαθά υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτά δεν υποσκελίζουν / υποβαθμίζουν την προσευχή όσον αφορά το πνευματικό-σωτηριολογικό της χαρακτήρα για εμάς καθώς και να μην αποτελούν πρόσκομμα πνευματική μας προσπάθεια και προκοπή, τόσο τη δική μας όσο και της οικογένειάς μας. 
   Για να μιλήσουμε λοιπόν με το Θεό πρέπει καταρχήν να μάθουμε με ποιον μιλάμε και δε δείχνουμε να ενδιαφερόμαστε για αυτό. Αυτό θα συμβεί μονάχα εάν το επιθυμήσουμε πραγματικά με τη μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων οι οποίες με τις αναλύσεις τους έκαναν τη Γραφή ένα είδος «κρέμας» για πνευματικά νήπια όπως εμείς και με την ενεργή συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας. Διαφορετικά πώς θα Τον γνωρίσουμε; Όσο πάντα βέβαια μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει το Θεό. «Πλησίασε με άυλον τρόπον τον Άυλον και θα εννοήσεις» τονίζει ο άγιος Νείλος ο ασκητής. Κι όταν συμβεί αυτό θα ξέρουμε τι να Του ζητήσουμε. Όπως δεν μπορούμε σε ένα δικηγόρο να ζητήσουμε να μας θεραπεύσει μια νόσο ή σε έναν καθηγητή σχολείου να μας κτίσει ένα σπίτι, ομοίως και από το Θεό δεν μπορούμε να περιμένουμε πράγματα ενάντια στη σωτηρία μας. Ο Θεός είναι «ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών» και από Αυτόν πρέπει να προσδωκούμε τις απαραίτητες επεμβάσεις - θεραπείες συνεπεία των οποίων θα κερδίσουμε μια θέση στη Βασλεία των Ουρανών.
   
    Ο Θεός εν τέλει ακούει, εμείς δε γνωρίζουμε να μιλάμε.

    Ο Θεός έχει και δίνει, εμείς δε γνωρίζουμε τι έχει ζητώντας τα δικά μας.

Το ναι και το όχι του Θεού!


A΄ ΤΟ ΟΧΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ  
Το ναί και το όχι
Ένα όχι ή ένα ναί μεταξύ των ανθρώπων προϋποθέτει μία συνάντηση και μία συζήτηση, μία  συνομλία. Προϋποθέτει μάλιστα και συζήτηση έντονη, μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια πάντα, που μπορεί  να καταλήξει και σε διαξιφισμούς. Που ο ένας από τους δύο μπορεί να ακούσει και τα παρακάτω: Δεν σου δίνω αυτό που θέλεις, δεν μπορεί να γίνει αυτό που ζητάς, δε σε συμφέρει να γίνει αυτό γι’ αυτό και γι’ αυτό το λόγο, όχι δεν μπορεί να γίνει αυτό, υπάρχουν προβλήματα και συνέπειες.
Αυτά μπορεί να είναι τα αποτελέσματα μιάς συναντήσεως και συζητήσεως, χωρίς να αποκλείωνται βέβαια και τα θετικά σημεία πάντοτε, και μάλιστα όταν η συζήτηση γίνεται με αγάπη και κατανόηση και νηφαλιότητα.
Μία συνάντηση με τον Θεό είναι και η προσευχή. Και αυτό προϋποθέτει έναν ακούοντα, τον Θεό και έναν λέγοντα, τον άνθρωπο. Έτσι ονομάζει την προσευχή ο ι. Χρυσόστομος. Ο Ευάγριος θα μας πεί ότι είναι ανάβασις του νού και ο άγ. Ιωάννης της Κλίμακος αρπαγή του νού πρός το Θεό.
Αυτή η συνάντηση όμως, η ανάβαση και η αρπαγή σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη μπορεί να έχει πολλές φορές και πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στον άνθρωπο. Διότι είναι συνάντηση δύσκολη.
Και δεν είναι μόνο συνάντηση. Είναι και σχέση μαζί. Μία σχέση βαθειά που δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε σε μάς, ούτε στον Θεό. Το γεγονός ότι ο Θεός μπορεί να κάνει αισθητή την παρουσία Του ή μπορεί να μας αφήσει με την αίσθηση της απουσίας Του, είναι απόδειξη της ζωντανής αυτής και πραγματικής σχέσεως. Εάν μπορούσαμε να Τον παρασύρουμε μηχανικά σε μία συζήτηση, να Τον αναγκάσουμε δηλαδή να μας συναντήσει , απλά και μόνο επειδή εμείς διαλέξαμε τη στιγμή αυτή να Τον συναντήσουμε, δεν θα υπήρχε ούτε σχέση ούτε συνάντηση.
Είναι λοιπόν συνάντηση αλλά και σχέση μαζί η προσευχή αλλά και συνομιλία με τον Θεό. Η σνάντηση αυτή μπορεί να έχει και ως αποτέλεσμα να σκούσει κανείς, ανθρώπινα μιλώντας, αυτά που λέχθηκαν παραπάνω. Όχι με τον ίδιο τρόπο βέβαια. Με τον τρόπο που γνωρίζει ο Θεός και που είναι διαφορετικος στον καθένα μας.
Μερικές φορές έχουμε εμείς οι ίδιοι κάποια αίσθηση της απουσίας του Θεού. Στεκόμαστε μπροστά στο Θεό και φωνάζουμε δυνατά σε ένα άδειο ουρανό από τον οποίο δεν έρχεται καμμία απάντηση γυρίζουμε πρός όλες τις κατευθύνσεις και Εκείνος δεν φαίνεται πουθενά.
Έτσι ακούμε πολλές φορές από συνανθρώπους μας λόγια σαν αυτά: Προσευχήθηκα πολύ, έκλαψα πάνω στον πόνο μου, παρακάλεσα τους αγίους, την Παναγία μας, πήγα και σε προσκυνήματα διάφορα, δεν έγινε τίποτα. Η απάντηση από το Θεό ήταν αρνητική. Είπε όχι ο Θεός.

Λέει  όχι ο Θεός;
 Πότε όμως ο Θεός λέγει όχι στον άνθρωπο;
Η φράση ή το άκουσμα ακόμα ΟΧΙ από τον Θεό, είναι μία πρόκληση για όλους τους ανθρώπους. Και η πρόκληση αυτή μεταβάλεται σε σκάνδαλο μετά τις αλεπάλληλες διαβεβαιώσεις του Θεού για την εκπλήρωση και χορήγηση κάθε αιτήματος εκείνου που προσεύχεται. Ποιά έννοια θα είχε η καθαρή δήλωση του Κυρίου ‘’Πάντα όσα αν αιτήσητε εν τω ονόματι μου λήψεσθε’’, ό,τι θα ζητήσετε στο όνομα μου θα το λάβετε’’, ή το ‘’αιτείτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται…’’, αν υπήρχε πιθανότητα έστω κάποιας αρνητικής απαντήσεως εκ μέρους του Θεού στον αγωνιώντα και προσευχόμενο άνθρωπο;
Και πώς θα μπορούσε να ερμηνευτούν αυτές οι κατηγορηματικές υποσχέσεις του Κυρίου, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν δεν είναι μοναδική η διαβεβαίωση του Κυρίου για το θέμα αυτό;
Το πρώτο πρόβλημα που προκύπτει, είναι αν πραγματικά ο Θεός απαντά ή όχι στις προσευχές μας. Αν υπάρχουν αναπάντητες προσευχές εκ μέρους του Θεού. Αν δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις που χριστιανοί ζήτησαν διάφορα πράγματα στην προσευχή τους από τον Θεό και δεν έλαβαν καμμία απάντηση ή συνέβη το εντελώς αντίθετο από αυτό που περίμεναν. Δηλαδή η απάντηση του Θεού ήταν αρνητική.
Ο Μ. Βασίλειος διατυπώνει την εξής ερώτηση: ‘’Γνωρίζει ο Θεός την καρδιά εκείνων που προσεύχονται. Ποιά ανάγκη έχει ο Θεός της διατυπώσεως των αιτημάτων από τους πιστούς, αφού γνωρίζει εκείνα που έχουν ανάγκη και μας χορηγεί πλούσια αυτά που είναι απαραίτητα για την συντήρηση μας;’’ Και απαντά ο ίδιος. Ναι, γνωρίζει ο Θεός τις ανάγκες των ανθρώπων και ‘’πάντα τα σωματικά πλουσίως παρέχει ημίν, οίον την βροχήν επί δικαίους και αδίκους’’, αλλά συμπληρώνει·  ‘’την πίστη και τα κατωρθώματα της αρετής και την βασιλείαν των ουρανών , εάν μη αιτήσεις μετά καμάτου και παραμονής πολλής ου λαμβάνεις’’,  ‘’αν δεν τα ζητήσεις με κόπο και επιμονή δεν τα παίρνεις’’. (Ασκητικές διατάξεις). Εδώ έχουμε μία πιθανή αναπάντητη προσευχή, επειδή δεν τηρήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Διότι λέγει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο άγιος: ‘’Δει γαρ πρότερον ποθήσαι, ποθήσαντα δε ζητήσαι εξ αληθείας εν πίστει και υπομονή τα παρ’ εαυτού εισφέροντα, εν μηδενί κρινόμενος υπό του ιδίου συνειδότος ως αμελώς ή ραθύμως αιτούντος, και τότε λαβείν, ότε θέλει ο Κύριος…’’. ‘’Πρέπει δηλαδή πρώτα να επιθυμήσει κανείς κάτι, κατόπιν να το ζητήσει πραγματικά με πίστη και υπομονή κάνοντας και το ίδιος ότι μπορεί, χωρίς να κατακρίνεται για τίποτε απο τη συνείδηση του ότι προσεύχεται με αμέλεια ή με ραθυμία, και τότε θα πάρει αυτό που ζήτησε, όταν θέλει ο Κύριος…’’.
Υπάρχει αίτηση και αίτηση· υπάρχει αίτηση θεοφιλής και αίτηση που δεν εγκρίνεται από τον Θεό. Έτσι λέγει και ο Ιερός Χρυσόστομος.
Πολλές φορές οι προσευχές που αναφέρονται στα υλικά παραμένουν αναπάντητες, ενώ εισακούονται όλες οι προσευχές που αναφέρονται στα πνευματικά θέματα. ‘’Επι μεν των βιοτικών πολλάκις ζητήσαντες ούχ εύρομεν· επί δε των πνευματικών ούκ ένι τι τοιούτον, αλλά ανάγκη πάσα τον ζητούντα ευρείν…’’.
Πάντως όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ομολογούν ότι όντως υφίσταται το πρόβλημα των αναπάντητων προσευχών ή της αρνήτικής απαντήσεως στην προσευχή εκ μέρους του Θεού.
Για τον αγ. Ιωάννη της Κλίμακος το ότι ‘’ο Θεός ου παρέχει τοις αιτούσι τας χάριτας’’, δεν εκπληρώνει δηλαδή τα αιτήματα εκείνων που ζητούν κάτι, είναι καθαρά θέμα οικονομίας του Θεού. ΔΕΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙ στους αιτούντας να ικανοποιηθεί το αίτημα τους και για τον λόγο αυτό ο Θεός δεν το ικανοποιεί.
Υπάρχει όμως και άλλη εξήγηση στο θέμα μας: Τονίζει ο σοφός Ωριγένης: ‘’Ει δε ο αιτών λαμβάνει’’ και τα εξής, ο μη λαμβάνων ουκ αιτεί ει και δοκεί τι αιτείν , και ο μη ευρίσκων ουκ εζήτησεν τω μη ορθώς, μωρώς δεν ζητείν και λογομαχείν επ’ ουδέν χρήσιμον, ω τε ούκ ανοίγεται , ου κρούει καν τοίχους ή τα έξω της θύρας κρούει’’. Δηλαδή · ‘’αν, αυτός που ζητεί , λαμβάνει σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου, αυτός που δεν λαμβάνει δεν ζητεί, μολονότι φαίνεται ότι ζητεί, και αυτός που δεν ευρίσκει κάτι, δε ζήτησε κάτι χρήσιμο, και εκείνος που χτυπούσε την πόρτα, δεν την χτυπούσε, αν και φαινόταν ότι καθόταν έξω από την πόρτα και δίπλα στους τοίχους και χτυπούσε να τον ανοίξουν’’. Το επιχείρημα βασίζεται την υπόσχεση και την αξιοπιστία του Θεού. Εφ’ όσον ο Θεός υποσχέθηκε ότι θα εκπληρώσει τα αιτήματα του προσευχόμενου και εφ’ όσον ο Θεός είναι κατά πάντα αξιόπιστος, αυτό σημαίνει ότι αν αυτός που προσευχήθηκε δεν έλαβε απάντηση, στην πραγματικότητα δεν ζήτησε. Απλώς είχε την αυταπάτη ότι ζητά ή κρούει την θύρα του ελέους, αλλά στην πραγματικότητα ‘’ελογομάχει μωρώς επ’ ουδενί χρήσιμον’’. Κατά τον Ωριγένη λοιπόν η αναπάντητη προσευχή δεν είναι καν προσευχή. Διότι κανένας από εκείνους που δεν έλαβαν, δεν προσευχήθηκε. Διότι δεν είναι σωστό να ισχυρισθούμε ότι ψεύδεται εκείνος που λέγει ‘’πας ο αιτών λαμβάνει’’. Δεν υπάρχει λοιπόν απάντηση στις προσευχές , που δεν είναι προσευχές, μονολότι φαίνεται ότι είναι προσευχές.
Σε ποιές προσευχές ο Θεός απαντά αρνητικά
 Οι πατερικές απόψεις υπογραμμίζουν τις εξής περιπτώσεις: α) του κακού ανθρώπου η προσευχή δεν εισακούεται, λέγει ο Ερμάς: ‘’Πως λοιπόν αυτός θα έχει την απαίτηση να εισακουσθεί από τον Κύριο χωρίς να δουλεύει για τον Κύριο;’’ Εδώ δεν εννοείται ο αμαρτωλός άνθρωπος, διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί·εννοείται ο διαστρεβλωμένος άνθρωπος και κακοήθης, ο υποκριτής και αμετανόητος. Αυτός δεν μπορεί να λάβει κάτι από τον Θεό, όταν προσεύχεται, διότι και όταν ακόμη προσεύχεται, δεν κινείται από αγάπη πρός τον Θεο ή δεν κάνει κάτι για την δόξα του Θεού ή για την σωτηρία της ψυχής του. προσεύχεται κινούμενος μόνο από το προσωπικό του συμφέρον. Στην πραγματικότητα πρόκειται για άπιστο , ο οποίος  χρησιμοποιεί την προσευχή για εύκολο πορισμό. Η πράξη του δεν είναι ειλικρινής ούτε ενσυνείδητη και γι’ αυτό η απάντηση του Θεού στα αιτήματα του είναι απορριπτική , απαντάει αρνητικά ο Θεός στις προσευχές του.
β) Το ίδιο θα συμβεί και με την προσευχή των μοχθηρών ανθρώπων. Και η προσευχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα το όχι του Θεού, διότι είναι πολύ βλαβερή και γι’αυτούς τους ίδιους αλλά και για τους άλλους ανθρώπους. Τονίζει χαρακτηριστικά ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: ‘’Γιατί να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των μοχθηρών ανθρώπων, όταν και εκείνα, τα οποία θα τα λάβουν και νομίζουν ότι θα τους κάνουν ευτυχείς, θα τους βλάψουν, όταν θα τα πάρουν, διότι δε γνωρίζουν πως να χρησιμοποιήσουν τα χαρίσματα αυτά; Διότι αυτοί δεν ζητούν τα όντα, δηλαδή τα πραγματικά αγαθά, αλλά εκείνα που φαίνονται αγαθά, δίχως να είναι όμως αγαθά. Δηλαδή, ο Θεος, αν εκπλήρωνε τα αιτήματα τους, θα γινόταν συναγερμός στο κακό, το οποίο θα διέπρατταν οι άνθρωποι αυτοί και γι’ αυτό αρνείται να ικανοποιήσει τα παράλογα αιτήματα τους.
Πόσο χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός χριστιανού, ο οποίος, όταν ήταν παιδί, έβλεπε τον παππού του καθημερινά να βγάζει τα δόντια του και να τα πλένει. Και παρακαλούσε το Θεό να μπορέσει και ο ίδιος να κάνει αυτό που έκανε ο παππούς του να βγάζει και αυτό τόσο ευκολα τα δόντια του να τα πλένει!
γ) Όταν η προσευχή μαρτυρεί έλλειψη συναισθήσεως του τι πράγματι ζητούμε, και τότε μένει αναπάντητη, έχει αρνητική απάντηση εκ μέρους του Θεού. Κλασσικό παράδειγμα είναι το αίτημα των υιών Ζεββεδαίου, το οποίο δεν ικανοποιήθηκε, διότι, όπως αιτιολόγησε ο ίδιος ο Κύριος δεν ήξεραν τι ζητούσαν. Αλλά και μείς πολλές φορές στις προσευχές μας λέμε· ‘’Κύριε, κατάταξε μας μαζί με τους προφήτες, με τους δίκαιους και τους πατριάρχες, να βρεθούμε και μείς μαζί με αυτούς. Όταν τα λέμε αυτά ‘’ούκ αισθανόμεθα τι ευχόμεθα’’.Αυτό το αίτημα είναι αγαθό, αλλά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τρόπο χαριστικό. Απαιτεί ανάλογη προετοιμασία και αγιότητα του βίου του προσευχόμενου και αυτό πρωτίστως πρέπει να επιδιώκει και να παρακαλεί τον Θεό να τον αξιώσει να κατορθώσει. Όταν λείπουν οι προϋποθέσεις, ούτε και το αίτημα μας τα αγαθό μπορεί να εκπληρωθεί, διότι αυτό αποδεικνύει καθαρά ότι ‘’ούκ αισθανόμεθα τι ευχόμεθα’’, δηλαδή δεν καταλαβαίνουμε τι ζητούμε με την προσευχή μας. Τότε ο Θεός λέγει όχι στην προσευχή μας.
δ) Ο Μ. Βασίλειος προβάλλει και την έλλειψη ομόνοιας και συμφωνίας μεταξύ των αδελφών ως αιτία της μη ικανοποιήσεως των αιτημάτων της προσευχής, αιτία δηλαδή που θα πεί και πάλι ο Θεός όχι. Ο Κύριος είπε ότι θα ικανοποιήσει τα αιτήματα των ανθρώπων με την προϋπόθεση ότι αυτοί θα είναι σύμφωνοι ‘’παρί παντός πράγματος’’ που θα ζητήσουν από τον Κύριο. Όταν η προϋπόθεση αυτή δεν τηρείται και η απάντηση του Θεού είναι αρνητική.
Ο Θεός δεν ικανοποιεί αιτήματα παράλογα ή άτοπα.  Απορρίπτει ακόμη και προσευχές με αγαθό περιεχόμενο, όταν το αποτέλεσμα της προσευχής μπορεί να βλάψει, όταν η βλάβη μπορεί να προέλθει απο την ασυμφωνία των αδελφών.
Για να μη σκανδαλισθεί πάντως εκείνος που προσεύχεται, σωστό είναι να έχει υπ’ όψιν του τη συμβουλή του Ευάγριου, ο οποίος αναφέρει : ‘’Προσευξάμενος ως δεί, προσδόκα, α μη δεί, και στήθι ανδρείως φυλάττων τον καρπόν σου’’. ‘’Αφού προσευχηθείς όπως πρέπει, να περιμένεις εκείνα που δεν πρέπει. Τότε να περιμένεις με γενναιότητα στην προσευχή πάλι φυλάττοντας τον καρπό της προσευχής’’. Ακόμη και στην περίπτωση που ο πιστός νομίζει ότι προσεύχεται σωστά, ας περιμένει αρνητική απάντηση. Έτσι δεν θα χαθεί εντελώς η ωφέλεια από την προσευχή. Διότι όπως τονίζει ο Ιερός Χρυσόστομος, στην προσευχή δεν υπάρχει ποτέ αποτυχία. Αφού πολλές φορές και όταν νομίζουμε ότι απέτυχε η προσευχή μας, τότε είχε καλλίτερο αποτέλεσμα. ‘’Έλαβες εν τω μη λαβείν, επέτυχες εν τω μη επιτυχείν’’.
Γιατί δεν απαντά ο Θεός στις προσευχές μας
 Η προσευχή μένει αναπάντητη, όταν το περιεχόμενο της έλθει σε αντίθεση με εκείνο που παρέδωσε ο Κύριος.
‘’Όταν ο άνθρωπος αφήσει τα θελήματα του, τότε συμφιλιώνεται μαζί του ο Θεός και δέχεται την παροσευχή του’’.
Και αν απαντήσει κανείς ότι μερικοί, μολονότι ζήτησαν από τον Θεό αγαθά πράγματα, δηλαδή κτήση αρετών και θείο φωτισμό, δεν έλαβαν τίποτε από εκείνα που ζήτησαν, τότε απαντούμε ‘’ότι ου αυτά καθ’ εαυτά τα αγαθά ηξίωσαν λαβείν, αλλ’ ένεκα του επαινείσθαι δι’ αυτά’’ δηλαδή δεν ζήτησαν αυτά καθ’ εαυτά τα αγαθά, αλλά η αίτηση τους ήταν γεμάτη από υπερηφάνεια. Ήθελαν να υπορηφανεύονται με τα αγαθά, τα οποία θα δέχονταν από τον Θεό’’.
Με άλλα λόγια, κι αν ακόμη το περιεχόμενο της προσευχής είναι αγαθό, η πρόθεση όμως του προσευχόμενου είναι πονηρή, τότε η απάντηση του Θεού στον προσευχόμενο είναι αρνητική, ο Θεός απαντά με το όχι.
Όταν ζητήσουμε κάτι και δεν λάβουμε, λεγει ο Μ. Βασίλειος, να σκεφθούμε τα εξής: α) Ή χρεαζόταν μεγαλύτερη επιμονή και καρτερία στην προσευχή·β) ή ότι ήταν απαραίτητο να διορθωθεί ο χαρακτήρας του προσευχόμενου και να δείξει μεγαλύτερη φροντίδα για την προσευχή· ή γ) το αίτημα της προσευχής δεν ικανοποιήθηκε λόγω αναξιότητας εκείνου που προσευχόταν.
Όταν τώρα σε μας δεν υπάρχει μόνο ένας λόγος από τους τρεις, αλλά περισσότεροι, τότε φυσικό είναι να μην δεχόμαστε κάποια απάντηση  από τον Θεό ή η απάντηση να είναι αρνητική. Τότε αισθάνεται κανείς και την απουσία του Θεού πιό έντονα.
Βέβαια αυτή αίσθηση της απουσίας του  Θεού καατά την προσευχή μας είναι εσφαλμένη ή και άδικη. Αν βλέπαμε τη σχέση μας που δημιουργείται με το Θεό κατά την ώρα της προσευχής με το πρίσμα της αμοιβαιότητας, τότε ο Θεός θα μπορούσε να παραπονεθεί για μας πολύ περισσότερο από ότι εμείς γαι Εκείνον. Παραπονούμαστε, γιατί δε μας φανερώνεται στα λίγα λεπτά που του αφιερώνουμε. Αλλά τι μπορούμε να πούμε για τις εικοσιτρείς και μισή ώρες που ο Θεός μπορεί να κτυπά την πόρτα μας και μείς απαντάμε, ‘’συγγνώμη, είμαι απασχολημένος;’’ Ή όταν δεν απαντάμε καθόλου, γιατί δεν έχουμε ακούσει το κτύπημα στην πόρτα της καρδιάς μας, του νού μας, ή της συνείδησης μας, της ζωής μας; Έτσι φθάνουμε σε μία κατάταση στην οποία δεν έχουμε δικαίωμα να παραπονούμαστε για την απουσία του Θεού, γιατί εμείς είμαστε πολύ περισσότερο απόντες από όσο εκείνος υπήρξε ποτέ.
Αξιονημόνευτες είναι οι απαντήσεις που δίνει ο ιερός Χρυσόστομος στο θέμα μας. Ο Θεός απαντά αρνητικά:
α) Όταν τα αιτήματα της προσευχής είναι ασύμφορα. Εδώ είναι προτιμότερο να μην εισακουσθεί η προσευχή από το να εισακουσθεί. Να μη χαιρόμαστε μόνο όταν ακουγόμαστε, αλλά και όταν δεν ακουγόμαστε. Η αρνητική απάντηση στην προσευχή μπορεί να συμβεί ακόμη και σε αγίους, όπως συνέβη στον Μωυσή και στον Παύλο. ‘’Δεν επέτρεψε ο Θεός στο Μωυσή να εισέλθει στη γή της Επαγγελίας, και ο Παύλος παρακαλώντας για την υγεία του δεν εισακούστηκε, επειδή ζήτησε ασύμφορα πράγματα’’.
 β) Η προσευχή παραμένει αναπάντητη ‘’ όταν ραθύμως αιτούμεν’’, διότι ο Θεός σοφίζεται για μας πότε μας συμφέρει η χορήγηση των αιτημάτων μας. Αν οι άνθρωποι γνωρίζουν να δίνουν ωφέλιμα πράγματα στα παιδιά τους, πολύ περισσότερο  ο Θεός γνωρίζει το ‘’πότε να δώσει και τι να δώσει. Διότι όλα τα κάνει γαι το συμφέρον μας’’.
γ) Άλλη αιτία της μη εκπλήρωσης των αιτημάτων της προσευχής μας είναι όταν ‘’τοις αμαρτήμασιν επιμένοντες καυχόμεθα’’. Όταν δηλαδή είμαστε αμαρτωλοί και όχι απλώς επιμένουμε στην αμαρτία, αλλά και καυχώμαστε γι’ αυτήν. Τότε η απάντηση του Θεού είναι αρνητική, δεν λαμβάνουμε καμμία απάντηση στις προσευχές μας. Κλασσικό παράδειγμα είναι η παρίπτωση του προφήτου Ιερεμίου με τους Ιουδαίους. Παρακαλούσε ο προφήτης τον Θεό να λυπηθεί τον λαό αυτό και ο Θεός του απαντά: ‘’Μην προσεύχεσαι γι αυτούς, διότι δε πρόκειται να σε ακούσω. Δεν βλέπεις τι κάνουν αυτοί; Καίνε τα λίπη και κάνουν κατασκευάσματα πρός τιμήν των αστέρων και της στρατιάς του ουρανού’’. Μην προσεύχεσαι δηλαδή γι’ αυτούς που δε σταματούν την αδικία, που ζούν με τόση ασέβεια, που καταφεύγουν στη μαγεία. Διότι και σήμερα υπάρχει το φαινόμενο αυτό τρέχουν μερικοί στους αγίους, αλλά δεν εγκαταλείπουν και τα μέντιουμ ή τις χαρτορίχτρες και τους αστρολόγους. Αυτό δείχνει ότι δεν μπορούν να καταλάβουν τη νόσο από την οποία πάσχουν, αλλά ζούν με αναισθησία. ‘’Δε βλέπεις την υπερβολική παραφροσύνη’’; Συμπληρώνει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος. Για ένα πράγμα μόνο πρέπει να φροντίζει κάποιος στις περιπτώσεις αυτές. Να κάνει τους ανθρώπους που πάσχουν από τη νόσο αυτή, να ξεπεράσουν την ασθένεια τους, να αισθανθούν τη νόσο τους, να τους ακολουθήσει και η βοήθεια του Θεού.
δ) Ανεκπλήρωτα παραμένουν τα αιτήματα μας όταν έχουμε μνησικακία, όταν προσευχόμαστε εναντίον των εχθρών μας και εναντίον εκείνων που μας έχουν λυπήσει. Τονίζει χαρακτηριστικά ο αββάς Ησαΐας ο Αναχωρητής: ‘Να μην έχεις έχθρα εναντίον ουδενός ανθρώπου, διότι η προσευχή σου δεν θα είναι δεκτή  απο τον Θεό. Να ειρηνεύεις με όλους, για να αποκτήσεις παρρησία στο Θεό, όταν θα προσεύχεσαι. Εκείνος που θέλει να προσεύχεται στο Θεό από τα βάθη της διάνοιας του, να είναι αληθινή και καθαρή η προσευχή του, πρέπει πρώτα να ερευνά το νού του τι σκέψεις έχει, ώστε , όταν λέγει στο Θεό ‘’ελέησον με ‘’, να έχει συγχωρήσει τον συνάνθρωπο του. Διότι, εφ’ όσον τυραννούμαστε όλοι από τη βία της αμαρτίας, δεν πρέπει ποτέ να σκεπτώμαστε κάτι εναντίον κανενός ανθρώπου.
Όταν όμως ενεργούμε αντίθετα σ’ αυτά, τότε όχι μόνο δεν εισακουόμαστε, αλλά και παροξύνουμε τον Θεό, διότι εκείνα που λέμε στην προσευχή μας για τους εχθρούς μας ‘’ούκ έστιν ανθρώπου, αλλά διαβόλου ρήματα’’. Και επί πλέον με τον τρόπο αυτό ζητά κανείς από τον Θεό να αλλάξει τον περί αγάπης νόμο τον οποίο ο ίδιος έχει θεσπίσει. Η προσευχή, λέει ο χρυσοστομικός κάλαμος, είναι φάρμακο. Αλλά το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιηθεί πρίν από την ημερομηνία λήξεώς του. Πρέπει να ξέρει κανείς πότε και πώς να το χρησιμοποιήσει. Διαφορετικά η δραστική του ενέργεια δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, κανένα όφελος. ‘’Ουδέ την όνησιν αυτού καρπούμεθα’’.
Τέλος ο Άγ. Ιωάννης  της Κλίμακος βλέπει την  οικονομία του Θεού στο ότι ‘’Αυτός ου παρέχει τοις αιτούσι τας χάριτας’’. Θεωρεί ότι το όχι του Θεού στα αιτήματα μας, είναι μακροθυμία του Κυρίου και γι’ αυτό ο πιστός δεν πρέπει να λυπάται.
Τα αίτια της αρνητικής απαντήσεως του Θεού, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος είναι: Ή ότι ο προσευχόμενος είναι εντελώς ανάξιος να λάβει απάντηση στα αιτήματα του , ή β) τα αιτήματα της καρδιάς του δεν είνα σύμφωνα μα τα αιτήματα της προσευχής του, δηλαδή άλλα έχει στην καρδιά του και άλλα ζητά από τον Θεό, ή γ) δεν είναι ακόμη έτοιμος να λάβει το χάρισμα, το οποίο ζητάει.

Β΄ΤΟ ΝΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Πότε εισακούονται οι προσευχές μας
Φυσιολογικό έρχεται τώρα το εξής θέμα: Πότε και ποιοί είναι οι όροι με τους οποίους οι προσευχές μας γίνονται ακουστές.
Εάν πράγματι επιθυμούμε να προσευχηθούμε σωστά και να έχει αποτέλεσμα η προσευχή μας, πρέπει να έχουμε την βεβαιότητα ότι είμαστε αμαρτωλοί και έχουμε ανάγκη σωτηρίας· ότι είμαστε αποκομμένοι από τον Θεό, ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς Αυτόν και ότι το μόνο που μπορούμε να Του προσφέρουμε είναι η αγωνιώδης επιθυμία μας να μας δεχτεί  ‘’εν μετανοία’’, να μας δεχθεί με έλεος και αγάπη.
Πρίν χτυπήσουμε την πόρτα για να μας ανοίξει ο Θεός, πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε έξω από αυτήν. Αν ξοδεύουμε τον καιρό μας φανταζόμενοι ότι ήδη βρισκόμαστε στη Βασιλεία του Θεού, ασφαλώς δεν υπάρχει λόγος για να κτυπάμε κάποια πόρτα για να ανοίξει. Τότε θα πρέπει να κυττάξουμε γύρω μας να δούμε που βρίσκονται οι άγιοι και οι άγγελοι και που βρίσκεται ο τόπος που μας ανήκει και όταν δεν θα δούμε τίποτε παρά σκοτάδι, τότε δικαιολογημένα θα εκπλαγούμε διαπιστώνοντας ότι ο Παράδεισος δεν είναι καθόλου ελκυστικός!
Για να έχει αποτέλεσμα η προσευχή μας, πρέπει να γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε έξω από την Βασιλεία του Θεού. Τότε ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας: πώς πρέπει να κτυπήσω την πόρτα για να παράσω μέσα; Δεν μπορούμε να κτυπήσουμε την πόρτα αυτή- διότι κανένας δεν θα μας απαντήσει- αν δεν είμαστε ελεύθεροι από οποιασδήποτε προσκόλληση στα γήϊνα, έτσι ώστε να έχουμε χέρια ελεύθερα, μία καρδιά τελείως ανοιχτή. Όχι σαν το γεμάτο πορτοφόλι που φοβόμαστε να το έχουμε ανοιχτό, μην πέσουν τα χρήματα μας αλλά σαν ένα ανοιχτό και άδειο πορτοφόλι, και μία διάνοια τελείως ανοιχτή στο άγνωστο και το απροσδόκητο. Δηλαδή για να προσευχηθεί κάποιος σωστά και καθαρά, πρέπει να είναι ελεύθερος να δοθεί ολοκληρωτικά στον Θεό.
Ο όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος μας δείχνει έναν απλό τρόπο για την επιτυχία της προσευχής μας: Πρέπει, τονίζει, να έχουμε ζωντανή την αίσθηση της παρουσίας του Θεού. ‘’Η αίσθηση αυτή θα είναι τόσο καθαρή όσο ένας ισχυρός πονόδοντος’’. Όταν κάποιος έχει πονόδοντο, δεν τον ξεχνά καθόλου. Μπορεί να κάνει οποιαδήποτε πνευματική ή σωματική εργασία, ο πονόδοντος όμως είναι συνέχεια παρών και δεν μπορεί να ξεφύγει από την αίσθηση της παρουσίας του.
Έτσι πρέπει να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού. Τέτοια λαχτάρα, τέτοιον πόνο να αποκτήσουμε για τον Θεό. Με τέτοια αίσθηση, όταν κάποτε χάσουμε την επαφή μας μαζί Του με την προσευχή, θα σκεπτόμαστε: ‘’Είμαι μόνος, πού είναι Εκείνος’’;
Αν έτσι βιώνουμε την παρουσία του Θεού, οι προσευχές μας εισακούονται από τον Θεό.
Ο Ωριγένης αναφέρει ότι ο Θεός ανταποκρίνεται στις προσευχές εκείνων που ακούν και εφαρμόζουν το λόγο του Θεού. ‘’Ει ήκουσας αυτού, εισακούεταί σου’’, ‘’αν τον άκουσες, θα σε ακούσει’’. Όταν ο προσευχόμενος ακούει τον Θεό, τότε η επιθυμία του να εισακουσθεί από τον Θεό έχει κάποια ηθική δικαίωση.
Ο Μ. Βασίλειος εξαρτά την δυνατότητα του να εισακουσθεί η προσευχή του πιστού από την ταπείνωση του και από το ανώτερο περιεχόμενο της προσευχής. ‘’Εαν κανείς, τονίζει, οδηγείται από το Άγιον Πνεύμα και μη έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό του ταπεινώνεται για να υψώσει τους άλλους και δεν λέγει τίποτε το ταπεινό και ασήμαντο ή δεν ζητά τα κοσμικά και επίγεια, η προσευχή του ανθρώπου αυτού εισακούεται από τον Θεό’’. Εδώ η προσευχή γίνεται εισακουστή , διότι το περιεχόμενο της εγκρίνεται εκ των προτέρων από τον Θεό.
Ο αγ. Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης υποστήρζει ότι ο Θεός ακούει την προσευχή, όταν δεν ζητούμε τα αδύνατα , αλλά τα ‘’εικότα’’. Δηλαδή το περιεχόμενο της προσευχής είναι καθοριστικό για το αποτέλεσμα της. Και το περιεχόμενο της θα είναι κατάλληλο όταν ‘’είναι συμφωνη με το δίκαιο, για να μπορέσει να επισπάσει την θεία βοήθεια σύμφωνα με την φύση της αιτήσεως· διότι σ’ εκείνους που καλούν την βοήθεια του Θεού για λόγους πλεονεξίας ή ειρωνίας, δεν επέρχονται , μολονότι σ’εκείνους που αδικούνται παρουσιάζεται αυτόκλητη’’.
Το κακό είναι το εξής: Εμείς αντί να προσευχόματε να γίνει το θέλημα του Θεού, συχνά προσπαθούμε να πείσουμε τον Θεό να κάνει τα πράγματα όπως εμείς τα θέλουμε. Πώς είναι δυνατό τέτοιες προσευχές να μην αστοχήσουν;
Στην πραγματικότητα καμία προσευχή δεν μένει αναπάντητη από τον Θεό. Ο Θεός απαντά με τρείς τρόπους: ΝΑΙ, ΟΧΙ, ΠΕΡΙΜΕΝΕ.
Εκπληρώνει αμέσως τα αιτηματα της προσευχής, ΑΜΕΣΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ- ή αναβάλλει προσωρινά και τα εκπληρώνει αργότερα, για να ασκηθούμε στην προσευχή και την υπομονή, ΠΕΡΙΜΕΝΕ, απάντηση εξ αναβολής, ή αρνείται ολοκληρωτικά να απαντήσει και να ικανοποιήσει τα αιτήματα του προσευχόμενου. Λέγει δηλαδή ΟΧΙ, αρνητική απάντηση. Στις αναπάντητες προσευχές δηλαδή, έχουμε αρνητική απάντηση του Θεού.
Αυτό σημαίνει ότι όλες οι προσευχές μας εισακούονται απο τον Θεό, αλλά εκλπηρώνονται μόνο εκείνες που εκπληρούν τους όρους της προσευχής και που συμφέρουν στον προσευχόμενο. Όπως λέγει ένας σοφός θεολόγος της Εκλησίας μας: ‘’ Όπως θέλει εκείνος δίνει. Τα δίνει όλα με σοφία, αν και μείς λόγω τη περιορισμένης δυνατότητας μας δεν μπορούμε να καταλάβουμε για ποιό λόγο τα δίνει στον καθένα’’.
Υπάρχει όμως και η άποψη ότι Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΛΗΣΜΟΝΕΙ να ικανοποιήσει τα αιτήματα των προσευχόμενων, ακόμη και όταν φαίνεται ότι αργεί να τα ικανοποιήσει ή όταν ικανοποιεί μερικά μόνο από τα αιτήματα αυτά. Ο ιερός Χρυσόστομος είναι κατηγορηματικός πάνω στο θέμα αυτό: ‘’μη νομίσετε, λέγει, ότι λησμόνησε ο Θεός και γι’ αυτό δεν απάντησε στο αίτημα. Διότι γνώρισμα δικό Του είναι να χορηγεί τα αγαθά Του και χωρίς να Τον παρακαλέσει κανείς. Όταν μάλιστα αυτοί που Τον παρακαλούν είναι ταπεινοί, τότε πολύ περισσότερο θα χορήγησει τα αγαθά Του σ’ αυτούς’’.
Είναι ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ να σκεφθούμε ότι ο Θεός λησμονεί να απαντήσει στις προσευχές των ανθρώπων, όταν είμαστε πλέον βέβαιοι από τις άγιες Γραφές και από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι ο Κύριος με πολλή ευχαρίστηση δέχεται τις προσευχές μας και τις ικανοποιεί με δαψίλεια, πολύ περισσότερο από ό,τι εμείς σκεπτόμαστε ή θέλουμε.
Όταν ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι ο Θεός γνωρίζει να απαντά και σε αλάλητες προσευχές ακόμη, επιτρέπεται έστω η παραμικρή αμφιβολία για την μνήμη, την αξιοπιστία και την αγάπη του Θεού, όσον αφορά στην αποδοχή της ‘’κραυγής’’ και της ‘’βοής’’ των τέκνων του; Η απάντηση βέβαια στην προσευχή έρχεται όταν θέλει ο Κύριος , διότι γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τι και πότε πρέπει να μας δώσει για να φυλάξουμε ‘’το δοθέν μετά φόβου’’.
H Πατερική δεοντολογία
Η προσευχή μας λοπόν στο Θεό είναι μία περιπέτεια. Μία ανάβαση που κάνουν οι ορειβάτες  στο υψηλότερο βουνό και που κάνουν οι χριστιανοί για να φθάσουν κοντά στο Θεό.
Για να γίνει η ανάβαση αυτή χρειάζεται ορισμένες προϋποθέσεις. Διαφορετικά θα ακούσουμε κάποιο όχι για τους λόγους που είπαμε πιό πάνω. Για να είναι σωστή η ανάβαση, για να έχουμε θετικά αποτελέσματα στην προσευχή μας, για να είναι η προσευχή μας πραγματική αρπαγή πρός τον Θεό και όχι τίποτε άλλο, υπάρχει μία πατερική δεοντολογία. Όταν τηρείται αυτή δεν μπορεί να ακούσει κανείς το όχι από τον Θεό.
Αναφέρθηκαν μερικά προηγουμένως. Ας τα επαναλάβουμε πιό συγκεκριμένα και συστηματικά:
α) Χρειάζεται αυτοσυγκέντρωση: ‘’αυτός που πρόκειται να παρακαλέσει, τονίζει ο ι. Χρυσόστομος, βλέπει και παρατηρεί μόνο εκείνον στον οποίον κάνει την αίτηση. Σε διαφορετική περίπτωση αν, αφήνοντας αυτόν που παρακαλεί, περιπλανάται εδώ και εκεί θα απέλθει άπρακτος’’. Η προσοχή μας πρέπει να είναι στραμμένη μόνο πρός Εκείνον.
Δεν είναι τα λόγια που ανεβάζουν την ψυχή πρός τον Θεό, που κάνουν την προσευχή να εισακούσθεί, είναι ο έντονος πόθος και η αγάπη που έχει κάποιος για το Θεό.
β) Απαραίτητο εφόδιο, λέγει ο αγ. Ιωάννης της Κλίμακος, είναι  η πίστη του προσευχόμενου. Αυτή ζωοποιεί την προσευχή και την κάνει άξια της αποστολής της. Διότι η πίστη δίνει φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να ανεβεί στον ουρανό.
γ) Άλλη προϋπόθεση είναι η τέλεια απόσπαση του προσευχόμενου από τα εγκόσμια και η προσήλωση του στο Θεό. Και όταν λέμε απόσπαση , δεν εννοούμε την σωματική απομάκρυνση.
Συμβαίνει βέβαια, και το έχουμε διαπιστώσει όλοι μας, την ώρα της προσευχής να έλθουν στο νού μς όλες οι υποθέσεις της βιοπάλης, είτε αυτές αναφέρονται στην οικογένεια μας, είτε στο κοινωνικό σύνολο. Μερικές φορές σωματικά είμαστε στην Εκκλησία, πνευματικά όμως απουσιάζουμε σε σημείο μάλιστα φεύγοντας να μην έχουμε ακούσει ούτε τα βασικότερα αναγνώσματα της Θείας Λειτουργίας. Είναι και αυτό ένα από τα τεχνάσματα του πονηρού για να μας απομακρύνει από την προσευχή. ‘’Ας μη γίνει ο καιρός της προσευχής σου καιρός κατά τον οποίο θα σκεφθείς όλα τα προβλήματα που έχεις’’. Τονίζει και πάλι ο της Κλίμακας Ιωάννης. Ακόμη όμως και αυτά τα απαραίτητα πράγματα για την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου στέκονται εμπόδιο στη σωστή επικοινωνία με τον Θεό, αφού γίνονται αντικείμενο μελέτης την ώρα της προσευχής.
δ) άλλη προϋπόθεση είναι η ελεημοσύνη, το έλεος το οποίο δείχνει στους πενέστερους αδερφούς.
Το έλεος αυτό, η ελεημοσύνη δηλαδή σε οποιαδήποτε μορφή, κάνει την προσευχή ως ‘’πτερόν’’ το οποίο εύκολα ανέρχεται στο Θεό. Αντίθετα η ασπλαχνία καταστρέφει τον πνευματικό καρπό, η προσευχή εξαφανίζεται, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, και μεταβάλλεται σε άκαρπη και επιζήμια απασχόληση. Γι’ αυτό και τονίζει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: ‘’Μοναχός ανελεήμων, δένδρον άκαρπον’’·κατά συνέπεια και κάθε χριστιανός που δεν εργάζεται την ελεημοσύνη, σε οποιαδήποτε μορφή και αν είναι αυτή, μοιάζει με δένδρο άκαρπο και οι προσευχές του δεν εισακούονται.
ε) δεν μπορούμε να ζούμε στην αμαρτία, να κάνουμε ό,τι θέλει ο κόσμος και όταν βρεθούμε σε κάποια δύσκολη κατάσταση νε έχουμε την απαίτηση από τον Θεό να εισακουσθούμε.
Γι’ αυτό τονίζουν  οι Πατέρες ‘’σε καιρό είρήνης’’, όταν δηλαδή όλα πηγαίνουν καλά και δεν έχεις κανένα πειρασμό, ‘’κάνε φίλο σου τον Θεό, για να τον έχεις σύμμαχο σε καιρό πολέμου’’.
Στ) Τέλος βασικό ρόλο έχει η συμμόρφωση του πιστού πρός το θέλημα του Θεού και η αποφυγή της εναντιώσεωες πρός ό,τι απαιτεί η συνομιλία με τον Θεό.
Επομένως όταν· α) τα αιτήματα της προσευχής μας δεν μας συμφέρουν ψυχικά και είμαστα ανάξιοι να λάβουμε ό,τι ζητούμε, όπως ο Μωυσής και ο Παύλος·β) όταν ‘’ραθύμως αιτούμεν’’ γ) όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό επιμένοντας στην αμαρτία αλλά και καυχώμενοι γι’αυτήν·δ) όταν έχουμε μνησικακία και προσευχόμαστε εναντίον εκείνων που μας έχουν λυπήσει και οι προσευχές μας είναι αντίθετα στο θέλημα του  Θεού,
τότε ο Θεός λέγει ΟΧΙ στις προσευχές μας.
Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος που προσεύχεται αναγνωρίζει ότι βρίσκεται έξω από την Βασιλεία του Θεού, αισθάνεται έντονα την παρουσία του Θεού, όπως αισθάνεται έναν πονόδοντο, διαθέτει σφοδρή αγάπη προς τον Θεό, πίστη στην ύπαρξη και τις υποσχέσεις Του, επιθυμία συμμόρφωσης πρός το θέλημα Του, αγάπη πρός τον πλησίον, την οποία εκδηλώνει με την ελεημοσύνη σε οποιαδήποτε μορφή, και βίο εν γένει ακατηγόρητο, τότε ‘’έσται ως νεοσσός αετού εν ύψει αιρόμενος’’, ‘’θα είναι σαν νεαρός αετός που πετά στα ύψη’’.
Τότε δεν θα ακούσει το όχι εκ μέρους του Θεού, αλλά θα ακούσει εκείνο που λέγει ο προφήτης Ησαΐας για στον προσευχόμενο·
‘’Ετι λαλούντος σου ερώ ιδού, πάρειμι’’ δηλαδή, ‘’Ενώ ακόμη θα ομιλείς πρός εμένα, θα σου πώ· Να, είμαι κοντά σου’’ (Ησ.58,9).

ΒΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βασιλείου του Μεγάλου. Ασκητικά. ΕΠΕ τόμος 9ος. Εκδόσεις ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1971.
Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου, Εκδόσεις ‘’ΑΣΤΗΡ’’, Αθήναι, 1970.
Ευεργετινός, τόμος Α΄, Εκδόσεις.
Κωνσταντίνου Φούσκα, πρεσβυτέρου. δ.θ.φ. η Ατομική προσευχή. Έκδοσις Β΄ Αθήναι 1982.
BloomAnthony. Μάθε να προσεύχεσαι. Εκδόσεις ‘’ΕΛΑΦΟΣ’’, Αθήναι, 1973.
Του ιδίου. Ζωντανή προσευχή.
Βενεδίκτου Ιερομονάχου, Χρυσοστομικός άμβων Ε΄. Η προσευχή , τα νεύρα της ψυχής. Εκδοσις Συνοδία
Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη αγ. Όρους, 1999.

Πηγή: http://orthodoxanswers.gr/